Δημήτρης Λιγνάδης: Δύο χρόνια έφαγα πόρτα για τον Οιδίποδα
Ο Δημήτρης Λιγνάδης μεγάλωσε με βιβλία και παραστάσεις. Παίζει, σκηνοθετεί, τον απασχολεί το εκπαιδευτικό κομμάτι της τέχνης του. Αγαπάει το θέατρο, αλλά δεν θέλει να αποκόβεται από την ζωή. Μένει στο κέντρο της Αθήνας. Είναι 55 χρόνων.
«Η ζωή μου όταν ήμουν παιδί φαινόταν τότε δύσκολη. Δεν ανήκα σε μια τυπική οικογένεια, μπαμπάς, μαμά, που βγαίνουν μαζί. Είχαμε καταλάβει από νωρίς ότι υπήρχαν σύννεφα στη σχέση του πατέρα μας με την μάνα μας. Ευτυχώς είχα τον αδελφό της μάνας μου που μας πήγαινε πολλές εκδρομές και κρατάω ότι γύρισα όλη την Ελλάδα.
Πάντοτε θυμάμαι με τον αδελφό μου ότι είχαμε τον φόβο, επειδή ο πατέρας μου έμενε κοντά μας, αλλά αλλού από την μάνα μου, μην φύγει και η μάνα μας. Τον θυμάμαι αυτόν τον φόβο.
Οταν ήμουν δέκα τριών ετών ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι και πήγε να μείνει στο ισόγειο. Ηταν μια νεφελώδης σχέση των γονιών μου, μια δύσκολη σχέση αρσενικού και θηλυκού, με πολλή αγάπη. Η μάνα μου τον κατανοούσε. Θυμάμαι ταξίδια και εκδρομές με το αυτοκίνητο, μέχρι και σε νησιά που δεν είχε έρθει ακόμα ηλεκτρικό, όπως η Σκύρος.
Στο θέατρο έχασα το κέντρο της καριέρας αλλά βρήκα το κέντρο του εαυτού μου
Εζησα κανονικά σαν παιδί γειτονιάς. Μεγάλωσα στην πλατεία Αμερικής και την Φωκίωνος Νέγρη, μια αστική περιοχή της εποχής. Ο πατέρας μου έφευγε από σπίτι, πήγαινε στου Φλόκα και εκεί έγραφε, διάβαζε, δεχόταν τους μαθητές του. Εκεί εγώ έμαθα αρχαία. Δεν υπάρχει πια αυτός ο Φλόκα με τα ηλικιωμένα γκαρσόνια που φορούσαν κόκκινο σακάκι. Τότε στις καφετέριες δεν υπήρχε μουσική. Κρατάω, επίσης, την αίσθηση ευθύνης που είχα στο σχολείο. Πήγαινα σε ένα καλό, ακριβό σχολείο, του Μωραϊτη.
Ο πατέρας μου δίδασκε όσο εγώ πήγαινα δημοτικό και μετά στο γυμνάσιο δούλευε η μάνα μου –γι΄αυρό και δεν πληρώναμε δίδακτρα. Ο πατέρας μου είχε μια μόρφωση και μια καλλιέργεια απίστευτη, μια ηθική, την οποία δεν κράτησε μόνον για τα γραπτά του, την επέδειξε και στην ζωή του. Ηταν ένας σωκρατικός χαρακτήρας, με τα θετικά και αρνητιικά αποτελέσματα που μπορεί να έχει αυτό. Κι εγώ κληρονόμησα και τα δύσκολα και τα ευεργετικά, αλλά τον ευγνωμονώ γι΄αυτό και μέσα μου λογοδοτώ πάντοτε στους γονείς μου.
Ναι, με επηρεάσε η σχέση των γονιών μου αλλά δεν το κάνω και σημαία, όπως άλλοι επικαλούνται δύσκολα παιδικά χρόνια. Αλλοι έχουν περάσει πολύ πιο δύσκολα από μένα. Γιατί εγώ είχα την μεγάλη τύχη να εισπράξω πολλή αγάπη από τους γονείς μου πέραν της πνευματικής και ηθικής καλλιέργειας. Αλλα παιδιά δεν έχουν εισπράξει αγάπη –κι άλλα δεν έχουν ούτε γονείς.
