Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: «Δεν ήμουν ποτέ το κορίτσι που έλεγε πότε θα παντρευτώ»
Δεν είναι το ιδιαίτερο όνομά της που την έκανε να ξεχωρίσει, αλλά η πολλή και σκληρή δουλειά της, μαζί με αυτή την πάντα υποσχόμενη όψη της. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ξετυλίγει την ζωή της, επιστρέφοντας στις ρίζες της, στο χωριό της.
«Το όνομά μου έχει πράγματι μια πρωτοτυπία και μια μοναδικότητα. Αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα θετικό, μπορεί και να γελάσει κάποιος. Εχω διαβάσει ότι είναι το πιο πολεμοχαρές όνομα γιατί παραπέμπει στο καριοφίλι. Δεν είναι έτσι όμως. Το όνομά μου γράφεται με δύο ύψιλον και δύο λάμδα και η ετυμολογία του είναι από την δίανθο την καρυόφυλλο, που είναι η επιστημονική ονομασία του φυτού που παράγει τα μοσχοκάρφια ή γαρύφαλλα, ή τα καρυόφυλλα, όπως τα λέμε στα μέρη μας τα μαύρα αρωματικά γαρύφαλλα που βάζουμε στο φαγητό και στα γλυκά. Στα μέρη μας, στον Εβρο, υπάρχει ένας πολύ γνωστός μουσικός, που ασχολείται με την θρακιώτικη μουσική, ο Καρυοφύλλης Δοϊτσίδης -μαζί με τις δύο του κόρες.
Εμείς είχαμε τα έπιπλα του χωριού, τα υφαντά καλύμματα, το τραπέζι με το πλαστικό κάλυμμα, τους σοφράδες
Μικρή με φώναζαν με χαϊδευτικό. Οταν πήγα στη δραματική σχολή και είπα στην δασκάλα μου, την Μάγια Λυμπεροπούλου το όνομα και το χαϊδευτικό μου (δεν θέλω ούτε καν να αναφέρω), με παρότρυνε να χρησιμοποιώ το Καρυοφυλλιά. «Εχεις τέτοιο όνομα και το κρύβεις», μου είπε.
Εχω τις καλύτερες μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, αισθάνομαι τυχερή. Είχαν αθωότητα, ιδεαλισμό, χαρά, μια κοινωνικότητα, την έννοια της αλληλεγγύης. Ολο το χωριό (Δόξα Διδυμοτείχου) ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή ήταν μια γιορτή, η γιορτή της φύσης. Κατάλευκος επί μήνες ο χειμώνας, τα καλοκαίρια με τις βόλτες και τις εκδρομές στη φύση, τα μποστάνια, ο θερισμός. Κάναμε τσουλήθρα στις αλωνιστικές μηχανές».
«Σχολείο είχε το χωριό, τριθέσιο. Μαθήτευσα σε διπλές τάξεις, με υπέροχες δασκάλες και δασκάλους. Θυμάμαι πάντα μια δασκάλα μου, την κυρία Μαργαρίτα Πέτσινα που μας φώναζε συχνά στο σπίτι της, είχε ένα υπέροχο σπίτι, γιατί εγώ και μια φίλη μου ήμασταν καλές μαθήτριες και παίζαμε με την κόρη της. Για μένα εκείνο το σπίτι ήταν το πρώτο παράθυρο στον κόσμο.
Χρησιμοποιούσαμε την έκφραση ξάλλαξε, όταν μια γυναίκα άφηνε τα παραδοσιακά και ντυνόταν με κανονικά ρούχα
Εμείς είχαμε τα έπιπλα του χωριού, τα υφαντά καλύμματα, το τραπέζι με το πλαστικό κάλυμμα, τους σοφράδες, τα χαμηλά στρογγυλά τραπέζια γύρω από τα οποία καθόμασταν πάνω σε μαξιλάρες και τρώγαμε από την μεγάλη γαβάθα. Φέρναμε το νερό από το πηγάδι ή από μια βρύση που ήταν έξω από το χωριό όπου πηγαίναμε με τις στάμνες. Ηταν και το σημείο συνάντησης, εκεί κυκλοφορούσαν τα νέα του χωριού -ποιος αρραβωνιάστηκε, ποιος γέννησε…. Το ηλεκτρικό ήρθε όταν ήμουν δέκα χρόνων. Ψυγεία δεν υπήρχαν. Εμείς που είχαμε το καφενείο είχαμε ένα ψυγείο με παγοκολώνες που έρχονταν από το Διδυμότειχο.
