Νένα Μεντή: «Ο χρόνος δεν με απασχολεί. Μόνο να μην πεθάνω θέλω...»
Η Νένα Μεντή σε κερδίζει με την αλήθεια της. Με την ίδια αλήθεια κερδίζει και το κοινό, που τα τελευταία, κυρίως, χρόνια την ακολουθεί πιστά. Ισως γιατί βλέπει πίσω από την ηθοποιό μια γυναίκα που δεν μοιάζει με τις άλλες, αντισυμβατική και ειλικρινή, συναισθηματική και αυστηρή μαζί, που τα δίνει όλα, γιατί μόνον έτσι ξέρει.
«Είμαι ένας άνθρωπος πολύ ειλικρινής. Κι όσο μεγαλώνω, έχω την ανάγκη να αποκαλυφθώ, να απογυμνωθώ. Γιατί τα πράγματα δυσκολεύουν -το βλέπεις το φινάλε, κι ενώ δεν το δέχομαι το φινάλε, ενώ δεν θέλω να πεθάνω, αν και ξέρω ότι θα συμβεί, θέλω να αποκαλυφθώ.
Δεν ξέρω γιατί έγινα ηθοποιός. Είχα ένα πολύ φιλότεχνο έδαφος στο σπίτι από τον μπαμπά μου, που ήταν ο συνθέτης Σπήλιος Μεντής και τον θείο μου, τον ηθοποιό Κώστα Μεντή. Και η μάνα μου τραγουδούσε και είχε έφεση αλλά δεν την είχαν αφήσει τότε. Το περιβάλλον του σπιτιού μου ήταν μουσικοί, ηθοποιοί, ακούγαμε το θέατρο στο ραδιόφωνο. Αν και φτωχοί οι γονείς μου κατέβαιναν στην Αθήνα για να δουν παράσταση μια φορά τον μήνα. Μέναμε στο Λαύριο κι ήταν πολύ καλά εκεί.
Γεννήθηκα στην Αθήνα, αλλά μεγάλωσα στο Λαύριο, όπου έζησα ως δεκατεσσάρων -μετά ξαναγυρίσαμε στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν δημόσιος υπάλληλος και έπαιρνε μεταθέσεις. Αλλά στο σπίτι θεωρούσαμε πολύ σημαντική την τέχνη».
«Στο Λαύριο αποφάσισα να γίνω ηθοποιός. Ημουν έντεκα ετών. Θα γινόταν τότε μια ερασιτεχνική παράσταση και ζήτησαν από τον πατέρα μου, σαν καλλιτέχνη, να την σκηνοθετήσει. Δέχτηκε και πήρε και μαζί την κόρη του να παίξει, εμένα δηλαδή. Ηταν ο «Νευρικός κύριος» του Ψαθά. Κι εγώ έκανα τη νευρική κυρία που ανοίγει και κλείνει την τσάντα και το τσαντάκι της... Ημουν ένα μπασμένο, αδύνατο κοριτσάκι κι έκανα την κυρία... Ηταν το 1954. Μόλις τέλειωσε η παράσταση είπα του μπαμπά μου, «εγώ θα γίνω ηθοποιός». Τόσο απλά. Κι άλλο τόσο απλά ο πατέρας μου μου είπε «τέλειωσε πρώτα το σχολείο, κι αν θέλεις ακόμα να γίνεις ηθοποιός, να γίνεις». Τόσο απλά κι εκείνος.
Oι “Τρεις Χάριτες” ήταν ένας αφρός -η πρώτη μου επιτυχία, κι ας ήμουν σαρανταπέντε χρόνων. Περνούσα καλά στο γύρισμα, είχαμε επιτυχία, ήρθαν και λεφτά.
Μετά όταν ήρθαμε στην Αθήνα, όποτε μπορούσα πήγαινα στο θέατρο. Εδωσα εξετάσεις και μπήκα στη σχολή του Εθνικού. Θυμάμαι, στο δεύτερο και στο τρίτο έτος, είχα δασκάλα την Παξινού. Την πρώτη μέρα που μπήκε στην αίθουσα, μας έβαλε στη σειρά και μας ρώτησε, έναν-έναν, γιατί γίναμε ηθοποιοί. Οταν ήρθε η σειρά μου, χωρίς να ντραπώ ούτε την Παξινού ούτε τίποτα, αντί να της απαντήσω, τη ρώτησα: «Εσείς μπορείτε να μας πείτε γιατί γίνατε ηθοποιός;». Εμεινε. Δεν απάντησε και ήταν φανερό πως θα ήθελε να με χαστουκίσει. «Ούτε εγώ μπορώ να σας πω», της είπα.