Τότε το διαζύγιο ήταν και λίγο καρακριτέο και σπάνιο. Διάβαζα λογοτεχνία από μικρός, πολλά εξωσχολικά βιβλία. Ο πατέρας μου μου έδωσε αυτή την ώθηση χωρίς ποτέ να μου κουνήσει το δάχτυλο. Διάβασα κλασική λογοτεχνία και ποίηση.
Τηλεόραση αποκτήσαμε πολύ αργότερα.
Δεν αποφάσισα ποτέ ότι δρόμος μου ήταν το θέατρο. Πέρασαν δέκα χρόνια για να πω ότι είμαι ηθοποιός και δουλεύω.
Το σχολείο δεν μου άρεσε. Ημουν πάντα politically correct γιατί φοβόμουν μην εκθέσω τους δικούς μου. Στο γυμνάσιο έγινα λίγο δημοφιλής, με αστεία και ύπουλες σκανταλιές. Δεν ήμουν κακό παιδί και αλήτης αλλά ούτε και καλό παιδί. Δυσφορούσα, ασφυκτιούσα μέσα στο κοστούμι του καλού παιδιού. Από την άλλη, δεν είχα το θάρρος να το σπάσω και να γίνω ένας μποέμ. Ολα αυτά συνέβησαν μετά τα τριάντα πέντε μου και πάντα συνυφασμένα με το θέατρο. Εγώ στο θέατρο έχασα το κέντρο της καριέρας αλλά βρήκα το κέντρο του εαυτού μου.
Δεν αποφάσισα ποτέ ότι δρόμος μου ήταν το θέατρο. Πέρασαν δέκα χρόνια για να πω ότι είμαι ηθοποιός και δουλεύω.
Μπήκα στην Φιλοσοφική θεωρώντας ότι θα γίνω φιλόλογος. Μου άρεσε άλλωστε. Κι ενώ είχα περάσει στο Πανεπιστήμιο, εκείνον τον Σεπτέμβριο, όπως περνούσα έξω από την Δραματική Σχολή του Εθνικού, λέω του πατέρα μου «να δώσω εξετάσεις;».
«Κάνε ό,τι θες», μου είπε αλλά «δεν προλαβαίνεις». Εδωσα έναν μονόλογο που είχα διαβάσει σε μια εκδήλωση στο σχολείο και άλλον έναν του Ντύρενματ, που είχα παίξει στο σχολείο, συμπτωματικά.
Φαντάζομαι ότι ήμουν αξιοπρεπής και ότι θα με περνούσαν λόγω του πατέρα μου –δίδασκε στην σχολή.
Θα έπρεπε να ήμουν πολύ μεγάλο αγγούρι για να μην με περάσουν. Η επωνυμία, για να λέμε την αλήθεια, ανοίγει πιο εύκολα τις πόρτες, αλλά το θέμα είναι πόσο θα παραμείνεις μέσα στο δωμάτιο.
Δεν είχα ποτέ σκεφτεί να γίνω ηθοποιός.
Μπαίνοντας στην σχολή το είχα σαν χόμπι. Ως αριστούχο με πήρε μετά το Εθνικό κι έπαιξα εκεί δέκα χρόνια, πολλούς ρόλους κομάρσου, και καλούς.
Η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά ήταν στο «Ημέρωμα της στρίγγλας» με την Ελένη Ράντου και τον Κωνσταντίνο Κωνσταντόπουλο. Ελεγα την φράση «Ανασαίνει κυρία μου. Αν δεν τον είχε καλοζεστάνει η μπύρα δεν θα κοιμόταν τόσο βαριά...». Μετά άρχισα να παίζω και στην Επίδαυρο.
Δεν ξέρω αν είμαι σεμνός, νομίζω ότι είμαι έξυπνος. Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να μην είσαι σεμνός
Αργησα αλλά πήρα το πτυχίο από την Φιλοσοφική. Ο ιός του θεάτρου είχε πια μπει μέσα μου. Εβλεπα θέατρο από μικρός, μας έπαιρνε μαζί του ο πατέρας μας –έγραφε κριτική. Από τα εννέα μου άρχισα να πηγαίνω Επίδαυρο, κάθε χρόνο. Εκεί πρωτομαγεύτηκα. Είδα τον “Οιδίποδα Τύραννο” με τον Μινωτή. Ενα ψυχικό λάκτισμα... Δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι θα παίξω. Εμείς στην Επίδαυρο περνούσαμε τα καλοκαίρια μας, ποδήλατο, παρέες. Με τον αδελφό μου έχουμε μια σχέση ιδιαίτερη, όχι τόσο ζεστή, αλλά με βαθειά εκτίμηση και πολλή αγάπη. Είμαστε πολύ δεμένοι. Κι αγαπάμε την δουλειά μας. Τα τελευταία χρόνια που συνεργάζομαι μαζί του δεν το κάνω από αγάπη αλλά από θαυμασμό. Ο Γιάννης είναι υψηλός νους.
