Σπύρος Παπαδόπουλος: «Η οικογένεια δεν μου ταιριάζει»
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά. Ζει στα νότια προάστια. Οικείος και απόμακρος συγχρόνως, αγαπάει το θέατρο, τις γυναίκες και τους φίλους του. Δυσκολεύεται να αποχωρίζεται τους ρόλους του. Εχει έναν γιο.
«Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι θα γίνω ηθοποιός. Ούτε καν όταν τέλειωσα την δραματική σχολή. Εβλεπα ελληνικές ταινίες από παιδί, όχι θέατρο. Πήγαινα και πουλούσα στα διαλείμματα του κινηματογράφου για να τις βλέπω, αρχές του ΄60.Μας έχει γίνει μετάγγιση από τους παλιούς. Λίγο-πολύ κι εμείς ίδιοι γινόμαστε. Κάποιοι από εμάς αποτελούμε και συνέχειά τους γιατί είμαστε επηρεασμένοι. Τα πράγματα στο θέατρο δεν αλλάζουν. Πέρα από τον μεγάλο μου δάσκαλο του Πέλο Κατσέλη και τον Σπύρο Ευαγγελάτο που τους θεωρώ κορυφή και μου στάθηκαν σαν φάροι, θεωρώ, άτυπα δασκάλους μου όλους τους ηθοποιούς που έβλεπα στις ταινίες, ιδίως τις ασπρόμαυρες που αγαπώ πολύ. Νομίζω ότι οι μεγάλοι, όπως ο Λογοθετίδης, μου έχουν κάνει ιδιαίτερα μαθήματα.
Οταν άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου, γιατί άργησε να γίνει αυτό, ένοιωσα ότι είχα ένα οπλοστάσιο, σαν δώρο, που λειτουργούσε υποσυνείδητα. Δεν ήξερα τι ήθελα να κάνω. Τα όνειρα ήταν των γονιών μου, γιατρός, δικηγόρος. Εδωσα εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο, για χατήρι του πατέρα μου. Αυτό που ήθελα εγώ, είναι να δουλεύω κάπου μόνος -τι ειρωνεία. Αλλά η δουλειά μου, τελικά έχει και μοναξιά.
«Οταν ήμουν μικρός, στη γειτονιά ήταν ένας μαραγκός. Πήγαινα να του κάνω παρέα, μου άρεσε το ξύλο, τα ροκανίδια, και τον έβλεπα να δουλεύει και να ακούει μουσική από το ραδιάκι του. Ετσι το φανταζόμουν και για μένα, αλλά δεν ήξερα τι. Με το θέατρο μου ανοίχτηκε ένας κόσμος. Είχα μια φιλομάθεια, πάντως, γι΄αυτό και πήγα στην σχολή. Είχα μια κοπέλα τότε που πήγαινε κι άκουσα να μιλάνε για Αριστοφάνη, Σαίξπηρ. Αναρωτιόμουν γιατί δεν ήξερα τίποτα, ούτε καν τι είναι ο Αμλετ. Κι είπα να πάω να παρακολουθήσω. Ετσι ξεκίνησα. Δεν με κέρδισε όμως το θέατρο μπαίνοντας, δεν θεώρησα ότι βρήκα τον χώρο μου. Δεν είχα και πολλή εκτίμηση σε μένα. Θεωρούσα ότι ήταν κάτι πολύ δύσκολο, ότι δεν θα τα καταφέρω. Ημουν ντροπαλός, αντικοινωνικός, το έβρισκα απίθανο. Δεν ένοιωθα από τους δασκάλους μου ότι κάτι καλό έχω, γιατί δεν το άφηνα να περάσει από το μυαλό μου. Κάποιες στιγμές ήταν καλά πάνω στη σκηνή, αλλά και πάλι δεν έδινα σημασία.
Ημουν από μια οικογένεια που σχεδόν δεν είχε να φάει. Δεν είχαμε λεφτά
Τέλειωσα την σχολή με άριστα. Δεν υπήρχε περίπτωση όμως να πάω να ζητήσω δουλειά, ντρεπόμουν. Ελεγα “δεν είμαι εγώ γι΄αυτό”. Θυμάμαι παίζαμε “Ερωτόκριτο” με τον Ευαγγελάτο στο Ηρώδειο κι ήρθε να μου δώσει συγχαρητήρια ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τσάτσος, κι έμεινα άναυδος. Σε μένα; Ο Ευαγγελάτος ήταν πολύ τρυφερός με όλους μας. Οταν του είπανε ότι είμαι πολύ καλός, έπαιζα τον Πολύβιο, τον φίλο του Ερωτόκριτου, συμφώνησε, αλλά εγώ δεν το πίστευα. Οχι από σεμνότητα, απλά δεν το πίστευα. Πέρασαν χρόνια για να νιώσω καλά...»
