Ελένη Κοκκίδου: «Δεν μου φτάνουν ούτε τρεις ούτε τέσσερις ζωές»
Η Ελένη Κοκκίδου είναι ένας άνθρωπος ανοιχτός που αγαπάει την ζωή και δεν σταμάτα να ψάχνεται. Εχει μια έμφυτη περιέργεια όμως και μια έμφυτη καλλιτεχνική φλέβα. Γι΄αυτό και σε ό,τι κάνει βάζει μέσα πολύ από τον εαυτό της. Εξι χρόνια τώρα παραμένει η Βούλα της «Μουρμούρας», κάνοντας παράλληλα θέατρο και τραγούδι. Φέτος είναι η «Λωξάντρα» και το απολαμβάνει πολύ.
«Με μελαγχολεί αυτή η επιστροφή στο παρελθόν. Νοιώθω γενικώς ότι σαν κοινωνία πάμε προς τα πίσω αντί να πηγαίνουμε προς τα μπρος, αν και πάντα υπάρχουν εκείνοι που πάνε μπροστά. Δεν είναι βέβαια ελληνικό το φαινόμενο αλλά εδώ ειδικά, πάνω που πηγαίναμε να ορθοποδήσουμε, γυρίσαμε προς τα πίσω.
Και στον χώρο τον δικό μας αισθάνομαι το ίδιο. Εχουμε νέους ανθρώπους που κάνουν πράγματα με την δική τους κρίση και αισθητική, κι έχουν συνέχεια να παλέψουν μια άρνηση. Σαν να μην τους αφήνουν να βρουν το πρόσωπό τους, την ταυτότητά τους. Δεν υπάρχει μεγάλη ευελιξία της κοινωνίας ως προς το νέο, ως προς το ξένο, ως προς το διαφορετικό. Να κάτσεις να το δεις, χωρίς να το πετροβολήσεις. Να το αφήσεις να αναπτυχθεί και μετά να μιλήσεις».
Τώρα έχουν αλλάξει οι ταχύτητες και τα πράγματα συστήνονται και διαλύονται σε χρόνο dt. Και ο κόσμος δεν ξέρει τι τον εκπροσωπεί για να πάει να το ζητήσει στην τέχνη
«Πιστεύω ότι η κοινωνία αποφασίζει πότε θα γεννηθεί το καινούργιο. Οταν η Ελεύθερη Σκηνή έκανε την επανάστασή της ήταν έτοιμη η κοινωνία να μιλήσει με έναν διαφορετικό τρόπο -επί δικτατορίας και μεταπολίτευσης. Παλαιότερα, όταν βγήκε ο Κουν, ήταν η σειρά του. Μετά ήρθε η σειρά του Λευτέρη Βογιατζή και του Βασίλη Παπαβασιλείου για να πάνε τα πράγματα παρακάτω. Είχε ήδη εμφανιστεί ο Ευαγγελάτος. Ο κόσμος εκινείτο με μια πιο φυσιολογική ταχύτητα. Τώρα έχουν αλλάξει οι ταχύτητες και τα πράγματα συστήνονται και διαλύονται σε χρόνο dt. Και ο κόσμος δεν ξέρει τι τον εκπροσωπεί για να πάει να το ζητήσει στην τέχνη. Είναι ένα αμφίρροπο πράγμα η τέχνη.
Ημουν ηθοποιός που ανήκα σε ομάδες. Ξεκίνησα από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, μετά πήγα στο Βασίλη Παπαβασιλείου, ύστερα πέρασα από τον Λευτέρη Βογιατζή. Ακολούθησε το Εθνικό. Δεν υπάρχουν πια τα θέατρα που ήταν κοινότητες, που έβγαζαν καινούργιους καλλιτέχνες και επηρέασαν το στυλ. Οπως το θέατρο του Βογιατζή, το Αμόρε του Χουβαρδά, το Απλό, το Εμπρός και άλλα...»
Από μικρή αισθανόμουν διαφορετική. Δεν έκανα παρέα με κορίτσια, προτιμούσα τα αγόρια, γιατί είχαν δράση
«Η καταγωγή μου είναι από την Αρκαδία και το Πήλιο. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Σχολείο πήγα στο Μαράσλειο και μετά στο Αρσάκειο. Ο τρόπος που μεγάλωσα με οδηγούσε σε μια κανονική και αναμενόμενη ζωή. Σπουδές, δουλειά, οικογένεια. Εγώ όμως από μικρή αισθανόμουν διαφορετική. Δεν έκανα παρέα με κορίτσια, προτιμούσα τα αγόρια, γιατί είχαν δράση. Επαιζα με τα αγόρια της γειτονιάς, πόλεμο, στάκαμαν, ποδόσφαιρο. Μεγάλωσα στο Κολωνάκι, κοντά στην Μονή Πετράκη.
Τώρα, όταν έχω χρόνο θέλω να φεύγω, να πηγαίνω κοντά στη φύση. Εχω το χωριό της γιαγιάς μου, κοντά στην Τρίπολη. Λέγεται Αραχαμίτες. Είναι δίπλα στην Ασέα, το χωριό του Γκάτσου. Η μητέρα μου τον είχε γνωρίσει τον Γκάτσο. Κι έχουμε κι ένα εξοχικό στη βόρειο Εύβοια, κοντά στην Αιδηψώ.