Εκείνος είναι η μηχανή, εγώ είμαι ο πλασιέ -το πιστεύω αυτό.
Δεν ξέρω αν είμαι σεμνός, νομίζω ότι είμαι έξυπνος. Πρέπει να είσαι ηλίθιος για να μην είσαι σεμνός.
Πρέπει να καταλαβαίνεις την μικρότητά σου, το πεπερασμένο σου. Από την άλλη, έχω και μια ματαιοδοξία παιδικής φύσεως, ότι θα είμαι στο θέατρο και θα με χειροκροτούν. Μόνο του το θέατρο έγινε ο χώρος μου. Κατάλαβα ότι εδώ εκφράζομαι, ζω από αυτό. Περνάω αγρύπνιες, πίκρες, διαψεύσεις, αλλά και πολλές επαληθεύσεις, επιβεβαιώσεις. Υπήρξα τυχερός. Αν υπήρξα ικανός θα το πει η ιστορία και οι άλλοι. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πολύ καλύτεροί μου εκεί έξω, που δεν τους δόθηκε η ευκαιρία, ή δεν στάθηκαν τόσο τυχεροί ή δεν την άρπαξαν όταν έπρεπε.
Ενα μεγάλο προσόν του ταλέντου, είναι να μην χάνεται. Το ταλέντο δεν είναι, απλώς, ένα θεϊκό χάρισμα. Είναι να μπορείς να επιβεβαιώνεις ότι έχεις ταλέντο. Δεν αρκεί από μόνο του. Εγώ έχω διαβάσει πάρα πολύ, έχω ταλαιπωρήσει το πνεύμα μου, αλλά ήμουν κι εκεί έξω, έζησα, ζω. Δεν είμαι ανθρωπος γραφείου. Γι΄αυτό κι έκανα τόσο μεγάλα λάθη, επιπολαιότητες, πήρα ρίσκα όταν χρειάστηκε. Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος. Τα έχω πληρώσει τα λάθη μου. Αυτό που με πειράζει είναι όταν τα λάθη μου τα πληρώνουν άλλοι. Αν κάνω μια προσπάθεια στην ζωή μου είναι να μην πληρώνουν τα λάθη μου άλλοι. Και νομίζω ότι το πετυχαίνω.
Εχω πολλά σκοτάδια και ευτυχώς το θέατρο μου δίνει την δυνατότητα να φτιάξω φως από τα σκοτάδια μου. Δεν βγαίνει φως από το φως.
Είμαι ένας άνθρωπος που ταλαιπωρούμαι αρκετά με τις σκέψεις. Δεν επιλέγω συνειδητά τον δρόμο του παιδέματος. Διαλέγω αυτόν που μου ταιριάζει και φαίνεται ότι αυτός που μου ταιριάζει έχει αγκάθια... Ισως γιατί έτσι νοιώθω ζωντανός.
Αλλά νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι που στοιχειωδώς σκεφτόμαστε, δεν μπορούμε να ευτυχήσουμε έτσι απλά...
Εχω πολύ λίγους φίλους αλλά αρκετές παρέες. Είμαι μονήρης. Είμαι δύσκολος και με τον εαυτό μου. Και είμαι μοναχικός. Με φοβίζει ότι θέλω να φεύγω από μια παρέα για να πηγαίνω τεράστιες βόλτες, με φοβίζει για το μέλλον. Ακόμα δεν έχω συνθηκολογήσει, δεν έχω βαφτίσει τον φόβο μου αγάπη για να πορευτώ.