Επαιξα όμως μετά και με την Παξινού και με τον Μινωτή -ήταν σπουδαία. Είχα δει 67 φορές τους «Βρυκόλακες». Επαιζε ο πρώτος μου άντρας (σ.σ. Κώστας Στυλιάρης), κι εγώ, που δεν έπαιζα, πήγαινα κάθε βράδυ και την κοίταζα.
Μέχρι και σήμερα δεν ξέρω γιατί έγινα ηθοποιός. Σαν κάτι να ελευθερώνεις μέσα σου, που δεν μπορείς ίσως αλλιώς να το ελευθερώσεις και το επικοινωνείς στους άλλους, σαν να υπάρχει κάτι μέσα σου, στο μεδούλι σου. Μπήκα στη σχολή και δεν με σταμάταγε τίποτα. Ηθελα να κάνω θέατρο και τίποτε άλλο».
«Στα νιάτα μου είχα έναν χαρακτήρα πάρα πολύ δύσκολο. Είχα βγάλει το όνομα της ξινής. Επειδή μίλαγα, τα έλεγα, ήμουν ειλικρινής και πολλοί δεν το αντέχουν αυτό. Ημουν δυσπροσάρμοστη στον χώρο -σε έναν χώρο και μια χώρα που δεν υπήρχε και δεν υπάρχει αξιοκρατία. Τότε ήταν δύσκολο να το αποδεχτώ. Από την άλλη, τότε ήμασταν λίγοι οι ηθοποιοί και η σχολή του Εθνικού ξεχώριζε, οπότε δεν χρειαζόταν να ψάξεις για δουλειά. Με το που βγήκα από τη σχολή, με πήρε η κυρία Κατερίνα Ανδρεάδη και μου είπε να δουλέψουμε μαζί. Δεν το περίμενα. Πήγα μαζί της περιοδεία στη Γερμανία. Απέκτησα γρήγορα το metier.
Είχα έναν σπουδαίο δάσκαλο, τον Στέλιο Βόκοβιτς -ήταν και σπουδαίος άνθρωπος. Κι αν έχω μάθει κάτι από τη σχολή, του το χρωστάω. Εβλεπε ότι ήμουν λίγο τσαούσα και ξινή και μου έλεγε «πάνω του», μου έδινε μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ελεγα στον εαυτό μου, όπου χωράνε οι άλλοι, χωράω κι εγώ. Εχω τριφτεί μέσα στο επάγγελμα, έχω κάνει πολλή επιθεώρηση -καλή επιθεώρηση με το Ελεύθερο Θέατρο, αλλά και κακή.
Μου έχει πει η κόρη μου «Βρε μαμά, γιατί πρέπει να τα δίνεις όλα; Μερικές φορές φοβάμαι μην πάθεις κάτι». Αυτή η δουλειά δεν γίνεται αν δεν τα δώσεις όλα.
Oταν, το 2006, ο Πέτρος Ζούλιας ήρθε και με βρήκε για να μου προτείνει την «Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου», αναρωτήθηκα πώς το σκέφτηκε. Εχοντας έναν πατέρα μουσικό, ήξερα κάποια λίγα πράγματα για εκείνη. Δέκα χρόνια μετά, μπορώ να πω ότι αυτή η παράσταση, είναι το πιο εύκολο πράγμα που έχω κάνει στη ζωή μου, λόγω της ανταπόκρισης του κόσμου. Ο κόσμος με έκανε να είμαι σαν νεράκι που τρέχει πάνω στη σκηνή.
Δεν κατάλαβα από την αρχή τι θα συνέβαινε. «Ποιος τρελός θα έρθει να δει μία παράσταση για μία που σχεδόν δεν την ξέρει κανείς», έλεγα. Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε ακόμα και θέατρο. Στην πρεμιέρα όμως, ήταν τέτοια η συγκίνηση του κόσμου, που κατάλαβα ότι κάτι γίνεται. Μέχρι και δαχτυλίδι μου χάρισε ένας θεατής.
