Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 0 bovary.gr
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 1 bovary.gr
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 2 bovary.gr
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 3 bovary.gr
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 4 bovary.gr
Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί» | 5 bovary.gr

Βασίλης Ζούλιας: «Προτιμώ μια κακόγουστη γυναίκα, παρά μια που προσπαθεί»

Ο Βασίλης Ζούλιας έχει πολλούς λόγους για να είναι ευτυχισμένος. Από το κενό και μαύρο σκοτάδι κατάφερε να βγει στο φως και στα χρώματα. Γεννήθηκε στην Μήλο, ζει και δουλεύει στο κέντρο της Αθήνας και χαίρεται που τον αντιγράφουν. Γιατί έτσι επιβεβαιώνεται η σφραγίδα και η υπογραφή του.

«Δεν αισθάνομαι ότι τα έχω καταφέρει. Είμαι σε μια πορεία που έχει εξέλιξη. Γίνομαι συνεχώς καλύτερος και σαν άνθρωπος, και στην δουλειά μου. Αυτός είναι ο στόχος. Στα δέκα πέντε μου άρχισα να δουλεύω στη μόδα. Φτάνοντας, πέρυσι, στα Golden Globes είχα πίσω μου σχεδόν σαράντα χρόνια. Πρώτη φορά μπήκε το όνομα μου σε περιοδικό, στην Γυναίκα, το 1984.
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, δουλεύω στην μόδα. Νομίζω ότι με οδήγησε εκεί ένα ένστικτο που είχα προς την καλαισθησία και μία περιέργεια. Εχω αναμνήσεις από ασπρόμαυρες ταινίες της δεκαετίας του ΄60, την Σοφία Λόρεν, την Οντρεϊ Χέπμπορν, παιδί ακόμα. Θυμάμαι τις φίλες της μητέρας μου, τις γυναίκες που έρχονταν στο σπίτι. Τις κοίταζα να δω τι φοράνε…

Το γούστο δεν φτιάχνεται, γεννιέσαι με αυτό. Βλέπουμε ανθρώπους να έχουν στυλ, ανεξάρτητα κοινωνικού ή μορφωτικού υπόβαθρου, και άλλους να προσπαθούν να το αποκτήσουν με πολλά χρήματα. Το στυλ ή το ΄χεις ή δεν το΄χεις».

«Τόσα χρόνια στα περιοδικά έπρεπε να προβλέπω τι θα ήταν της μόδας σε έξι μήνες. Αυτό είναι ένα ταλέντο, σε σχέση με την μόδα, να είσαι ένα βήμα μπροστά, κάτι σαν έκτη αίσθηση.

Δεν μου αρέσει να ακούω ότι είμαστε ”ψωροκώσταινα”. Αντιθέτως αισθάνομαι πολύ περήφανος που είμαι Ελληνας

Ο Γιάννης Τσεκλένης έχει καταφέρει να είναι σύγχρονος με όλα αυτά που έχει δημιουργήσει, να έχει σχέση με την πραγματικότητα. Είναι μια τεράστια έμπνευση και προσωπικός φίλος. Τον θαυμάζω πολύ. Ανήκει στην κάστα των ανθρώπων που είναι ο Αρμάνι, ο Λάνγκερφελντ….
Όχι, η Ελλάδα δεν είναι μικρή, είναι πολύ μεγάλη, είναι το κέντρο του κόσμου για μένα. Από εδώ ξεκίνησε η σκέψη. Στην δουλειά μου θεωρώ ότι εξωτερικό είμαστε κι εμείς, ότι είμαστε μέσα σε έναν κύκλο πραγμάτων.

