Η θυελλώδης σχέση του Φράνκο Τζεφιρέλι με την Μαρία Κάλλας και τον Ωνάση -Η αποστροφή και το πάθος του σκηνοθέτη για την σοπράνο
Σε αυτόν ανήκε η επική ατάκα «μετά την Κάλλας, το χάος». Κι ωστόσο, ο «Μαέστρο», σε άλλες συνεντεύξεις του δεν έκρυβε πως θεωρούσε τη Ντίβα της όπερας, «ένα δύσκολο μίγμα καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας και μικροαστικής ανοησίας».
«Μα ποια είναι αυτή Ελληνίδα τραγουδίστρια;». Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, η αρχική του αντίδραση, στο άκουσμα του ονόματός της Κάλλας, ήταν μια σφοδρή αντιπάθεια.
Ήταν το 1948, στη Ρώμη. Ο Βισκόντι ανέβαζε το σεξπηρικό «Όπως σας αρέσει», σε σκηνικά του Σαλβαδόρ Νταλί -ο νεαρός Φράνκο ήταν βοηθός του. Εραστής του. Και η Κάλλας -που, την ίδια εποχή έκανε πρόβες για να παίξει την Kούντρι, στο «Πάρσιφαλ», στο Τeatro dell’Opera- ήταν το talk of the town.
«Ήξερα πως το βράδυ πριν από την πρόβα κοστουμιών, είχε καταστρέψει όλα της τα ρούχα γιατί τα έβρισκε απαίσια», θυμόταν ο Τζεφιρέλι. «Οι ενδυματολόγοι και οι μοδίστρες, δούλευαν όλη νύχτα και όλη μέρα για να φτιάξουν καινούργια κοστούμια. Έτσι είχα μια αποστροφή για την Ελληνίδα τραγουδίστρια -την ίδια στιγμή, όμως ήθελα να ακούσω αυτή τη γυναίκα».
Ήταν η Κάλλας, η μοναδική γυναίκα που ερωτεύτηκε; Αν και ο Μαέστρο, στις συνεντεύξεις του, άφηνε συχνά να υπονοηθεί κάτι τέτοιο, (όχι όμως σοβαρά, περισσότερο, σαν παιδί που σου κλείνει το μάτι, την ίδια ώρα που σκαρώνει μια σκανταλιά) η ασφαλέστερη απάντηση είναι «όχι». Σίγουρα, δεν ήταν έρωτας ό,τι τον τραβούσε «σε αυτή την παχουλή Ελληνοαμερικανίδα, με την φριχτή νεοϋορκέζικη προφορά..»
«Τη γνώρισα όταν ήταν χοντρή και άγαρμπη. Ένα χρόνο μετά είχε χάσει 30 κιλά και είχε γίνει μια απαράμιλλα γοητευτική γυναίκα. (…) Στην πρεμιέρα της Μήδειας καταλάβαμε ότι ο κόσμος της όπερας είχε αλλάξει. Υπήρχε ένα BC και ένα ΑC (Βefore Callas - After Callas), δηλαδή το πριν και το μετά την Κάλλας».
Ως αληθινός εραστής της ομορφιάς, της όπερας, της Μεγάλης Τέχνης, ο Τζεφιρέλι αντιμετώπιζε την Κάλλας -κυρίως- με λατρευτική κατάπληξη. Με δέος.
«Αυτό που με συνέπαιρνε ήταν το πώς «συνέβαινε» αυτή η φωνή, πώς ήταν δυνατόν να βγαίνει από μέσα της. Πόσο πολύ άραγε της είχε κοστίσει το να γίνει η Μαρία Κάλλας; Δεν είχε γεννηθεί έτσι, είχε παλέψει σκληρά για να γίνει η καλύτερη. Ποτέ δεν απολάμβανε τα 99 καλά, σωστά πράγματα που πετύχαινε -πάντα την βασάνιζε το ένα λάθος….»
Όσο για την Μαρία; Αγαπούσε να την αγαπούν. Έτσι, μετά το ρήγμα στη σχέση της με τον Βισκόντι, ήταν φυσικό το ενδιαφέρον της να μετατοπιστεί στον νεαρό βοηθό του, τον σχεδιαστή κοστουμιών από τη Φλωρεντία, τον αφοσιωμένο θαυμαστή της, που είχε ταλέντο και στη σκηνοθεσία: τον Φράνκο Τζεφιρέλι.
«H πρώτη όπερα που σκηνοθέτησε με την Κάλλας, στην Σκάλα, ήταν «Ο Τούρκος στην Ιταλία», γράφει η βοηθός και φίλη της Nάντια Στάνσιοφ, στο βιβλίο της «Μαρία Κάλλας για πάντα». «Στην παραγωγή του Τζεφιρέλι, η Μαρία είχε μαγευτεί από τα κοστούμια και τον σκηνοθέτη. Εκτιμούσε ιδιαίτερα τον ευγενικό, ευαίσθητο νεαρό με τους καλούς τρόπους και την πιο αθόρυβη προσέγγιση προς τη δουλειά του μετά την απογοήτευση από τον Βισκόντι. Aλλά η «συμμαχία» με τον Τζεφιρέλι δεν άρεσε στον Βισκόντι. Δεν είχε συνηθίσει να τον αποφεύγουν και είχε ενοχληθεί που ο πρώην βοηθός και φίλος του, για του οποίου την επιτυχία ευθυνόταν κατά πολύ, τώρα τον συναγωνιζόταν. Ο Μενεγκίνι ισχυρίζεται ότι ο Βισκόντι έβαλε μια ομάδα θιασώτες του να συκοφαντήσουν τον Τζεφιρέλι στο Μιλάνο και να αποδώσουν το κακοπροαίρετο κουτσομπολιό στην Κάλλας.
Aφού αντιμετώπισε την Κάλλας και διαπίστωσε ότι δεν είχε καμία σχέση με το μοχθηρό κουτσομπολιό, ο νεαρός σκηνοθέτης από την Τοσκάνη, προκάλεσε τον Βισκόντι. Είχαν ένα σοβαρό καυγά, που λέγεται πως κατέληξε σε σωματική βία, αλλά τελικά προέκυψε μια ανενεωμένη και ακόμα στενότερη φιλία. Αυτή που ήταν η αιτία του καυγά τους, τώρα έγινε ο σύνδεσμός τους…»
«ΕΚΕΙΝΟΣ Ο ΦΡΙΧΤΟΣ ΩΝΑΣΗΣ…»
Όπως και να ΄χει, η Κάλλας υπήρξε πάντα για τον Τζεφιρέλι, ένα σημείο αναφοράς. Στην αυτοβιογραφία του, την αντιμετωπίζει σαν θεά με γήινα πάθη -και, φυσικά, δεν κρύβει την απέχθειά του για τον Ωνάση που την κατέβασε από το βάθρο της με βίαιο τρόπο για να τη σύρει μες σε μια ζωή φτηνής, «κοσμοπολίτικης γκλαμουριάς». Ως σκηνοθέτης, ο Μαέστρο λάτρευε την Κάλλας, όμως στεκόταν με δισταγμό μπροστά στην Μαρία, την οποία περιέγραφε ως «ένα δύσκολο μίγμα καλλιτεχνικής ιδιοφυϊας και μικροαστικής ανοησίας!» «Ήταν μάλλον απλοϊκή… δεν μπορώ να πω ανόητη, αλλά μάλλον μπανάλ, όχι αυτό που θα έλεγες «ένα ενδιαφέρον σεξουαλικό «ζώο». Οι ορίζοντές της ήταν πολύ περιορισμένοι -της αρκούσαν οι μικραστικές χαρές».
Για το ταλέντο της, δεν είχε ποτέ αμφιβολίες. «Είχε αυτή το… ανάστημα πάνω στη σκηνή -ήταν πάντα καλή ποτέ κακή, ακόμα και όταν ήταν πολύ χοντρή». Ένα χάρισμα, «μια θεϊκή προίκα» ξοδεμένη σε κάτι που ο Τζεφιρέλι αποκαλούσε «all that VIP shit». «Εκτός των άλλων, κακομεταχειρίστηκε φριχτά τη φωνή της. Τραγούδησε 110- 115 ρόλους σε πολύ μικρό διάστημα, πράγμα ανήκουστο..» Και μετά την ανακάλυψη της glam ζωής στο πλευρό του Ωνάση «παραμέλησε την εξάσκησή της. Άρχισε να καπνίζει, να πίνει και να κοιμάται πολύ αργά. (…) Οι θαυμαστές της Κάλλας ήταν εξοργισμένοι, θυμωμένοι γι’ αυτό που συνέβαινε. Δεν χάναμε ευκαιρία να της πούμε πως ήταν ανόητη, πως θα ήταν έγκλημα για την Μαρία Κάλλας να τελειώσει την καριέρα της με αυτό τον τρόπο. Κι εκείνη πάντα έλεγε «Ω, έχω δουλέψει τόσο πολύ, χρειάζομαι ανάπαυση, ελάτε τώρα, έχω ανάγκη από μια οικογένεια…». Την οποία, φυσικά, δεν μπορούσε να αποκτήσει, γιατί ο Ωνάσης αρνιόταν.
«Ο κόσμος αναρωτιόταν γιατί ήταν μαζί, τι κοινό μπορούσαν να έχουν αυτοί οι δύο άνθρωποι. Είχαν, όμως, τις ίδιες ρίζες. Και ο Ωνάσης ήταν ο μοναδικός άντρας με τον οποίο ταίριαζε σεξουαλικά η Μαρία. Μόνο μαζί του γνώρισε πραγματικά ερωτικά παραληρήματα…»
Ο Τζεφιρέλι, από την πλευρά του, περιφρονούσε τον Ωνάση, τον θεωρούσε αδίστακτο, χυδαίο οπορτουνιστή. Τον απέρριπτε με την επιδεικτική περιφρόνηση ενός καλλιτέχνη και ανθρώπου του «καλού κόσμου», τον απεχθανόταν με τη φλόγα «αντεραστή». Eίχε γίνει -υποστήριζε- πολλές φορές μάρτυρας της «βίας» του Ωνάση σε βάρος της Κάλλας. Μεταξύ άλλων, ήταν παρών σε έναν καυγά τους, όπου ο Άρης της είχε βάλει τις φωνές: «Κοίτα αγάπη μου, κράτα τη φωνή σου για τη σκηνή, εκεί θα σου χρειαστεί σίγουρα…». Η Μαρία έφυγε κλαίγοντας.
«Περπατώντας στις μύτες των ποδιών μου, πήγα ως τη σουϊτα της Μαρίας. Όταν μπήκα μέσα είδα ότι τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Έπεσε στην αγκαλιά μου και έκλαιγε ώρα, με λυγμούς. Όταν συνήλθε κάπως, άρχισε να μιλάει ανάμεσα στα αναφιλητά της, να μου λέει για τον Άρη, για το πώς ήταν ο πρώτος που την έκανε να αισθανθεί γυναίκα, που της έκανε πραγματικά έρωτα και πόσο φοβόταν μην τον χάσει. «Μπορεί να με κάνει ό,τι θέλει». Την παρηγόρησα όσο καλύτερα μπορούσα και την άφησα πιο ήρεμη, αλλά πάντα δυστυχισμένη….»
Στη διάρκεια των τακτικών επισκέψεών του στο Christina και στον Σκορπιό, ο Τζεφιρέλι είχε την ευκαιρία να δει από κοντά την σχέση του ζευγαριού και «με σόκαρε, αυτό που γινόταν ανάμεσα στους δυό τους. Άρχισα να πιστεύω πως η Μαρία ήταν προορισμένη να καταστραφεί (…) Ο Ωνάσης μισούσε όλους τους φίλους της Μαρίας, τους έβλεπε σαν πιθανούς εχθρούς. Ήταν σαν να ήθελε να την απομονώσει, να φτιάξει μια έρημο γύρω της.. Και το κατάφερε…»
Στην αυτοβιογραφία του, ο σκηνοθέτης, υποστηρίζει -προφανώς, με κάποια διάθεση υπερβολής- πως ο Έλληνας μεγιστάνας, επιχείρησε ακόμα και να τον γοητεύσει ερωτικά, προκειμένου να τον απομακρύνει από την Κάλλας. («Για να προσπαθήσω να την πείσω να επιστρέψει στη σκηνή, έφτασα μέχρι τον Σκορπιό, στο σπίτι εκείνου του φριχτού Ωνάση. Σε μια βόλτα με τη βάρκα, εκείνος προσπάθησε να με φλερτάρει -ίσως για να βάλει ζιζάνια ανάμεσα σε μένα και τη Μαρία».)
Είναι μια ελάχιστα πειστική μαρτυρία, με δεδομένο, ιδίως, πως η σχέση των δύο ανδρών ήταν «δύσκολη», για έναν ακόμα λόγο: ο Τζεφιρέλι συζητούσε πολλά χρόνια με την Κάλλας την πιθανότητα να μεταφέρει την «Τόσκα» στο σινεμά. Σε κάποια φάση, ο Φράνκο της ζήτησε κεφάλαια -για την ακρίβεια, 30.000 δολάρια (σ.σ. ο σκηνοθέτης, στην αυτοβιογραφία του κάνει λόγο για 10.000 δολάρια) ώστε να πληρωθούν τα πρώτα έξοδα παραγωγής, τα δικαιώματα, οι σχεδιαστές κ.λπ. Τα χρήματα αυτά τα προκατέβαλε ο Ωνάσης, ανεπίσημα. Αργότερα, όμως, όταν το σχέδιο «στράβωσε», ο Τζεφιρέλι αρνήθηκε να επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής, κάνοντας την ντίβα έξαλλη -η Κάλλας, αντιδρούσε πάντα υπερβολικά, όταν ένιωθε πως κάποιος που αγαπούσε επιχειρούσε να κερδίσει, δόλια, χρήματα, σε βάρος της.