Η «Ευτυχία» μου χτύπησε ένα κουδούνι μέσα μου, ότι εγώ σαν ηθοποιός, με τη διαδρομή μου, πιο πολύ συγκινούμαι με πράγματα που έχουν να κάνουν με τον τόπο, την παράδοση, τη γλώσσα μας. Οι δουλειές που έκανα μετά την «Ευτυχία», το «Τρίτο Στεφάνι» με τον Σταμάτη Φασουλή, ένα έργο του Εφταλιώτη με τον Γιώργο Λύρα, με έκαναν να καταλάβω ότι κάπου εκεί βρίσκομαι, αυτή τη συγκίνηση μπορώ να μεταδώσω... »
«Τελικά όλα είναι θέμα διαδρομής. Πετάω τα περιττά για να κρατήσω το ζουμάκι. Ποτέ δεν ήθελα πολλά. Με ευχαριστούν τα μικρά, ίσως ασήμαντα, της ζωής. Βγάζω τη δική μου αλήθεια σε ό,τι κάνω, κι αυτή η αλήθεια περνάει σε έναν κόσμο και τον αγγίζει. Δεν πιστεύω ότι κάνω τίποτα σπουδαίο. Κάνω κάτι που το γουστάρω. Καταθέτω την αλήθεια μου, και στο θέατρο και στη ζωή μου. Λόγω χαρακτήρα μερικές φορές τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα για μένα.
Αυτό που είσαι κι αυτό που σκέφτεσαι ότι είσαι είναι που έχει σημασία. Εγώ ξέρω ότι είμαι καλή ηθοποιός. Δεν παριστάνω την ταπεινή. Αλλά την ίδια στιγμή ξέρω ότι αυτό που κάνω δεν είναι παραπάνω από αυτό που είναι. Ούτε θα σώσω τον κόσμο, ούτε θα σώσω το θέατρο. Εμένα σώζω κι αν δύο-τρεις από κάτω κάτι νοιώσουν, κάπως τους συγκινήσω, κάτι τους μεταφέρω, αυτό είναι... Μέχρι εκεί. Δεν το θεωρώ λίγο, ούτε όμως πολύ. Δίνω πάντα, όχι το 100% αλλά το 150% μου... Μου έχει πει η κόρη μου «Βρε μαμά, γιατί πρέπει να τα δίνεις όλα; Μερικές φορές φοβάμαι μην πάθεις κάτι». Αυτή η δουλειά δεν γίνεται αν δεν τα δώσεις όλα.
Είμαι πολύ ελεύθερη. Δεν θέλω τον παπά, την εκκλησία, τα χαρτιά, να μιλάμε για τις περιουσίες
Δεν έχω συμβατική ζωή. Με τον άντρα μου, τον Σταύρο Μερμήγκη είμαστε μαζί σαράντα χρόνια, έχουμε την κόρη μας, αλλά δεν έχουμε παντρευτεί.
Είκοσι πέντε χρόνια ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και τα τελευταία δεκαπέντε ζούμε σε χωριστά. Κι είμαστε οι πιο αγαπημένοι του κόσμου, με μεγάλο νοιάξιμο ο ένας για τον άλλον, και πολλή αγάπη. Συμπτωματικά, όταν η κόρη μας θέλησε να μείνει μόνη της, εκείνος κληρονόμησε ένα σπίτι από τον πατέρα του κι εγώ, για να αφήσω την κόρη μας στο σπίτι, έψαξα και βρήκα αμέσως το διαμέρισμα που μένω και τώρα, στην Πλατεία Αμερικής».
«Αν είναι καλύτερα έτσι; Ναι, ναι. Αλλά, πρόσεξε, ήταν κοινό το θέλω μας, ταυτόχρονα. Δεν άφησε κανένας, κανέναν και είναι δεδομένο ότι ο ένας αγαπάει πολύ τον άλλον. Η κοινή μας ζωή, η διαδρομή μας δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Η αγάπη μας αποδεικνύεται κάθε μέρα. Τόσο απλό και τόσο δύσκολο. Είναι κι εκείνος ηθοποιός, αλλά δεν τον ενδιαφέρει καθόλου ότι δεν είναι επιτυχημένος. Τον ενδιαφέρει που είμαι εγώ καλά και έρχεται και με βλέπει που παίζω και μου λέει «είσαι σπουδαία». Aυτό δεν το βρίσκεις εύκολα.
Αγαπάω πολύ τη γειτονιά μου. Ξέρω τα προβλήματά της, αλλά εδώ είναι «το χωριό μου». Εδώ κοντά πέθανε ο πατέρας μου, λίγο πιο πέρα ο πρώτος μου άντρας. Ημουν δεν ήμουν τριάντα όταν τους έχασα.
