Ελένη Ράντου: «Ημουν ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση και το χιούμορ με έκανε πιο αρεστή»
Η Ελένη Ράντου δεν κρύβεται: Επέλεξε να αντιστρέψει τα παράδοξά της και να τα κάνει προσόντα. Φέτος, στο θέατρο Διάνα, επιστρέφει στη Φιλουμένα Μαρτουράνο του Εντουάρντο Ντε Φιλίπο, γιατί είχε ανάγκη από μια ηρωίδα που να μετατρέπει τα σκοτάδια της σε φως.
«Δεν ξέρω γιατί έγινα ηθοποιός. Κάθε φορά δίνω και μια άλλη απάντηση. Οταν ξεκίνησα στη σχολή δεν ήξερα αν το ήθελα τόσο πολύ. Καθ΄οδόν το κατάλαβα. Σπούδαζα παράλληλα Γαλλική Φιλολογία, όπου ένιωθα ξένη, χωρίς συγγένειες. Στον θεατρικό χώρο βρήκα συγγένεια. Στο θέατρο, οι παραδοξότητες και τα περίεργα στοιχεία σου είναι τα προτερήματά σου. Τα σκοτάδια σου είναι το φως σου. Στους άλλους χώρους σε απομονώνουν για τις ιδιαιτερότητές σου. Στο θέατρο σε επιβραβεύουν γι΄αυτές.
Δεν έχω όση αυτοπεποίθηση φαίνεται. Από νωρίς ένιωσα ότι αυτό το επάγγελμα με διαλέγει, με θέλει. Είχα προτάσεις, με κράτησε το Εθνικό, ήμουν αριστούχος. Δεν έβλεπα θέατρο. Μια φορά, η νονά μου από την Αμερική, με πήγε στον «Γλάρο» που έπαιζαν οι πάντες -Αλεξανδράκης, Γαληνέα, Κούρκουλος, Καλογεροπούλου, Μιχαλακόπουλος, στο Κάππα το ΄76. Μετά είδα την «Παναγία των Παρισίων» με την Καρέζη. Ημουν αλεξιπτωτίστρια. Δεν υπήρχε από την οικογένειά μου κανέναν τέτοιο ενδιαφέρον. Λίγο στο σχολείο, με μια ερασιτεχνική ομάδα, κατάλαβα ότι η δική μου παραδοξότητα χωράει εκεί μέσα».
«Ημουν πάντα το «κουλό» παιδί, που δεν ήταν και πολύ ενταγμένο. Κι ας είχα μεγάλη διάθεση να είμαι κοινωνική, πάντα γκάφες έκανα, πάντα έλεγα το λάθος πράγμα τη λάθος ώρα.
Δεν νοσταλγώ τα παιδικά μου χρόνια. Νιώθω ότι πιέστηκα πολύ, να καταλάβω ποια είμαι, που πάω. Είχα αστιγματισμό και από μικρή μου έβαλαν κάτι γυαλιά και με κορόιδευαν. Είχα υποστεί bullying με έναν τρόπο. Από την άλλη ήμουν και αρχηγός, μέσα σε όλα. Εψαχνα τον χώρο μου και δεν τον έβρισκα εύκολα...
Ενιωθα μόνη και ξένη στους χώρους όπου δούλευα. Δεν μπορούσα να ενταχθώ.
Οι γονείς μου με άφηναν ελεύθερη. Δεν επενέβαιναν. Δεν έκαναν καμία κίνηση να με αποτρέψουν από το θέατρο. Αρχισα και από πολύ νωρίς να δουλεύω, οπότε δεν πρόλαβαν να έχουν το μαράζι ότι δεν τα καταφέρνω...
