Δήμητρα Παπαδοπούλου: Πέρασα κι εγώ τη φάση του «πότε θα γίνω μάνα»
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου είναι περίπτωση: Γράφει, παίζει, σκηνοθετεί, κάνει χιούμορ, αυτοσαρκάζεται, βρίζει. Μια γυναίκα που δεν μοιάζει με τις άλλες. Ανένταχτη, τολμηρή, αθυρόστομη, αυθόρμητη, οικεία, λέει πράγματα που όλοι θα θέλαμε να πούμε. Κι επειδή θέλει να αλλάξει τον κόσμο, προσπαθεί να αλλάξει τον εαυτό της...
«Από μικρή έγραφα, σκάλιζα ένα κείμενο. Οποτε είχα κανένα ζόρι, έγραφα. Το μόνο καλό που έκανα στο σχολείο ήταν οι εκθέσεις. Έγραφα καλές εκθέσεις και ήμουν καλή στη γυμναστική. Πήγαινα στο 5ο, στα Εξάρχεια.
Η πρώτη απόπειρα να γράψω ήταν μέσα στη τάξη όταν κάναμε την Ιθάκη του Καβάφη. Η διπλανή μου γελούσε με αυτά που έγραφα. Με το γράψιμο αλλάζω λίγο την μουντίλα της πραγματικότητας, γιατί γουστάρω να είναι πιο πειραγμένα τα πράγματα.
Προχωρώντας, το έφερε έτσι η ζωή κι αυτό έγινε η δουλειά μου. Κι όταν πήρα τα πρώτα μου λεφτά, από αυτό που παλιά με πέταγαν έξω από τη τάξη, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Πήγα στη δραματική σχολή του Γιώργου Θεοδοσιάδη. Στην αρχή έγραφα κείμενα, μετά έγραψα ολόκληρη επιθεώρηση. Η Αννα Βαγενά την πήρε, την έκανε παράσταση και πήγαμε περιοδεία. Μου φαινόταν οξύμωρο ότι αυτά που έγραφα θα μου έφερναν λεφτά, ότι η καφρίλα μου θα μου έφερνε λεφτά. Την ίδια στιγμή που μια ολόκληρη κοινωνία πάσχιζε να μου τη αφαιρέσει, σαν μίασμα. Στο σχολείο τραβούσα τα πάνδεινα επειδή ήμουν αθυρόστομη. Με έβγαζαν από την τάξη, μου είχαν βάλει, όντως, πιπέρι στο στόμα, στο δημοτικό. Από την εφηβεία και μετά κούλαρα».
«Οι γονείς μου δεν έλεγαν και πολλά. Δεν είχαν και τον χρόνο. Ως απόδημοι, αλλάζαμε συχνά χώρες, τόπους, μέρη... Ο πατέρας μου ήταν μηχανολόγος. Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια, όπου είχαν γεννηθεί και ο γονείς μου. Οι παππούδες μου ήταν από την Κύπρο. Για αυτό όταν φύγαμε από την Αίγυπτο πήγαμε πρώτα στην Κύπρο, μετά στη Θεσσαλονίκη και ύστερα Αθήνα.
Όλο αυτό ήταν πολύ δύσκολο για ένα παιδί, μεγάλη απορρύθμιση. Αλλά επειδή πάντα ψάχνω το θετικό, όλο αυτό με έκανε πολύ μάχιμη. Επρεπε κάθε φορά να προσεγγίζω, να βρίσκω, να αναγκάζομαι να αφουγκραστώ το περιβάλλον για να ενσωματωθώ. Κι έτσι απέκτησα καλό εξοπλισμό ακρόασης του περιβάλλοντος.
Μου άρεσε να είμαι σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον και να πετάω φιστίκια στους απέναντι κι αυτό το έκανα κι όταν ήμουν φοιτήτρια...
Ο πατέρας μου θεωρούσε αγράμματους τους ηθοποιούς και δεν ήθελε να κάνω θέατρο μετά το σχολείο. Ήταν κάθετος. Πίστευε ότι θα είναι ντροπή. Ως ατίθαση, απείθαρχη, ανέμελη, που ήμουν, ο πατέρας μου πίστευε ότι εκεί θα τελειώσουν όλα. Κι έτσι μου είπε να πάω στο Πανεπιστήμιο. Είχε δυνατή προσωπικότητα, ο πατέρας μου, και με επηρέαζε πολύ. Ηταν μορφωμένος, είχε χιούμορ, κι εγώ αυτόν τον συνδυασμό τον εκτιμούσα πολύ. Πήγα στο Πανεπιστήμιο, έκανα αγγλική φιλολογία. Κι όταν άρχισε να διδάσκω σε φροντιστήρια κατάλαβα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για μένα κι έφυγα. Τότε πήγα στη δραματική».