«Αφού είχα δουλέψει αρκετά χρόνια στο θέατρο, συνεργάστηκα με τον Λευτέρη Βογιατζή στην “Σπασμένη Στάμνα”. Mια μέρα είπε κάποιος κάτι καλό για μένα και ο Λευτέρης, με τον γνωστό του τρόπο, μου είπε ότι δεν είναι και πολύ καλό. Ημασταν φίλοι, δεν παρεξηγήθηκα, αλλά το σκέφτηκα σοβαρά. Και πήγα και βρήκα έναν ηθοποιό, λεγόταν Ευριπίδης Αποστολίδης, του έκανα πρόβες κρυφά, τον πήγα στην παράσταση και έφυγα. “Δεν κάνω για το θέατρο” είπα του Λευτέρη. Για μένα ήμουν τελειωμένος.
Ηρθε όμως μια μέρα ο Κώστας Νταλιάνης, φίλος από την σχολή, είχε το θέατρο Μοντέρνοι Καιροί στους Αμπελοκήπους και μου ζήτησε μια μεγάλη χάρη. Να παίξω στην “Εξαίρεση και τον Κανόνα” του Μπρεχτ, γιατί είχε φύγει ο ηθοποιός που θα τον έπαιζε. Με έπεισε, πήγα κι έγινε χαμός... Γράφανε, λέγανε. Και ομολογώ ότι το ευχαριστήθηκα κι εγώ. Ηρθε και με είδε ο Λευτέρης και μου είπε, “μην ακούς τι λένε, στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος”. Αλλά αμέσως μετά με ξαναπήρε στην περιοδεία της “Σπασμένης Στάμνας”, με καλύτερο ρόλο.
Κανένας μας δεν κατάλαβε ότι οι “Απαράδεκτοι” θα γίνονταν επιτυχία
Μια σειρά συμπτώσεων οδηγούσαν τα πράγματα, το κατάλαβα μετά. Είχα μεγάλη έλξη για το θεάτρο αλλά ήμουν πεπεισμένος ότι δεν κάνω.
Ημουν από μια οικογένεια που σχεδόν δεν είχε να φάει. Δεν είχαμε λεφτά. Για να πω την αλήθεια, θεώρησα ότι πατάω στα πόδια μου και δικαιούμαι να ανέβω στο σανίδι, όταν πήγα στο Θεσσαλικό Θέατρο. Κάναμε ωραία πράγματα, δούλεψα σκληρά. Μου θύμισε πρόσφατα ο Κώστας Τσιάνος, με αφορμή ένα αφιέρωμα, ότι τότε στο Θεσσαλικό ήμουν ο μόνος που είχε ζητήσει κλειδιά για να πηγαίνω να κάνω πρόβα μόνος μου, πριν την πρόβα με τους άλλους. Εκεί λοιπόν πείστηκα. Και το ένα άρχισε να φέρνει το άλλο».
«Σημασία δεν έχει σημασία πόσο πετυχαίνες αλλά πόσο δίνεσαι και σου δίνεται το θέατρο. Είναι μια τρελή σχέση το να αγαπάς την υποκριτική. Θέλεις να γίνεις μάστορας γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν το μαθαίνεις. Μου ασκεί τεράστια γοητεία. Οχι μόνον δεν έχω κουραστεί ή βαρεθεί, αλλά κι όταν μου λένε πως παίζω τρία χρόνια το ίδιο έργο, δεν το καταλαβαίνω. Θυμάμαι στον “Αναρχικό”, μετά την τελευταία παράσταση, έκανα παρατηρήσεις στον θίασο. Λες και θα υπήρχε επόμενη.
