Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

Αχιλλέας Χαρίτος: «Ηθελα λιγότερα και ήρθαν περισσότερα, και στην δουλειά και στην ζωή μου»

Ο Αχιλλέας Χαρίτος είναι το ελληνικό συνώνυμο του μακιγιάζ. Μια ψιλόλιγνη φιγούρα με έμφυτη ευγένεια και ηρεμία, ήσυχος και μοναχικός. Αγαπάει τα χρώματα, όπως αγαπάει και την σχέση του με τους ανθρώπους, γιατί έτσι μόνον ισορροπεί. Μένει σε ένα νεοκλασικό στο κέντρο, περπατάει πολύ και του αρέσει να φωτογραφίζει.

«Ζούσαμε στο Κάνο της Νιγηρίας. Οταν η μητέρα μου ήταν έγκυος στον ένατο μήνα, ήρθε στην Αθήνα για να με γεννήσει. Εξι μήνες μετά επιστρέψαμε στην Αφρική. Ο πατέρας μου δούλευε εκεί, διευθυντής σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Οι παιδικές μου εικόνες έχουν μέσα πολύ άπλα και ανοιχτούς ορίζοντες, πολλή ζέστη -εξ ου και σιχαίνομαι το κρύο. Επειδή δεν υπήρχαν άλλα παιδιά να παίξω, εγώ ζωγράφιζα. Μου είχαν δώσει έναν τοίχο στο σπίτι να τον κάνω ό,τι θέλω, μου είχαν δώσει και μπογιές, κι εγώ ζωγράφιζα.

Δεν ήταν εύκολο να κάνεις παρέα με μαύρους. Δεν βγαίναμε στον δρόμο να παίξουμε. Ζούσαμε σε απομονωμένα σπίτια με κήπους και για να παίξω με άλλα παιδιά, έπρεπε να το κανονίσουν οι οικογένειες. Τώρα που έχω μεγαλώσει καταλαβαίνω ότι ήταν ένα περιορισμένο περιβάλλον. Ενα εγγλέζικο κλαμπ υπήρχε για διασκέδαση. Πρώτα έμαθα αγγλικά και μετά ελληνικά.

Το να φύγω από τον μουσαμά που ζωγράφιζα και να περάσω σε ένα πρόσωπο, μου ήταν πολύ εύκολο

Ο πατέρας μου είχε μεγάλη επιδεξιότητα στα χέρια, σε πράγματα που ήθελαν λεπτομέρεια και η μητέρα μου είχε ένα μεγάλο ταλέντο στα χρώματα, στα ρούχα, στα υφάσματα. Μπορούσε να ράψει, να στολίσει ένα σπίτι. Είχε γούστο και αισθητική».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Εμένα με πήγαιναν τα χρώματα. Από πολύ μικρός έδειξα ενδιαφέρον για τα χρώματα. Στα παιδικά μου χρόνια η καθημερινή προϋπόθεση ήταν να ζωγραφίσω κάτι, να κάνω μια ζωγραφιά. Αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πολύ και με εκτόνωνε. Αργότερα, στα επτά μου, που ήρθαμε στην Ελλάδα, συνέχισα. Εγκατασταθήκαμε στην επαρχία όπου τέλειωσα και το σχολείο. Στην Αθήνα ήρθα για σπουδές -οικονομικά. Δεν πήρα το πτυχίο. Η σχολή δεν μου έκανε ούτε κρύο ούτε ζέστη, ούτε με ενδιέφερε ούτε μου ήταν αδιάφορη.

Οχι, δεν ήταν ένας ζεστός άνθρωπος η Ζωή. Ηταν κλειστή, δεν μιλούσε, είχε ξεκάθαρη σκέψη, απόλυτη και όπως όλες οι σταρ ήταν εγωκεντρική, ανασφαλής και ενεργητική

Εγώ συνέχιζα να ζωγραφίζω, κάθε μέρα, όλα τα χρόνια. Για να πάω στην ΑΣΟΕΕ περνούσα από την Καλών Τεχνών, στο Πολυτεχνείο, που μου άρεσε πιο πολύ. Αρχισα να γνωρίζω ζωγράφους, παιδιά που σπούδαζαν, καλλιτέχνες, ηθοποιούς και τους ζητούσα να μου ποζάρουν. Για να το κάνω πιο θεατρικό, τις τύλιγα με ένα σεντόνι και τις έβαφα. Ο Κώστας Κεκεμένης που σπούδαζε σκηνοθεσία στο Παρίσι, μέσω της φίλης του και φίλης μου, με φώναξαν να φτιάξω τα σκηνικά και τα κοστούμια μια ταινίας μικρού μήκος. Το ταινιάκι αυτό πήγε πολύ καλά, λεγόταν «Το καζανάκι». Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον κινηματογράφο και μου άρεσε ιδιαίτερα. Δεν άργησα όμως να καταλάβω ότι εμένα με ενδιέφερε πιο πολύ από όλα το μακιγιάζ. Το να φύγω από τον μουσαμά που ζωγράφιζα και να περάσω σε ένα πρόσωπο, μου ήταν πολύ εύκολο. Στον δρόμο προέκυψε κι άλλη ταινία (λεγόταν «Το σύγχρονο»), όπου με κάλεσαν μόνο για μακιγιάζ, με ό,τι υλικά υπήρχαν τότε. Ο σκηνοθέτης δούλευε και στην Stefi κι έτσι ξεκίνησα συνεργασία μαζί τους για διαφημιστικά. Δύο σεζόν έμεινα εκεί.