Εχω μάθει να παίζω δύο και τρεις χρονιές τα ίδια έργα. Δεν μου τελειώνουν εύκολα τα πράγματα. Επέστρεψα στη Φιλουμένα γιατί από τότε που την έκανα στο Εθνικό, ένιωθα σαν να μην πρόλαβα να τη χαρώ χωρίς το άγχος της. Επιπλέον είχα εσωτερική ανάγκη να κάνω ένα ταξίδι με μια ηρωίδα που το σκοτάδι της γίνεται φως. Γιατί είχα αρχίσει να νιώθω πως βουλιάζω. Καμιά φορά οι ρόλοι είναι ωραία γατζώματα για να ανέβεις κι εσύ.
Σαν γυναίκες, ένα κομμάτι μας είναι σαν τη Φιλουμένα. Το κομμάτι του bullying που έχει υποστεί εκείνη το έχουμε υποστεί όλες μας. Μπορεί να λέμε ότι ζούμε στον αιώνα που έχει ξεπεράσει πολλά, αλλά το ότι είμαστε γυναίκες μας καθορίζει, ακόμα και τώρα σαν πολίτες Β’ κατηγορίας. Το έχω νιώσει αυτό. Σου δίνουν έναν χώρο, σου πετάνε μερικά ψίχουλα για να νιώθεις καλά, για να ξεχαστείς. Αλλά στο βάθος είναι σαν να σου κάνουν τη χάρη και να σε αποδέχονται σαν μια γυναίκα ανεξάρτητη. Δεν σου συγχωρούν ότι δεν έχεις ανάγκη προστασίας.
«Ηταν μονόδρομος. Δεν το σκέφτηκα καλά καλά. Ενιωθα μόνη και ξένη στους χώρους όπου δούλευα. Δεν μπορούσα να ενταχθώ. Σκέφτηκα να φτιάξω εγώ το περιβάλλον μου, να διαλέγω τους ανθρώπους που εκτιμώ, να μιλάμε την ίδια γλώσσα, να μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος. Ο καθένας το βαφτίζει όπως θέλει. Ενας εγωισμός μπορεί να είναι, ένας εγωκεντρισμός.
Ενιωθα πολύ άσχημη και μετά την εφηβεία. Ημουν παχουλή. Δεν ξέρω αν με ήθελαν για παρέα
Είχα μια αναπηρία, να μπορώ να λειτουργώ με συνηθήκες και όνειρα άλλων. Είχα τα δικά μου όνειρα και τα έβγαζα στις παραστάσεις. Εκ των υστέρων το κατάλαβα. Οταν πρωτοβγήκα δεν μου άρεσε η κωμωδία έτσι όπως γινόταν. Δεν μπορούσα να πείσω κανέναν ότι χωράει πολύ δραματικό στοιχείο η κωμωδία. Επρεπε να το αποδείξω κάνοντας δική μου δουλειά. Μου άρεσε να καίγομαι, να μεταμορφώνομαι, να τσαλακώνομαι, χωρίς ξεκάθαρη ταμπέλα...
Στη σχολή του Εθνικού άρχισα να γράφω, να βοηθάω σε κείμενα, όχι στα σοβαρά. Ακόμα δεν το κάνω σοβαρά, κι ας έχω γράψει πολύ. Είναι η ακριβώς αντίστροφη λειτουργία από το να παίζεις. Να παίζεις σημαίνει εξωστρέφεια, έκθεση σωματική. Το άλλο είναι εσωστρέφεια, κλείνομαι στο σπίτι, μπορεί να κάνω να βγω κι ένα μήνα, κλείνομαι στις σκέψεις, στο μυαλό μου. Το ένα είναι ένα ταξίδι προς τα έξω και το άλλο προς τα μέσα. Αν είχα μόνο τη μία ιδιότητα θα ήμουν και πιο παραγωγική. Δεν μπορεί να είσαι παραγωγικός όταν το βράδυ καλείσαι να κάνεις κάτι τελείως διαφορετικό».