Ο πατέρας μου είχε καφενείο και παντοπωλείο και έκανε ζωεμπόριο. Τον θυμάμαι πάντα με ένα μηχανάκι να γυρνάει στα γύρω χωριά και να κάνει τις δουλειές του. Το καφενείο το κρατούσε περισσότερο η μάνα μου και ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Εγώ βοηθούσα. Μπορεί να πήγαινα τους μεζέδες και τους καφέδες ή να καθόμουν στο παντοπωλείο. Ακόμα τώρα στον ύπνο μου βλέπω εκείνο τον χώρο με τα ράφια -με αντικείμενα που μου ασκούσαν τότε μεγάλη γοητεία όπως κάτι στολίδια που τα λεγόμενα τέλια, κάτι χρυσές κλωστές που τις καρφίτσωναν στα πέτα του γαμπρού και της νύφης, κορδέλες, χάντρες, χρώματα, κλωστές που τα ψώνιζαν οι γυναίκες και έφτιαχναν τα υπέροχα θρακιώτικα κεντήματα…»
«Η μητέρα μου, λόγω του καφενείου, φορούσε τα λεγόμενα ευρωπαϊκά ρούχα και όχι τις ντόπιες φορεσιές. Χρησιμοποιούσαμε την έκφραση ξάλλαξε, όταν μια γυναίκα άφηνε τα παραδοσιακά και ντυνόταν με κανονικά ρούχα.
Ημουν πολύ καλή μαθήτρια. Είχα μάθει από μια ξαδέλφη μου να διαβάζω πριν πάω σχολείο. Με έβλεπε η μητέρα μου σκυμμένη πάνω στις εφημερίδες και νόμιζε ότι χαζεύω τις φωτογραφίες. Εγώ όμως διάβαζα. «Από που κι ως που διαβάζεις; Για διάβασε μου». Κι όταν το έκανα πήγε στον πατέρα μου και του είπε «το παιδί διαβάζει». Τους είχα δώσει από νωρίς τέτοια ερεθίσματα.
Ενα βράδυ ξέμεινα και άργησα. Ο πατέρας μου με έψαξε παντού κι όταν πια με ανακάλυψε εκεί, έβγαλε όλη του την αγωνία στο ξύλο
Η δασκάλα μου ήταν εκείνη που με μύησε στην υποκριτική γιατί διοργάνωνε τις γιορτές στο δημοτικό. Ελεγα ποιήματα, είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ηταν το καλύτερό μου. Τότε δεν ένοιωθα ότι αυτό κάπου θα με πάει. Απλώς ήταν ένα παιχνίδι κι ένας άλλος κόσμος. Εβλεπα και πολύ σινεμά. Ερχόταν το φορτηγάκι με την ντουντούκα. Καρφώναμε στον τοίχο του καφενείου του πατέρα μου ένα σεντόνι και κάναμε τις προβολές.
Επιπλέον ήμουν κολλημένη στο ραδιόφωνο και άκουγα θέατρο -όχι της Δευτέρας, αλλά κάθε Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή. Είχαμε ένα τεράστιο ραδιόφωνο με μπαταρίες. Πρωτάκουσα Ιψεν, Στρίνμπεργκ, Ο΄Νιλ, Τενεσί Ουίλιαμς, με τις φωνές της Παξινού, της Βέρας Ζαβιτσιάνου, της Ελένης Χατζηαργύρη. Τρελαινόμουν, πραγματικά.
Ολα αυτά τα μεγάλα δράματα, οι χαρακτήρες οι φοβεροί, οι ανθρώπινες ιστορίες, με έκαναν να ανακαλύπτω τα πάθη, τους έρωτες, τους προβληματισμούς, τις σχέσεις, την έννοια του θανάτου, της οδύνης, του αποχαιρετισμού. Ημουν δέκα χρόνων. Δεν είχαμε βιβλία -ίσως κάτι παραμύθια».
«Δεν ήταν καταπίεση για μένα το σχολείο, ήταν χαρά. Παίζαμε στα διαλείμματα, τα αγόρια μας έριχναν μπάλες χιονιού μέσα στα ρούχα μας, τα καλοκαίρια κάναμε βουτιές στους αχυρώνες, τα βράδια κρυφτό και γύρω μας να πετούν πυγολαμπίδες. Τις ξαναείδα στο κτήμα του Στάιν, το 2007 και τρελάθηκα, τις λατρεύω ακόμα. Θάλασσα πρωτοαντίκρισα στα δέκα μου,
Δεν με είχαν χτυπήσει ποτέ στο σχολείο, μόνο μια φορά ο πατέρας μου. Πώς; Είχε μαλώσει με την αδελφή του και μου είχε απαγορεύσει να πάω στο σπίτι της θείας μου και της αγαπημένης μου εξαδέλφης. Εγώ βέβαια όχι για να του πάω κόντρα, αλλά επειδή σ΄ εκείνο το σπίτι πέρναγα καλά, η εξαδέλφη μου είχε και δύο κούκλες -εγώ δεν είχα- δεν γινόταν να μην πάω. Ενα βράδυ ξέμεινα και άργησα. Ο πατέρας μου με έψαξε παντού κι όταν πια με ανακάλυψε εκεί, έβγαλε όλη του την αγωνία στο ξύλο. Εκλαψα όχι από πόνο, αλλά από την στεναχώρια για την ταπείνωση, ότι ο πατέρας μου, τον οποίο υπεραγαπούσα και με υπεραγαπούσε, με χτύπησε. Είδε όμως πόσο μου κακοφάνηκε, ήμουν drama queen από μικρή, ορκίστηκε και δεν το ξανάκανε ποτέ.
Στην έκτη δημοτικού με έστειλαν στο Διδυμότειχο, στο σπίτι μιας μακρινής συγγένισσας. Πάντα είχε ο πατέρας μου την έγνοια να μου ανοίξει τους ορίζοντες, να μάθω καλύτερα γράμματα. Και οι δύο γονείς μου ήταν του δημοτικού. Θέλανε όμως για μένα και για τον αδελφό μου, το καλύτερο. Θυμάμαι είχα μπει δεύτερη στις εισαγωγικές και το φυσούσα που δεν ήμουν πρώτη. Μετά πήγαμε έναν χρόνο στην Κομοτηνή, όπου έκανα την πρώτη γυμνασίου. Οι δουλειές του πατέρα μου δεν πήγαιναν καλά και μετακομίσαμε στην Θεσσαλονίκη».
«Είχα την μοίρα των καλών μαθητών -άριστη, σημαιοφόρος. Τελείωσα με δέκα εννέα μισό. Επρεπε να πάω στα δύσκολα, πρακτικό, από υπερηφάνεια.
Τι θα πει ξεχώρισα; Ο καθένας μας είναι μοναδικός. Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης
Στην Θεσσαλονίκη άρχισα να βλέπω θέατρο. Εδωσα εξετάσεις στο Πολυτεχνείο και περίμενα τα αποτελέσματα. Είχα δηλώσει Αθήνα γιατί ήδη είχα δεύτερες σκέψεις να πάω στη σχολή του Εθνικού ή του Κουν. Οσο όμως περίμενα τα αποτελέσματα, διάβασα στον τύπο της Θεσσαλονίκης για την δραματική του ΚΘΒΕ. Εμαθα έναν μονόλογο της “Ηλέκτρας” σε μετάφραση Κ.Χ. Μύρη, πήγα και πέρασα. Οταν βγήκαν τα αποτελέσματα, είχα μπει στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα. Δεν ήθελα όμως να αφήσω την σχολή που είχε ξεκινήσει.
Οι γονείς μου δυσκολεύονταν οικονομικά. Η μητέρα μου δούλευε σε εργοστάσια ή καθαρίστρια σε σπίτια στη γειτονιά και ο πατέρας μου είχε μια αναπηρία από ατύχημα. Ετσι αποφάσισα να μείνω, έκανα αμοιβαία μεταγραφή στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, αλλά στο τρίτο έτος τα παράτησα. Ηξερα ότι θα ακολουθήσω το θέατρο. Ηταν ένας μαγικός κόσμος για μένα.
Οι γονείς μου δεν αντέδρασαν καθόλου. Ηταν άνθρωποι καλοί, με μια ευγένεια, μια καλοσύνη και μια χαρά της ζωής. Οι ταινίες, τα τραγούδια, το τζουκ-μποξ στο καφενείο, η Αλίκη που την αγαπούσαν, η Καρέζη. Ο πατέρας μου αισθανόταν ότι η κόρη του θα γίνει Βουγιουκλάκη, Αλικάκι».
«Δεν αισθανόμουν όμορφη. Ημουν ένα γλυκό κοριτσάκι. Θεωρούσα ότι η αποδοχή που εισέπραττα ήταν επειδή ήμουν καλή και χαμογελαστή. Επαιρνα και έδινα αγάπη, ήμουν κοινωνική, καλοπροαίρετη.
Στην δραματική σχολή αισθάνθηκα την αναγνώριση από τους καθηγητές μου. Τελείωσα πρώτη στην τάξη μου. Με κυνηγούσε αυτό. Από ένα σημείο και μετά η πρωτιά είναι βάρος. Βάζεις τον πήχη ψηλά, δεν θες να απογοητεύσεις τους άλλους αλλά πρώτα από όλα δεν θες να απογοητεύσεις τον εαυτό σου. Ακόμα και τώρα που θα ήθελα να είμαι πιο χαλαρή, δεν μπορώ. Είχα, έχω, μια τελειομανία. Θυμάμαι πάντα τα ανώμαλα ρήματα αρχαία.
Αντιλαμβανόμουν την αποδοχή από το αντρικό φύλο. Οι σχέσεις μου με τους άντρες ήταν καλές, αγαπησιάρικες, εύκολες
Τι θα πει ξεχώρισα; Ο καθένας μας είναι μοναδικός. Δεν τίθεται θέμα σύγκρισης. Ο καθένας έχει την ματιά του. Ισως κάποιοι είμαστε πιο τυχεροί.
Η Μάγια Λυμπεροπούλου ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Μας δίδασκε με όρους σημειολογίας. Τελειώνοντας, ο Νικηφόρος Παπανδρέου, διευθυντής της σχολής του ΚΘΒΕ τότε, ήθελε να ιδρύσει μια Πειραματική Σκηνή. Ηθελα από μικρή τον πειραματισμό και την πρωτοπορία. Ρίσκο; Ημασταν φτωχοί άνθρωποι, οι γονείς μου περίμεναν πώς και πώς να βγω και να δουλέψω και για να τους βοηθήσω και για να αναλάβω τον εαυτό μου. Ηταν όμως τόσο έντονη η ανάγκη να είμαι με τους φίλους μου σε ένα καινούργιο θέατρο που πήγα με μεγάλο ενθουσιασμό. Δύο χρόνια έμεινα εκεί αλλά δεν πήρα ούτε δραχμή, κανένας μας. Εκανα άλλες δουλείες -στην εφημερίδα Εγνατία, μπέιμπι-σίτινγκ σε μια κυρία που ήταν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο με μωρό παιδί. Είχε τεράστια βιβλιοθήκη και όλα τα τεύχη του περιοδικού Ζυγός, για τα εικαστικά. Οσο κοιμόταν το μικρό, διάβασα όλη την ιστορία της τέχνης. Παρέδιδα μαθήματα μαθηματικών, έκανα σερβιτόρα σε μπαρ».
«Ναι, είχα έναν δαίμονα. Δεν ήμουν ποτέ το κορίτσι που έλεγε πότε θα παντρευτώ και θα κάνω οικογένεια. Οι γονείς μου ήθελαν να βρω ένα καλό παιδί, αλλά δεν με εμπόδισαν ποτέ. Ισα-ισα, τους χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη. Υπέστησαν τεράστιες δυσκολίες, ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους, τους φίλους, το σπίτι τους, και από πρώτοι στο χωριό γίναμε οι τελευταίοι στην πόλη, ξενοδούλευαν. Υπήρχε κάτι αμοιβαίο μεταξύ μας.
Ποτέ δεν παραδέχτηκα ότι πέτυχα. Θεωρούσα ότι ήταν μια φυσιολογική πορεία
Αντιλαμβανόμουν την αποδοχή από το αντρικό φύλο. Οι σχέσεις μου με τους άντρες ήταν καλές, αγαπησιάρικες, εύκολες. Οποιον ήθελα, όποιος με γοήτευε μπορούσα να είμαι μαζί του. Μεγάλη υπόθεση. Δεν αισθάνθηκα μεγάλη απόρριψη. Αργότερα έφαγα τα στραπάτσα μου, δύσκολους χωρισμούς που δεν είχαν να κάνουν με την σχέση αυτή καθεαυτή -αλλά μπορει να μην άντεχε να είναι κάποιος στην σκιά μου, για παράδειγμα. Κι αυτό με πλήγωνε αφόρητα, γιατί δεν έφερνα την καλλιτεχνική μου επιτυχία στην σχέση. Απέναντι στον άνθρωπό μου λειτουργούσα πάντα ισότιμα…
Αισθανόμουν καλά μέσα στο πετσί μου. Είχα άνεση με το σώμα μου. Μ΄αυτό το σώμα πορεύτηκα και στο θέατρο και στη ζωή. Δεν θα αφηνόμουν ποτέ, δεν θα ήμουν ποτέ αφρόντιστη, λόγω δουλειάς αλλά και προσωπικής φιλαρέσκειας. Δεν αισθάνθηκα ποτέ καλλονή. Κάποιες γωνίες του προσώπου μου δεν μου άρεσαν, κάποιες ασυμμετρίες, είμαι σκληρή».
«Θεωρούσα ότι αυτό το μπαμ γύρω από το όνομά μου έγινε λόγω της υποκριτικής μου. Η ηρωίδα στον “Κίτρινο Φάκελλο” και η ηρωίδα στα “Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά” είχαν και ερωτικές σκηνές, γυμνές -με τον Κιμούλη, με τον Αρζόγλου. Δημιουργούσαν αίσθηση γιατί ήταν πρωτόγνωρες τότε για την ελληνική τηλεόραση. Ημασταν τυχεροί που δουλεύψαμε με τον Κώστα Κουτσομύτη. Μου φαίνεται αδιανόητο ότι από τότε δεν υπήρξε εξέλιξη και νοσταλγούμε εκείνες τις σειρές.
Μου είχε πει ο Νίκος Φώσκολος να πάω στην “Λάμψη” αμέσως μετά τον “Κίτρινο Φάκελλο” Δεν πήγα, ούτε μετάνιωσα. Ηταν θέμα ιδιοσυγκρασίας
Το θέατρο προηγούνταν πάντα. Κατέβηκα στην Αθήνα λόγω της Μάγιας που μαζί με τον Κώστα Αρζόγλου είχαν δημιουργήσει το Αεικίνητο. Στην δεύτερη παραγωγή η δουλειά ναυάγησε. Εκεί όμως γνώρισαν τον Μηνά Χατζησάββα. Τότε ο Γιώργος Μιχαηλίδης έφτιαχνε το Ανοιχτό Θέατρο, ο Μηνάς θα έπαιζε τον Βενέδικτο και έψαχνε για Βεατρίκη. Ο Μηνάς με σύστησε στον Γιώργο. Πήγα. Ηταν άμεση η καλλιτεχνική έλξη. Μου έδωσε τον ρόλο και μου είπε “Καλωσόρισες”. Εμεινα οκτώ χρόνια.
Ποτέ δεν παραδέχτηκα ότι πέτυχα. Θεωρούσα ότι ήταν μια φυσιολογική πορεία. Χρωστάω τα πάντα στον Γιώργο Μιχαηλίδη. Κάναμε την μια καλλιτεχνική επιτυχία μετά την άλλη, με όλες τις δυσκολίες, χωρίς χρήματα. Οτι έβγαινε από τις εισπράξεις το χωρίζαμε δια δέκα επτά, όσοι ήμασταν.
Φυσικά και με απασχολούσαν τα λεφτά αλλά και τότε και τώρα το τελευταίο πράγμα που σκέφτομαι είναι τα χρήματα. Οταν ο Κουτσομύτης μου πρότεινε τον “Κίτρινο Φάκελλο” έκανα έναν μήνα να του απαντήσω. Ρωτούσα τους πάντες, την Μάγια, τον Μηνά. Πήγα μετά φόβου θεού. Αλλά ναι, άξιζε».
«Είναι μεγάλη η ανάγκη μου να αφεθώ αλλά έχω έναν μεγάλο εχθρό, τον εαυτό μου. Ο Ανδρέας Βουτσινάς μου έλεγε “έχεις το σύνδρομο της καλής μαθήτριας και πρέπει να το αποβάλεις. Κάποια στιγμή να γίνεις κι εσύ δασκάλα”. Δεν έγινα ποτέ, είναι τεράστια η ευθύνη.
Πάντα αισθανόμουν κι εγώ και οι άλλοι τον ασφυκτικό κλοιό του “θα τα βγάλω πέρα;”
Δεν πήραν ποτέ να μυαλά μου αέρα. Ημουν γειωμένη. Είχα την τύχη να έχω δίπλα μου δασκάλους, ανθρώπους οδηγούς. Δεν υπήρχε περίπτωση να τους προδώσω. Τα διαβάσματα μου, το καλό ελληνικό τραγούδι. Τρέχαμε στις διαδηλώσεις, βλέπαμε τις σπουδαίες ταινίες που ήταν απαγορευμένες μέσα στη χούντα... Ηταν μονόδρομος για μένα. Δεν μπορούσα να το ξεπουλήσω για να πάω να κάνω μια εύκολη εμπορική παράσταση ή μια σαπουνόπερα στην τηλεόραση. Αισθανόμουν ότι σαν καλλιτέχνης έχω μια πολιτική, μια κοινωνική ευθύνη. Στην πορεία μου, οι επιλογές μου, κι όχι μόνον οι δικές μου, αλλά όλων εκείνων των καλλιτεχνών που έχουμε συνείδηση της ευθύνης της τέχνης μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν υπήρξε πιθανότητα να κάνω κάτι. Μου είχε πει ο Νίκος Φώσκολος να πάω στην “Λάμψη” αμέσως μετά τον “Κίτρινο Φάκελλο” Δεν πήγα, ούτε μετάνιωσα. Ηταν θέμα ιδιοσυγκρασίας».
«Η πορεία μου χτίστηκε με πολύ κόπο και οικονομικές δυσκολίες. Δυστυχώς στην Ελλάδα το να υπηρετείς την τέχνη δεν αμείβεται το ίδιο καλά με τα εμπορικά θεάματα. Πάντα αισθανόμουν κι εγώ και οι άλλοι τον ασφυκτικό κλοιό του “θα τα βγάλω πέρα;”. Ειδικά το τελευταίο διάστημα, στα χρόνια της κρίσης, κάνουμε πέντε παραγωγές μέσα στην σεζόν. Υπήρξε εποχή που έκανα πρόβα το πρωί, παράσταση στο Εθνικό το απόγευμα και βραδινή στο Επί Κολωνώ. Αν δεν είχα πρόβλημα επιβίωσης δεν θα δούλευα τόσο πολύ...
Εχω κλείσει μια δεκαετία με τον σύντροφό μου, έχω βρει εκεί τον άνθρωπό μου, την στήριξή μου
Η τέχνη δεν σε προδίδει ποτέ, εσύ μπορεί να την απογοητεύσεις. Είναι ένας δύσκολος χώρος. Σαφώς και υπήρχαν δύσκολες στιγμές. Ποτέ δεν παράτησα δουλειά. Τιμούσα πάντα τον λόγο μου, ακόμα κι όταν έβλεπα ότι η παράσταση πάει σε ναυάγιο. Δεν γίνεται να είσαι χάλια στις σχέσεις και την συμπεριφορά σου και να θέλεις να κάνεις καλό θέατρο. Μα το θέατρο είναι σχέσεις ανθρώπινες.
Η ζωή μου και το θέατρο ήταν, είναι, ένα. Και οι φίλοι μου όλοι και οι περισσότεροι σύντροφοί μου, ηθοποιοί».
«Δεν προλαβαίνω να σκεφτώ τον χρόνο που περνάει. Οταν ήμουν νέα περισσότερο φοβόμουν την έννοια της φθοράς, του γήρατος και του θανάτου, το υπαρξιακό μου ήταν πολύ πιο οξυμένο σε σχέση με μια σχετική συμφιλίωση που υπάρχει τώρα. Βέπεις γύρω σου ότι η γενιά σου μεγαλώνει, γερνάει, βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη. Φεύγουν οι αγαπημένοι σου άνθρωποι, φεύγουν οι γονείς σου, οι φίλοι σου, οι δάσκαλοί σου, ένας ολόκληρος κόσμος. Αυτό, πέρα από τον πόνο και την οδύνη, σε κάνει να σκεφτείς ότι έρχεται και η δική σου σειρά, κάπου το φιλοσοφείς το πράγμα και εύχεσαι το ταξίδι να κρατήσει όσο γίνεται πιο πολύ, αλλά να κρατήσει καλά...
Εχω κλείσει μια δεκαετία με τον σύντροφό μου, έχω βρει εκεί τον άνθρωπό μου, την στήριξή μου, την καθημερινότητά μου, δεν έχω πόλεμο, κάτι που έχουν κάποιες σχέσεις. Είμαι ευγνώμων και τυχερή. Ετσι κι αλλιώς η περιπέτεια υπάρχει στην καλλιτεχνική μου πορεία και έτσι δεν μου λείπει. Είναι η πιο μακροχρόναι σχέση μου. Είχα φτάσει ως την επταετία. Τώρα πια υπερέβην την δεκαετία και κάτι σημαίνει αυτό. Είμαστε ο ένας για τον άλλον η οικογένειά του»
Ποίηση και τραγούδια στον Παρνασσό
«Μετά την αφιερωματική παράσταση για τον Γκάτσο, πριν από δύο χρόνια, συνεχίζουμε με τον Μανώλη Μητσιά σε κάτι άλλο. Η αρχική ιδέα ήταν να κάνουμε ένα αφιέρωμα σε τέσσερις μεγάλους ποιητές. Μετά μπήκε στην ιστορία ο Γιώργος Λιάνης και ανέλαβε την οργάνωση της βραδιάς. Καταλήξαμε να συμπεριλάβουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ποιητές. Κρατάω το κομμάτι των κειμένων, ο Μανώλης Μητσιάς των τραγουδιών. Αλλά κι αυτή τη φορά θα τολμήσω να πω κάποια τραγούδια, δέκα-δώδεκα. Πάω με μεγάλη ταπεινότητα σε όλο αυτό. Δεν είμαι τραγουδίστρια».
«Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» - Μελοποιημένοι ποιητές στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού
Μανώλης Μητσιάς – Καρυοφυλλιά Καραμπέτη
Παρασκευή & Σάββατο 21-22/12, 28-29/12, 4-5/1, 12/1, στις 21.00.
Αχιλλέας Γουάστωρ (πιάνο & ενορχηστρώσεις), Ηρακλής Ζιάκας (μπουζούκι & μαντολίνο).
Παραγωγή: Μάνος Τρανταλίδης