Κάθε πρωί ξυπνάω και κοιτάω να κάνω το καλύτερο που μπορώ. Οραματίζομαι κι εγώ τα ρούχα μου στο κόκκινο χαλί… Ο,τι δημιουργώ εδώ, το κάνω γιατί αισθάνομαι ότι η Ελλάδα και το ελληνικό κοινό αξίζουν αυτή την μεταχείριση. Η πρωτιά στην Αμερική ήταν μια επιβράβευση αλλά δείχνει ότι στην Ελλάδα υπάρχουν άξιοι που αν βρεθούν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, κι έχουν πίσω τους μια επαγγελματική πορεία, μπορούν να μεγαλουργήσουν. Χαίρομαι γιατί μετά τα Golden Globes, το ρούχο μου με το παντελόνι δημιούργησε τάση -από έναν Έλληνα».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Δεν μου αρέσει να ακούω ότι είμαστε ”ψωροκώσταινα”. Αντιθέτως αισθάνομαι πολύ περήφανος που είμαι Ελληνας. Αν δεν υπήρχαμε εμείς, δεν θα μπορούσατε ούτε να σκεφτείτε, λέω στους ξένους. “Κάντε λίγη υπομονή, γιατί έχουμε να δώσουμε κι άλλα”.

Ναι, είμαι νοσταλγός του παρελθόντος. Δεν κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό που έκανε και η Amy Winehouse

Τα παπούτσια ήταν μια καθοριστική στιγμή για μένα. Εκανα μια στροφή στην καριέρα μου παίρνοντας ένα ρίσκο. Κι αυτό ξεκίνησε εντελώς τυχαία, αν και τίποτα δεν είναι τυχαίο. Είχα πάει να χαιρετίσω τον κατασκευαστή που μου είχε μάθει τα πάντα γύρω από το παπούτσι και στον οποίο δούλευα τότε, έχοντας αναλάβει την αναβίωση του Μουριάδη. Ηταν η Connection του Σταύρου Τζιούφα. Εμεινα έναν χρόνο γιατί μετά έπεσε έξω στο χρηματιστήριο κι εγώ βρέθηκα στο κενό. Το μετέωρο βήμα του στυλίστα, όπως λέω.

Ετσι λοιπόν όπως τον αποχαιρετούσα μου λέει “μιας κι έχεις κάνει τόση δουλειά για τον Μουριάδη, έχεις φτιάξει τα κουτιά, βάλε το όνομά σου και κάνε τα γυναικεία παπούτσια που θέλεις”... Ετσι κι έγινε. Πήγα στον γραφίστα, έβαλα την υπογραφή μου πάνω στο κουτί και άρχισα να αναζητώ ανθρώπους να στηρίξουν το όραμά μου. Ακουγα μόνον όχι, μέχρι που ήρθε το ναι, από τον Σταύρο Πετρίδη, των γνωστών καταστημάτων. Τον Οκτώβριο του 2003 άνοιξα το Vasilis Zoulias Old Athens, στην οδό Κανάρη, στο Κολωνάκι».

«Μπήκα σφήνα σε μια αγορά που είχε τα πάντα, αλλά όχι αυτό που πρόσφερα εγώ. Να μπορείς να κάνεις παραγγελία τα παπούτσια. Είχα φέρει το παλιό στυλ, εξ ου και Old Athens, στο σήμερα. Το μαγαζί ήταν πολύ όμορφο και ο κόσμος σταματούσε στην βιτρίνα. Από την αρχή είχε μεγάλη επιτυχία. Τα παπούτσια ήταν ωραία, ευφάνταστα και παραμένουν διαχρονικά.

Χαίρομαι όταν πηγαίνω στην αγορά των υφασμάτων και μου λένε ότι έρχονται γυναίκες και ζητάνε “ένα φόρεμα στυλ Ζούλια”

Σαν σχεδιαστής εγώ δεν θέλω να ανακαλύψω την πυρίτιδα. Θέλω να ευχαριστήσω τις γυναίκες που φοράνε τα ρούχα και τα παπούτσια μου και τους άντρες που τις βλέπουν να τα φοράνε.

Ναι, είμαι νοσταλγός του παρελθόντος. Δεν κάνω τίποτα περισσότερο από αυτό που έκανε και η Amy Winehouse τραγουδώντας αυτά τα υπέροχα τραγούδια ή ένας αρχιτέκτονας που δημιουργεί εμπνεόμενος από τα ΄60, ή τα barber shop που ανοίγουν το ένα μετά το άλλο.
Είναι σημαντικό για έναν δημιουργό να έχει ταυτότητα, να βλέπεις κάτι και να ξέρεις την υπογραφή. Σήμερα δεν μπορούμε να δούμε ένα σακάκι που να θυμίζει την Chanel και να μην το πούμε –προς θεού δεν θέλω να συγκριθώ με την Chanel...»

«Με κοπιάρουν πάρα πολύ και χαίρομαι όταν βλέπω στην αγορά κόπιες από τα ρούχα μου. Οπως χαίρομαι όταν πηγαίνω στην αγορά των υφασμάτων και μου λένε ότι έρχονται γυναίκες και ζητάνε “ένα φόρεμα στυλ Ζούλια”. Και χαίρομαι που το έχω καταφέρει. Εβαλα την εμμονή που είχα με τις γυναίκες, την κομψότητα, την θηλυκότητα, και μαζί με το παρελθόν, τα ένωσα και τα έφερα στο σήμερα...

Το στυλ και το καλό γούστο δεν περιορίζονται σε κανόνες. Γυναίκες σαν την Μελίνα Μερκούρη έσπαγαν τους κανόνες

Σαν άνθρωπος είμαι ρομαντικός -είμαι και Καρκίνος, άρα αθεράπευτα ρομαντικός.

Ναι, η μητέρα μου με καθόρισε. Ζει κι είναι μια χαρά. Της μοιάζω, όπως έμοιαζα και στον πατέρα μου. Ηταν και είναι μια γυναίκα με έμφυτη κομψότητα, χωρίς ιδιαίτερους πόρους ή πλούσια οικογένεια. Μπορούσε με τα λίγα που είχε να ντύνεται σωστά, όμορφα και κομψά. Το χρήμα δεν πάει παράλληλα με το γούστο, αντιθέτως. Βλέπουμε γύρω μας πλούσιες γυναίκες να είναι κακοντυμένες.

Προτιμώ πάντως μια καθαρά κακόγουστη γυναίκα, γιατί είναι πιο διασκεδαστική, παρά μια που προσπαθεί. Προτιμώ το original. Από κάποια στιγμή και μετά όμως το κακόγουστο γίνεται ενδιαφέρον, οπότε καταλήγω λέγοντας ότι δεν υπάρχει κακόγουστο».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Το στυλ και το καλό γούστο δεν περιορίζονται σε κανόνες. Γυναίκες σαν την Μελίνα Μερκούρη έσπαγαν τους κανόνες. Περπατούσε ξυπόλυτη με ένα βραδινό φόρεμα, κρατώντας τα παπούτσια στο χέρι... Βλέπω στα χωριά καμιά φορά τις γυναίκες με τα τσεμπέρια και τους άντρες με κορδόνια αντί για ζώνη, κι είναι τόσο ωραίο αυτό, γιατί είναι αυθεντικό. Μεγάλη κουβέντα η αυθεντικότητα...

Είμαι περίπου 27 χρόνια σε αποχή από ναρκωτικά και αλκοόλ. Και θέλω να μιλάω γι΄αυτό

Με θεωρούσαν πάντα καλοντυμένο, με έβαζαν στη λίστα των πιο καλοντυμένων. Μόνος μου βρήκα το στυλ μου. Από μικρός είχα την ικανότητα να ντύνομαι και να κάνω την διαφορά. Ολες μου τις δουλειές τις πήρα λόγω εμφάνισης. Ολοι έρχονταν σε μένα και μου έλεγαν, εσύ πρέπει να κάνεις styling. Η Λάουρα ντε Νίγκρις με έβλεπε στα κλαμπ και μου το πρότεινε. Ο Τάκης ο Παρθένης με είδε που κοιτούσα την βιτρίνα του μαγαζιού του και μου είπε έλα μέσα... Το εξέπεμπα. Αυτή ήταν και η είσοδός μου στα ντεφιλέ στο Παρίσι. Κι όταν δεν είχα πρόσκληση, με έβλεπαν έξω, στην ουρά, φορούσα τα καπέλα μου, και μου έλεγαν, εσείς με το καπέλο, περάστε..»

«Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μεγαλώνει χωρίς δυσκολίες. Κανείς μας δεν έρχεται να ζήσει μια ζωή χαρισάμενη -μπορεί να καταλήξει. Ποιος δεν έχει κάτι που τον πονάει από το παρελθόν;
Φαίνεται πως η περιπτωσή μου δεν είναι συνηθισμένη, γι ΄αυτό και την έκανε βιβλίο η Ρέα Βιτάλη -την βρήκε ενδιαφέρουσα...

Εγώ έχασα την αυτοεκτίμησή μου. Με τις ουσίες πας στο μηδέν γι΄αυτό και κάνεις ό,τι κάνεις

Είμαι σ΄αυτό το πολύ μικρό ποσοστό των ανθρώπων που τα έχει καταφέρει, στο 3-4%, και εννοώ για μεγάλο διάστημα. Είμαι περίπου 27 χρόνια σε αποχή από ναρκωτικά και αλκοόλ. Και θέλω να μιλάω γι΄αυτό. Γιατί πιστεύω ότι μπορούμε να αλλάξουμε τα πάντα. Ολα γίνονται. Και το λέω εγώ που ήμουν απ΄αυτούς που δεν το πίστευαν.

Εφτασα στα όρια της απελπισίας, μέσα σ΄αυτή την ασθένεια. Γιατί και τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, είναι ασθένεια, σου αλλάζουν την ψυχική διάθεση. Ούτε τα διαχωρίζω σε ελαφρά και σκληρά. Η ασθένεια είναι ο εθισμός, αλλά υπάρχει αντιμετώπιση -μέσα από τις ομάδες με τα δώδεκα βήματα, κι όχι όπως παλιά, που έδεναν τους αλκοολικούς στα ψυχιατρεία. Διατηρώ πάντα επαφή με την ομάδα, γιατί όπως εγώ βρήκα εκεί ανθρώπους να με στηρίξουν, έτσι θέλω να βρουν κι εκείνοι που έρχονται τώρα. Εκανα φίλους ζωής.Τα δύσκολα σε δένουν. Τώρα είμαι στο άλλο μάθημα: Να μάθω από την χαρά.

«Ζω μια ζωή που επιφανειακά είναι μέσα στην ομορφιά. Κι η μεγάλη μου χαρά είναι όταν λαμβάνω μηνύματα από ανθρώπους που επηρεάστηκαν από μένα και τώρα είναι καθαροί -και με ευχαριστούν. Τι άλλο πιο σημαντικό από το να αφήσεις κάτι πίσω σου και να είσαι η διαφορά στις ζωές κάποιων άλλων ανθρώπων;

Εγώ έχασα την αυτοεκτίμησή μου. Με τις ουσίες πας στο μηδέν γι΄αυτό και κάνεις ό,τι κάνεις. Αλλά φυσικά και την ξανακερδίζεις. Σήμερα κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη και τον κόσμο στα μάτια Δυνατός; Την δύναμη την κέρδισα από την αδυναμία μου».

«Οταν ξανασκέφτομαι την απόπειρα αυτοκτονίας, πράγματι δεν το χωράει το μυαλό μου αυτό που έκανα. Πώς το έκανες; με ρωτάνε. Μετά κυκλοφορούσα με ένα μπαστούνι και έρχονταν άνθρωποι να μου δώσουν συγχαρητήρια για την πράξη θάρρους. Αλλά εγώ το έκανα γιατί φοβόμουν να ζήσω. Δεν ήταν θάρρος το να πηδήξεις στο κενό -ήταν όντως η απόλυτη εκδοχή της αυτοκτονίας. Είχα κάνει κι άλλου είδους απόπειρες πριν από αυτό, απόπειρες προσοχής, θα τις έλεγα, αλλά αυτή η τελευταία ήταν διαφορετική.