«Νομίζω ότι το χιούμορ με έχει σώσει. Ημουν ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση και το χιούμορ με έκανε πιο αρεστό. Ενιωθα πολύ άσχημη και μετά την εφηβεία. Ημουν παχουλή. Δεν ξέρω αν με ήθελαν για παρέα. Το χιούμορ ήταν όπλο, η σανίδα μου. Δεν ξέρω αν το διάλεξα σκόπιμα. Το καλλιέργησα. Σαν να βλέπεις την πραγματικότητα από την ανάποδη, για να την αντέχεις. Το χιούμορ είναι και μια διαφυγή, πάω το πρόβλημα παραπέρα, το ξορκίζω.
Γι΄αυτό και ξεκίνησα με Τσέχωφ. Εγώ αποφάσισα ποιο θα είναι το στίγμα μου. Αυτό είναι η μεγάλη μου αγάπη. Το γελοίον του ανθρώπου στην καθημερινότητά του, η λεπτομέρεια του ανθρώπου όταν υποφέρει, όταν ξεφτιλίζεται γιατί υποφέρει. Οχι εκείνος που πατάει την μπανανόφλουδα, γλιστράει και πέφτει.
Από νωρίς κατάλαβα ότι υπάρχει ένα κοινό που μπορεί να επικοινωνήσει με αυτό που κάνω. Κάτι έγινε με τον κόσμο... Γιατί για να πάρεις τη δουλειά στην πλάτη σου, πρέπει να καταλάβεις ότι επικοινωνείς. Αν δεν βρεις απήχηση, θα υποχωρήσεις και θα αναζητήσεις άλλο τρόπο επιβίωσης. Εμένα λοιπόν η επιβίωση μου έκανε τη χάρη και με χάιδεψε, με ευλόγησε. Την αλήθεια μου μοιράζομαι με τον κόσμο. Κάθε δουλειά είναι ένα κομμάτι από τον εαυτό μου -το συκώτι, τα νεφρά, τα μάτια μου. Γι΄αυτό και παίζω τα έργα δύο και τρεις χρονιές. Καταθέτω ζωντανά κομμάτια μου. Νομίζω ότι το θέατρο που αρχίζει να παραπέμπει στο ντοκιμαντέρ, κερδίζει έδαφος. Θες γιατί ο κόσμος θέλει ο κιμάς να κόβεται παρουσία του πελάτου, θες γιατί έχουμε γίνει λίγο κανίβαλοι, θες γιατί μυρίζει φρέσκο αίμα, πάντως γενικά ο κόσμος ορέγεται εκεί που το αίμα ρέει.
Αν έχεις καλλιεργήσει το μέσα σου, δεν φοβάσαι να είσαι αληθινός. Γιατί και η πόζα, άμυνα είναι, άμυνα απέναντι σε μια αλήθεια που φοβάσαι να εκθέσεις, που δεν είσαι σίγουρος».
«Ως παιδί που δεν πήγε στο αμερικάνικο κολέγιο, που δεν έκανε αυτού του είδους τις γνωριμίες, είμαι στη μαύρη λίστα μιας μεριάς εντύπων, παρεών, θιάσων... Γιατί ένα παιδί μεγαλωμένο στο Αιγάλεω που τελείωσε πανεπιστήμιο κι έκανε κι άλλα, τους μπερδεύει. Δεν έχω μια καθαρή αστική ταυτότητα. Τους καταλαβαίνω κιόλας, δείχνω κατανόηση. Οπότε από εκεί τρως μια πόρτα. Από το πολύ λαϊκό, όταν αγγίζει το λαϊκίστικο, δίνω εγώ μια πόρτα. Μου μένει ένας ενδιάμεσος χώρος που δεν είναι εύκολος να τον διαχειριστείς. Παλεύεις μόνος, σε γραμμές πολύ λεπτές. Αυτό που μπορεί να σε σώσει είναι η απόλυτη ειλικρίνειά σου...