Η επόμενη ταινία ήταν του Νίκου Ζερβού «Ο Δράκουλας των Εξαρχείων», με ζόμπι. Για μένα τα ζόμπι ήταν κάτι πολύ εύκολο. Η δουλειά μου εκεί δημιούργησε αίσθηση και αμέσως μετά ήρθε η ταινία «Τα βαποράκια» με τον Παύλο Τάσιο. Κανονικό φιλμ με την Αντιγόνη Αμανίτου, τον Κωνσταντίνο Τζούμα και άλλους. Ετσι αρχίζει η πορεία μου στο σινεμά. Παράλληλα γνωρίζω και την γερμανίδα φωτογράφο Τζουλιάνα Μπιάλας και κάνω μαζί της δουλειά. Βήμα-βήμα γνώρισα τον Ντίνο Διαμαντόπουλο και δέσαμε. Δούλεψα πολύ μαζί του, ταιριάξαμε και συνεχίσαμε. Ο Ντίνος ήταν ήδη αστέρι τότε....»

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Το πρώτο κομβικό σημείο για μένα ήταν ο Ντίνος Διαμαντόπουλος και αμέσως μετά η Ζωή Λάσκαρη. Ενα βράδυ, με την φίλη μου την Λία Ρακά ήμασταν στα Ενιάρια του Ζουγανέλη, στο Καλλιμάρμαρο, και επέμενε να μου γνωρίσει την Ζωή Λάσκαρη. Μου την σύστησε ο Ζουγανέλης. Άμεση, όπως ήταν, μου είπε το τηλέφωνό της για να την πάρω. Το συγκράτησα και δύο μέρες μετά την πήρα, με μεγάλη άνεση, αν και δεν ήξερα γιατί. Ακολούθησε μια φωτογράφιση από τον Τάκη Διαμαντόπουλο, όπου ο Νίκος Μουρατίδης με φώναξε να της κάνω το μακιγιάζ. Εκανε τότε στο θέατρο η Ζωή την «Πέπσι». «Ελα να με βάψεις που έχω τζενεράλε», μου είπε. Αυτό ήταν. Ακολούθησαν εφτά χρόνια, σε καθημερινή βάση.

Οχι, δεν ήταν ένας ζεστός άνθρωπος η Ζωή. Ηταν κλειστή, δεν μιλούσε, είχε ξεκάθαρη σκέψη, απόλυτη και όπως όλες οι σταρ ήταν εγωκεντρική, ανασφαλής και ενεργητική. Ηταν και πολύ ταλαντούχα, αλλά μέχρι να φτάσει στο αποτέλεσμα μπερδευόταν. Εντονη προσωπικότητα. Γίναμε φίλοι, αγαπηθήκαμε πολύ.

Η ιστορική εκείνη φωτογράφιση για το Playboy έγινε σχεδόν τυχαία στην Δήλο. Η Ζωή δεν θα έπαιρνε αμοιβή. Ηθελε μόνο να γίνει η φωτογράφιση στην Μύκονο. Κατά τη διάρκεια της φωτογράφισης βρεθήκαμε σε ένα σκάφος και ένα πρωί πήγαμε στη Δήλο. Δεν υπήρχε κανένας σχεδιασμός για την Δήλο. Η Ζωή φορούσε ένα παρεό κι ένα καπέλο και ο Ντίνος την φωτογράφιζε. Ετσι.... Ξαπλωμένη στα μάρμαρα, πάνω στο λιοντάρι, η περιβόητη εκείνη φωτογραφία... Η Ζωή ανέβηκε πάνω στο λιοντάρι και στο ρετούς της φωτογραφίας το κορδονάκι του μαγιό σβήστηκε... Τότε δεν ξέραμε ότι χρειαζόταν άδεια για όλο αυτό. Θυμάμαι την Αννα Συνοδινού να κάνει επερώτηση στην Βουλή... Ηταν μια αθώα εποχή, όπου τα πράγματα γίνονταν πιο αυθόρμητα».

