«Δεν είχα ποτέ την αγωνία να κυοφορήσω ούτε αν θα μου μοιάζει το παιδί μου... Καθόλου»
Η Βίκυ Βολιώτη δεν μοιάζει με τους άλλους. Εχει ένα δικό της στίγμα και σαν άνθρωπος και σαν ηθοποιός.
Σαν ένας συνδυασμός αυστηρότητας και διαρκούς νεανικής γοητείας -ένα κράμα Γερμανίας και Ελλάδας, όπως η καταγωγή της. Μοιρασμένη ανάμεσα στη δουλειά και τη ζωή της, βλέπει την κόρη της να μεγαλώνει και προβληματίζεται για παθογένειες που χαρακτηρίζουν, λιγότερο ή περισσότερο τις οικογένειες.
«Ημουν χαρούμενο παιδί. Εχω πολύ ωραίες αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια και από τη Γερμανία όπου γεννήθηκα και μετά από την Ελλάδα -ήρθα στα πέντε μου. Η μητέρα μου ήταν Γερμανίδα, αλλά γρήγορα ενσωματώθηκε στο ελληνικό στοιχείο. Αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και όσα την γοήτευαν από νέα, τα έκανε δικά της. Εγινε σε πολλά μια μαμά Ελληνίδα. Με τον πατέρα μου γνωρίστηκε στη Γερμανία όταν εκείνος είχε πάει για σπουδές.
Εχω πολλές μνήμες από τότε. Ενδιαμέσως διατήρησα τις επαφές με τους συγγενείς μου, οπότε οι μνήμες ανανεώνονταν και φρεσκάρονταν. Θυμάμαι το σπίτι που μέναμε, τις συνήθειες, το νηπιαγωγείο.
«Ενας διαπολιτισμικός γάμος δεν είναι εύκολος. Οι νοοτροπίες ήταν διαφορετικές και χρειαζόταν κόπο και από τις δύο πλευρές. Ο πατέρας μου, αφού γυρίσαμε στην Ελλάδα, πηγαινοερχόταν για δουλειά στη Γερμανία. Εγκαταστάθηκε εδώ όταν ήμουν δώδεκα και τον έχασα στα δεκαέξι. Η μητέρα μου μιλούσε πάρα πολύ καλά ελληνικά με μια μικρή προφορά. Την θαύμαζε την Ελλάδα, την αγάπησε, κυρίως μέσα από τα μάτια του πατέρα μου, ο οποίος ζώντας έξω είχε μυθοποιήσει την πατρίδα του».
Μεγαλώνοντας, όταν έχασα και τη μητέρα μου, ξαφνικά νοιώθεις ότι είσαι πια μόνος. Χάνεις τις ρίζες σου, είσαι λίγο σαν καράβι που πλέει σε ανοιχτά νερά
Ολες οι οικογένειες έχουν παθογένειες, όπως κι η οικογένεια στον «Αύγουστο», το έργο που παίζουμε, με τα μικρά ή μεγαλύτερα μυστικά και λάθη. Διαβάζοντάς το έργο αναγνώρισα πολλά από τη δική μου οικογένεια ή φίλων μου, χωρίς βέβαια να είναι όλα τόσο μεγεθυμένα. Βασικό στοιχείο του έργου είναι πως οι γονείς και κυρίως η μάνα μπορεί να ευνουχίσει, να στραγγαλίσει τα παιδιά της και στον «Αύγουστο» η μητέρα είναι πολύ τοξική. Εχει όμως κι αυτή χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε σχεδόν σε όλες τις μαμάδες. Στην προσπάθειά τους να προστατέψουν τα παιδιά τους γίνονται πολύ επικριτικές, κάτι που ζούμε όλοι στη ζωή μας. Κι όλα αυτά για να σου δώσουν να καταλάβεις ποιο είναι το καλό, σύμφωνα με τη δική τους άποψη».
«Φυσικά και νοιώθω τη Γερμανία δεύτερη πατρίδα μου. Την αγάπησα πολύ, αλλά νομίζω ότι αυτό γίνεται αυτόματα. Στην Ελλάδα πήγα στη Γερμανική Σχολή. Ειδικά από τότε που πέθανε η μητέρα μου, πριν από έξι χρόνια, είμαι πιο τρυφερή απέναντι στη Γερμανία.