Στο θέατρο, για κάποιους λαϊκούς εγώ κάνω βαριά κουλτούρα και για κάποιους κουλτουριάρηδες, κάνω εύκολο θέατρο. Κάτι σαν τη μεσαία τάξη, που βάλλεται από όλες τις μεριές. Την ανεξαρτησία την πληρώνεις. Δεν είναι εύκολο το ταξίδι. Μια πίκρα την κουβαλάω. Μου λένε «εσύ κάνεις επιτυχία γιατί κάνεις τηλεόραση», σε εποχές που δεν κάνω τηλεόραση, κάτι άλλο θα υπάρχει. Πάντα μια εύκολη αφορμή, μια δικαιολογία. Οχι γιατί κάνεις καλή δουλειά, γιατί δίνεις την ψυχή σου, γιατί δουλεύεις πολύ σκληρά κι είσαι αφοσιωμένος σαν θρησκεία, αλλά γιατί έχεις παντρευτεί τον Παπακωνσταντίνου, και πόσα άλλα, ιδίως τα πρώτα χρόνια με τον Βασίλη.
Βλέπω ότι τώρα η αδικία είναι κατάφορη. Παίζουν με την υγεία μου, την παιδεία, το μέλλον των παιδιών μας
Αν δεν αφήσεις πίσω όλο αυτό, μπορεί να σε ρουφήξει. Αν το υπερβείς, παίρνεις δύναμη. Αν το σνομπάρεις, πραγματικά, τότε η δύναμη είναι ακόμα μεγαλύτερη. Οχι, δεν με κλόνισαν, αλλά με έκαναν να σκέφτομαι ότι δεν αλλάζει τίποτα. Μαζί και με την κρίση που ζούμε, το πισωγύρισμα, η σκέψη μου είναι ότι τελικά δεν είχαμε πάει ποτέ μπροστά. Ολο ήταν ψέμα. Πίσω ήμασταν και το μέσα μας ποτέ δεν καλλιεργήθηκε».
«Ηξερα πάντα ότι στο θέατρο είσαι αντανάκλαση της ανάγκης του κόσμου. Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή ο κόσμος έρχεται γιατί αυτό που λες κουμπώνει με μια ανάγκη του. Δεν σημαίνει ότι αυτό θα ισχύσει και μετά. Είχα και πλήρη επίγνωση της ματαιότητας του πράγματος. Αν αύριο μου έλεγες να σταματήσω, είμαι πλήρης. Εχω κερδίσει τα στοιχήματα με τον εαυτό μου. Να βρω μια ταυτότητα, να αφήσω ένα αποτύπωμα -ελάχιστο. Κάποιος ήθελε να δώσει και κάποιοι ήθελαν να το πάρουν. Αυτό. Μου αρκεί. Δεν θέλω να σώσω τον κόσμο, δεν κουβαλάω κακίες, θυμό μόνον κουβαλάω.
Σήμερα με θύμωσε που θέλω πέντε μέρες να κάνω μια μαγνητική και δεν έχω καμία διάθεση, με τα 700 ευρώ τον μήνα που πληρώνω στον ΟΑΕΕ, να μην συμμετέχει ο ΟΑΕΕ. Και δεν μπορώ να την κάνω τη μαγνητική γιατί υπάρχει αδιανότητη γραφειοκρατία.
Είναι μια άδικη στιγμή από τη φύση της. Παντού παγκοσμίως. Σαν να μην χωράμε σ΄αυτόν τον κόσμο. Δεν φταίμε που βρεθήκαμε σε μια χρονική στιγμή που το χρήμα είναι πολύ ακριβό, ενώ το ζήσαμε πολύ φτηνό. Δεν καθορίσαμε εμείς τη τιμή του. Πιόνια είμαστε. Προσωπικά δεν συμμετείχα στο πάρτυ, δεν πήρα δάνεια. Χωρίς να θέλω να βγάζω τον εαυτό μου απ΄ έξω, βλέπω ότι τώρα η αδικία είναι κατάφορη. Παίζουν με την υγεία μου, την παιδεία, το μέλλον των παιδιών μας».