Φωτογραφία: Playboy

«Με το μακιγιάζ είμαι αυτοδίδακτος. Μόλις άρχισα να δουλεύω κατάλαβα ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω. Κάποια στιγμή που χρειάστηκε να αποκτήσω άδεια για το επάγγελμα, γράφτηκα σε μια σχολή...

Αν και μου το λένε πολλοί και συχνά, ότι το όνομά μου ταυτίστηκε με το μακιγιάζ στην Ελλάδα, δεν το έχω καταλάβει. Και πως να το καταλάβω; Στην διαδικασία του όλο αυτό, τόσα χρόνια, είχε κόπο. Δεν βγήκα ποτέ απ’έξω να το δω ούτε πήραν τα μυαλά μου αέρα. Επίσης για το μακιγιάζ, όχι μόνον τώρα στην κρίση, αλλά και πριν, δεν υπήρχε ποτέ μπάτζετ.

Στην τηλεόραση με χαρακτήρισε η συνεργασία μου με τις κυρίες των ειδήσεων. Πρώτα ήταν η Ελλη Στάη, μετά η Μάρα Ζαχαρέα και ύστερα η Ολγα Τρέμη

Την χρυσή εποχή, από την δεκαετία του ‘90 ως τα μέσα του 2000, με βασικό πυρήνα τον Ντίνο Διαμαντόπουλο, όλοι, τραγουδιστές, ηθοποιοί, έρχονταν για φωτογράφιση. Η αναλογία στην αμοιβή ήταν περίπου ένα (εγώ) προς δέκα (του Ντίνου), αν και οι αμοιβές ήταν αστείες στην αρχή... Οταν το κομμάτι της μόδας μυρίστηκε ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε, μπήκε στον χώρο και τα ποσά εκτοξεύτηκαν. Μαζί διασπάστηκε και όλο αυτό. Φυσικά και οι τιμές ανέβηκαν, και οι δικές μου. Αυτό που φώναζε σαν επιτυχία είχε περισσότερα χρήματα αλλά πιο πολλή δουλειά».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Ακόμα θυμάμαι την περιοδεία της «Λυσιστράτης» με τον Λάκη Λαζόπουλο. Δεν είχα κανονίσει για αμοιβή, για χρήματα. Αφού είχαν περάσει δέκα μέρες περιοδείας, βλέπω τους ηθοποιούς στην ουρά, για πληρωμή. Εκατσα κι εγώ στην ουρά και συνειδητοποίησα ότι με είχαν κι εμένα υπολογίσει για πληρωμή. Δεν το ήξερα, δεν είχα καταλάβει ότι είχε και λεφτά η ιστορία, ότι η δουλειά μου θα πληρωνόταν κιόλας...

Η δική μου άποψη ήταν και είναι -πριν γίνει μόδα, ότι το πιο σημαντικό είναι να είσαι ο εαυτός σου, με όποια ατέλεια

Ντεφιλέ έκανα πάντα -τα καλά ήταν πολύ λίγα, Λουκία, Τσέλιος, Ασλάνης, Σίλια, Χάρης-Αγγελος. Τον Μπίλι Μπο δεν τον είχα προλάβει ουσιαστικά, δεν τον γνώρισα, αν και η πρώτη, πρώτη μου δουλειά ήταν μαζί του.

Στην τηλεόραση με χαρακτήρισε η συνεργασία μου με τις κυρίες των ειδήσεων. Πρώτα ήταν η Ελλη Στάη, μετά η Μάρα Ζαχαρέα και ύστερα η Ολγα Τρέμη. Είχαν και μεγάλη διάρκεια. Κι άλλα πρόσωπα, όπως την Τζένη Μπαλατσινού, τότε στο Dancing with a star.

Εδινα και δίνω πάντα την ίδια σημασία στο μακιγιάζ, είτε είναι γνωστές είτε όχι. Αλλά εγώ κυρίως έβαφα γυναίκες λόγω κάποιου επαγγελματικού ερίσματος. Αντρες έβαφα για φωτογραφίσεις, κυρίως όμως ηθοποιούς».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Το μακιγιάζ έχει μόδα, και μάλιστα αλλάζει δύο φόρες τον χρόνο. Παρακολουθώ πολύ στενά τον χώρο, τις αλλαγές που γίνονται και τα μηνύματα που θέλουν να περάσουν. Τα τελευταία δύο χρόνια η τάση στο μακιγιάζ είναι να είσαι ξεχωριστός και να είσαι ο εαυτός σου, ένα δυνατό και αντιρατσιστικό μήνυμα που ενισχύει την διαφορετικότητα. Αυτό το πήρε η βιομηχανία του μακιγιάζ και τώρα κερδίζει χρήματα από αυτό.