Οταν πέθανε ο πατέρας μου ήμουν πιο μικρή και ήταν τελείως διαφορετικός ο τρόπος που βίωσα το πένθος. Μεγαλώνοντας, όταν έχασα και τη μητέρα μου, ξαφνικά νοιώθεις ότι είσαι πια μόνος. Χάνεις τις ρίζες σου, είσαι λίγο σαν καράβι που πλέει σε ανοιχτά νερά. Αυτό βέβαια, εκτός από μοναξιά, έχει και μια μεγάλη αίσθηση ελευθερίας. Δεν έχεις πια να δώσεις αναφορά σε κάποιον που είναι πίσω σου. Γιατί οι γονείς είναι εκείνοι που σε ξέρουν καλύτερα και μπορούν να σε κρίνουν ή να σου δημιουργήσουν ενοχές... Η σχέση γονιού-παιδιού είναι πολύ πολύπλοκη. Το να χάνεις τους γονείς σου είναι μια διαδικασία πολύ ιδιαίτερη, με την οποία έρχεσαι αντιμέτωπος καθημερινά.
Το θέατρο μπήκε πολύ νωρίς στη ζωή μου. Δεν ξέρω πότε το αγάπησα τόσο πολύ ούτε πως μπορεί να δικαιολογηθεί το ενδιαφέρον μου. Ηδη από την έκτη δημοτικού ήμουν στον θεατρικό όμιλο της Γερμανικής. Αλλά μέχρι να τελειώσω το σχολείο δεν είχα σκεφτεί ότι θα το κάνω δουλειά.
Τελειώνοντας το σχολείο και δίνοντας Πανελλαδικές είναι από τις μοναδικές φορές που πολύ συνειδητά και ψύχραιμα συζήτησα με τον εαυτό μου και αναρωτήθηκα αν αυτό είναι που θέλω να κάνω είναι να μπω στο Πανεπιστήμιο. Ηταν βέβαια και μια υπόσχεση που είχα δώσει στον πατέρα μου -ίσως γιατί εκείνος πριν από μένα είχε καταλάβει ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο. Μου είχε πει «κάνε ό,τι θες», αλλά μπες στο Πανεπιστήμιο. Ουσιαστικά του το όφειλα, και το έκανα. Μπήκα στην Πάντειο....»
«Αλλά ήξερα ότι αυτό που ήθελα να κάνω ήταν το θέατρο. Πολύ γρήγορα έδωσα εξετάσεις στη Δραματική του Εθνικού. Στο Πανεπιστήμιο δεν πάτησα το πόδι μου. Μετά από πολλά χρόνια αποφάσισα να τελειώσω τη σχολή, ξαναπήγα, άρχισα να παρακολουθώ αλλά πάλι δεν την τελείωσα. Είναι πολύ δύσκολο όταν δουλεύεις...
Με απασχολεί πολύ η δουλειά, με απασχολεί όμορφα. Την αγαπώ. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου αλλιώς. Της έχω αφιερωθεί.
Δεν ξέρω πως ξεχωρίζεις τη σχέση που θα σε πάει παρακάτω, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη λογική
Οταν μπήκα στο θέατρο δεν μπορούσα να συμβιβαστώ με διάφορα πράγματα που ήταν συνήθη στην ελληνική κοινωνία αλλά που εγώ τα είχα μάθει αλλιώς. Οπως η ασυνέπεια, που τελικά δεν είναι και τόσο τρομερό. Εγώ στην αρχή το βίωνα πολύ δύσκολα, δραματικά. Με τον καιρό κατάλαβα ότι δεν είναι και τόσο σημαντικό. Συνέχισα βέβαια να πηγαίνω στην ώρα μου πια με ένα βιβλίο στο χέρι -περιμένω να περάσει η ώρα για να έρθουν οι άλλοι.