«Ανήκω σ΄αυτή την αριστερά, την αμήχανη πλέον αριστερά. Απογοητεύτηκα πάρα πολύ. Δεν ήθελα να γίνει κάτι πραγματικά αριστερό μέσα στην ταμπέλα. Ηθελα απλώς να γίνουμε καλύτεροι, σοφότεροοι, αλληλέγγυοι. Αντιθέτως είδα να σφάζεται ο ένας με τον άλλον, ένα εμφυλιακό κλίμα. Ο καθένας πρόβαλε και κάτι άλλο. Τόσες πολλές προβολές δεν μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Ημουν λοιπόν προετοιμασμένη ότι τα πράγματα δεν θα πάνε τόσο καλά όσο οι ελπίδες... Δεν φανταζόμουν όμως το απροκάλυπτο, να καταπατώνται δημοκρατικές διαδικασίες, τόσο αβίαστα. Περίμενα περισσότερη αντίσταση. Μετά την αντίσταση των πρώτων μηνών, η παράδοση ήταν άνευ όρων.
Παλιότερα έβαζα στόχους ανά δεκαετία. Σ΄αυτή τη δεκαετία δεν έχω τι στόχο να βάλω
Η οικογένεια μου δίνει δύναμη. Στο θέατρο συχνά απομονώνεσαι από την πραγματική ζωή και περιστρέφεσαι γύρω από τον εαυτό σου. Η οικογένεια μου έδινε το μέτρο -και με ολοκλήρωσε. Η διπλή διασημότητα προφανώς και στιγμάτισε την κόρη μου, της δυσκόλεψε τη συνθήκη της ανεμελιάς της. Επρεπε να συγκροτηθεί πιο γρήγορα. Από τη στιγμή που τα κατάφερε, κέρδισε. Αν είχε χαθεί, θα την είχε καταπιεί.
Η συνθήκη της Φιλουμένας, για μένα που είμαι και ταβλαδόρισσα, είναι σαν να παίζεις τάβλι και να σου πιάσουν την παραμαμά. Ο,τι αγαπάω σ΄αυτό το έργο είναι ότι ένα άτομο με πιασμένη την παραμαμά, καταφέρνει και κερδίζει την παρτίδα. Σήμερα, όποια συνθήκη κι αν ακουμπήσεις στη ζωή, έτσι είναι. Γι΄αυτό και παίρνω κουράγιο από τη Φιλουμένα.
Η ηλικία δεν με απασχολεί. Νομίζω ότι ομορφαίνω μεγαλώνοντας -έτσι το έχω δει. Ανησυχώ μόνον όταν το σώμα δεν μπορει να ακολουθήσει την ψυχή. Φιλαρέσκεια δεν είχα ποτέ. Κουβαλάω το παιδικό τραύμα. Πέταξα πολλά στον δρόμο, δεν με απασχολεί η εμφάνιση. Από την άλλη βλέπω τον ρατσισμό που έχουμε απέναντι στον όμορφο. Τα θετικά σχόλια για μια όμορφη γυναίκα είναι πάντα μειωμένα. Το μυαλό είναι μια καλή παρηγοριά για τους άσχημους. Καλό είναι να υπάρχει και η ομορφιά και το μυαλό. Το μυαλό σε βοηθάει μεγαλώνοντας. Κάνεις καλύτερα γεράματα αν έχεις καλλιερήσει την ψυχή σου. Η πολλή ομορφιά δεν σε βοηθάει μεγαλώνοντας, κυρίως αν επενδύσεις σε αυτήν.
Παλιότερα έβαζα στόχους ανά δεκαετία. Σ΄αυτή τη δεκαετία δεν έχω τι στόχο να βάλω. Είμαι πολύ αμήχανη. Μεγαλώνοντας έχουν βαθύνει οι ανάγκες μου, θέλω να μπω σε χωράφια πιο σύνθετα, πιο απαιτητικά. Αλλά χωρίς να αφοσιωθείς σε κάτι, δεν γίνεται. Σκέφτομαι ότι δεν έχω τον άπλετο χρόνο που είχα στα τριάντα μου. Και θέλω να προλάβω».