Βίκυ Παπαδοπούλου: Δεν λέω ποτέ «Αυτή είμαι και σε όποιον αρέσω»
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Χαλάνδρι και συνεχίζω να μένω εκεί μέχρι σήμερα. Για την ακρίβεια, μεγάλωσα στο συνοικισμό του Χαλανδρίου και πέρασα πολύ όμορφα παιδικά χρόνια εκεί. Ηταν σαν μια κλειστή κοινωνία: σαν να βρίσκομαι στην Πάτμο, γιατί ο άλλος τόπος που αγαπώ πολύ είναι η Πάτμος. Από εκεί έχει καταγωγή η γιαγιά μου. Την επισκέπτομαι όσο πιο συχνά γίνεται, εκεί ξεκουράζομαι πραγματικά γιατί έχω αγαπημένους συγγενείς και φίλους. Ο πατέρας μου είναι από την Κορώνη. Η μητέρα μου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία.
Στα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι ότι έκανα ό,τι έκανε ο αδελφός μου. Πχ. Του άρεσε να σκαρφαλώνει. Θυμάμαι ότι δεν είχα καθόλου φόβο. Ενώ ήμουν ένα συνεσταλμένο, ντροπαλό και ευαίσθητο κορίτσι, μονίμως έκανα επικίνδυνα πράγματα εξαιτίας του αδελφού μου που ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος.
Όταν ανακοίνωσα στους γονείς μου την επιθυμία μου να πάω σε δραματική σχολή, με κοίταξαν σαν να ήμουν εξωγήινη. Δεν το περίμεναν. Αναρωτιούνταν πώς αυτό το ντροπαλό κορίτσι θα έμπαινε σε μια τέτοια διαδικασία.
Η οικογένειά μου είναι άνθρωποι που θα επέλεγα έτσι κι αλλιώς δίπλα μου
Πήρα την απόφαση να πάω σε δραματική σχολή γιατί σχεδίαζα να σπουδάσω σκηνοθεσία λίγο πιο μετά και να ασχοληθώ με το σινεμά. Το αγαπούσα και συνεχίζω να το αγαπώ. Όταν, όμως μπηκα στη δραματική σχολή το θέατρο το ερωτεύτηκα. Οι σπουδές με βοήθησαν να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου. Να τον αποδεχτώ.
Δεν ήμουν κακή μαθήτρια. Αλλά μου άρεσε να βγαίνω με τους φίλους μου, να διασκεδάζω. Μου άρεσε να βλέπω ταινίες, να φτιάχνω ιστορίες, να γράφω.
Η σχέση με τους γονείς μου ήταν πολύ αγαπησιάρικη. Ηταν πολύ λογικοί και σωστοί στη συμπεριφορά τους απέναντί μας. Θέλανε να μάθουμε να πιστεύουμε στον εαυτό μας και να κυνηγάμε τα όνειρά μας. Ημασταν και είμαστε μια πολύ αγαπημένη οικογένεια: με τα προβλήματά μας όπως όλες οι οικογένειες, αλλά πολύ δεμένη.
Η οικογένειά μου είναι άνθρωποι που θα επέλεγα έτσι κι αλλιώς δίπλα μου. Τους εμπιστεύομαι πάρα πολύ. Στην εφηβεία μου, σε κάποια θέματα, την έκανα την επανάστασή μου. Ημουν αυστηρή, δεν το διαπραγματευόμουν. Οι γονείς μου με διαχειρίστηκαν πολύ καλά και αμέσως βρήκαμε τις ισορροπίες.
O Xριστόφορος ήταν ο «μαέστρος». Ηθελε να έχει όλο τον έλεγχο: από το ποια ταπετσαρία θα «παίζει» στον τοίχο, μέχρι τη μουσική σε κάθε επεισόδιο, το τι θα φορούσε ο ηθοποιός.
Πριν ακόμα τελειώσω τη δραματική σχολή, είχαμε δημιουργήσει μια ομάδα με τα παιδιά της σχολής και ανεβάζαμε κάποιες παραστάσεις στο θέατρο Βικτώρια.
Ύστερα, αφού τελείωσα τη σχολή, έκανα μια μικρούς μήκους ταινία, την «Αναστασία» του Δημήτρη Αποστόλου. Εκεί, με είδε ο Νίκος Περάκης και με πήρε σε μια σειρά στη ΝΕΤ. Κάναμε το «Σχεδόν Ποτέ», τον δεύτερο κύκλο. Συνέχισα με άλλη μια σειρά στη ΝΕΤ και ταυτόχρονα συμμετείχα και στο σήριαλ του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, «Δυο μέρες μόνο». Ο Χριστόφορος με «ανακάλυψε» από εκεί.
Αυτό που θυμάμαι από τον Χριστόφορο είναι ότι γνώρισα ένα πολύ καλό παιδί με απίστευτη ενέργεια. Ηταν ο «μαέστρος». Ηθελε να έχει όλο τον έλεγχο: από το ποια ταπετσαρία θα «παίζει» στον τοίχο, μέχρι τη μουσική σε κάθε επεισόδιο, το τι θα φορούσε ο ηθοποιός.
Ηταν μονίμως σε αναζήτηση για να είναι το αποτέλεσμα όπως το ήθελε εκείνος. Εχω πολύ γλυκιές αναμνήσεις από τότε.