Το θέατρο σίγουρα βγάζει την πιο παιχνιδιάρικη πλευρά του ανθρώπου, γιατί απλά παίζουμε. Αλλοτε το παιχνίδι γίνεται σοβαρά και άλλοτε πιο διασκεδαστικά. Γι΄αυτό και την πιο γειωμένη μου πλευρά τη σπρώχνει προς τα πάνω.
Η δική μου η γενιά, από την αρχή, μπαίνοντας στη σχολή, έκανε φιλίες και με άλλες σχολές. Ηταν πάρα πολύ ωραία τα χρόνια της σχολής. Μπορεί να ήταν και τα πιο ωραία μου. Πιστεύω, και ειδικά σήμερα που τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα, ο μόνος γνώμονας για το τι θα κάνεις τη ζωή σου πρέπει να είναι αυτός: Να το αγαπάς πολύ».
«Η ωρίμανση μέσα σε αυτή τη δουλειά γίνεται πολύ αργά, ανεπαίσθητα. Κάποια στιγμή συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις τους ίδιους φόβους που είχες νεώτερος, ότι είσαι πιο ψύχραιμος, ότι βλέπεις την πιο διασκεδαστική και όχι την πιο δύσκολη πλευρά της. Ακόμα νοιώθω πως δοκιμάζομαι. Η έκθεση που απαιτείται με τη δουλειά μας δεν είναι εύκολο πράγμα. Γιατί αυτό που εκτίθεται είναι το εγώ σου. Είναι πολύ πονετικό όταν ακυρώνεσαι και απορρίπτεσαι. Είναι σαν να απορρίπτεσαι εσύ ο ίδιος. Θέλει ψυχραιμία, ωριμότητα και δουλειά για να το διαχειριστείς.
Θα ήμουν δυστυχισμένη και καταθλιπτική αν δεν δούλευα. Δεν θα ήμουν ισορροπημένη. Δεν το βλέπω (μόνο) σαν μέσο βιοπορισμού...
Κάποιοι έρωτες με καθόρισαν, κάποιες σχέσεις ήταν πολύ καθοριστικές. Δεν ξέρω πως ξεχωρίζεις τη σχέση που θα σε πάει παρακάτω, κι αυτό δεν έχει να κάνει με τη λογική. Μάλλον έχει να κάνει με τον βαθμό οικειότητας, με την έννοια ότι ο άλλος είναι ο δικός σου άνθρωπος, κάτι που νομίζω ότι το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή. Σε όλες μου τις σχέσεις ήξερα από την αρχή ότι είναι για τόσο και όχι για παραπάνω. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι έκατσα όσο έπρεπε, μάλλον έκατσα πιο πολύ. Είμαι σχεσάκιας.
Οχι, ποτέ δεν σκεφτόμουν να κάνω οικογένεια ή να βρω τον άνθρωπό μου. Ισως γιατί είχα και έχω πολλούς φίλους, σαν οικογένεια. Δεν ήμουν από τις γυναίκες που τους ενδιέφερε να παντρευτούν και να κάνουν παιδιά. Από πολύ μικρή σκεφτόμουν ότι αν αποκτήσω ένα παιδί θα ήθελα να υιοθετήσω. Η επιθυμία μου ήρθε μαζί με τον Σίμο (σ.σ. ο σύζυγός της) -ήθελε κι εκείνος παιδί. Και ήρθε γλυκά, αβίαστα. Παντρευτήκαμε για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην υιοθεσία. Αλλιώς δεν θα το έκανα... Δεν είχα ποτέ την αγωνία να κυοφορήσω ούτε αν θα μου μοιάζει το παιδί μου... Καθόλου».
«Η Αννα είναι τώρα τριών χρόνων. Η ζωή μου πια είναι και πολύ διαφορετική και όχι πολύ διαφορετική. Να δουλεύεις και να έχεις παιδί είναι σαν να χωρίζεις τη ζωή σου στα δύο -και μοιάζει λίγο σχιζοφρενικό. Βέβαια γνώμονας είναι το παιδί, τίποτα δεν κάνεις ερήμην του. Αλλάζει η καθημερινότητα, αλλάζουν οι διακοπές. Και ομολογώ πως καμιά φορά αναπολώ τις ξέγνοιαστες διακοπές που έκανα πριν. Χαίρομαι όμως πολύ τις τωρινές μου...