Στην πορεία, φυσικά, η σχέση τους, αποκαταστάθηκε. Το 1964, ο Τζεφιρέλι ήταν εκείνος που την έπεισε να επιστρέψει για να συμμετάσχει σε μια νέα παραγωγή της «Τόσκα», στη σκηνή του Κόβεντ Γκάρντεν. Η Μαρία, εννοείται, ήταν καταρρακωμένη από το άγχος (σ.σ. σύμφωνα με τον αστικό μύθο της όπερας, η Γκέρτι, η αμπιγιέζ της, ήρθε σχεδόν «στα χέρια» με την ντίβα, προκειμένου να την εμποδίσει να φύγει από το θέατρο, τη νύχτα της πρεμιέρας, ενώ ο Τζεφιρέλι, χρειάστηκε να την σπρώξει, κυριολεκτικά, πάνω στη σκηνή, στη δεύτερη παράσταση…) Αλλά η επιστροφή της, ήταν ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος. «Το κοινό ήταν ιδιαίτερα γενναιόδωρο με την Μαρία…. Άλλωστε ήταν ένα είδωλο, μια εμβληματική φιγούρα -ιδίως για τους Άγγλους. Και έδωσε, είναι αλήθεια μια εκπληκτική παράσταση -αν και ήταν φανερό πως η φωνή της δεν ήταν πια, αυτό που είχε υπάρξει στο παρελθόν….».
Ο Τζεφιρέλι υποστήριζε πάντα πως ο Ωνάσης ήταν υπεύθυνος για την κατάρρευση της Κάλλας, την παραίτηση, την θλιβερή απομόνωση και, εν τέλει, για το θάνατό της, που τον περιέγραφε ως «αργή ευθανασία» -αμφεταμίνες το πρωί, υπνωτικά χάπια το βράδυ, για τις αϋπνίες που την ταλαιπωρούσαν. «Στο τέλος, δεν είχε πια τον Ωνάση, δεν είχε ούτε τη φωνή της -το όπλο με το οποίο θα μπορούσε να δώσει τη μάχη της. Ένιωθε πως δεν άξιζε πια να ζει….».
Η μοίρα, εν τέλει, συνέδεσε τον Φράνκο Τζεφιρέλι με την Μαρία Κάλλας με έναν παράξενο, συγκινητικό, οριστικό, τρόπο: εκείνος υπέγραψε το οπερατικό φινάλε της, στις 5 Ιουλίου του 1965. Ακόμα μια «Τόσκα» στο Κόβεντ Γκάρντεν -ένα φιλανθρωπικό γκαλά, παρουσία της Βασίλισσας Ελισσάβετ (σ.σ. Η Κάλλας έπρεπε να δώσει τέσσερις παραστάσεις, τελικά, όμως, έδωσε μόνο μία, επικαλούμενη λόγους υγείας. Το κοινό, αν και επιφυλακτικό μαζί της στην αρχή, την αντάμειψε, στο τέλος με ένα βροντερό χειροκρότημα και 15 αυλαίες, η δε κριτική επαίνεσε τη «σπάνια ερμηνευτική της δεινότητα», στην σκηνή όπου η Τόσκα αυτοκτονεί…). Και η Μαρία -αν και δεν το έμαθε ποτέ- ήταν η ηρωίδα της τελευταίας του ταινίας. Στο «Κάλλας για πάντα», σε σκηνοθεσία Φράνκο Τζεφιρέλι (και σενάριο του ίδιου και του Μάρτιν Σέρμαν), που βγήκε στα σινεμά το 2002, η πρωταγωνίστρια, Φανί Αρντάν, υποδυόταν τη ντίβα στα χρόνια της παρακμής της. Τότε που, κλεισμένη στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, στη λεωφόρο Ζορζ Μαντέλ, ξενυχτούσε ακούγοντας τους δίσκους της, αναπολώντας και βουλιάζοντας στο θάμβος μιας περασμένης δόξας, όσο περίμενε τα υπνωτικά χάπια να δράσουν.
Η ταινία, δεν ήταν καλή. Αλλά ο Τζεφιρέλι, επέμενε να την γυρίσει. Υπήρχε λόγος -έτσι έλεγε.
«Η φωνή της Κάλλας θα ταξιδέψει μέσα στους αιώνες. Σε τρείς, τέσσερις, πέντε αιώνες, θα υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που θα την ακούνε. Ήθελα αυτοί οι άνθρωποι να ξέρουν πως πίσω από αυτή τη φωνή, υπήρχε μια προσωπικότητα. Κατά βάθος, η Μαρία ήταν μια γυναίκα πάρα πολύ μόνη -ποτέ δεν γνώρισα στη ζωή μου, άνθρωπο περισσότερο μόνο από κείνη. Δεν είχε τίποτα να στηριχθεί, εκτός από τη φωνή της. Κι όταν κι αυτό χάθηκε, δεν απέμεινε τίποτα….»