Αριέττα Μουτούση: «Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν έπαιρνε ποτέ θέση στη σχέση μας με τη μαμά»
Η Αριέττα Μουτούση εκπέμπει πρώτα απ΄ όλα μια ευγένεια, μια γλυκιά αύρα, μια εσωτερική ησυχία. Αν και μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο θέατρο, με τη μητέρα της Νόνικα Γαληνέα και τον Αλέκο Αλεξανδράκη, η επιλογή της δεν ήρθε ούτε εύκολα ούτε απλά. Σήμερα βιώνει το θέατρο και τη ζωή με τη σοφία που δίνει η ωριμότητα και το χιούμορ που τη χαρακτηρίζει.
«Για μένα το θέατρο δεν ήρθε αυτονόητα. Μέσα στην οικογένεια δημιουργούνται κάποιες ισορροπίες, παίζονται κάποιοι ρόλοι. Η αδελφή μου η Αμαλία ήταν εκείνη που θα γινόταν ηθοποιός. Από τότε που ήταν μικρή αυτό ήταν δεδομένο. Γιατί έμοιαζε της μαμάς. Εγώ έμοιαζα στον πατέρα μου, ο πατέρας μου ήταν γιατρός, εξ΄ου και θα μπορούσα να γίνω γιατρός. Θα μου άρεσε πολύ να γίνω για να γιατρεύω, να προστατεύω, να βοηθάω ανθρώπους. Το θεωρώ πολύ μεγάλο λειτούργημα, με συγκινεί βαθειά. Και είχα σκεφθεί ότι ήθελα να ασχοληθώ με παιδιά, γιατί λατρεύω τα παιδιά και νομίζω ότι έχω καλή σχέση μαζί τους. Ο πατέρας μου ήταν νευρολόγος - ψυχίατρος κι εγώ σκεφτόμουν μήπως γίνω ψυχολόγος για παιδιά.
Πάντα υπήρχε μέσα μου το θέατρο, έβλεπα και τη μαμά, επηρεαζόμουν. Αλλά σκεφτόμουν ότι από τη στιγμή που έχει κανονιστεί έτσι, με την Αμαλία, ας μην μπλέξω, ας κάνω κάτι άλλο. Το πεπρωμένο όμως φυγείν αδύνατον...
Τελειώνοντας το δημοτικό στην Σχολή Αηδονοπούλου, με τη δίδυμη αδελφή μου την Αλέξια, πήγαμε εσωτερικές σε παρθεναγωγείο στην Αγγλία. Εκεί γράφομαι στο drama club και παθαίνω την πλάκα της ζωής μου. Οχι, η Αλέξια δεν είχε ποτέ καμία έλξη για το θέατρο. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά -έχει δύο κόρες».
«Είχα μια καταπληκτική δασκάλα, μας πήγαινε σε παραστάσεις, στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου, είχα πραγματικά ενθουσιαστεί. Και μετά άρχισα να παίζω. Τρελαινόμουν, πραγματικά. Πρέπει να γίνεις ηθοποιός μου έλεγαν οι άλλοι... Κι άρχισα να αναρωτιέμαι. Δεν είχα και μεγάλη εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, ήμουν και αρκετά εσωστρεφής. Από την μια το ήθελα τόσο πολύ, από την άλλη σκεφτόμουν τη μαμά, την Αμαλία που θα γινόταν σίγουρα ηθοποιός και αναρωτιόμουν μήπως γίνω σκηνοθέτις ή κάτι γύρω από το θέατρο.
Ηξερα πολύ καλά αγγλικά και η μαμά σκέφτηκε μήπως γίνω διερμηνέας. Πήγα έξι μήνες στην Ελβετία, στη Λωζάνη για να τελειοποιήσω και τα γαλλικά μου. Παράλληλα με όλα αυτά είχα από μικρή έρωτα με τη λογοτεχνία: Ξεκίνησα στα δώδεκα με το «Εγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι που μου χάρισε ο Αλέκος. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα διαβάζοντάς το. Οπότε σκέφτηκα να σπουδάσω λογοτεχνία και πήγα στο πρώτο έτος....
