Αλέξης Σταμάτης: «Το μέσα μου είναι εξαιρετικά αρμονικό και απλό. Έμπλεξα όμως με χίλια δυο πράγματα»
Αρχιτέκτων, συγγραφέας, αρθρογράφος, ο Αλέξης Σταμάτης έγινε πρόσφατα πατέρας. Ο γιος της Μπέτυς Αρβανίτη που πριν χρόνια μίλησε ανοιχτά για τον αλκοολισμό και τον τρόπο που τον καταπολέμησε, βιώνει μια πλούσια σε εμπειρίες περίοδο της ζωής του. Και ως βέρος Αθηναίος, αποφάσισε να διεκδικήσει μια θέση στον δήμο.
«Μεγάλωσα με τον πατέρα μου. Είναι αρχιτέκτονας, 93 χρόνων σήμερα. Στα δέκα τρία μου πήγα να ζήσω με την μητέρα μου και στα δέκα οκτώ, μόνος μου. Οι γονείς μου επηρέασαν την ζωή μου από την πλευρά του πολιτισμού. Από την μια είχα έναν πατέρα, φιλότεχνο αρχιτέκτονα, που συνέπεσε με μια πολύ καλή εποχή της αρχιτεκτονικής, είχε συνεργαστεί με τον Αρη Κωνσταντινίδη, τον Ζενέτο, είχε δουλέψει στα Ξενία. Ταυτόχρονα είχε γερή ακαδημαϊκή μόρφωση και μια πλούσια βιβλιοθήκη. Γερή βιβλιοθήκη είχε και η μητέρα μου, λιγότερο ακαδημαϊκή και περισσότερο πειραματική, ως νεαρή ηθοποιός.
Από πολύ μικρός ήμουν βιβλιόφιλος και ήθελα να μάθω για την ζωή και μέσα από τα βιβλία -μου βγήκε σε καλό.
Οχι, δεν ισορροπούσα καθόλου ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα που μεγάλωσα, της μητέρας και του πατέρα μου
Ολα σε μένα ξεκίνησαν από περιέργεια. Επίσης είχα την τύχη να πάω σε ένα σχολείο που είχε καταπληκτικούς δασκάλους, στη σχολή Μωραΐτη: Ματθαίος Μουντές, Χρήστος Γιανναράς, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Αλέξης Δημαράς, Τάσος Λιγνάδης, Βασίλης Κρεμμυδάς, η crème de la creme. Μας έδιναν πολλές αφορμές να σκεφτούμε έξω από την σχολική ύλη».
«Μαζί με τους φίλους της μητέρας μου, που εκείνη την εποχή έκανε παρέα με τα παιδιά του Ελεύθερου Θεάτρου, συναναστράφηκα με εξαιρετικά ενδιαφέροντες ανθρώπους.
Η μάνα μου συνηθίζει να λέει ότι μεγαλώσαμε μαζί, με έκανε πολύ μικρή. Θυμάμαι να πηγαίνω στο Χάραμα να βλέπω τον Τσιτσάνη μαζί με τον Σταμάτη Φασουλή, τον Σκυλοδήμο. Ενα κλίμα, αμέσως μετά την χούντα, πολύ ερεθιστικό. Μια ακόμα σημαντική επιρροή ήταν η μουσική, κυρίως η ροκ, την οποία ανακάλυψα από μικρός.
Πάντα πίστευα στην πολιτιστική αξία της αρχιτεκτονικής, στην πολεοδομία, στην πόλη
Στα 18 μου μπήκα στο Πολυτεχνείο, στην Αρχιτεκτονική. Μόνον να έβλεπε κανείς το ωρολόγιο πρόγραμμα της σχολής, καταλάβαινε πόσα είχε να κερδίσει. Φιλοσοφία, μορφολογία, γλυπτική με τον Τάσσο, ζωγραφική με τον Σόρογκα ή τον Κανιάρη, ιστορία τέχνης με τον Μπούρα.Υπήρξα και εκεί πολύ τυχερός με τους δασκάλους μου.
