Βλαδίμηρος Κυριακίδης: Αν κυβερνούσαν οι γυναίκες, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη. Εκεί ανακάλυψε το θέατρο, που του άλλαξε την ζωή. Εκεί γνώρισε την Εφη Μουρίκη, με την οποία μοιράζεται την ζωή του τα τελευταία τριάντα ένα χρόνια. Ζούνε μαζί στην Αθήνα. Είναι 57 ετών.
«Ενα βράδυ ήταν αρκετό για να καταλάβω ότι θέλω να κάνω θέατρο. Ολα συνέβησαν το 1979. Ενας φίλος του αδελφού μου, που δεν ζει πια, ο Χρήστος Αρνομάλλης, με πήγε να δω πρόβα. Ηταν το “Ονειρο Καλοκαιρινής Νύχτας” της νεοσύστατης τότε Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης στην Θεσσαλονίκη.
Η μαγεία που εισέπραξα με συγκλόνισε. Ημουν ένα παιδί χωρίς στόχο στη ζωή, δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Ηταν οι εποχές της αμφισβήτησης. Με το που παρακολούθησα την πρόβα, μαγεύτηκα. Κι έτσι σχεδόν σε όλη την τελευταία τάξη του Λυκείου πήγαινα τόσες φορές που έμαθα την παράσταση απ΄έξω και άρχισα να τους βοηθώ στο ηχητικό κομμάτι. Την αμέσως επόμενη χρονιά, το ΄80, άρχισα να δουλεύω μαζί τους και παράλληλα πήγαινα στην σχολή της Ρούλας Πατεράκη. Στο θέατρο βρήκα το σπίτι μου, την οικογένειά μου και από εκεί και πέρα δεν με σταμάτησε τίποτα».
«Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Εχω και καλές αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια, αλλά ίσως υπερισχύουν οι άλλες. Δεν ήταν μια οικογένεια τόσο καλά οργανωμένη και προστατευτική για τα παιδιά της. Υπήρχαν διχόνοιες, ζήλιες, διχογνωμίες, όλα όσα συμβαίνουν μέσα σε μια κλασική μεσοαστική οικογένεια, που νομίζει ότι παρέχοντας κάποια υλικά αγαθά στο παιδί, όλα είναι τακτοποιημένα. Ομως, αυτή η οικογένεια με έχτισε έτσι ώστε όταν βρήκα τον χώρο μου, το θέατρο, άνοιξα και έφυγε πολύ σκουπιδαριό από μέσα μου. Λειτούργησε ψυχαναλυτικά.
Κάθε αγόρι όσο μισεί άλλο τόσο λατρεύει να μοιάσει στον πατέρα του. Δεν τα πηγαίναμε πολύ καλά με τον πατέρα μου, υπήρχε μια αντιδικία σε μόνιμη βάση. Οταν έφυγε από τη ζωή, ανακάλυψα ότι τον υπεραγαπούσα. Ολα αυτά τα συμπλέγματα που δημιουργούνται στην παιδική και εφηβική συνείδηση, έκανα χρόνια να τα ξεπεράσω. Εφαγα πολλά χρόνια αλλά τα κατάφερα.
Και με την μητέρα μου κρατούσα κάποιες αποστάσεις. Από εκείνη έπαιρνα την τρυφερότητα, αλλά και μια δειλία, μια ανικανότητα απέναντι στην κοινωνία. Η μητέρα μου δεν ήταν και τόσο γενναία κι αυτό το μετέφερε σε εμάς, τα παιδιά της -τρία αγόρια. Εγώ ήμουν ο τελευταίος, ο αγαπημένος, ο μεσαίος ήταν ο αδικημένος και ο μεγάλος, ο αλήτης... Από νωρίς κατάλαβα ότι δεν πρέπει να κάνω τα λάθη που έκαναν κάποιοι άλλοι.
Σε ό,τι αφορά στο θέατρο, οι γονείς μου μου είπαν “κάνε κάτι σίγουρο και έχε το σαν χόμπι”. Εγώ δεν μπορούσα να το δω σαν χόμπι, ποτέ. Σκέψου ότι ο πατέρας μου είχε γεννηθεί το 1900 και η μητέρα μου, ήταν από την Καλαμάτα, δεν είχε τελειώσει ούτε δημοτικό. Μπορεί να είχε κρυμμένη μέσα της μια ευαισθησία, αλλά δεν μπορούσε ποτέ να την εκφράσει, εκτός από κάποιες στιγμές που τραγουδούσε μέσα στο σπίτι. Ηταν απλοϊκά μυαλά».
«Με το θέατρο βρήκα το σπίτι μου. Δούλευα 18-20 ώρες την ημέρα και δεν με ένοιαζε τίποτα -δεν πληρωνόμασταν κιόλας. Μόλις τέλειωσα την σχολή κατέβηκα στην Αθήνα με έναν φίλο μου για δική του δουλειά. Τελικά έμεινα δύο χρόνια κι έκανα έξι ταινίες. Κάποια πράγματα συμβαίνουν χωρίς να τα περιμένεις. Πήγα με τον φίλο μου να κάνει κάστινγκ στην ταινία ενός σκηνοθέτη που δεν τον ήξερα, του Κώστα Κουτσομύτη, τον “Κλοιό”. Ο Γιάννης Γκότσης, δεύτερος βοηθός του Κουτσομύτη τότε, με είδε όπως καθόμουν απ΄έξω και μου λέει “γιατί δεν πάτε κι εσείς για κάστινγκ;”.
Μπήκα, μιλήσαμε και με πήρε -ο φίλος μου τελικά έμεινε απ΄έξω. Το ένα έφερνε το άλλο. Υπέροχες εποχές. Δεν είχα μία στην τσέπη, δεν έπαιρνα χρήματα από την μητέρα μου, ο πατέρας μου το ΄80 πέθανε, αλλά η υπέροχη φτώχεια εκείνων των εποχών θα μου μείνει αξέχαστη.
Με την τέχνη μαλάκωσε η συνείδησή μου, λείανε αγριότητες και τυχόν πληγές από το παρελθόν. Εμαθα να πειραματίζομαι και στη ζωή και στην δουλειά. Να μην μένω σε στεγανά, να προσπαθώ, να ανανεώνομαι, να προχωρώ. Γιατί στη ζωή είναι πιο δύσκολα τα πράγματα».
«Το μεγάλο βήμα ήταν η επαφή μου με τον Μπέκετ. Οταν μπήκα στην σχολή δυσκολευόμουν να καταλάβω τον Τσέχωφ, αλλά μίλησε μέσα μου ο Μπέκετ. Εγινε ο πατέρας μου, τα βιβλία και τα έργα του έγιναν η οικογένειά μου. Γαλουχήθηκα μέσα στον Μπέκετ. Καμιά φορά η τεχνική μου αγγίζει το θέατρο του Παραλόγου.
Μετά το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, όπου γνώρισα τον Γιώργο Κιμούλη, κατέβηκα στην Αθήνα. Η πρώτη δουλειά ήταν στο θέατρο Σμαρούλα -“Ζητείται τενόρος”. Ακολούθησαν η “Καρδιά Σκύλου, το “Εγκλημα και Τιμωρία”, μετά στο θέατρο Καρέζη -με τον Γιώργο Κιμούλη.
Δεν έχω παιδευτεί καθόλου στην πορεία μου -δεν μιλάω για θέμα τύχης και μόνον. Πρέπει να κρατήσεις τις γνωριμίες που κάνεις, να αφήνεις ανοιχτές τις πόρτες. Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να έχεις γνώση, συνεχή προσπάθεια. Οπως συμβαίνει με τους θεατές, που ξυπνούν το πρωί και λένε το βράδυ θα πάω θέατρο, οπότε κι εσύ πρέπει να τους το εξαργυρώσεις.
Στην τηλεόραση δεν νοιώθεις ασφαλής. Μπορεί να είσαι πρωταγωνιστής και σε δύο χρόνια να μην υπάρχεις. Να σε έχει ξεχάσει ο τηλεθεατής γιατί γεννήθηκε ένας καινούργιος».
«Από την σχολή με θυμάμαι να κάνω σχέδια -δεν ασχολιόμουν ποτέ μόνο με τον ρόλο μου. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 άρχισα να σκέφτομαι την πορεία μου και είπα στο εαυτό μου ότι αν συνεχίσω να στελεχώνω άλλες παραστάσεις δεν θα πραγματώσω τα δικά μου όνειρα. Ετσι αποφάσισα να πάρω, με όσα ρίσκα, το θέατρο Ριάλτο και να στήσω τον “Αμλετ Β΄” -είχα μελετήσει, είχα κάνει προετοιμασία. Και μου ήρθε η επιτυχία, που δεν την περίμενα αλλά καλώς ήρθε. Μετά ήρθαν και αποτυχίες. Οταν μπαίνεις στην παραγωγή ρισκάρεις, και το ξέρεις.