Ο Αλέκος ήταν υπέροχος, σαν να μην υπήρχε στο σπίτι, ανενόχλητος. Δεν έπαιρνε ποτέ θέση στη σχέση μας με τη μαμά
Στις διακοπές μου όμως, ήμουν πια δεκαεννιά χρόνων, με θυμάμαι στο σαλόνι του σπιτιού με τον Αλέκο. Και του λέω: Θα πάω στο Εθνικό. Τα΄χασε ο Αλέκος. «Το έχεις πει στη μαμά σου», με ρώτησε. «Θα της το πω», του απάντησα. Δεν ήθελα να πάω στο Τέχνης γιατί ήταν η μάνα μου από το Τέχνης. Το είπα στη Νόνικα: Δεν μου είπε ούτε ναι ούτε όχι, με την έννοια του «κάνε ό,τι θες». Προετοιμάστηκα και μπήκα στο Εθνικό.
Μου πήρε αρκετό καιρό να ξεπεράσω πράγματα με τον εαυτό μου, να αισθανθώ πιο ελεύθερη, να μην είμαι σφιγμένη. Ολα πήγαν σιγά - σιγά, από την αρχή, γιατί εγώ έτσι είμαι. Και τώρα τολμώ να πω αισθάνομαι πια σπίτι μου στο θέατρο -όπως και στην τηλεόραση».
«Θυμάμαι, την πρώτη φορά που είδα να ανάβει το φωτάκι του φακού για γύρισμα, τα έχασα, τα ξέχασα όλα. Ηταν στους «Μυστικούς Αρραβώνες» του Ξενόπουλου. Επαιζε ο Αλέκος. Τότε ήταν που άκουσα να λένε για μένα «Την πατήσαμε, θα πρέπει να τη φάμε στη μάπα, λόγω Αλεξανδράκη», οπότε κόμπλαρα ακόμα πιο πολύ. Αλλά έμαθα να ζω και μ΄αυτό. Υπήρχαν κάποιοι που το σχολίαζαν. Αλλά επειδή ούτε η μαμά ούτε ο Αλέκος σήκωσαν ποτέ το τηλέφωνο για εμάς, την Αμαλία ή εμένα, δεν το ένιωθα αυτό. Υπήρχαν όμως και εξαιρέσεις. Οπως σε μια οντισιόν, που ένας σκηνοθέτης σχεδόν μου επιτέθηκε γιατί ήμουν κόρη της Νόνικας. Αλλά όλα αυτά ήταν ελάχιστα.
Οταν ήμουν μικρή έδινα τρομερή ενέργεια στους έρωτές μου και υπέφερα απ΄αυτό. Χαλάρωσα όμως
Ο Αλέκος ήταν υπέροχος, σαν να μην υπήρχε στο σπίτι, ανενόχλητος. Δεν έπαιρνε ποτέ θέση στη σχέση μας με τη μαμά. Ηξερε άλλωστε ότι η μαμά είναι δυνατή. Δεν ανακατευόταν. Ηταν σιωπηλός. Μας αγαπούσε και τις τρεις. Ομως ο Αλέκος αγαπούσε τη μαμά και τα παιδιά του, αγαπούσε πάρα πολύ τα παιδιά του. Μετά, είχε αδυναμία στην Αμαλία, γιατί με την Αμαλία ζούσε στο σπίτι, εμείς λείπαμε. Η Αμαλία ήταν πολύ χαριτωμένη, έκανε μιμήσεις, τους είχε κερδίσει. Και η μαμά, από την πλευρά της, έκανε τα πάντα για τον Αλέκο, τα πάντα για το θέατρο, παίρνοντας πάντα τη γνώμη του.
Η μαμά με τον μπαμπά χώρισαν όταν ήμουν γύρω στα δέκα. Η μαμά ήταν αυστηρή, καθόλου απαιτητική στα μαθήματα, δεν ασχολήθηκε ποτέ μ΄αυτά, πίστευε ότι θα βρούμε τον δρόμο μας. Οχι μόνο γιατί δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί αλλά και γιατί δεν ήταν ο τύπος της κλασικής μαμάς. Βέβαια της άρεσε που διάβαζα λογοτεχνία, το υπερηφανευόταν, μου έφερνε βιβλία. Την ενδιέφερε όμως να μάθουμε γλώσσες, να έχουμε τρόπους -ήταν εξαιρετικά βασικό...»
