Γιάννης Τσεκλένης: Η άνοδος, η πτώση και η αρρώστια -Το πατρόν της ιστορίας ενός θρύλου της μόδας
Ο Γιάννης Τσεκλένης δεν χωράει πουθενά. Είναι μια αστείρευτη πηγή δημιουργίας, ένα ζωντανό πνεύμα που καλπάζει. Το απέδειξε και το αποδεικνύει. Με την φαντασία, τα ρούχα και τις συνεργασίες του, με την διάθεσή του να ομορφαίνει την πόλη, την ζωή μας. Με τα ρίσκα που πήρε και την διεθνή επιτυχία και αναγνώριση. Σήμερα στα 82 του χρόνια, μένει στον Διόνυσο με την γυναίκα του, την Εφη Μελά. Μια φορά την εβδομάδα κατεβαίνει στο γραφείο του, στην οδό Κολωνού, στο κέντρο της Αθήνας. Εχει έναν γιο που του μοιάζει. Κι όπως όλα δείχνουν η μεγάλη αναδρομική έκθεση που έγινε πέρυσι στο Φουγάρο στο Ναύπλιο θα έχει και συνέχεια: Το 2020 σχεδιάζεται μεγαλύτερη από το Μουσείο Μπενάκη.
«Δεν γεννήθηκα στα δυτικά, γεννήθηκα στα βόρεια προάστια. Ο πατέρας μου μπόρεσε να με στείλει στο Κολλέγιο, κάτι που δεν εκτίμησα κι έτσι με έδιωξαν κακήν κακώς. Είχα προλάβει όμως να πάρω πολλά. Πήγα στου Μωραΐτη κι ενώ δεν ήμουν σπουδαίος μαθητής ήμουν αστέρι στην διοργάνωση μαθητικών συμβουλίων, σχεδίαζα τα περιοδικά του σχολείου. Ημουν αναμεμειγμένος με την τέχνη και την ζωή. Είχα και από μικρός μια καλή κοινωνική ζωή.
Οταν ετέθη θέμα σπουδών, είπα στον πατέρα μου ότι θα μείνω κοντά στο κατάστημα υφασμάτων που είχε, αλλά ότι θα ασχοληθώ με την διαφήμιση. Είχα κοινωνικές επαφές, φίλους, όπως τον Σπύρο Μεταξά που αμέσως μου ανέθεσε να κάνω τα μπουκάλια. Ο πεθερός μου, γιατί παντρεύτηκα πολύ γρήγορα, στα 23 μου -κι έτσι τώρα έχω γιο 56 ετών, τον Κωνσταντίνο, ήταν της ΕΛΦΙΝΚΟ. Αδελφικός φίλος μου ήταν ο Αγγελος ο Κανελλόπουλος του Τιτάνα. Ετσι λοιπόν αναλάμβανα δουλειές του. Ηθελα να αφήσω στίγμα. Η έφεσή μου ήταν να μπαίνω σε προϊόντα διαρκείας για να αφήσω στίγμα».
«Πάνω στην απογείωση της διαφημιστικής μου δραστηριότητας, το ΄64, πεθαίνει ο πατέρας μου, ήταν 76 χρόνων. Το κατάστημα δούλευε, εγώ συμμετείχα στις επιλογές και μαζί με τον Μουρτζόπουλο και τον Σινάνη, αργότερα και τον Αγγελόπουλο, ήμασταν τα καταστήματα υψηλής ραπτικής. Πριν πεθάνει ο πατέρας μου, μου έδωσε μια ευλογία, ευχή και κατάρα μαζί: “Mην αφήσεις τη μόδα. Τα τελευταία πέντε χρόνια ό,τι αγοράζεις μετά από έξι μήνες το έχει η couture στο Παρίσι, χωρίς να το ξέρεις”. Πώς; Εμείς βλέπαμε τις συλλογές με τα υφάσματα νωρίτερα κι εγώ έκανα μια ανάλυση του τι πουλιέται και προέβλεπα, ας πούμε, τι έρχεται. Σαν μάρκετινγκ. Εβγαζα τα trends από το μυαλό μου. Σαν να είχα ένα μελλοντολογικό μάτι στη μόδα για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Φυσικά ασχολήθηκα με το κατάστημα, αλλά δεν με χωρούσε. Ημουν σαν μια βόμβα. Πού να με χωρέσουν τα πενήντα τετραγωνικά ή οι κυρίες. Κι έτσι σκέφτηκα να κάνω μια πρώτη σειρά από σχέδια για υφάσματα για το μαγαζί. Τα έδειξα και σε διάφορους άλλους, χωρίς ανταπόκριση. Μόνον ο Ντίμης ο Κρίτσας “τσίμπησε” και μου πρότεινε να μπούμε στο Φεστιβάλ του Λαμπράκη για το περιοδικό Μόδα. Ηταν καλοκαίρι του ΄65. Πρώτα Θεσσαλονίκη, μετά Βηρυττό, Αλεξάνδρεια, Βενετία. Τότε ερωτεύομαι την Εφη Μελά, σούπερ μοντέλο, θρύλος της εποχής. Κι εκείνη εμένα. Γυρίζουμε πίσω ερωτευμένοι. Η Εφη ήταν για μένα ο καταλύτης όταν μπήκα για τα καλά στη μόδα. Για μια δεκαετία ήταν σύμβουλος και κριτής».