«Ολοι οι άνθρωποι που έγραφαν για το τώρα με έχουν επηρεάσει, όπως ο Ψαθάς, ο Τσιφόρος, ο Σακελλάριος, ο Πρετεντέρης: ασχολήθηκαν με το τώρα που συνέβαινε τότε. Δεν υπάρχει το αντίστοιχο σήμερα. Γι' αυτό και στη Δραματική Σχολή, όταν έπεσε στα χέρια μου ο Ψαθάς, παρά το γεγονός ότι ήταν ήδη παλιός, η γλώσσα του μου ήταν οικεία και δεν απαιτούσε να διασχίσω τις εποχές για να επικοινωνήσω μαζί του. Αυτοί οι άνθρωπο περιέγραψαν με απλότητα αυτό που συνέβαινε.
Από την πρώτη μέρα που ξεκίνησα να γράφω, έχω στο μυαλό μου τον ηθοποιό. Γενικά μου αρέσει να γράφω πάνω σε ανθρώπους, είμαι πολύ ανθρωποκεντρική. Γράφω πολύ προσωπικά και πολύ εποχιακά. Οσο πιο εποχιακά γράφω τόσο πιο διαχρονικά αποδεικνύονται. Κι αυτό είχαν οι παλιοί. Το ειλικρινά εποχιακό είναι διαχρονικό. Αυτός που θέλει να κάνει μόδα, δεν κρατάει...
Οι «Απαράδεκτοι» προέκυψαν από μια ευλογημένη εμμονή του Γιώργου του Ράλλη, να κάνω κάτι στην τηλεόραση με τους φίλους μου
Πάντα ένιωθα ότι κάτι είχα να πω αλλά δεν τολμούσα να το εκφράσω. Ο τρόπος που έβλεπα τα πράγματα δεν ταίριαζε με τον τρόπο που τα έβλεπαν οι περισσότεροι. Είχα μια δίκη μου οπτική. Κι αυτό που με έσωζε ήταν ότι οι άλλοι γελούσαν. Κι ας τους ακύρωνα με αυτά που έλεγα. Τότε έμοιαζα ανένταχτη, παράξενη. Είχα φίλους, πολλούς φίλους, αλλά όλοι ήμασταν ανένταχτοι. Δεν ήμουν ποτέ με politically correct ανθρώπους. Αλλά οι πολλοί είναι συνήθως στην κανονικότητα. Το διαφορετικό έχει τη γοητεία του, αλλά στην αρχή έτρωγα πόρτα. Το διασκέδαζα όμως. Μου άρεσε να είμαι σε ένα καθώς πρέπει περιβάλλον και να πετάω φιστίκια στους απέναντι κι αυτό το έκανα κι όταν ήμουν φοιτήτρια...».
«Οι παρέες μου ήταν στα Εξάρχεια. Στο θέατρο βρήκα ανθρώπους πολύ συντηρητικούς, που περίμεναν να επαναστατήσουν μέσα από τον Άμλετ, από τον ρόλο. Δεν ήταν φευγάτοι. Δεν μου αρέσει η λέξη καλλιτέχνης, δεν ξέρω τι σημαίνει. Οι ηθοποιοί έχουν μια κανονικότητα και περιμένουν τη νύχτα για να μπουν σε έναν ρόλο και να φύγουν.
Πράγματι δεν πήγα εγώ προς το θέατρο, το έφερα προς εμένα, εκεί που οσμίζομαι εγώ ότι είναι η ζωή, το κέντρο βάρους της, όπως το αντιλαμβάνομαι. Κι εδώ είναι που με βοήθησε το γράψιμο. Το γράψιμο ήταν και είναι το πιο ισχυρό μου κομμάτι. Εννέα χρόνια είχα να παίξω κι ήμουν ευτυχής, πολύ ευτυχής. Ζούσα πιο ποιοτικά. Με το θέατρο δεν ζεις ποιοτικά. Είναι παράλογες οι ώρες που δουλεύεις, είναι παράλογο που κάθε μέρα στις εννέα πρέπει να είσαι ντυμένος και βαμμένος, απίκο, για να ξεσηκώσεις το κοινό. Δεν δικαιούσαι τίποτα κάθε μέρα στις εννέα. Δεν είναι φυσιολογικά πράγματα αυτά.