Τη δημοσιότητα που προέκυψε τη διαχειρίστηκα πολύ ψύχραιμα απλά γιατί τότε ήμουν πολύ συνεσταλμένη. Όχι ότι τώρα δεν είμαι. Απλώς τώρα τη δημοσιότητα τη διαχειρίζομαι λίγο καλύτερα. Απέφυγα την υπερέκθεση. Προσπαθούσα να εκτίθεμαι μόνο ως ηθοποιός. Δεν είχα ιδιαίτερο πανικό ή άγχος. Ποτέ δεν μπήκα σε διαδικασία να πω «Α! Τώρα με αναγνωρίζουν…».
Συνέχισα να κάνω τη ζωή μου όπως την έκανα και δεν ήθελα να εκθέτω κομμάτια του εαυτού μου γιατί αισθανόμουν άβολα. Ακόμα νιώθω άβολα.
Φέτος, βρίσκομαι στο θέατρο «Ιλίσια Βολανάκης», στην παράσταση «Η λίμνη που δεν είναι πια».
Ένα ισπανικό έργο, πραγματικά πολύ ωραίο. Μιλά για την απώλεια, τη βία και το φόβο, την εκμετάλλευση των μέσων μαζικής ενημέρωσης σε ένα πρόσωπο και δεν σε αφήνει να βαρεθείς. Από την πρώτη στιγμή μέχρι την τελευταία. Είναι ένα πολύ συμπυκνωμένο έργο και έχει και τις κωμικές στιγμές του. Υποδύομαι την Ιρένε, μια γυναίκα που έχει βιώσει τη μεγαλύτερη απώλεια που θα μπορούσε να βιώσει έναν άνθρωπος. Έχει χάσει το παιδί της. Ακριβώς επειδή δεν μπορεί να αντέξει αυτή την πραγματικότητα, δημιουργεί μια δική της πραγματικότητα στην οποία μπορεί να επιβιώσει και να συνεχίσει να ζει.
Bλέποντας την μητέρα μου, μπορώ να καταλάβω τι επιπτώσεις μπορεί να έχει ο χρόνος που περνά στη ζωή μιας γυναίκας.
Εμένα, η μητέρα μου τώρα μού φαίνεται πιο όμορφη από ποτέ. Το θέμα είναι το πώς αισθάνεσαι και πόσο καλός άνθρωπος είσαι. Η ομορφιά είναι εκεί. Δεν με φοβίζουν ούτε οι ρυτίδες, ούτε τα γκρίζα μαλλιά. Αυτά είναι αναμενόμενα και στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχουν και τόσο μεγάλη σημασία.
Μακάρι να γεράσω
Καλό είναι να προσέχεις το σώμα σου και τη διατροφή σου και να είσαι υγιής. Μπορεί να ακούγονται κλισέ αυτά αλλά είναι πολύ σημαντικά.
Μακάρι να γεράσω. Οποιο σημάδι κι αν δω στο πρόσωπό μου, δεν με τρομάζει το αποδέχομαι κατευθείαν. Θα ήθελα να με δω και στα 50 μου και στα 60 μου.
Όλα έχουν να κάνουν με το πόσο θετικός άνθρωπος είσαι. Δεν διαχωρίζω τους ανθρώπους σε άσχημους και όμορφους. Ολοι μου φαίνονται όμορφοι όταν υπάρχει συμπάθεια και μου φέρονται με όμορφο τρόπο. Οι άνθρωποι που μας φαίνονται όμορφοι είναι οι άνθρωποι που μας κάνουν να χαμογελάμε, που είναι ζεστοί.
Χρόνο με το χρόνο αποδέχομαι τον εαυτό μου, προσπαθώ να τον καλυτερεύσω όσο περισσότερο γίνεται. Ποτέ δεν εφησυχάζω. Δεν αφήνομαι. Σκέφτομαι την συμπεριφορά μου: γιατί με επηρεάζουν κάποια πράγματα και αντιδρώ με τον τρόπο που αντιδρώ. Δεν λέω ποτέ «Αυτή είμαι και σε όποιον αρέσω». Θέλω να αρέσω πρώτα απ’όλα σε μένα, αλλά θέλω και μέρα με τη μέρα να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος, έτσι όπως το θεωρώ εγώ. Θέλω όταν πέφτω στο κρεβάτι μου να είμαι εντάξει με τον εαυτό μου.
Αν δεν είμαι εντάξει, δεν θα μπορέσω να κοιμηθώ καλά, είμαι ενοχική. Αλλά έχω πολύ έντονο μέσα μου και το αίσθημα της δικαιοσύνης.
Το μεγάλυτερο όνειρο της ζωής μου είναι να γεράσω και να είμαι καλά. Θέλω να έχω τα μυαλά στο κεφάλι μου και φτάσω στα βαθιά γεράματα. Δεν θα μπορούσα να έχω κάποιο άλλο όνειρο. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι ο θάνατος. Όχι τόσο ο δικός μου, όσο η απώλεια και το κενό που αφήνει.
Αν έπρεπε να βάλω έναν τίτλο στη ζωή μου αυτός θα ήταν: «Σε μόνιμη αναζήτηση».
Η Βίκυ Παπαδοπούλου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Η λίμνη που δεν είναι πια» που ανεβαίνει στη σκηνή του θέατρου «Ιλίσια Βολανάκης», μαζί με τους Λεωνίδα Κακούρη και Θοδωρή Κατσαφάδο. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Λεωνίδας Κακούρης ενώ τη μετάφραση του έργου η Μαρία Χατζηεμμανουήλ.
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 20:30.