Μου είχε πει κάποτε η μάνα μου, «δεν θες να φτιάξεις την ζωή σου παιδί μου;» «Από φόβο», της είπα... Κι ενώ περίμενα να μου πει, όχι από φόβο, αλλά από αγάπη, μου είπε, «ναι, από φόβο. Eπειδή φοβάσαι την μοναξιά».
Δεν κυνηγάω την ανήσυχη ζωή. Μόνο του με πάει από εκεί. Ανήσυχο πνεύμα... Στο θεάτρο ήμουν αρκετά correct κι αυτό φαίνεται ότι με στένευε.
Θυμάμαι σε μια παράσταση στο Αμόρε είπα στην σκηνοθέτιδα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα εκτός από το να κουνήσω τα αφτιά μου. «Tότε βγες και κάνε αυτό», μου είπε. Και βγήκα, κάτι αδιανόητο για μένα. Αλλά από τότε που κούνησα τα αφτιά μου, βγήκαν πολλά πράγματα από μέσα μου. Ενοιωσα τρομερή απελευθέρωση. Πιστεύω ότι η ζωή είναι τσίρκο. Και το τσίρκο είναι δελεαστικό, θεαματικό αλλά έχει κι έναν φόβο, ένα δέος.
Επίσης εκτιμώ πολύ την ζωή, χωρίς να έχω αγιοποιήσει την τέχνη. Φοβάμαι πολύ τον αυτισμό της τέχνης κι ότι από μια φράση μας κρέμεται η τύχη της υφηλίου. Κι ας πετάγομαι από τον ύπνο μου για τον Οιδίποδα. Εχω αίσθηση της μεγάλης εικόνας που είναι η ζωή. Δεν θα κλειστώ στον εαυτό μου.
Τώρα, στον Οιδίποδα, η παράσταση αποθεώνεται κι αυτό είναι μια μεγάλη δικαίωση για τον καλλιτέχνη –κλαμμένοι άνθρωποι χειροκροτούν όρθιοι, κάποιοι έρχονται και μου φιλούν τα χέρια.
Νοιώθω τεράστια χαρά. Οταν φεύγω όμως, μετά, λέω στον εαυτό μου, και τώρα κανονικά. Αυτό με κρατάει.
Ονειρεύτηκα, ονειρεύομαι ρόλους. Γιατί οι μεγάλοι ρόλοι δεν ασχολούνται μόνο με το να δώσουν ένα στιγμιότυπο ζωής. Θέτουν βαθειά ζητήματα. Κι όσο μεγαλύτερος είναι ο ρόλος τόσο πιο ποιητικός είναι.
Αυτό που με ελκύει στο θέατρο δεν είναι η μίμηση, αλλά η ποίηση, τα πνευματικά ζητήματα του θεάτρου –που μπορεί να είναι και ένα καθημερινό γεγονός.
Γοητευόμουν πάντα από τις μεγάλες σκηνές, να είμαι μακριά από τον θεατή. Ισως έχω επηρεαστεί από το θεάτρο που έβλεπα μικρός.
Ο Οιδίποδας ήταν ένα όνειρο ζωής, ναι. Και ναι, μια προσωπική δικαίωση. Γιατί χτύπησα μόνος μου την πόρτα του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ, του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Εφαγα πόρτα για δύο χρόνια, για διαφορετικούς λόγους. Τελικά μου είπε βρες παραγωγό κι έλα να το κάνεις.
Με τον Κωνσταντίνο (σ.σ. Μαρκουλάκη) ο λόγος που είμαστε φίλοι –δεν κάνουμε πια κολλητή παρέα, κάποτε κάναμε, είναι γιατί μας συνδέει, με πολλές διαφορές, μια πνευματική ταύτιση.
Οταν μου λένε ότι είμαι ένας πνευματικός άνθρωπος του θεάτρου στεναχωριέμαι που το ακούω. Ενας ηθοποιός οφείλει να είναι και πνευματική μονάδα. Δεν γίνεται να υπάρχουν μη καλλιεργημένοι, μη σκετπόμενοι, μη πνευματικώς και ψυχικώς καταρτισμένοι. Το θέατρο δεν είναι υπόθεση μόνον υποκριτικών μεθόδων ή σωματικής ευελιξίας.