«Πράγματι, είμαστε πολλές ηθοποιοί μέσα σε μια οικογένεια. Μέχρι να πάρει ο καθένας τον δρόμο του και να κάνουμε η κάθε μία την πορεία της, περάσαμε από διάφορες οικογενειακές φάσεις, που δεν ήταν πάντα εύκολες. Δουλέψαμε όμως τις σχέσεις μας, η κάθε μία με τη μαμά και μεταξύ μας, περάσαμε εντάσεις και δυσκολίες αλλά με το πέρασμα του χρόνου πήγαιναν όλο και καλύτερα τα πράγματα. Τώρα είμαστε τέλεια.... Εγώ ήμουν πιο επαναστάτρια. Κάποια στιγμή σηκώθηκα κι έφυγα από το σπίτι -όταν ήμουν ήδη στη σχολή.
Στη ζωή ρέουν τα πράγματα. Κι όταν δεν τους επιτρέπεις να ρέουν, χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο... Μόνο θα υποφέρεις. Αν δεν πας με τη ροή, όχι μοιρολατρικά, ούτε να αφεθείς, αλλά ακολουθώντας αυτό που σου δείχνει η ζωή. Η ζωή σου δείχνει τον δρόμο -είναι σοφή. Εάν εσύ πηγαίνεις κόντρα, το μόνο που θα γίνει είναι να πονέσεις. Οταν ήμουν νέα πήγαινα πολύ κόντρα, και υπέφερα. Κι αυτό, με τον χρόνο, σε μαλακώνει. Σε κάνει αρκετά πιο χαλαρό. Οσες φορές στη ζωή μου ήθελα κάτι πάρα πολύ -κι ας μην είμαι άνθρωπος που τρελαίνεται για κάτι, μπορεί να το πήρα, αλλά υπέφερα περισσότερο. Μερικές φορές είναι σαν να σε προστατεύει η ζωή λέγοντάς σου «άστο τώρα αυτό». Αλλά εσύ τίποτα, εκεί, επιμένεις.
Αν δεν λύσεις κάποια θέματα με τον εαυτό σου, αν δεν κοιτάξεις μέσα σου να δεις τι και πως, η αλλαγή δεν θα έρθει
Οι έρωτες με καθόρισαν, ιδίως στις ηλικίες που ο έρωτας παίζει τον πρώτο ρόλο. Οταν ήμουν μικρή έδινα τρομερή ενέργεια στους έρωτές μου και υπέφερα απ΄αυτό. Χαλάρωσα όμως. Γιατί κι ο άλλος βλέπει το πόσο τρελαίνεσαι. Με τον καιρό τα πράγματα όμως αρχίζουν να ρέουν».
«Ηθελα πάρα πολύ να κάνω παιδιά -όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο, με τον πρώτο μου έρωτα, τον Μιχάλη, με τον οποίο ήμασταν χεράκι-χεράκι μέχρι το δημοτικό, λέγαμε ότι θα παντρευτούμε και θα κάνουμε δέκα παιδιά... Εκανα ένα, τον γιο μου. Τώρα είναι 25. Καθορίζεσαι από τις εμπειρίες σου και κυρίως από τις αρνητικές και μετά προσπαθείς να κάνεις εσύ το αντίθετο. Με τον χρόνο καταλαβαίνεις ότι με τα παιδιά, και όχι μόνον, δεν υπάρχει το σωστό. Παίρνεις πάντα ένα ρίσκο. Με τον γιο μου έχουμε πολύ καλή σχέση. Τώρα ασχολείται με τα τουριστικά στην Τζια, μαζί με τον πατέρα του.
Κάθε αποχωρισμός είναι οδυνηρός -έτσι και το διαζύγιο. Οταν είσαι μέσα σ΄αυτό του δίνεις άλλη διάσταση. Μετά με τον χρόνο και την απόσταση, αλλάζει. Μαθαίνεις πολλά. Ανάλογα με το πως θα αντιμετωπίσεις το διαζύγιο. Κάθε περίπτωση είναι και διαφορετική. Οταν χώρισαν οι γονείς μας, μας ρώτησαν κι όλας -ο πατέρας μου ως ψυχίατρος έτσι πίστευε. Και θυμάμαι να λέω, ναι, αν είναι να είμαστε όλοι πιο καλά, να χωρίσετε...