Φυσικά και με απασχολεί που μεγαλώνω, αλλά ούτε πανικοβάλλομαι ούτε είμαι απόλυτη
Οταν μεγαλώνεις ένα παιδί οι φοβίες είναι ίδιες. Δεν με απασχόλησαν οι διαφορές. Το bullying είναι ίδιο είτε το παιδί φοράει γυαλιά είτε είναι πολύ κοντό ή ψηλό. Αποφάσισα σε καμιά φοβία μου πια να μην ενδίδω. Εχω υπάρξει φοβικός άνθρωπος, ειδικά στα νιάτα μου. Πέρασα μια περίοδο που φοβόμουν τα πάντα, εκεί γύρω στα είκοσι τρία. Φοβόμουν και τον ίσκιο μου. Κράτησε αρκετά, μου στοίχισε προσωπικά και επαγγελματικά. Αφέθηκα. Κουράστηκα όμως να έχω τόσες πολλές φοβίες και το ξεπέρασα... Εχω αποφασίσει πια να πηγαίνω κόντρα στις φοβίες μου και σε ό,τι με κρατάει πίσω. Η ζωή είναι μικρή και θέλω να τη γευθώ ολόκληρη».
«Θέλω να είμαι αποτελεσματική στον τρόπο που μεγαλώνω το παιδί μου. Είμαι σε μια διαρκή αναζήτηση, να βρεις τις ισορροπίες. Είναι δύσκολο να γίνεσαι γονιός...
Οι γυναίκες ακόμα και σήμερα νοιώθουν μεγάλη πίεση για τα πάντα. Η γυναίκα θεωρείται ακόμα υποδεέστερο ον. Η κοινωνία παραμένει βαθιά αντι-φεμινιστική. Βλέπω τώρα με την κόρη μου τι στερεότυπα περνάνε ορισμένα παραμύθια και δεν μπορώ να τις τα διαβάσω, δεν πάει το στόμα μου. Γιατί όλα αυτά διαμορφώνουν μια συνείδηση.
Φυσικά και με απασχολεί που μεγαλώνω, αλλά ούτε πανικοβάλλομαι ούτε είμαι απόλυτη. Το απόλυτο άλλωστε το έχω αφήσει πολύ καιρό έξω από τη ζωή μου. Προβληματίζομαι όμως γιατί στη δουλειά μας είναι καθοριστικό το πρόσωπο. Αν μπορούσε κάποιος να μου εγγυηθεί ότι μετά τις όποιες παρεμβάσεις το πρόσωπό μου θα εξακολουθούσε να έχει τις ίδιες συσπάσεις, τις ίδιες εκφράσεις, ότι δεν θα αλλοιωθεί, μπορεί να έκανα πράγματα. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, τώρα μου αρέσω πιο πολύ. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι, οι περισσότερες γυναίκες ομορφαίνουν μεγαλώνοντας».
«Στη δουλειά με απασχολεί το αύριο, χωρίς να αγχώνομαι. Ονειρεύομαι πάντα κι έχω την ορμή και την περιέργεια των είκοσι χρόνων μου. Εχω περιέργεια. Δεν έχω χάσει ούτε τη χαρά ούτε την περιέργεια ούτε τον ενθουσιασμό μου. Εχω αδημονία. Μόνο η πλευρά βιοπορισμού με αγχώνει...
Το χειροκρότημα δεν είναι για μένα το πιο σημαντικό -εκτός από εκείνο το χειροκρότημα που όταν συμβαίνει δηλώνει πολύ περισσότερα πράγματα από το ναρκισσιστικό «αρέσω». Για μένα το σημαντικό είναι η πρόβα, η διαδικασία, οι άνθρωποι, αυτό που θα συμβεί στη σκηνή, οι φιλίες, τα δεσίματα, οι κόντρες. Αυτά αξίζουν για μένα».
Η Βίκυ Βολιώτη παίζει στην παράσταση «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.
Πρεμιέρα: Πέμπτη 5 Οκτωβρίου στο θέατρο Χορν.