Φυσικά και αισθάνεσαι μόνος, μόνος και διαφορετικός, μέσα σε ένα στάδιο με χιλιάδες ανθρώπους. Σαν να υπάρχει από πάνω σου ένα μαύρο τούλι. Σιγά σιγά μέσα από το σκοτάδι, βγήκα στο φως. Είχα την δουλειά μου και ο κόσμος με συγχωρούσε, επειδή ήμουν ταλαντούχος. Ηταν καλοί άνθρωποι, μου έδωσαν δεύτερες ευκαιρίες. Είχαν υποφέρει μαζί μου οι εργοδότες μου, ο Αρης Τερζόπουλος, η Λάουρα ντε Νίγκρις, ο Λυμπέρης...

Οταν μπήκα στην ανάρρωση, το ΄92, και ξεκίνησα την δουλειά με τον εαυτό μου, άλλαξαν όλα. Σε μια νύχτα είδα τα πράγματα αλλιώς. Η απελπισία με οδήγησε να αλλάξω. Εψαχνα έναν τρόπο, ή αυτοκτονία ή να βρω μια λύση. Φάνηκε όμως πως την αυτοκτονία δεν την ήθελε για μένα ο Θεός, είχε άλλο σχέδιο. Από παιδί είχα κάποια πίστη, αλλά χάθηκε μέσα στην χρήση. Εμεινε όμως μια φλογίτσα κι έτσι την ξαναβρήκα. Σήμερα έχω μια δυνατή πίστη, αλλά κι αυτό είναι σαν την γυμναστική-θέλει εξάσκηση».

«Σήμερα η μόδα βρίσκεται σε ένα πολύ καλό σημείο: Επιτέλους επιτρέπονται τα πάντα, δεν υπάρχουν συγκεκριμένες τάσεις. Θα έλεγα ότι αυτό το ξεκίνησε η Πατρίτισα Φιλντ στο “Sex and the City” με το styling της, συνδυάζοντας ετερόκλητα πράγματα. Ζούμε σε μια εποχή που όλα παίζουν, που μπορείς να βάλεις ό,τι θέλεις..

Ο Γιάννης ο Τσεκλένης άνοιξε δρόμους, ο Jean Desses, εννοείται o Dior, η Chanel. Μου αρέσουν αυτά που κάνει τώρα ο Dior, με την Κιουρί, ο Βαλεντίνο που με τις κολεξιόν του έχει συγκλονίσει όλο τον κόσμο. Η Μαίρη Κατράντζου, ο Μπράτης, η Ορσαλία Παρθένη, οι Deux Hommes, ο Σωτήρης Γεωργίου, η Λουκία -πάντα, η Σίλια Κριθαριώτη, ο Περικλής Κονδυλάτος... Ο Μark Jacobs, πολύ, ο Ιβ Σεν Λοράν, πάντα, αλλά και οι καινούργιοι σχεδιαστές που έχουν αναλάβει τον οίκο. Από τους νεώτερους ο Zακ Κουέμους.

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

Ο χώρος της μόδας είναι ο δεύτερος πιο σκληρός μετά τον χώρο της τέχνης. Η μόδα δεν είναι τέχνη, γιατί η τέχνη είναι κάτι πολύ ιερό -με γοητεύει πάρα πολύ. Τελευταίως θαυμάζω τον Θάνο Κυριακίδη. Εχω μια μικρή συλλογή από πίνακες και λατρεύω τον Κακανιά.
Το απόλυτο ρούχο του καλοκαιριού είναι ένα μάξι εμπριμέ φόρεμα, από μουσελίνα, με έναν φιόγκο και μακριά μανίκια. Ανήκει στην κολεξιόν που έχω ήδη ετοιμάσει για το καλοκαίρι του ΄20.

Ναι είμαι ευτυχισμένος. Αν και είναι μεγάλη κουβέντα, μια που το είπα, έτσι αβίαστα, έτσι θα είναι. Αλλωστε έχω πολλά για να είμαι ευτυχισμένος...».