Μεγαλώνοντας, και από ευγένεια, έχω μειώσει την αθυροστομία μου
Το γράψιμο έχει μεγάλη αυτοδιάθεση. Έχεις φυσικά deadlines, υποχρεώσεις, αλλά είσαι αφεντικό. Πώς γράφω; Κάποιος μου λέει κάτι και το κάνω, κάτι που έρχεται στο νου και το μοιράζομαι με κάποιους άλλους, κάποιος έχει μια ιδέα και μου τη λέει... Σε όλα μπαίνω, αρκεί στο φινάλε να το έχω φιλτράρει μέσα από μένα.
Οι «Απαράδεκτοι» προέκυψαν από μια ευλογημένη εμμονή του Γιώργου του Ράλλη, να κάνω κάτι στην τηλεόραση με τους φίλους μου. «Πάρε τους φίλους σου από το θέατρο κι έλα να κάνεις κάτι», μου είπε. Είχε καταλάβει τι τύπος είμαι. Θυμάμαι ότι μου είπε πως του θυμίζω τον Κώστα Πρετεντέρη, που ήταν και φίλος του. Τόσο απλά έγιναν τα πράγματα. Τα ωραία γίνονται απλά...».
«Ως τους «Απαράδεκτους» το Πολυτεχνείο δεν το αγγίζαμε, ήταν τοτέμ. Εγώ ειρωνεύτηκα λίγο με τις ατάκες του Σπύρου (σ.σ. Παπαδόπουλου) τη γενιά του Πολυτεχνείου. Και βγήκαν οι ατάκες, όπως το «Τι έγινε ρε παιδιά...» και μετά στο «Σ΄αγαπώ μ΄αγαπάς», το «Εγω ποτέ θα γίνω μάνα»...
Αλλά δεν τα ζορίζω, ούτε τα σκέφτομαι πολύ για να βγουν οι ατάκες. Νομίζω ότι λέω κάτι που μας αφορά όλους, ότι λέω το αυτονόητο. Δεν με γοητεύει τίποτε άλλο παρά το αυτονόητο. Το αυτονόητο είναι θελκτικό και ενωτικό, κι ενώ είναι αυτονόητο, δεν λέγεται.
Οταν γράφω περνάω πολλές φάσεις, η κυρίαρχη είναι ότι αυτό που γράφω θα επικοινωνήσει, γιατί ξέρω ότι αφορά όλο τον κόσμο. Πρώτα όμως περνάω τη φάση ανασφάλειας και μετά, πολύ σεμνά ομολογώ, δικαιώνομαι. Αλλά δεν μ΄ αρέσει να μιλάω για αυτά. Πριν γράψω βλέπω τον στόχο μου. Κάθε φορά είναι άλλοι δρόμοι, δεν θέλω του ίδιους, Αλλά πάντα θέλω το γέλιο. Μου αρέσει να δουλεύω με φίλους. Η φιλία είναι πολύ μεγάλη αξία για μένα.
Αν ο άλλος έχει τα κότσια να με καθοδηγήσει, αφήνομαι με τα χίλια
Μεγαλώνοντας, και από ευγένεια, έχω μειώσει την αθυροστομία μου. Οχι γιατί δεν την πιστεύω ή δεν μου προκύπτει, όσο γιατί οι άνθρωποι μπορεί να μην δουν τη ουσία και να πιαστούν από τη λέξη και να μου κάνουν κριτική γύρω από την αθυροστομία. Δεν με ενοχλεί η κριτική αλλά θέλω να τους δυσκολεύω, να μην μου την κάνουν επειδή έχει βρισιά. Αυτό είναι το εύκολο. Θέλω να έχουν ουσιώδεις αντιρρήσεις. Αλλά στη ζωή μου βρίζω σαν λιμενεργάτης».