Η αγάπη μου για τις γυναίκες είναι γεγονός. Είναι κάτι που ή το΄χεις ή δεν το΄χεις
Κανένας μας δεν κατάλαβε ότι οι “Απαράδεκτοι” θα γίνονταν επιτυχία. Με την Δήμητρα (σ.σ. Παπαδοπούλου) γνωριστήκαμε στο Παρκ. Εκανα μεγάλη επιτυχία με ένα νούμερο της Δήμητρας -έπαιζα έναν αστυνομικό. Εγινε χαμός. Τότε της πρότειναν να κάνει ένα ραδιοφωνικό στον 9.84 που είχε μόλις ανοίξει. Και σκέφτηκε, επειδή είδε ότι κολλάμε, να κάνουμε ένα ζευγάρι που συνεχώς τσακώνεται, στο “Κυριακή μήτηρ πάσης κακίας”. Κι αυτό έκανε χαμό. Το άκουσε ο Γιώργος Ράλλης και της πρότεινε να μεταφέρει κάτι παρόμοιο στην τηλεόραση. Ετσι έγινε.
Πώς προέκυψε η φράση για το Πολυτεχνείο; Γενικώς με την Δήμητρα είχαμε κοινές ιδέες και τα συζητούσαμε. Λέγαμε λοιπόν τότε, κοίτα πως έγιναν αυτοί του Πολυτεχνείου. Μας πονούσε που τους βλέπαμε έτσι.
Από μικρός ήμουν οργανωμένος στην αριστερά, στο ΚΚΕ. Στο Πολυτεχνείο ήμουν γύρω στα 17-18. Εκείνες τις μέρες, μάθαμε τι γίνεται κι επειδή ήμασταν μέσα στο θέμα πήγαμε από εκεί. Με ό,τι λεφτά είχαμε πήραμε τσιγάρα και τους τα πετούσαμε από τα παράθυρα. Και μάλιστα μας την πέσαμε κάτι μπάτσοι, φάγαμε και ξύλο. Εμένα με βρήκε τυχαία ο πατέρας ενός φίλου, που έψαχνε τον γιο του. Ημουν πεσμένος κάτω, με αίματα.
Σήμερα εξακολουθώ να αισθάνομαι κοντά με το ιδανικό εκείνης της εποχής, από άλλη οπτική. Ημασταν πιτσιρίκια και πιστεύαμε ότι η επανάσταση ήταν θέμα χρόνου. Ημασταν τόσο έτοιμοι. Σκέψεις της νιότης, της αθωώτητας. Το ιδανικό το έχω ακόμα μέσα μου, η πραγματικότητα είναι αυτή που μας έχει πουλήσει και έτσι πήραμε τις αποστάσεις μας».
«Αισθάνομαι πάντα αριστερός, με τον τρόπο που, όταν μιλάει κάποιος για τον έρωτα, σκέφτεται τον πρώτο του έρωτα. Ετσι την έχω μέσα μου την αριστερά και τον δρόμο που θα έπρεπε να ακολουθήσει. Οταν πήρε σάρκα και οστά μόνο να σε πληγώσει μπορούσε.
Ημουν, θυμάμαι, σερβιτόρος σε ένα μαγαζί και κοιτούσα τους δεξιούς ψάχνοντας να βρω που είναι η αναπηρία τους. Μετά άρχισε να ανοίγει το μυαλό. Ερχεται η ζωή και σε μαθαίνει. Στο θέατρο ανοίγουν οι κεραίες σου, διαβάζεις. Ετσι άρχισα να βλέπω ότι κάποιος είναι δεξιός κι είναι μια χαρά ενώ ένας άλλος είναι αριστερός, και είναι μαλάκας. Μου το είχε πει ο παπα Γιώργης ο Πηρουνάκης, με τον οποίον είχαμε στενή σχέση, είχα παντρευτεί την μικρή του κόρη (στα 25 μου είχα κάνει έναν πρώτο γάμο) και τον θαύμαζα πολύ. Δεν είχα πίστη κι εκείνος ποτέ δεν προσπάθησε να με αλλάξει. Μου έλεγε “κάνε ό,τι θέλεις αγόρι μου, αρκεί να είσαι ελεύθερος. Μην μπεις κάτω από καμία στέγη και θεωρήσεις ότι αυτή η στέγη θα σου προσδώσει εσένα χαρακτηριστικά”. Μου το είπε τόσο γλυκά, όχι σαν κήρυγμα, και με έπιασε. Μετά το είδα και μόνος μου, στην ζωή.