Υπάρχουν σχέσεις για πάντα; Ναι, για κάποιους υπάρχουν. Εάν βρεθείς με έναν άνθρωπο και υπάρχει δυνατότητα εξέλιξης και των δύο ανθρώπων στη σχέση, αυτό ενώνει. Δεν είναι όμως εύκολο. Θέλει υπομονή, πολλή αγάπη. Τελικά όμως πάλι στα ίδια πας... Βλέπω ανθρώπους που ξαναπαντρεύονται το καρμπόν του προηγούμενου. Αν λοιπόν δεν λύσεις κάποια θέματα με τον εαυτό σου, αν δεν κοιτάξεις μέσα σου να δεις τι και πως, η αλλαγή δεν θα έρθει. Κι όταν μπορέσεις να αλλάξεις εσύ, μπορεί να αλλάξει κι ο άλλος».
«Για μένα το χιούμορ είναι πάρα πολύ σημαντικό -ίσως είναι το νούμερο ένα, στις σχέσεις μου με τους ανθρώπους. Αν μοιράζεσαι το χιούμορ με τους ανθρώπους, δημιουργείται μια έλξη. Νιώθω και αισθάνομαι ότι όλη μας η ζωή είναι λίγο Μίκυ Μάους... Αν βγεις λίγο απ΄έξω και το δεις η ζωή μας είναι λίγο αστεία. Αλήθεια μου φαίνεται πολλές φορές αστεία. Το λέει και ο Τσέχωφ στα έργα του: Κωμωδία. Η ζωή έχει μια ελαφράδα. Δεν αντέχεται αλλιώς.... Ετσι βλέπω και τα πράγματα που έρχονται. Οσο περνάνε τα χρόνια είναι ωραίο να αναζητούμε την ειρήνη, την ησυχία. Να αποστασιοποιείσαι από τα πράγματα, να τους δίνεις άλλη διάσταση. Χωρίς εξάρτηση από τον άλλον, από τα πράγματα. Τώρα είμαι καλά με τον εαυτό μου. Είμαι σε μια φάση που πιστεύω ότι από μια στιγμή κι έπειτα καλό είναι να αφαιρούμε. Αφαιρώντας πας όλο και πιο κοντά σ΄αυτό που πραγματικά είσαι....
Στη ζωή είμαστε μόνοι μας, ό,τι και να γίνει είμαστε ολομόναχοι. Και δεν το λέω καθόλου τραγικά. Μόνος σου έρχεσαι, μόνος σου φεύγεις. Επειδή είμαστε μόνοι δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει η έννοια της οικογένειας, η αγάπη με τους άλλους, σχέσεις δυνατές, να βοηθήσεις και να βοηθηθείς. Μέσα από μία σχέση, μέσα από ένα μοίρασμα μπορεί να γλυκάνει όλο αυτό».
«Είχα δει μικρή την «Φθινοπωρινή Ιστορία» και είχα αισθανθεί πολύ οικεία με αυτόν τον ρόλο. Πρέπει να είχα σκεφτεί ότι θα μου άρεσε να τον παίξω. Οταν μου το πρότεινε η σκηνοθέτρια Αννα Παπαμάρκου, σκέφτηκα ότι θα ήθελα να το κάνω. Μ΄αρέσει η γνησιότητά της ηρωίδας, η αυθεντικότητά της, έχει μια αθοώτητα, έχει μια αλήθεια, που συνήθως οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να κρύψουν. Ισως επειδή έχει περάσει πολλά και έχει υποφέρει, αισθάνεται ότι δεν χρειάζεται να κρυφτεί. Και αγαπάει τη ζωή. Εχει μια παιδικότητα, μια αφέλεια, έχει χιούμορ, ευαισθησία, είναι και πολύ κοκέτα.
Πρώτη φορά παίζω σε έργο για δύο, για ένα ζευγάρι. Ολο αυτό είναι μια διαδικασία γνωριμίας με τον άλλον και σαν ηθοποιό και σαν άνθρωπο. Περνάς από όλα τα στάδια, προσαρμόζεσαι εσύ, προσαρμόζεται και ο άλλος. Αλλά αυτό είναι το θέατρο, οι σχέσεις, οι σχέσεις των ανθρώπων».
«Η Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ ανεβαίνει σε σκηνοθεσία της Αννας Παπαμάρκου, με την Αριέττα Μουτούση και τον Χάρη-Εμμανουήλ Αγγουράκη.
Πρεμιέρα στις 4 Νοεμβρίου στο θέατρο Αλκμήνη.