«Ηξερε πολύ καλά τα πράγματα. Παντρεμένοι και οι δύο, κλεφτήκαμε.
Μετά άρχισα να σχεδιάζω μια μεγαλύτερη συλλογή, και με την παρακίνηση και του Κρίτσα, αποφασίζουμε να πάμε έξω, όχι στην Ιταλία ή την Γαλλία, αλλά στην Αμερική, όπου τότε δεν υπήρχαν ακόμα οι μεγάλοι οίκοι. Η Αμερική μπήκε αργά στη μόδα και σάρωσε. Σ΄αυτή την πρώτη συλλογή αισθανόμουν το χρέος να δώσω ένα ελληνικό στοιχείο. Κι έτσι έφτιαξα τα Κύματα -Waves. Μέσα σε 48 ώρες , ζήτησε να δει την συλλογή η Ελίζαμπεθ Αρντεν, αυτοπροσώπως. Και η 87χρονη Ελίζαμπεθ την αγοράζει όλη -υφάσματα, αλλά και τα πατρόν του Κρίτσα. Η αίσθηση ότι μπόρεσες, από την άσημη, σ΄ αυτόν τον τομέα Ελλάδα, να κουνήσεις ένα φυλλαράκι του Μανχάταν, σε έκανε να νοιώθεις ότι κατέκτησες την πόλη. Μέσα σε έξι μήνες ήρθε ένα τεράστιο συμβόλαιο από μεγάλη εταιρεία, και μαζί με τον Κρίτσα κάναμε μια καμπάνια, όπου μπλέξαμε τον Μεταξά, τον Ωνάση, τον Ελληνικό Τουρισμό -ήταν το 1965-΄66.
Οταν άκουσα την λέξη μελάνωμα δεν κατάλαβα ότι ήταν ο θάνατος φτιαγμένος μέσα σε μια φακίδα. Ηταν το ΄75
Οταν συνέβαιναν αυτά εκείνη η πρώτη μου συλλογή αγοράστηκε από τον Σινάνη, τον Παπαγιάννη και από εμάς. Μέσα σε έξι μήνες έγινε και η μπουτίκ Tseklenis στην Ερμού. Ακολουθώντας την συμβουλή των Αμερικανών, αυτονομήθηκα από τον Κρίτσα, γιατί τα υφάσματά μου ήταν πολύ σύνθετα στα σχέδιά τους και δεν χρειαζόταν να είναι σύνθετα και στο ράψιμό τους. Ανοιξα μαγαζί στην Βηρυττό, ακολούθησαν η Θεσσαλονίκη, η Μύκονος. Στόχος μου ήταν να γίνει μια μικρή μονάδα στην Ελλάδα και να κερδίσω την δημοσιότητα που είχε δημιουργηθεί. Εκμεταλλεύτηκα κάθε απόκομμα που είχε γραφτεί για μένα. Τότε ήταν που ήρθε η Berkertex με 110 καταστήματα στο Λονδίνο. Εχοντας ήδη δοκιμάσει ελληνικά θέματα -μωσαϊκά, κορινθιακά αγγεία, καραγκούνες, σκυριανά κεντήματα, ξεκινώ τα φρυγικά πουλιά για να κολακεύσω και την αραβική χερσόνησο. Αργότερα μπήκα θεματολογικά στο Βυζάντιο, στα ρώσικα, στον ιμπρεσιονισμό...»
«Δούλεψα φέρνοντας αίγλη από το εξωτερικό στην Ελλάδα. Πρώτα ήταν οι βιτρίνες στο Λονδίνο, 120 μαγαζιά, καταχωρήσεις, διαφημίσεις, editorial και μετά εδώ. Αργησα πολύ να κάνω βιομηχανική μονάδα στην Ελλάδα, ενώ είχα στο εξωτερικό.
Οταν άκουσα την λέξη μελάνωμα δεν κατάλαβα ότι ήταν ο θάνατος φτιαγμένος μέσα σε μια φακίδα. Ηταν το ΄75. Πήγα στον γιατρό, τον μακαρίτη τον Ζαμπάκο, δερματολόγο-ογκολόγο και μου είπε να το βγάλουμε το ταχύτερο. Μέσα στις επόμενες ημέρες πήγα στο Μemorial, στον κορυφαίο γιατρό για το μελάνωμα και μου το αφαίρεσε αμέσως. Ο καρκίνος ήταν πάνω από το τρίτο στάδιο. Εκανα μια μεγάλη αφαίρεση και στη συνέχεια ανοσοθεραπεία σε πειραματικό στάδιο. Ημουν το 46ο πειραματόζωο. Ισως αυτό να με έσωσε. Οταν μετά από ενάμιση χρόνο βρέθηκε τοπική υποτροπή στο γάγγλιο που είχε πειραχτεί, μάλλον την είχε αντιμετωπίσει η ανοσοθεραπεία... Αλλά ο γιατρός δεν μπορούσε να πάρει το ρίσκο και να μην μου αφαιρέσει όλο το σύστημα. Ενάμιση χρόνο μετά πήγα κι έκανα αυτή την τεράστια επέμβαση, ώμο, ωμοπλάτη, κλείδα, τα πάντα...»
Ρώτησα τον γιατρό μου, τι ποσοστά ζωής έχω. Για τον πρώτο χρόνο, μου είπε, είναι σαν μια ζαριά στο τάβλι, ένα ποσοστό γύρω στο 5%...
«Ο άνθρωπος αντέχει πάρα πολλά. Δεν ξέρει πόσα αντέχει. Ο Θεός δεν μου έδωσε ό,τι δεν μπόρεσα να αντέξω. Μου έδωσε όσα μπόρεσα. Είχα ένα μεγάλο θείο δώρο. Με το που ξεκίνησε όλη αυτή η διαδικασία, βγήκα από τον εαυτό μου. Αποστασιοποιήθηκα. Αφού πέρασα και τον ακρωτηριασμό έπρεπε να πάρω κάποιες αποφάσεις. Στην Αθήνα είχα διακόσιους ανθρώπους, show-rooms, σχεδιαστές, εργάτριες στο Μαρκόπουλο κι ένα εργοστάσιο που χρώσταγε. Οι τράπεζες έμαθαν και για την αρρώστια μου. Τα΄κλεισα όλα αυτά κι έφυγα. Θα είχα πάει φυλακή. Στην απουσία μου έφαγα 170 μήνες φυλάκιση από το ΙΚΑ μόνο. Πήγα στη Νέα Υόρκη. Πριν πάω ρώτησα τον γιατρό μου, τι ποσοστά ζωής έχω. Για τον πρώτο χρόνο, μου είπε, είναι σαν μια ζαριά στο τάβλι, ένα ποσοστό γύρω στο 5%...
Πήγα στη Νέα Υόρκη, μόνος. Αλλά οι δουλειές δεν με περίμεναν. Επρεπε να κάνω κάτι για να ζήσω. Είχα φύγει με τρεις χιλιάδες δολάρια. Η Εφη ήρθε αργότερα. Αρχισα όμως να κερδίζω. Ηταν δύσκολο γιατί και οι Αμερικανοί ήξεραν για το θέμα της υγείας μου, οπότε πως θα επένδυαν; Ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο που επένδυσε πάνω μου και με πίστεψε ήταν ο Γιάννης ο Γεωργακάς του Μινιόν. Ηρθε και με βρήκε στην Αμερική για να συνεργαστούμε. Απαίτησε να κάνουμε συμβόλαιο για εννέα χρόνια -τελικά δέχτηκε να κάνουμε για τρία, ενώ εγώ του υπενθύμιζα τον έναν χρόνο ζωής που μου είχαν δώσει. Μετά από 8-10 μήνες με έφερε πίσω στην Ελλάδα για να ξαναστήσουμε τον Τσεκλένη. Οταν έφτασα στο Μινιόν μου επέστρεψε τον φάκελο με το τριετές συμβόλαιο για να το σκίσω. Ηθελε να βάλουμε νέους στόχους, να πάμε παρακάτω...»