Η αγάπη μου για τις γυναίκες είναι γεγονός. Είναι κάτι που ή το΄χεις ή δεν το΄χεις. Ο πατέρας μου, ας πούμε, δεν ήταν έτσι. Δεν μπορώ να πω ότι είχα ιδιαίτερη επιτυχία στα κορίτσια. Αλλά πάντα υπήρχε μια κοπελίτσα που κάτι της έκανα εγώ με την περίεργη συμπεριφορά μου. Οχι όμως ότι ήμουν ο γκόμενος του σχολείου. Καθόλου... Ουσιαστικά δύο άξονες είχα στην ζωή μου. Γιατί οι γονείς μου το μόνο που είχαν να μου προσφέρουν ήταν στοργή. Εμένα με μεγάλωσαν οι φίλοι μου και οι γυναίκες. Αυτά με κινητοποιούσαν. Αν μου άρεσε μια γυναίκα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε. Και στο θέατρο μια κοπέλα με πήγε».
«Η οικογένεια δεν μου ταιριάζει. Οταν ήμουν οικογενειάρχης όμως ήμουν δακτυλοδεικτούμενος. Και το έκανα γιατί είμαι άνθρωπος του καθήκοντος. Σκέφτομαι πολύ, είμαι ενοχικός.
Με τον γιο μου έχω μια καλή σχέση. Πιο πολύ εμείς δυσκολευτήκαμε, η Αθηνά (σ.σ. Τσιλύρα, πρώην σύζυγός του και μάνα του γιου του) κι εγώ, σε σχέση με τη δουλειά μας, παρά εκείνος. Μας έσωσε και το επώνυμο, αλλά κάναμε πολλή δουλειά, σε λεπτομέρειες. Δεν έλεγα ποτέ πάω στο γύρισμα, έλεγα πάω στην δουλειά. Σχεδόν δεν ήξερε τι δουλειά κάνω, ούτε τηλεόραση βλέπαμε. Μια φορά με είδε στον «Εκατομμυριούχο» και νόμιζε ότι αυτή είναι η δουλειά μου...
Αν με απογοήτευσε ο Αλέξης Τσίπρας; Αν ήταν ηθοποιός, δραματουργικά η προσέγγιση του ρόλου, θα ήταν λάθος
Στο πρώτο τηλεπαιχνίδι πήγα για πρακτικούς λόγους. Δεν το ήθελα αλλά μου είχε έρθει μια μεγάλη εφορία. Τα πράγματα πήγαν καλά και το συνέχισα. Δεν περιμένα τέτοια επιτυχία ούτε στο “Στην υγειά μας”. Θα συνεχίσει και του χρόνου στον Σκάι, δεν γίνεται να μην συνεχίσει.
«Μου άρεσε η αλλαγή κλίματος με το πρώτη φορά αριστερά. Λειτουργώ με το ένστικτο και έβλεπα ότι γίνονται πολλά λάθη. Για να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα κάνω πάντα αναγωγή στη μονάδα. Ενας άνθρωπος που ξεκινάει έτσι και προχωράει, του τυχαίνει το ένα, το άλλο, καταλαβαίνω ότι δεν πάει καλά, ότι τον πήρε λίγο από κάτω το υπουργιλίκι, το πρωθυπουργιλίκι, έβαλε νερό στο κρασί του. Αλλά μην γίνει και νερό με μια σταγόνα κρασί.
Φίλοι με τους οποίους ξεκινήσαμε μαζί, ο Μπέζος, ο Βαλτινός, ο Κιμούλης, ήταν ονόματα όταν εμένα δεν με ήξερε ούτε η μάνα μου...
Αν με απογοήτευσε ο Αλέξης Τσίπρας; Αν ήταν ηθοποιός, δραματουργικά η προσέγγιση του ρόλου, θα ήταν λάθος. Ο ηθοποιός πρέπει να κρύβει όχι να δείχνει. Κι αυτοί λέγανε, λέγανε... Αν μπορείς να κάνεις πέντε, μην λες δέκα, πες ένα. Εγινε το ανάποδο. Με όλες τις εξαιρέσεις, υπάρχει στην αριστερά ένα ήθος που προσιδιάζει σε ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο, πιο απλό, πιο κοντά στον λαϊκό άνθρωπο, στην ψυχή του...
Η ιστορία με το κότερο δεν με ενόχλησε, τα θεωρώ κατινιές αυτά. Οποιος πολιτικός κι αν πήγαινε σε ένα κότερο το ίδιο θα έλεγα. Φίλοι που έχουν γνωρίσει τον Τσίπρα, μου λένε ότι είναι συμπαθέστατος, ότι σε κερδίζει. Κι ότι είναι πολύ έξυπνος. Εγώ δεν τον γνωρίζω προσωπικά.