«Πάντα ήταν δύσκολο να αποδεχτούν οι άνδρες μια γυναίκα λίγο πιο «πνευματικό ηγέτη». Χρειάστηκαν ειδικοί χειρισμοί και διπλωματίες. Κυρίως με συναδέλφους ηθοποιούς -όχι με παραγωγούς, γιατί εκείνοι ήξεραν το συμφέρον τους.... Oταν έμπαινε το αντρικό εγώ, έδειχνα λίγη παραπάνω προσοχή.
Επαγγελματικά είμαι αυτόνομη κι έχει τις δυσκολίες του. Αλλά λόγω καπιταλισμού, όταν μιλάμε για κέρδος, ο αντρικός εγωισμός πάει πίσω, ευτυχώς ή δυστυχώς.
Από την ΚΝΕ έφυγα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξερα ότι δεν πάει από εκεί ο δρόμος και δεν ξαναπήγα σε νεολαίες
Στα προσωπικά δεν είμαι το ίδιο. Είμαι πολύ ευαίσθητη σαν άνθρωπος. Αν ο άλλος έχει τα κότσια να με καθοδηγήσει, αφήνομαι με τα χίλια. Κι όποτε τα έχει, τον αφήνω. Αν νιώσω ότι ο δρόμος που μου ανοίγουν είναι ΟΚ, γίνομαι μαθήτρια. Αν υποψιαστώ ότι με πάνε λάθος, θα γίνει χαμός. Αν με πάνε σωστά, είμαι πλήρως υποταγμένη. Μου αρέσει να μου ανοίγουν δρόμους, άνδρες, γυναίκες, δάσκαλοι, φίλοι. Όταν μου ανοίγεις δρόμο μπαίνω, ακολουθώ. Δεν θέλω να καπελώσω. Να μάθω θέλω, να εξελιχθώ. Δεν έχω ταμπού. Μακάρι να υπάρχει ο άντρας leader, αλλά άμα κάνει μαλακίες θα του πω «κόφτο»...
Είμαι των μεγάλων σχέσεων. Ψάχνω ανθρώπους φωτεινούς, δεν ψάχνω ανθρώπους να με υπακούν. Δρόμοι μπορούν να ανοίγονται; Αυτό μετράει».
«Δεν θεωρώ ότι ο γάμος δημιουργεί σταθερότητα. Σταθερότητα δημιουργεί η ουσία μιας σχέσης, το βάθος της. Εχοντας βάθος στις σχέσεις σου, είσαι πιο ασφαλής από δεκαπέντε γάμους. Ο γάμος είναι κοινωνική ασφάλεια, όχι ουσιαστική. Κατά καιρούς περνούσε και από το δικό μου μυαλό ο γάμος, αλλά όπως περνούσε, έφευγε. Το σκεφτόμουν σαν μόδα, να κάνω κι εγώ αυτό που κάνουν όλοι. Αλλά είχα κι από το σπίτι μου καθοδήγηση να μείνω μακριά από γάμους και τέτοια, τέτοια ήταν η υποδομή. Δεν είχα πατέρα συμβατικό. Είχα πατέρα που όταν άκουγε ότι μια φίλη μου παντρεύεται, πάθαινε κατάθλιψη... «Πάει το κορίτσι», έλεγε.
Διανοητικά ήμουν πολύ κοντά στον πατέρα μου. Μου είχε πει πράγματα που αργότερα τα βρήκα στον Σωκράτη, στον Επίκουρο. Εχει δικαιωθεί στα πάντα, έχω τρομάξει. Και λυπάμαι πολύ που έφυγε -στα χρόνια των «Απαράδεκτων»- γιατί τώρα δεν θα είχα καλύτερο συζητητή. Οριακά πρόλαβε την πορεία μου. Μου πέρασε πολλά και άξιζε τον κόπο.
Υγεία, ευτυχία, ισορροπία: Αυτά ψάχνω, όπου μπορώ, στην πραγματικότητα, στους φίλους μου, σε μια βόλτα, στον ύπνο μου
Θυμάμαι, όταν είχε βρει ένα πάκο Καθοδηγητές της ΚΝΕ στο δωμάτιό μου, τους οποίους έπρεπε να πουλήσω -αλλά ντρεπόμουν να βαράω τις πόρτες και να λέω πάρτε, με ρώτησε τι κάνω, τι ψάχνω. Και του είπα ότι θέλω να αλλάξω τον κόσμο. «Αν θες να αλλάξεις τον κόσμο, να αλλάξεις εσύ, να ανακαλύψεις ποια είσαι, και μετά άσε τον κόσμο να βρει τον δρόμο του». Τεράστια κουβέντα.... Που είναι τώρα; Αν αλλάξουμε εμείς θα΄χει και μια ελπίδα ο κόσμος. Κι αν το κάνει αυτό ο καθένας μας και επαναστατήσει απέναντι στην καθεστυκυϊα τάξη, που μας κρατάει κάτω, θα μιλούσαμε για έναν άλλον κόσμο.