Εχω περάσει φτώχεια, αλλά ποτέ μιζέρια. Στο πατρικό μου, νοιώθαμε όλοι άρχοντες. Πώς τα κατάφερνε η μάνα μου, ποτέ δεν κατάλαβα
Ναι, έχω τσαμπουκά. Ετσι είμαι όμως. Οι δικοί μου άνθρωποι, μερικές φορές, με σκιάζονται. Ο χαρακτήρας μου μού έχει κοστίσει κυρίως στη δουλειά μου, όχι στην προσωπική μου ζωή. Εχω μεγάλη γενναιοδωρία αισθημάτων με τους δικούς μου, έχω πολύ αίσθημα. Είμαι έντονη, εκρηκτική.
Ημουν από μικρή εναντίον του γάμου. Ο πρώτος μου γάμος έγινε γιατί το ήθελε ο άντρας μου και ο μπαμπάς μου. Είμαι πολύ ελεύθερη. Δεν θέλω τον παπά, την εκκλησία, τα χαρτιά, να μιλάμε για τις περιουσίες. Εχω όμως και αυτογνωσία. Ξέρω ότι τραβάω τα πράγματα στα άκρα, ότι είμαι απόλυτη. Ισως γιατί δεν θέλω να ξεφεύγω από τα θέλω και τις αρχές μου -λες και θα κάνω τη μεγάλη παραχώρηση.
Ο χρόνος δεν με απασχολεί. Μόνο να μην πεθάνω. Δεν με νοιάζει το γήρας, η ηλικία. Θα γίνω 72, γεννήθηκα τον Δεκέμβριο του΄45. Αφού αντέχω να παίζω, να είμαι ενεργή και δυνατή, δεν έχω κανένα θέμα....»
«Από τις τηλεοπτικές μου δουλειές, η τελευταία ήταν το “Τέσσερα” του Παπακαλιάτη -ένα σπάνιο παιδί. Αν είναι να ξεχωρίσω μία, είναι το “Δις εξαμαρτείν”. Μου άρεσε πολύ και σεναριακά. Oι “Τρεις Χάριτες” ήταν ένας αφρός -η πρώτη μου επιτυχία, κι ας ήμουν σαράντα πέντε χρόνων. Περνούσα καλά στο γύρισμα, είχαμε επιτυχία, ήρθαν και λεφτά.
Εχω περάσει φτώχεια, αλλά ποτέ μιζέρια. Στο πατρικό μου, νοιώθαμε όλοι άρχοντες. Πώς τα κατάφερνε η μάνα μου, ποτέ δεν κατάλαβα. Ετσι έμαθα όμως, χωρίς μιζέρια.
Ναι, έχω νοιώσει την επιτυχία. Η επιτυχία είναι οδηγός. Σε κάνει να καταλάβεις ότι επικοινωνείς με το κοινό. Εγώ το λέω και το επαναλαμβάνω: Εμένα ο κόσμος με έχει στηρίξει. Εχω πάρει πολλή αγάπη από τον κόσμο, με συγκινεί η αγάπη του, με κάνει και βουρκώνω. Από τη μεριά μου δεν ξέρω αν έχω δώσει κάτι καλό, έχω δώσει όμως κάτι αληθινό... ».
«Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη»
Ηξερα τον Παπαδιαμάντη, όπως τον ξέρουμε από το σχολείο, με μια προκατάληψη ίσως ότι είναι δύσκολος, δυσνόητος, με αυτή την γλώσσα. Αρχισα να τον ξαναδιαβάζω πριν από πέντε-έξι χρόνια και όταν ήρθε, πέρυσι, ο Πέτρος Ζούλιας για να μου προτείνει να κάνουμε κάτι μαζί, του είπα ότι το μόνο που θέλω να κάνω είναι Παπαδιαμάντης, Παπαδιαμάντης με άλλες γυναίκες. Αυτές είναι «Οι γυναίκες του Παπαδιαμάντη», με την Κομπογιαννού από τη “Φόνισσα”, που παίζω, και γύρω μια κοινότητα γυναικών από το έργο του. Οσο για τη γλώσσα, δεν είναι η εμβληματική του Παπαδιαμάντη, αλλά μια γλώσσα του συγγραφέα που έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης, λιγότερο στριφνή. Η παράσταση έχει και την αύρα και την ατμόσφαιρα του Παπαδιαμάντη _κάθε λέξη είναι δική του.
Η Νένα Μεντή πρωταγωνιστεί στις «Γυναίκες του Παπαδιαμάντη». Σκηνοθεσία Πέτρος Ζούλιας. Παίζουν: Ερση Μαλικένζου, Ευγενία Δημητροπούλου, Χριστιάννα Ματζουράνη,Μαριάννα Τουντασάκη και Εφη Σακελλαρίου. Στο θέατρο Χώρα από τις 15 Δεκεμβρίου.