Κοιτάξτε, στο θέατρο λέμε, άλλο καλός ηθοποιός, άλλο πρωταγωνιστής. Ε, ο Τσίπρας είναι πρωταγωνιστής. Τον βλέπεις σήμερα ανάμεσα στους Ευρωπαίους ηγέτες, και είναι ένας από αυτούς -πώς του συμπεριφέρονται, πώς στέκεται ανάμεσα τους. Πριν από τρία-τέσσερα χρόνια ήταν το αποπαίδι. Εχει χάρισμα. Τον Κυριάκο δεν θα τον έλεγα πρωταγωνιστή. Δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα σύγκρισης. Πιστεύω ότι επειδή έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα η ψήφος θα είναι τιμωρητική, αν είναι τελικά, ή όσο θα είναι τελικά».
«Για τέταρτη σεζόν θα συνεχιστεί του χρόνου «Το δείπνο ηλιθίων»... Το είχα ξανακάνει με τον «Τυχαίο Θάνατο ενός Αναρχικού». Εχω έναν φίλο που λέει ότι όταν πεθάνω θα λέμε ότι στην πλούσια καριέρα του ανέβασε τρία-τέσσερα έργα. Δεν με κουράζει αυτό. Αντιθέτως. Το πρόβλημά μου είναι να αποχαιρετίσω έναν ρόλο. Πως θα τον αποχαιρετίσω;
Κωμικός ηθοποιός; Δεν ξέρω. Με έλκει πολύ και το δραματικό. Αν βρεθεί ένα πολύ καλό δραματικό έργο, θα το κάνω -και μπορεί να γίνει σύντομα. Αλλά γενικώς δεν είμαι της άποψης ότι πρέπει να δείξω την άλλη μου πλευρά και τέτοια. Ούτε σχέδια κάνω. Τα διαχειρίζομαι όλα όπως έρχονται.
Αργησα να κάνω δικά μου πράγματα και να φανώ. Φίλοι με τους οποίους ξεκινήσαμε μαζί, ο Μπέζος, ο Βαλτινός, ο Κιμούλης, ήταν ονόματα όταν εμένα δεν με ήξερε ούτε η μάνα μου...
Οσο είμαι στο θέατρο αισθάνομαι ευτυχής.
Την εκπομπή προσπάθησα μια δύο φορές να την αφήσω... Αλλά δεν γινόταν. Την έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, ιδίως εκτός Αθηνών, που δεν βγαίνουν. Βρέθηκα σε ένα χωριό της Ευρυτανίας πρόσφατα και το Σαββατόβραδο όπως περπατούσα, έβλεπα στα λίγα σπίτια που υπήρχαν, να βλέπουν το “Στην Υγεία μας”. Συγκινήθηκα τόσο πολύ.
Η δημοσιότητα; Οχι δεν μου αρέσει πολύ. Αλλά δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να ενοχληθεί από την οικειότητα που νοιώθει ο κόσμος απέναντί μου».
«Το δικό μας σινεμά», στο Θέατρο Αλσος
«Χρόνια έχω να παίξω καλοκαίρι στην Αθήνα. Αλλά ήταν τόσο συγκινητικός ο Ηλίας Μαροσούλης, ο παραγωγός. Μου είπε ότι θέλει να κάνει μια παραγωγή που δεν θα έχει ξαναδεί κανείς. Κι είπα το “Ναι”. Μου άρεσε το θέμα, η ιδέα, και όταν μου διάβασαν τα παιδιά το κείμενo, δεν είχα καμία αμφιβολία. Ο Μιχάλης και ο Θανάσης είναι πολύ ταλαντούχοι, ξέρουν το είδος.
Ο ήρωάς μου είναι ένας ηθοποιός του θεάτρου που άργησε να μπει στον κινηματογράφο. Ενας άνθρωπος σαν κι εμάς. Μπαίνει λίγο αργά στον Φίνο και κάνει επιτυχίες. Γύρω από αυτό υπάρχουν ερωτικές ιστορίες. Το θέμα γυναίκα είναι το τρωτό του σημείο».
«Το δικό μας σινεμά» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου σε συν-σκηνοθεσία με τον Φωκά Ευαγγελινό. Σκηνικά Αθανασία Σμαραγδή. Κοστούμια Εβελιν Σιούπη. Παίζουν: Σπύρος Παπαδόπουλος, Δέσποινα Βανδή, Κώστας Κόκλας, Κατερίνα Λέχου, Γιώργος Κωνσταντίνου κ.ά.
Αλσος, πρεμιέρα 7 Ιουνίου