«Η μόδα από τότε ως σήμερα έχει αλλάξει ως προς το εξής: Τότε ήταν σημαντικό να κάνεις κάτι καινούργιο. Τώρα πρέπει να μοιάζουν όλοι μεταξύ τους, να είναι trendy. Αυτό το χρωστάμε στο μπλου-τζιν, που έδωσε έναν μιμιτισμό στους ανθρώπους και ισοπέδωσε τα status. Τότε έπρεπε να κάνεις πράγματα εικονοκλαστικά. Εγώ αντέγραψα τα bold χρώματα του Εmilio Pucci, τον οποίο θεωρώ μάστερ, χωρίς όως να τον αντιγράψω. Συνέχισα κάνοντας κάθε έξι μήνες και κάτι διαφορετικό. Ημουν εραστής του χρώματος, εκτός από μια ασπρόμαυρη συλλογή εμπνευσμένη από τον Γαΐτη και μια ολόασπρη, το ΄85 για την Αμερική, χωρίς πριντ. Μπήκα και στα ανδρικά. Στην Ολυμπιακή έφτιαξα πρώτα τις στολές για την πρώτη θέση και όταν τις είδε ο Ωνάσης μου ζήτησε να τις αναλάβω όλες. «Μα έχουμε τον Pierre Cardin», του είπαν οι συνεργάτες μου. «Εγώ θέλω τον δικό μας», είπε.
Η Ελληνίδα σήμερα ξέρει, ενημερώνεται, έχει και όλες τις δυνατότητες, μέσω ίντερνετ. Παλιά δεν ήξερε τον όρο fashion victim, και ήταν ένα θύμα της μόδας
Επιτυχία; Εβεπα την απήχηση που είχα στους δημοσιογράφους, στα μεγάλα διεθνή περιοδικά μόδας. Χρήμα δεν πέτυχα ποτέ, ήμουν πάντα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ενοιωθα όμως την απήχηση, σαν να παίζω στο θέατρο και την άλλη να γράφονται κριτικές. Στο θέατρο συνεργάστηκα μια φορά μόνον με την Ελλη Λαμπέτη και τις έφτιαξα τα κοστούμια για το έργο “Σαράντα Καράτια” -μετά ονόμασα έτσι και την συλλογή μου».
«Ελληνική μόδα με ελληνικό ντιζάιν υπάρχει τώρα πιο πολύ από ποτέ. Απλώς δεν έχει πίσω της βιομηχανία. Τώρα έχουμε εξαιρετικούς σχεδιαστές. Εγώ είχα φάει ξύλο από το παλιό κατεστημένο εκείνη την εποχή. Αλλά δεν το έβαλα ποτέ κάτω. Κι όταν άφησα την μόδα στράφηκα στο αρχιτεκτονικό ντιζάιν. Είχα ήδη κάνει ένα σωρό διακοσμητικές δουλειές στο παρελθόν. Σχεδίαζα τα καταστήματά μου, το logo Tseklenis, τα λογότυπα. Ημουν μέσα στο πνεύμα «δημιουργώ σκηνικό». Η πρώτη μου ανάθεση, όταν άφησα την μόδα, ήταν το Vedema, το ξενοδοχείο στη Σαντορίνη. Ακολούθησαν κι άλλα, σπίτια, ξενοδοχεία. Οταν έφυγα από τη μόδα αισθανόμουν κουρασμένος από το να προσπαθώ στην Ελλάδα. Είναι η ωραιότερη χώρα με τους χειρότερους ανθρώπους. Γι΄αυτό και προσπαθώ να παρεμβαίνω στην αισθητική της πόλης -σχεδίασα τα λεωφορεία.