Η πρώτη μου ανάγκη είναι να κάνω πράγματα που μου αρέσουν, οι επιλογές και τα κριτήρια είναι άκρως προσωπικά. Οσο μεγαλώνω αυτό ισχύει όλο και περισσότερο. Θέλω να κάνω πράγματα που θα με εξελίξουν ως κωμικό ηθοποιό, αλλά μου αρέσει να εξετάζω και το τραγικό κομμάτι της δουλειάς μου -είναι και η προέκταση της κωμωδίας που θέλω να παίξω κάποια στιγμή. Η κωμωδία ήταν συνειδητή για μένα. Το μεταμοντέρνο ελάχιστες φορές με έχει εκφράσει, είμαι πιο του κλασικού.
Ανήκω στους λίγους, εναπομείναντες, θιασάρχες στον χώρο. Δεν δημιουργείται εύκολα σήμερα ένας θιασάρχης, αλλά πιστεύω ότι είναι μια φάση. Υπηρετώ το μαζικό θέατρο, πράγμα που σημαίνει ότι θέλω τον πολύ κόσμο. Δεν δουλεύω για την ελίτ».
«Στο θέατρο ανά δευτερόλεπτο καταθέτεις δευτερόλεπτα αλήθειας, τα οποία και φαίνονται. Είναι ο αντίλαλος της ζωής. Η τηλεόραση και ο κινηματογράφος είναι η αναπαράστασή της.
Με την Εφη συναντηθήκαμε πρώτη φορά πριν από τριάντα ένα χρόνια: Είχε έρθει στην Θεσσαλονίκη με τον “Γλάρο” του Τσέχωφ από τον Ζυλ Ντασέν. Από τότε είμαστε μαζί. Με το καλημέρα κατάλαβα ότι βρήκα τον άνθρωπο της ζωής μου. Αυτόν τον έρωτα δεν τον είχα ξανανοιώσει ποτέ. Ως τότε νόμιζα ότι ερωτευόμουν. Οταν ήρθε ο απόλυτος έρωτας, κατάλαβα. Αυτή η γυναίκα με σημάδεψε. Ημουν 26 και είμαι 57...
Η σχέση μας διατηρείται γιατί για εμάς είναι το πρωταρχικό -μετά έρχονται όλα τα άλλα. Η ζωή είναι πιο δύσκολη από μια παράσταση ή έναν ρόλο. Εκεί πρέπει να είσαι μαέστρος, να αφουγκράζεσαι, να αλλάζεις. Θέλει σκληρή δουλειά.
Ο άντρας παθαίνει πανικούς κατά τακτά χρονικά διαστήματα. Εχει μάθει μέσα από την πατριαρχική οικογένεια να είναι ο λεβέντης, ο βασιλιάς. Οταν γνωρίσει μια γυναίκα και καταλάβει ότι αυτή θα τον συνοδεύει στην ζωή του, και δεν είναι η μανούλα του, ταράζεται. Γιατί δεν έχει μάθει να ισοφαρίζει με την γυναίκα. Αυτό το επί ίσοις όροις του προκαλεί έναν πρώτο πανικό. Αν το καταλάβει και το αλλάξει, θα προχωρήσει.
Οι γυναίκες, έτσι κι αλλιώς, έχετε μεγαλύτερη προσωπικότητα από εμάς -αποδεδειγμένο αυτό. Αν κυβερνούσαν οι γυναίκες, εγώ θα ήμουν ευτυχισμένος. Είστε ένα τσουνάμι. Διορατικότητα, σβελτάδα, οξύνεια, πολύ πιο πάνω από των ανδρών. Πιστεύω πολύ στις γυναίκες».
«Αισθάνομαι έναν τεράστιο έρωτα για την Εφη και δεν θέλω να σταματήσω να είμαι ερωτευμένος. Η αγάπη είναι καλή, αλλά εγώ προτιμώ τον έρωτα. Το γεγονός ότι είμαστε μόνο οι δυό μας ενδυναμώνει την σχέση. Προσωπικά με ενδιέφερε πολύ αυτό το ντουέτο.
Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να πει είσαι επιτυχημένος. Του λέω “μπράβο τα κατάφερες ως εδώ, πάμε παρακάτω”. Δεν με ενδιαφέρει να γίνω πιο διάσημος, ούτε ο ένας και μοναδικός. Θέλω να παίρνω την δική μου ικανοποίηση και να εξελίσσομαι. Κι όπως συνηθίζω να λέω, όταν θα φύγω από αυτόν τον κόσμο, πραγματικά δεν θέλω να με θυμάται κανείς.
Οχι, την επιτυχία της “Μουρμούρας” δεν την είχα αισθανθεί. Οταν διάβασα τα σενάρια ήξερα ότι έχω ένα πολύ καλό εργαλείο στα χέρια μου. Ο Ηλίας δεν με έχει κουράσει καθόλου. Κάθε φορά είναι μια έρευνα για παρακάτω, ένα σχολείο. Από τα πρώτα επεισόδια ως τα τωρινά, έχω προχωρήσει.
Οταν έφυγε η Δάφνη (σ.σ. Λαμπρόγιαννη), πριν βρεθεί η Κλέλια (σ.σ. Ρένεση), πραγματικά την θεωρούσα αναντικατάστατη και το διδυμό μας μαγικό. Φοβόμουν αν με την επόμενη θα έβγαινε αυτή η χημεία που είχαμε με την Δάφνη. Στα δοκιμαστικά η Κλέλια το έβγαλε με το καλημέρα. Και συνέβη ό,τι συνέβη -κάναμε απίστευτα νούμερα φέτος.
«Τρακ έχω και θα έχω πάντα. Και αγωνία. Δεν πρέπει να μένουμε στην ησυχία μας, αλλά να είμαστε συνεχώς σε επαγρύπνιση, έτοιμοι για το καινούργιο. Φροντίζω να βάζω τον εαυτό μου προ εκπλήξεων, γιατί θέλω να πειραματίζομαι.
Στην τέχνη μου είμαι αισιόδοξος, κοινωνικά είμαι απαισιόδοξος. Εχει τσαλαπατηθεί ο πολιτισμός, η πολιτική είναι μόνον χρηματιστηριακή, για να μην πω κερδοσκοπική. Θεωρώ την πολιτική ύψιστη τέχνη. Αλλά φίλοι που μπαίνουν στην Βουλή, μετά χάνονται -κάτι συμβαίνει εκεί μέσα. Χρειάζεται δύναμη για να παλαίψεις. Ελπίζω και εύχομαι ότι οι καινούργιοι θα κάνουν μια πολιτική πιο ανθρωποκεντρική. Χρειαζόμαστε την ελπίδα, αλλιώς μας βλέπω ή στο ψυχιατρείο ή να έχουμε αυτοκτονήσει».
Ενα «Ονειρο» για το καλοκαίρι
«Η παράσταση ανταποκρίνεται πολύ στον τίτλο. Εχει γίνει κάτι ονειρικό. Ολα συμβαίνουν μέσα στην ίδια νύχτα -στο παλάτι ή στο μαγεμένο δάσος. Ηθελα πολλά χρόνια να δουλέψω με τον Αιμίλιο (σ.σ. Χειλάκη), κι εκείνος με εμένα. Και τα καταφέραμε. Δεν με απασχολεί καθόλου που δεν είμαι θιασάρχης, όσο κι αν έχω την δική μου στέγη και ανεβάζω τα δικά μου έργα. Οταν κάτι μου κεντρίζει το ενδιαφέρον δεν με απασχολεί αν θα είμαι ή όχι ο επικεφαλής».
«Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ
Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας
Σκηνοθεσία Αιμίλιος Χειλάκης-Μανώλης Δούνιας
Παίζουν: Αιμίλιος Χειλάλης, Βλαδίμηρος Κυριακίδης, Αθηνά Μαξίμου, Μιχάλης Σαράντης, Λένα Δροσάκη, Αλέξανδρος Βάρθης, Κωνσταντίνος Γαβαλάς, Κρις Ραντάνοφ, Μιχάλης Πανάδης κ.ά.
Η παρασταση περιοδεύει