Έφυγε από την ζωή ο Σον Κόνερι στα 90 του χρόνια -Ο πιο εμβληματικός James Bond
Παγκόσμια θλίψη σκόρπισε η είδηση του θανάτου του διάσημου ηθοποιού Σον Κόνερι.
Ο Σερ Σον Κόνερι έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών.
Πολυβραβευμένος ηθοποιός και παραγωγός ταινιών κινηματογράφου, σφράγισε την έβδομη τέχνη ενσαρκώνοντας τον James Bond, τον πιο διάσημο κατάσκοπο και καρδιοκατακτητή. Πρωταγωνίστησε σε επτά συνολικά ταινίες. Μέχρι σήμερα, θεωρείται ο καλύτερος «007» που εμφανίστηκε ποτέ στη μεγάλη οθόνη. (Διαβάστε εδώ).
Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930.
Γιος της Euphemia "Effie" McBain (πατρ. McLean), καθαρίστριας, και του Τζόζεφ Κόνερι, εργάτη σε εργοστάσιο και οδηγού φορτηγού. Ο πατέρας του ήταν Καθολικός με ιρλανδο-σκωτική καταγωγή, ενώ η μητέρα του ήταν Σκωτσέζα Προτεστάντισσα.
Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία τον 19ο αιώνα. Ο νεαρός Τόμας μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό.
Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλεύει προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του. Έγινε γαλατάς, pool boy, bodybuilder, οδηγός φορτηγού, μέλος του βασιλικού ναυτικού, μοντέλο στην σχολή καλών Τεχνών, υπάλληλος σε γραφείο τελετών, ποδοσφαιριστής ( μάλιστα η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του προσέφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών) για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.
Έπειτα, τα βήματά του τον οδήγησαν και σε μια οντισιόν. Eκείνη την εποχή βρισκόταν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του «Μίστερ Υφήλιος» και κάποιος του είπε ότι ζητούσαν άτομα για τη χορευτική ομάδα του θεατρικού μιούζικαλ «South Pacific».
Στην θεατρική αυτή ομάδα έμεινε για δυο χρόνια. Έμεινε στην Αγγλία δουλεύοντας στο θέατρο, το οποίο εγκατέλειψε για λίγο, όταν το 1957 πήρε τον πρώτο ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Άλβιν Ράκοφ «Ρέκβιεμ για έναν πυγμάχο» για το BBC.
Έναν χρόνο αργότερα, υπέγραψε πενταετές συμβόλαιο με την 20th Century Fox. Έκανε δέκα ταινίες -πολεμικά μελόδραμα ως επί το πλείστον- τις οποίες ο ίδιος δεν φαίνεται να πολυεκτιμά εκτός από το «Κάπου, κάποιος, κάποτε» («Another Τime, Αnother Ρlace», 1958), όπου υποδύεται τον εραστή της Λάνα Τάρνερ.
Μετά, ήρθε ο Μποντ.
Οι παραγωγοί Άλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν είχαν αποφασίσει να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα του Ίαν Φέμινγκ «Δόκτωρ Νο», όπου ο κεντρικός ήρωας λεγόταν Τζέιμς Μποντ. Τότε ακόμα ο πράκτορας 007 δεν ήταν δημοφιλές francize, οπότε το μπάτζετ δεν επαρκούσε για να προσλάβουν κάποιον σταρ.
Έτσι ο Κόνερι πήρε τελικά τον ρόλο, αν και ο Φλέμινγκ στη αρχή είχε τις αντιρρήσεις λόγω της σκοτσέζικης προφοράς του. Μετά όμως από την πρεμιέρα άλλαξε γνώμη και στα επόμενα βιβλία του έδωσε στον Μποντ μια σκωτο-ελβετική καταγωγή.
Γύρισε ακόμα πέντε ταινίες αλλά το 1980 η συνεργασία του με τους παραγωγούς έληξε για οικονομικούς λόγους.
Το 1983, για πρώτη φορά στην ιστορία του 007, στις αίθουσες βγήκαν δύο ταινίες με τον Μποντ η καθεμία με διαφορετικούς πρωταγωνιστές στον ρόλο του πράκτορα και προερχόμενες από διαφορετικά στούντιο. Η «Επιχείρηση: Οκτάπουσι» με τον Ρότζερ Μουρ και το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» με τον Κόνερι. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο Κόνερι υποδύθηκε τον 007 και παρόλο που η ταινία δεν θεωρείται ότι ανήκει στην κλασική σειρά, ήταν η εκδίκηση του ηθοποιού απέναντι στους παραγωγούς του.
Το 1964 συνεργάζεται με τον μετρ Άλφρεντ Χίτσκοκ στη «Μάρνι», ενώ το 1965 παίζει στον «Λόφο» του Σίντνεϊ Λουμέτ. Το 1975 δούλεψε με τον Τζον Χιούστον στον «Άνθρωπο που θα γινόταν βασιλιάς» με συμπρωταγωνιστή τον φίλο Μάικλ Κέιν, αποκαλύπτοντας μια ακόμα πλευρά της υποκριτικής του γκάμας.
Οι συνεντεύξεις δεν ήταν το καλύτερό του. Πάντα απέφευγε τις πολλές εμφανίσεις, πράγμα που -όπως ο ίδιος είχε δηλώσει- είχε επίπτωση στη δουλειά του αφού του στέρησε, κατά τη γνώμη του, πολλά βραβεία. Στη μακρά πορεία του, η πιο σημαντική του βράβευση ήταν το 1988 όταν κέρδισε το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για τους «Αδιάφθορους» Μπράιαν Ντε Πάλμα.
Έχει παντρευτεί δυο φορές. Η πρώτη του σύζυγος ήταν η Βρετανίδα ηθοποιός Νταϊάν Σιλέντο, με την οποία είχε μια θυελλώδη σχέση. Μαζί της απέκτησε έναν γιο που ασχολείται κυρίως με τη σκηνοθεσία, με τον οποίο όμως δεν φαίνεται να έχουν συχνές επαφές. Η δεύτερη σύζυγός του ήταν η Γαλλομαροκινή ζωγράφος Μισελίν Ροκμπρίν, η οποία είχε μια κόρη από τον πρώτο της γάμο.
Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο (μάλιστα έχει ένα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει «Scotland Forever»). Εξαιτίας των πολιτικών του θέσεων άργησε πολύ να πάρει τον τίτλο του σερ, όμως τελικά χρίστηκε ιππότης το 2000 από τη βασίλισσα της Αγγλίας στο Παλάτι του Χόλιρουντ στο Εδιμβούργο.