Από την ΚΝΕ έφυγα άρον-άρον. Στα 22 μου ήξερα ότι δεν πάει από εκεί ο δρόμος και δεν ξαναπήγα σε νεολαίες. Πέρασα από φεμινιστικά, καλλιτεχνικά, φοιτητικά κέντρα, από ΑΚΟΕ για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, πέρασα από όλα και έφυγα γελώντας...».
«Είμαι του πάθους, έχω κάνει τρέλες, χοντράδες αλλά όχι στον άλλον, σε μένα, δεν ενοχλούσα τους άλλους, τον εαυτό μου κυρίως. Δεν μπορώ το πολύ δράμα, θέλω να το ξεπερνάω. Γι΄αυτό ή θα το μοιραστώ με τους φίλους μου ή θα πάω στον ψυχαναλυτή -έχω κάνει ψυχανάλυση- για να το λύσω γρήγορα. Θέλω να ξεφορτώνομαι βάρη, δράματα, δυστυχίες, όσο γίνεται. Όλα βοηθάνε αν έχεις αποφασίσει να κάνεις αλλαγές. Εξαρτάται από το τι θες πραγματικά.
Υγεία, ευτυχία, ισορροπία: Αυτά ψάχνω, όπου μπορώ, στην πραγματικότητα, στους φίλους μου, σε μια βόλτα, στον ύπνο μου. Όπου βρεθώ κι όπου με παίρνει.
Στη προσωπική μας ζωή μπορούμε να είμαστε αριστεροί, με τη έννοια του μοιράσματος
Τώρα, την επαφή με τον κόσμο τη χαίρομαι. Παλιά με ενοχλούσε λίγο. Τώρα διαλέγω το καλό κομμάτι, το φως. Παλιά διάλεγα τη σκοτεινιά. Οσο μεγαλώνω παίρνω θέση υπέρ της αισιοδοξίας. Είμαι στρατευμένη υπέρ της αισιοδοξίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζω τον πόνο του άλλου, απλώς δεν μπορώ εκείνους που επιλέγουν τη δυστυχία από ανωτερότητα και λένε ότι καταλαβαίνουν πράγματα που εμείς δεν καταλαβαίνουμε.
Σεξουαλικά είμαστε ανελεύθεροι. Είναι ανελευθερία το πακέτο με τον άνδρα κυνηγό. Τι να πρωτοκυνηγήσει κι αυτός. Είμαστε ανελεύθεροι σε ρόλους, πακέτα, ταυτότητες, πρότυπα, μοντέλα. Εγώ όσο μπορώ πάω κόντρα σε όλα αυτά. Το σεξ δεν είναι και το άπαν του άπαντος στη ζωή. Υπερεκτιμήθηκε, γιατί απαγορεύθηκε από θρησκείες και τέτοια. Γενικά όμως το θεωρώ υπερεκτιμημένο και υπερεμπορευματοποιημένο -όχι ότι δεν έχει σημασία...».
«Πέρασα τη φάση του «εγώ ποτέ θα γίνω μάνα», αλλά όταν το εξέφρασα δημοσίως, το είχα ήδη ξεπεράσει, είχε ήδη τελειώσει για μένα. Αισθανόμουν όμως ότι ήταν το ερώτημα της εποχής, για τη γυναίκα, παγκοσμίως. Εμένα δεν με απασχόλησε προσωπικά πολύ. Απασχόλησε κάποιες σημαντικές σχέσεις μου, που με ρωτούσαν. Κι έτσι το βίωσα ανάποδα.
Η κρίση σε τρομάζει, σε στρέφει προς τα μέσα, προς την οικογένεια, τη θαλπωρή... Τρομάξαμε και μαζευτήκαμε. Βλέπω όμως τον τρόμο να ξεμπλοκάρει, σαν να τον συνηθίσαμε, σαν να προσαρμοστήκαμε. Δεν είναι καλό, αλλά...