Με την Εφη είμαστε πενήντα τέσσερα χρόνια μαζί αν και παντρευτήκαμε το ΄76
Η Ελληνίδα σήμερα ξέρει, ενημερώνεται, έχει και όλες τις δυνατότητες, μέσω ίντερνετ. Παλιά δεν ήξερε τον όρο fashion victim, και ήταν ένα θύμα της μόδας. Την φορούσαν τα ρούχα, δεν τα φορούσε. Τώρα πια έχει μάθει να κρίνει πριν φορέσει ένα ρούχο. Μόδα σημαίνει ανανέωση. Θαύμασα τον Πολ Πουαρέ στη Γαλλία, τον Πιερ Καρντέν, τον Ραλφ Λόρεν, έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να τραβήξει ούτε μια γραμμή αλλά έχει τον μεγαλύτερο τζίρο στον κόσμο. Επίσης αγαπούσα πολύ τον Γιάννη Ντεσέ. Από τη νεότερη γενιά Ελλήνων μ΄αρέσει το Zeus & Dion αν απαλλαγεί από το φολκλόρ. Ο Βσίλης Ζούλιας που είναι ένα μεγάλο ταλέντο και ένα δυνατό όνομα. Κουβαλάει την πείρα του editor και stylist. Είναι πανγνώστης, αλλά τον θέλω περισσότερο εξωστρεφή. Θα ήθελα να τον δω έξω με ένα pret-a-porter de luxe σε ένα μεγάλο department store. Επίσης ο Γιώργος ο Ελευθεριάδης είναι ένα πολύ καλό ταλέντο -δεν τον γνωρίζω αλλά βλέπω την δουλειά του, έχει μια τάση για εξωστρέφεια. Πριν από μερικά χρόνια, το αστέρι ήταν οι Deux Hommes αλλά δεν το ακολούθησαν και έμειναν στο εκ του ασφαλούς».
«Για να ανακαλύψεις ηπείρους πρέπει να διασχίσεις ωκεανούς. Λείπει το ρίσκο. Η τεράστια άνοδος της ιδιωτικής τηλεόρασης ικανοποίησε τους Ελληνες δημιουργούς που νόμιζαν ότι έγιναν διάσημοι κι ότι καθιεωρήθηκαν γιατί έβλεπαν τους εαυτούς τους στα πρωινάδικα και τα μεσημεριανά. Και τώρα τρώνε ξύλο από τα Ζara. Αν και έχουν ταλέντο, δεν ξεπέρασαν τα σύνορα. Υπάρχει κάτι το ερασιτεχνικό στην μόδα στην Ελλάδα.
Αν έχω μετανιώσει για κάτι: Ναι, ότι δεν πούλησα το όνομα Tseklenis και τον εαυτό μου μαζί για 250.000 δολάρια το 1970
Με την Εφη είμαστε πενήντα τέσσερα χρόνια μαζί αν και παντρευτήκαμε το ΄76. Η Εφη είχε πολύ μεγάλες αντοχές με εμένα. Ηταν δύσκολο. Γιατί πέρασα μια ζωή, πέρα από το κοινωνικό περιβάλλον, και στο επαγγελματικά έχοντας δίπλα μου τις ωραιότερες γυναίκες του κόσμου. Εμαθα να είμαι πιστός στην διαιώνιση της συμβίωσης. Η Εφη φροντίζει εμένα κι εγώ την Εφη».
«Μετά την αρρώστια, έζησα μόνος μου για ένα χρονικό διάστημα, για να μπορέσω να κακτήσω την αυτονομία του. Μόνο να κουβαλήσω δύο καρπούζια δεν μπορώ. Σαράντα μέρες μετά τον ακρωτηριασμό μου έκανα σκι στην θάλασσα. Η περιπέτεια στην Αμερική ξεκίνησε μετά. Ακόμα για μένα οι προκλήσεις είναι ένα ωραίο άθλημα. Επιζητώ την αϋπνία που είναι δημιουργική. Δεν φοβήθηκα ποτέ, αν και με πέτυχαν δύο πτώσεις μαζί, η βιολογική και η οικονομική. Χτύπησα πάτο, μηδέν. Αλλά προπονήθηκα στα πάνω-κάτω. Μετά από ένα διάστημα καταλαβαίνεις ότι αυτό δεν είναι το τέλος του κόσμου. Οι άνθρωποι κάπου βάζουν ένα όριο, μια κόκκινη γραμμή, κι έτσι όταν την φτάσουν κάνουν πίσω και απελπίζονται.
Αν έχω μετανιώσει για κάτι: Ναι, ότι δεν πούλησα το όνομα Tseklenis και τον εαυτό μου μαζί για 250.000 δολάρια το 1970. Θα ήμουν σίγουρα ένα μεγάλο όνομα στην Αμερική. Και δεν το έκανα όχι γιατί μου φάνηκαν λίγα τα λεφτά, που μου φάνηκαν, αλλά γιατί η εταιρεία που θα με αγόραζε μόλις είχε αγοραστεί από μια αλευροβιομηχανία. Στην δική μου περίπτωση δεν ισχύει αυτό που έγραψε ο Νίκος Δήμου “Η δυστυχία να είσαι Ελληνας”, αλλά η “ατυχία”».