Οχι, δεν ισορροπούσα καθόλου ανάμεσα στα δύο περιβάλλοντα που μεγάλωσα, της μητέρας και του πατέρα μου. Ουσιαστικά με μεγάλωσα εγώ... Είχα όμως όλη αυτή την βοήθεια με το καλειδοσκόπιο των τεχνών, με ενδιέφεραν. Μετά αγάπησα το σινεμά, φλέρταρα να γίνω σκηνοθέτης. Θυμάμαι όταν μου εξήγησε ένα βράδυ ο Νίκος Κούνδουρος τι σημαίνει να είσαι σκηνοθέτης στην Ελλάδα κι έτσι εγκατέλειψα την σκέψη».
«“Θα σε πάρω μαζί μου στη δουλειά. Θα πάμε στην Ρόδο”, μου είπε μια μέρα η μητέρα μου. Εγώ ήξερα ότι είναι ηθοποιός, αλλά δεν το πολύ καταλάβαινα κιόλας. Ημουν 6-7 χρόνων. Και πήγαμε στην Ρόδο και κατάλαβα ότι η δουλειά της ήταν να γυρίσει το περίφημο “Κάτι κουρασμένα παλικάρια”. Εννοείται ότι δεν είχα ξαναδεί γυρίσματα στη ζωή μου. Ηταν μια μαγική στιγμή για μένα όλο αυτό που έζησα, όλη αυτή η δουλειά που έκανε ο Δαλιανίδης. Ηταν το δικό μου “Σινεμά ο Παράδεισος”. Ολο το νησί ήταν στα γυρίσματα. Γνώρισα τότε την Νόρα Βαλσάμη, την οποία κυριολεκτικά ερωτεύτηκα, ήταν σαν νεράιδα, τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, τον τόσο γλυκό Διονύση Παπαγιαννόπουλο... Νομίζω ότι αυτή η εμπειρία εξηγεί γιατί έγινα συγγραφέας. Γιατί με ενδιαφέρει το πίσω, το πως δημιουργείται κάτι. Κι αυτές τις αναμνήσεις θα ήθελα να τις γράψω κάποτε.
Οταν γνώρισα την Εύα κατάλαβα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου
Πάντα πίστευα στην πολιτιστική αξία της αρχιτεκτονικής, στην πολεοδομία, στην πόλη. Εμαθα να δομώ κάτι, να βάζω τάξη μέσα στο χάος. Οπως και στην γραφή... Πίσω από κάθε κτίριο υπάρχει κάτι που δεν φαίνεται, όπως και στην γραφή. Ημουν καλός στην έκθεση, έγραφα την δική μου και τριών διπλανών μου στο σχολείο. Μου άρεσε πολύ. Μικρός έγραφα ποίηση. Η ποίηση όμως είναι κάτι εντελώς προσωπικό. Ντρεπόμουν. Αργοτερα, έδειξα τα ποιήματά μου σε έναν φίλο της μητέρας μου, τον Κώστα Παπαϊωάννου, τον ποιητή, ο οποίος και με ενθάρρυνε να τα εκδώσω -του χρωστάω πολλά. Κι έτσι βγήκα στη δουλειά. Η δεύτερη συλλογή μου ζητήθηκε από τον Καστανιώτη, με τον οποίο έκτοτε με συνδέει στενή σχέση και συνεργασία, σαν οικογένεια. Πήρα τότε το βραβείο στη μνήμη του Νικηφόρου Βρεττάκου από τον Δήμο Αθηναίων».
«Μετά το πρώτο σπρώξιμο, “να πέσω στην θάλασσα”, δεν ξανακοίταξα πίσω. Αρχισα το πρόσθιο, με αυτή την κίνηση προς τα εμπρός, αφήνοντας πίσω απόνερα. Ηταν μια διαρκής πορεία προς την επιθυμία μου, μια επιθυμία που άλλαζε κατά καιρούς. Νομίζω ότι η καριέρα μου στην αρχιτεκτονική ήταν μια τραγωδία. Δεν βρήκα τίποτα από όσα περίμενα. Εφτιαξα μια πολυκατοικία, την οποία δεν δείχνω σε κανέναν. Απογοητεύτηκα από την έλλειψη οποιασδήποτε πιθανότητας δημιουργίας και την τεράστια γραφειοκρατία. Εβαλα τελεία και παύλα. Γύρισα σελίδα.
Αλκοολικός ήμουν όταν έκανα μεταπτυχιακά στην Αγγλία και μετά, όταν γύρισα
Απόλυτα σίγουρος ότι θα στραφώ στο γράψιμο, ξέροντας ότι είναι ρίσκο, αποφάσισα να κάνω αυτό που αγαπούσα. Και άρχισα αμέσως. Ημουν σε καλή ψυχολογική φάση, γιατί όλο αυτό συνέπεσε με μια εποχή που είχα ξεπεράσει κάποια προσωπικά προβλήματα. Στο πρώτο μου βιβλίο, το ́98, τοποθετήθηκα λίγο απέναντι στην κατάσταση και μετά, με το “Μπαρ Φλομπέρ” άλλαξε η ζωή μου. Παρουσιάσεις, μεταφράσεις, προσκλήσεις, ταξίδια, σεμινάρια. Πάντα λένε ότι το σημαντικό βιβλίο είναι το δεύτερο. Τώρα, για πρώτη φορά, γράφω ένα αστυνομικό. Θα ήθελα κάποια στιγμή όλα μου τα βιβλία να συνθέτουν έναν κόσμο.
Το θέατρο, το πιο δύσκολο είδος, μπήκε αργότερα στην ζωή μου. Ημουν κοντά στο Θέατρο της οδού Κεφαλληνίας που έστησε η μητέρα μου, πήγαινα στις πρόβες ενώ μοιραζόμουν μια φιλία με τον Μίνω Βολανάκη. Ηταν υπέροχος, όπως και ο Γιώργος Χειμωνάς. Εχω καταλάβει ότι με επηρεάζουν και θαυμάζω τους ανθρώπους που είναι εντελώς ελεύθεροι».
«Κι εγώ αισθάνομαι ελεύθερος σε μεγάλο ποσοστό, τηρουμένων όμως των αναλογιών. Ταυτόχρονα όμως νοιώθω ότι σφίγγει γύρω μας ένα κλοιός, με “υποχθόνιο” σχεδόν τρόπο. Ο εχθρός είναι αόρατος, μπορεί να μην είναι καν ανθρώπινος, να είναι αλγόριθμος. Γι ́ αυτό και χρειάζονται έξυπνες κινήσεις.
Αλκοολικός ήμουν όταν έκανα μεταπτυχιακά στην Αγγλία και μετά, όταν γύρισα. Από την στιγμή που έφυγε το αλκοόλ από την μέση, άρχισα να γράφω. Δύσκολο να καταλάβεις πότε, από γερός πότης γίνεσαι αλκοολικός. Δεν υπάρχει. Ετσι λειτουργεί η εξάρτηση, αυτός είναι ο μηχανισμός της. Σου δίνει, σου δίνει, και κάποια στιγμή, γίνεται το άλμα και μια γουλιά σε μετατρέπει σε αλκοολικό. Αν θέλουμε να βάλουμε ένα σημείο έναρξης, θα έλεγα ότι αν πίνεις από το πρωί είσαι αλκοολικός.
Πιστεύω στον έρωτα αλλά όχι στο κλισέ που λέει ότι ο έρωτας κρατάει έξι μήνες
Όταν πίνεις, νομίζεις ότι είσαι αθάνατος, είσαι σίγουρος ότι δεν σου κάνει κακό, ότι το ελέγχεις. Γι΄ αυτό λέμε ότι η λύση είναι πρώτα η αποδοχή και μετά οι ειδικοί. Ενοχές; Φυσικά. Ολο αυτό έχει μέσα του στοιχεία ενοχικά, ναρκισσιστικά, αυτο-υπονομευτικά. Ειδικά αν είσαι έξυπνος, ούτε το περιβάλλον σου μπορεί να το πάρει είδηση. Είναι μια τρελή παγίδα το ποτό. Ημουν αναγκασμένο να παίζω διαρκώς έναν ρόλο. Ολα αυτά ανήκουν στο απώτατο παρελθόν.
Το ψεύδος είναι ένα βασικό στοιχείο του αλκοολικού κι εγώ στην ζωή μου, το σιχαίνομαι. Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν ξεπέρασα το αλκοόλ ήταν να πάω σε ένα μπαρ και να παραγγείλω μια κόκα-κόλα. Το δεύτερο ήταν να αγοράσω ένα μπουκάλι ουίσκι για το σπίτι και να μην πιω».
«Στο “Μπαρ Φλομπέρ” ένας χαρακτήρας λέει: «εγώ είμαι φτιαγμένος για μια πολύ πιο αρμονική ζωή από αυτή που έχω ζήσει».Αυτό ισχύει και για μένα. Το μέσα μου είναι εξαιρετικά αρμονικό και απλό. Έμπλεξα όμως με χίλια δυο πράγματα. Εκανα λάθη, υπερβολές, αλλά πίσω-πίσω, αυτό που με καθορίζει είναι αυτό που ζω τώρα. Τώρα αν αυτό ήρθε νωρίς ή λιγότερο νωρίς δεν έχει σημασία. Αυτό που ζω τα τελευταία 6-7 χρόνια είναι αυτό που επιθυμούσα.
Οταν γνώρισα την Εύα κατάλαβα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Το κατάλαβα πολύ ήσυχα και χωρίς φαμφάρες. Γιατί είναι κάτι που το εισπράττεις, το νοιώθεις. Ερχεται και κάθεται τόσο απλά στην ζωή σου. Πιστεύω στον έρωτα αλλά όχι στο κλισέ που λέει ότι ο έρωτας κρατάει έξι μήνες. Ο άνθρωπος που έχει την δυνατότητα του ερωτεύεσθαι μπορεί να το διατηρήσει για πάντα
Πατέρας; Δεν ξέρω πως είναι. Ακόμα δεν το έχω καταλάβει. Ηταν κι αυτό μια επιθυμία μου αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Όλα τα πράγματα στην ζωή μου προκύπτουν. Με μια καθυστέρηση; Δεν ξέρω. Με τον χρόνο έχω μια τελείως διαφορετική σχέση. Είμαι πάντα στο επόμενο επεισόδιο. Τι να πω για τον γιο μου; Είναι ενάμιση μηνών. Είναι πολύ πρόσφατο και είναι κάτι μαγικό που πρόκειται να γίνει ακόμα πιο μαγικό. Είμαι ενεργός πατέρας. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Αποφασίσαμε να τον πούμε Ερμή, έτσι...
Αισθάνομαι πολύ τυχερός που κάνω στην ζωή μου όσα με ευχαριστούν».
«Αθήνα Ψηλά» με τον Κώστα Μπακογιάννη
Πράγματι στο παρελθόν μου είχε γίνει μια πρόταση, μια τιμητική πρόταση, για το Ευρωψηφοδέλτιο της ΔΗΜΑΡ. Αλλά εγώ δεν ήθελα να ασχοληθώ με την πολιτική. Από την στιγμή όμως που μου έγινε αυτή η πρόταση από τον Κώστα Μπακογιάννη δέχτηκα. Γνωριστήκαμε μέσω του “Μπαρ Φλωμπέρ”. Είδα έναν άνθρωπο νέο, ακομπλεξάριστο, που δεν έθεσε ποτέ πολιτικό θέμα. Η τοπική αυτοδιοίκηση δεν είναι χώρος για τακτικές. Είναι πράξη, δράση: Η κάνεις ή δεν κάνεις.
Είμαι βέρος Αθηναίος και έχοντας σπουδάσει αρχιτεκτονική, έχω μια άλλη ματιά πάνω στα πράγματα. Εχω ζήσει όλη μου την ζωή στο κέντρο, ξέρω κάθε γωνιά αυτής της πόλης, την έχω βάλει στα βιβλία μου. Την Αθήνα την χαρακτηρίζει μια αντιφατικότητα, είναι μια πόλη καλειδοσκόπιο, μπάμπουσκα. Η αντιφατικότητά της έχει όμως ενδιαφέρον. Στρίβοντας μια γωνία μπορεί να μεταφερθείς από μια ατμόσφαιρα σε μια άλλη. Αν εκλεγώ θα προσπαθήσω να ασχοληθώ με τον τομέα του Πολιτισμού -πιστεύω σε μια επίθεση Πολιτισμού, είναι σαν ευεργετική βροχή. Οπως πιστεύω και στα smart actions, τις έξυπνες δράσεις.
* Το θεατρικό έργο «Μελίσσια» του Αλέξη Σταμάτη ανεβαίνει στην Σκηνή Νίκος Κούρκουλος – Εθνικό Θέατρο στις 10 Μαίου 2019