Με χαλάει το γήρας σαν έννοια, αλλά επειδή είμαι θέση αισιόδοξη, θα βρω και τα καλά που έχει το να μεγαλώνεις
Ας κοιτάξει ο καθένας την δίκη του ευθύνη και ας προσέξει ο δικός του περιβάλλων χώρος να είναι όσο πρέπει οικολογικός, όσο πρέπει αριστερός, όσο πρέπει ανθρωπιστικός και τα υπόλοιπα τα βλέπουμε. Η αριστερά ήταν πάντα όνειρο. Στη προσωπική μας ζωή μπορούμε να είμαστε αριστεροί, με τη έννοια του μοιράσματος. Δεν χρειάζεται να ψηφίζουμε αριστερά, για να είμαστε αριστεροί. Μπορούμε να είμαστε στην προσωπική μας ζωή αριστεροί, ουμανιστές, ανθρωπιστές, χριστιανοί... Οχι εγώ δεν είμαι Χριστιανή αλλά δεν μπορώ να μην δεχτώ ότι ο Ναζωραίος είπε πράγματα εφάμιλλα του Πλάτωνα. Αλλά δεν τρέχω με τα καντήλια. Άλλωστε ο Χριστιανισμός είναι μια υπέροχη φιλοσοφία. Άρα στη ζωή ο καθένας μπορεί να είναι όσο γίνεται πιο εντάξει με κάποιες αξίες. Δεν χρειάζεται να βγούμε στη πορεία και να τα σπάσουμε όλα για να δείξουμε ότι έχουμε αξίες. Αυτό μου έμαθε ο μπαμπάς μου κι αυτό κάνω. Έτσι μεγάλωσα και γουστάρω. Φυσικά άκουσα και πολλά από τους γονείς μου που τα πέταξα. Αλλά αυτά που κρατάω, τα έχω επεξεργαστεί.
«Η αθυροστομία μου έχει έναν θυμό αλλά έχει και μια συναισθηματική επικοινωνία. Το να πεις στον άλλον «έλα ρε μαλάκα», τον κάνει πιο φίλο σου, δεν σημαίνει ότι είναι μαλάκας. Ούτε κυριολεκτούμε όταν βριζόμαστε...
Από τους παλιούς, είμαι πολύ κοντά με τον Σπύρο (σ.σ. Παπαδόπουλος) αλλά και με τον Θοδωρή (σ.σ. Αθερίδης) όταν βρισκόμαστε είμαστε πολύ ζεστά. Είναι κομμάτια της ζωής μου, δεν μπορώ να τα αποχωριστώ. Άμα πετάξω τέτοια κομμάτια είναι σαν να πετάω πράγματα από εμένα την ίδια. Εχω ξενερώσει με κάνα-δυό τυπάκια από το παρελθόν, αλλά ΟΚ...
Με χαλάει το γήρας σαν έννοια, αλλά επειδή είμαι θέση αισιόδοξη, θα βρω και τα καλά που έχει το να μεγαλώνεις. Εδώ και για τον θάνατο ψάχνω να βρω τα καλά του.
Η Μαντάμ Σουσού είναι δυστυχισμένη αλλά ξεγλιστράει με τη φαντασία της και με τους κόσμους που φτιάχνει. Δεν κάθεται λεπτό στη πραγματικότητα, δεν την αφορά καθόλου. Την υποτιμάει βαθειά και μη σου πω ότι πολύ καλά της κάνει. Το κάνω κι εγώ πολύ συχνά. Αν και ρεαλίστρια και πραγματίστρια, υποτιμώ συχνά την πραγματικότητα όταν είναι κακοφτιαγμένη. Κι αν δεν μπορώ να το κάνω έξω, το κάνω μέσα, σε μένα, στους φίλους μου, στη παρέα μου, στο θέατρο. Οπου μπορεί κανείς να το κάνει στον μικρόκοσμό του, ίσως χτιστούν καλύτερες κοινωνίες....
Η Δήμητρα Παπαδοπούλου πρωταγωνιστεί στη «Μαντάμ Σουσού» του Δημήτρη Ψαθά, που παίζεται στο θέατρο Παλλάς. Σκηνοθεσία Γιάννης Κακλέας. Παίζουν: Αλκις Κούρκουλος, Κώστας Κόκλας».