Η δική μου άποψη ήταν και είναι -πριν γίνει μόδα, ότι το πιο σημαντικό είναι να είσαι ο εαυτός σου, με όποια ατέλεια. Βέβαια ένα από τα όπλα του μακιγιάζ είναι να σε βοηθήσει να γίνεις κάποιος άλλος.

Οι πλαστικές, οι πολλές πλαστικές, δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά η μόδα της τελευταίας πενταετίας που θέλει τις επεμβάσεις να γίνονται με μεγάλη ευκολία, και στο πρόσωπο και το σώμα, είναι κάτι διαφορετικό. Και γίνονται με στόχο να φανούν οι αλλαγές. Ομολογώ ότι βρίσκω λίγο αμήχανο όλο αυτό το σκεπτικό.

Εγώ αγαπούσα πολύ το σινεμά. Το θέατρο μου προέκυψε στην πορεία, κάνοντας την πρώτη μου δουλειά με τον Λευτέρη Βογιατζή, στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό». Εκείνη η εμπειρία μου άρεσε πολύ. Δεν ήταν ένα ενσταντανέ όπως ήταν οι φωτογραφίσεις. Είχε ροή, αρχή, μέση και τέλος, και μια συναλλαγή με ενδιαφέροντας ανθρώπους. Συνεχίζει να μου αρέσει πολύ το θέατρο. Μετά τον Βογιατζή δούλεψα στην Βιέννη μια πενταετία περίπου, σε παραστάσεις γερμανικού εξπρεσιονισμού».

Φωτογραφία: Bovary/Πάνος Μάλλιαρης

«Στο εξωτερικό έχω κάνει συγκεκριμένες συνεργασίες, όπως μια εποχή, την Μίλβα στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα, εκτός από την Λάσκαρη με την οποία είχα μια προσωπική σχέση, δούλεψα με όλες σχεδόν. Ιδιαίτερη σχέση είχα μόνον με την Μελίνα. Ηταν ένας χείμαρρος. Την αισθανόμουν φίλη μου. Ηταν ένας κανονικός άνθρωπος χωρίς τον εγωκεντρισμό που θα μπορούσε να έχει. Η επικοινωνία μας ήταν άμεση...

Εχω δουλέψει με κάποιους που θεωρούνται δύσκολοι, κι εγώ δεν είχα κανένα θέμα. Οπως η Ναόμι Κάμπελ ή η Γκρέισι Τζόουνς

Η μεγάλη μου ισορροπία είναι η συναλλαγή με ανθρώπους που έχω μέσα από τη δουλειά μου. Αυτή η διαδικασία με ισορροπεί περισσότερο και μου αρέσει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο κάνω. Πιο πολύ από ταξίδια, πιο πολύ από το να βγω με φίλους για φαγητό. Είμαι μοναχικός άνθρωπος. Πάντα έτσι ήμουν. Ηθελα πάντα την ησυχία μου, από παιδί».

Φωτογραφία: axilleascharitos.gr

«Οι άνθρωποι ηρεμούν μαζί μου, με σέβονται, δεν είχα ποτέ θέματα στην δουλειά μου. Φαίνεται, έτσι μου λένε, ότι δείχνω αρκετά σοβαρός και αρκετά επαγγελματίας και αυτό εκτιμάται. Εχω δουλέψει με κάποιους που θεωρούνται δύσκολοι, κι εγώ δεν είχα κανένα θέμα. Οπως η Ναόμι Κάμπελ ή η Γκρέισι Τζόουνς, τις οποίες έβαψα χωρίς πρόβλημα. Εχω περάσει δύσκολα με ανόητους ανθρώπους που δεν ξέρουν τι θέλουν. Κι αυτό είναι κάτι που τελειώνει εκεί, δεν θα έχει συνέχεια. Σ’όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω άντε να είχα και πέντε δύσκολες περιπτώσεις. Αντιμετώπισα την δουλειά μου από την αρχή με τον πήχη ψηλά.

Τώρα πια με απασχολεί ο χρόνος. Δεν θέλω να τον κοροϊδέψω. Μ’αρέσει που μεγαλώνω και σαν εικόνα τώρα μου αρέσω περισσότερο από παλιά. Η μεγάλη διαφορά είναι ότι παλιότερα έλεγα “έχουμε καιρό”... Τώρα πια δεν μπορώ να το πω. Αισθάνομαι όμως πολύ τυχερός. Και στην δουλειά μου και στην προσωπική μου ζωή ήθελα λιγότερα και ήρθαν περισσότερα. Ισως γιατί εγώ συνεχίζω να ζωγραφίζω καθημερινά. Αν δεν ζωγραφίσω δεν γίνεται... Κι έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται».