Ο Σχεδιαστής που Απεχθάνεται τη Μόδα
Mπορεί ο Yohji Yamamoto να οδεύει προς τα 74, αλλά είναι το ίδιο αντισυμβατικός. Ο μύθος της Ιαπωνικής σχολής της μόδας σε μια σπάνια εμφάνισή του συμβουλεύει τους νέους: “Μακριά από το Ίντερνετ, αν θέλετε να είστε δημιουργικοί”.
Όταν το 1982, ο Yohji Yamamoto έφερε τα σχέδιά του από το Τόκιο στο Παρίσι, ο σεισμός που προκάλεσε στα αισθητικά στερεότυπα της εποχής ήταν πολύ δυνατός. Έκτοτε, ο αντικομφορμιστής σχεδιαστής του 20ου αιώνα, έγινε γνωστός για την avant-garde οπτική του, με υπερμεγέθεις σιλουέτες, πολλές φορές ασύμμετρες, σε χρώμα εμμονικά μαύρο, και δημιουργίες που κινούνται πέρα από τις νόρμες της πλειοψηφίας.
Σε μια σπάνια συνέντευξή του στον Imran Amed του BoF, ο μεγάλος Ιάπωνας σχεδιαστής, ήδη κοντά στα 74 χρόνια του, μίλησε για τη φιλοσοφία που στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει την καταξιωμένη αλλά και δύσκολη πορεία του.
Γεννημένος στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Yamamoto μεγάλωσε με τη μητέρα του, χωρίς την πατρική ανάμνηση (ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν ήταν μόλις ενός έτους) και πέρασε τα παιδικά και τα φοιτητικά του χρόνια πάνω από τα βιβλία για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Η πρώτη του επαφή με τον κόσμο της μόδας ήταν στο μαγαζί που διατηρούσε η μητέρα του ως μοδίστρα, στην περιοχή Shinjuku του Τόκιο, όπου, παρά τις αντιδράσεις της, ο Yamamoto ξεκίνησε να δουλεύει αμέσως μόλις τελείωσε τις σπουδές του στη νομική. «Δεν ήθελα να γίνω μέλος της συνηθισμένης κοινωνίας», θυμάται ο σχεδιαστής, «γι’ αυτό και είπα στη μητέρα μου μετά την αποφοίτησή μου ότι ήθελα να τη βοηθήσω».
Η μητέρα ενέδωσε στην επιθυμία του μοναχογιού κι έτσι ο Yamamoto έπιασε δουλειά στο μαγαζί με την προϋπόθεση να φοιτήσει παράλληλα και στο κολέγιο μόδας Bunka, γνωστό πλέον για τους διάσημους μαθητές του, όπως οι Kenzo και Junya Watanabe. Ωστόσο, εκείνα τα χρόνια τα πράγματα στο κολέγιο ήταν διαφορετικά. «Η σχολή ήταν για νεαρά κορίτσια, με μαθήματα όχι μόνο ραπτικής, αλλά και κηπουρικής και μαγειρικής», εξομολογείται ο Yamamoto, ο οποίος μέχρι τότε δεν γνώριζε καν την ύπαρξη του σχεδιαστή μόδας ως επάγγελμα και, όπως λέει χαρακτηριστικά, «το μόνο που ήθελα να μάθω ήταν να φτιάχνω ρούχα, να κόβω και να ράβω».
Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα δεν ήταν ρόδινα. Αφού αποφοίτησε από το Bunka με υποτροφία για το Παρίσι, όταν έφτασε στην πρωτεύουσα της μόδας, ο χώρος της υψηλής ραπτικής -αυτό που είχε σπουδάσει- έπνεε τα λοίσθια με τις πρώτες ready-to-wear δημιουργίες μεγάλων οίκων να μπαίνουν στο παιχνίδι και να το κερδίζουν. Μετά από μάταιες προσπάθειες να πείσει τα περιοδικά μόδας να προβάλουν τα σχέδιά του και εισπράττοντας αποδοκιμαστικά σχόλια από τους fashion editors, ο Yamamoto σταματάει να σχεδιάζει και το ρίχνει στο ποτό και τον τζόγο. «Πίστευα ότι δεν έχω ταλέντο και αποφάσισα να επιστρέψω στο Τόκιο πριν καταστρέψω τον εαυτό μου», λέει.
Στην Ιαπωνία ήταν που ο Yamamoto άρχισε να ανακαλύπτει την πραγματική του φωνή ως σχεδιαστής. «Βοηθούσα τη μητέρα μου με τις παραγγελίες. Ήταν ρούχα μακριά, σέξι, εντυπωσιακά και άκρως θηλυκά, κάτι που δεν μου άρεσε και πολύ. Στις πρόβες, κάθε φορά που γονάτιζα για να φτιάξω το μήκος, σκεφτόμουν ότι ήθελα να ράψω κάτι πιο αντρικό για τις γυναίκες».
Περιγράφοντας την εμμονή του με τις ασυμμετρίες και τη μονοχρωμία, δίνει τη δική του εξήγηση: «Στις πόλεις υπάρχουν τόσα πολλά σχέδια, τόσα χρώματα και τόσα διακοσμητικά, που τις κάνουν άσχημες. Δεν θέλω κι εγώ να διαταράσσω τη ματιά των ανθρώπων με φριχτά χρώματα».
Ξεκινώντας με μια μικρή εταιρεία έτοιμων ενδυμάτων, ο Yamamoto άρχιζει να προσελκύει το αγοραστικό κοινό στις μεγαλύτερες πόλεις της Ιαπωνίας. Με την επιτυχία να του χτυπά την πόρτα, επαναπροσδιορίζει τις σκέψεις του για το Παρίσι. Στις αρχές του 1980 επιστρέφει στη γαλλική πρωτεύουσα, ανοίγοντας –εντελώς συμπτωματικά- την πρώτη του μπουτίκ την ίδια μέρα που η συνάδελφός του και πρώην αγαπημένη του, σχεδιάστρια Rei Kawakubo, λανσάρει την Comme des Garçons. Η θύελλα που προκαλεί ασυναίσθητα το σχεδιαστικό δίδυμο –με ένα όραμα αντίθετο με τις τάσεις της εποχής- κερδίζει το χειροκρότημα των Thierry Mugler and Claude Montana, «που φάνταζαν σαν βασιλιάδες», λέει ο σχεδιαστής και συνεχίζει: «Τα ρούχα μας απείχαν πολύ από την αίσθηση της ομορφιάς. Για τους Ευρωπαίους, οι δημιουργίες μας έμοιαζαν βρώμικες και άσχημες». Τότε, μαζί με την Kawakubo, επαναπροσδιόρισαν στο δυτικό κόσμο για πρώτη φορά την έννοια της μόδας, η οποία δεν ήταν απαραίτητο να περιλαμβάνει φόρμες.
Αδειάζοντας την παλέτα των χρωμάτων και χρησιμοποιώντας σχεδόν αποκλειστικά το μαύρο, ο Yamamoto επανατοποθέτησε ένα από τα ουσιαστικότερα ζητήματα της μόδας: την έννοια της ομορφιάς μέσω μιας νέας προσέγγισης. Κι ενώ οι περισσότεροι εκπρόσωποι των media τους χλεύαζαν φωνάζοντάς τους να γυρίσουν πίσω στην Ιαπωνία, το αγοραστικό κοινό τους δίνει ψήφο εμπιστοσύνης, βρίσκοντας τις αντισυμβατικές δημιουργίες τους συναρπαστικές. Ο δρόμος της επιτυχίας είχε ήδη χαραχτεί. «Απλά, στάθηκα πολύ τυχερός», υποστηρίζει ο Yamamoto με μετριοφροσύνη. «Ο κόσμος ανυπομονούσε για νέο αέρα… Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι της μόδας που είχαν κουραστεί από τα στερεότυπα και περίμεναν για κάτι καινούργιο και αυτό συνέβη».
Το 2003 συνεργάζεται με την Adidas, με την σειρά Y-3 να αποτελεί στην ουσία ένα πείραμα γύρω από τη φιλοσοφία του sneaker αλλά και ένα βήμα που τον έφερε πιο κοντά στους καταναλωτές.
Το 2009, τα προβλήματα κάνουν πάλι την εμφάνισή τους με την εταιρεία του να βρίσκεται με χρέος που ξεπερνάει τα 65 εκατομμύρια δολάρια και να οδηγείται σε πτώχευση. Κουρασμένος και αγανακτισμένος, ο σχεδιαστής είναι έτοιμος να αποχωρήσει από τη μόδα για τα καλά, αλλά η κόρη του, Limi Feu, του δίνει δύναμη να συνεχίσει, θυμίζοντάς του κάθε εργαζόμενο και υπάλληλο που είχε εναποθέσει τις ελπίδες του πάνω του. «Ήταν μία πολύ δύσκολη στιγμή», παραδέχεται. «Όταν όμως αποφάσισα να ξαναπροσπαθήσω, ένιωσα δύο φορές πιο δυνατός».
Σχολιάζοντας τη σημερινή εικόνα της βιομηχανίας της μόδας, ο Yamamoto χαρακτηρίζει τα σχέδια mainstream, καθώς το κέρδος και τα αξεσουάρ φαίνεται να είναι πολύ πιο σημαντικά από τις κολεξιόν. «Οι σχεδιαστές ρούχων μειώνονται», λέει χαρακτηριστικά. Οι συμβουλές του προς τους νέους σχεδιαστές δείχνουν πολύτιμες και σοφές. «Μείνετε μακριά από τους υπολογιστές και το Internet. Αν πέσεις μέσα στη ψηφιακή δίνη των σχεδίων, κινδυνεύεις να χάσεις τον εαυτό σου. Για να δημιουργήσεις χρειάζεσαι πραγματικό ενθουσιασμό και όχι επιφανειακά οράματα. Οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν διαμορφώσει ακόμα τη προσωπικότητά τους, γι΄αυτό και τους λέω να αντιγράψουν κάποιον που τους αρέσει πολύ. Αντιγραφή στην αντιγραφή, στο τέλος θα ανακαλύψουν τον εαυτό τους και θα βρουν αυτό που τους εκφράζει».