Ο ηθοποιός πρέπει να είναι πνευματική μονάδα και ελπίζω να ξαναγίνει. Σήμερα υπάρχουν ηθοποιοί που δεν ξέρουν να διαβάσουν...Το λέω γιατί με στεναχωρεί. Γιατί εγώ πιστεύω στους νέους ηθοποιούς, έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες από εμάς. Ισως το κόστος αυτού του πράγματος είναι η ρηχότητα. Παλαιότερα δεν ήμουν ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος για την μεγάλη εικόνα που λέγεται πολιτική, κοινωνία, πολιτισμός. Ασχολιόμουν πιο πολύ με τον εαυτό μου, εγωκεντρικά. Μεγαλώνοντας και μη έχοντας παιδιά, νομίζω ότι η εγγενής ανάγκη να αφήσω κάτι πίσω σου με οδήγησε στην μεγάλη εικόνα. Κάπου τελείωσα με τον εαυτό μου και το τι θα γίνω. Στο κάτω κάτω εκεί που ήθελα, πάνω-κάτω, έφτασα. Αλλά δεν αράζω. Δεν μπορώ να αράξω. Θέλουν να έρθουν κι άλλοι, να με ξεπεράσουν, να βελτιωθούν τα πράγματα στον τόπο μου, να επανέλθουμε σε μια κανονικότητα, κινούμενη, όχι ακίνητη. Μεγάλωσα αλλά όχι τόσο για να αράξω στον καναπέ μου. Με απασχολεί ότι μεγαλώνω, η φθορά. Το παλεύω –είναι μια μεγάλη πάλη αυτή.
Η συμφιλιώση με την φθορά, η δική σου και των άλλων. Δεν μπορώ να παίξω τον άνετο. Το θέατρο δίνει ένα ελιξήριο, ασχολείσαι με την εικόνα σου. Δεν έκανα πολλή τηλεόραση, πράγματι, αλλά δεν μου έλειψε η δημοσιότητα που δίνει το μέσο. Μου άρεσε βέβαια όταν κάποιος μου έλεγε ότι με είδε. Η πλάκα είναι ότι όταν βγήκα στο επαγγελματικό θέατρο έπαιζα δίπλα σε διάσημους. Γινόταν χαμός. Επαιζα δίπλα στην Ελένη Κούρκουλα όταν πρωτοβγήκα, τότε που ήταν η Σελήνη. Στον Αλκι Κούρκουλο, την εποχή της “Αναστασίας”. Στον Μαρκουλάκη επί «Λόγω Τιμής». Και δεν γύρναγε να με κοιτάξει κανείς...
Το να γίνεις γνωστός από το θέατρο είναι μια δικαίωση, ίσως και μια δικαίωση θεάτρου. Γιατί σημαίνει ότι το θέατρο έχει δύναμη, και μάλιστα διηνεκή, διαρκείας. Γιατί εγώ θέλω να δούλευω μέχρι πριν πεθάνω. Κι αυτό δεν μπορεί να στο δώσει ούτε η τηλεόραση ούτε το εφήμερο. Το θέατρο όμως μπορεί.
Ο μεγάλος μου στόχος; Ισως τώρα να είναι λίγο πιο πατρικός. Με ενδιαφέρει η παιδεία. Ολη αυτή την βιωματική διδασκαλία με τον Θουκυδίδη θέλω να την κάνω μέσα σε ένα πιο θεσμικό και εκτεταμένο πλαίσιο. Να βλέπω ευτυχισμένα πρόσωπα που μαθαίνουν. Και θα το κάνω. Είναι μια επιθυμία μου.
Το όνειρό μου πια, είναι να νοιώθω ευτυχία με τα μικρότερα πράγματα. Να γίνω λίγο πιο απλός χωρίς να χάσω το βάθος μου. Γιατί ξέρεις, την ίδια ώρα που οι πληγές και τα σκοτάδια σε ταλαιπωρούν, θρέφουν κάποιους άλλους».
«Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή.
Μετάφραση: Γιάννης Λιγνάδης.
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
Σκηνογραφία: Πάρις Μέξης. Μουσική Μίνως Μάτσας. Παίζουν: Δημήτρης Λιγνάδης, Αμαλία Μουτούση, Νίκος Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Γιώργος Ζιόβας, Γιώργος Ψυχογιός, Νικόλας Χανακούλας, Δημήτρης Μαύρος, Γιωργής Τσουρής, Γιάννης Πολιτάκης κ.ά.
Η παράσταση περιοδεύει