Οι γονείς μου δεν είχαν σχέση με την τέχνη. Εγώ ανακάλυψα κάποια στιγμή την σχέση μου με αυτά, απλώς ήταν εκεί από την γέννα μου. Ημουν μουσικό παιδί. Βέβαια στο σπίτι μου η μητέρα μου ήταν λάτρης της μουσικής. Ακούγαμε κλασική μουσική, Αττικ, Γιαννίδη, Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, Ξαρχάκο. Αλλά η παιδεία μου τα πρώτα χρόνια ήταν η κλασική παιδεία -Μπαχ, Μπετόβεν. Κι άρχισα να μαθαίνω πιάνο από τη μητέρα μου, που κι εκείνη το αγαπούσε και ήξερε να παίζει. Νομίζω πως η φύση σου σε σπρώχνει, αλλά φυσικά βοηθάει και το περιβάλλον. Η αδελφή της μητέρας μου ήταν επίσης καλλιτεχνική φύση αλλά λόγω εποχής την εμπόδισαν».
«Ναι, κι εμένα με εμπόδισαν. Αυτονόητο ήταν. Ανήκα σε μια αστική οικογένεια, ο πατέρας μου ήταν οικονομολόγος, η μητέρα μου δεν δούλευε. Όποτε ερχόταν κάποιος στο σπίτι κι εγώ έπαιζα πιάνο ή τραγουδούσα, λέγανε ότι πρέπει να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο και οι γονείς μου άλλαζαν πενήντα χρώματα. Θυμάμαι το πρόσωπο της μητέρας μου... Κατάλαβα από νωρίς ότι αυτό απαγορεύεται και στράφηκα αλλού. Σπούδασα ψυχολογία, δεν πήρα πτυχίο, πήγα στην σχολή ξεναγών, γιατί λατρεύω την ιστορία, το πάτημα του ανθρώπου πάνω στην γη. Δούλεψα ως ξεναγός -και το ξανάκανα στους Ολυμπιακούς το 2004. Εχω πολλή μεγάλη αγάπη στα έργα που έχει αφήσει ο άνθρωπος πίσω του. Με συγκινεί η μεγάλη δυνατότητα του ανθρώπου να πλάθει....
Το θέατρο νομίζω ότι μπήκε τυχαία στην ζωή μου. Θυμάμαι να μου λένε “εσύ πρέπει να γίνεις ηθοποιός”, γιατί ο τρόπος έκφρασής μου τους δημιουργούσε αυτή την αίσθηση. Σπούδασα τραγούδι, και ακόμα το σπουδάζω. Δεν γίνεται αλλιώς...
Στο ευρύ φάσμα η τέχνη δεν εκτιμάται από την ελληνική κοινωνία. Οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν ότι η ζωή χωρίς τέχνη είναι άνοστη και ανάλατη, δεν έχει φαντασία -δεν υπάρχει ζωή χωρίς τέχνη.
Πώς άρχισα το θέατρο; Καταρχάς όταν σπούδαζα ψυχολογία στο Deree, πήγα στο drama club και έπαιξα σε δύο έργα, γιατί με παρακίνησε μαι φίλη μου. Μετά, όταν δούλευα ως ξεναγός νομίζω, μου είπαν για μια παράσταση που θα πάει στο Κάιρο και μου πρότειναν να πάω στον Χορό. Ηταν ο “Αγαμέμνων” σε σκηνοθεσία της Μυρτώς Παράσχη. Δώσαμε και παραστάσεις εδώ, στην Ελλάδα, σε πολύ ιδιαίτερους χώρους, όπως το Κάστρο της Ναυπάκτου, στην Αράχωβα, κάτι πολύ πρωτοποριακό για την εποχή».
«Mου ξαναείπαν ότι “εσύ πρέπει να γίνεις ηθοποιός” κι έτσι αποφάσισα και έδωσα εξετάσεις. Mου πήρε καιρό να καταλάβω τι γίνεται. Θα μπορούσα να είμαι και στην μουσική περιοχή, αλλά έμεινα στην θεατρική και ξαναβρήκα τη μουσική μέσα από το θέατρο.
Εχασα προσωπική ζωή για το θέατρο. Μέχρι μια ηλικία δεν ήταν καθόλου συνειδητό αυτό, θα μπορούσα πιθανόν να τα είχα συνδυάσει, αλλά δεν ήμουν τυχερή
Ο άνθρωπος που με έμαθε πως να ζω σαν καλλιτέχνης με το θέατρο, είναι ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Μαζί του έμαθα πως να τιμώ και να εξερευνώ την τέχνη μου και πως να προχωράω σαν άνθρωπος. Αυτοί είναι δύο παράλληλοι δρόμοι που δίνουν τροφή ο ένας στον άλλον. Μετά γνώρισα τον Λευτέρη Βογιατζή, ο οποίος είχε μία αίσθηση, μαι ευαισθησία, ως προς το τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός, και πως από το μηδέν ανακαλύπτεις έναν ρόλο, ένα έργο. Ηταν ένας άνθρωπος που για να ανεβάσει μια παράσταση θα εξαντλούσε τα πάντα -βιβλία, ταινίες, πίνακες ζωγραφικής. Είδα έναν άνθρωπο που ζούσε μέσα από αυτό. Με έμαθε να αμφιβάλλω πάντα. Γιατί το ζητούμενο είναι να προσέρχεσαι σ΄ αυτή τη δουλειά σαν άγραφο χαρτί και σιγά-σιγά να βάζεις στοιχεία, κάτι που δεν είναι εύκολο.
Νομίζω ότι το κατάφερα στην “Γυναίκα της Πάτρας” που έπαιξα το 2010. Θυμάμαι είχε έρθει ο Λευτέρης στο καμαρίνι μου και δεν έφευγε, λέγοντάς μου “μην το αφήσεις αυτό...”. Είχα πια ωριμάσει. Ημουν πενήντα χρόνων. Είχε έρθει η στιγμή να μιλήσω μόνη μου. Οταν τέλειωσε, μηδένισα. Και προχωράω. Ξέρω ότι μεγαλώνοντας το μεγαλύτερο μερτικό είναι το δικό μου και λιγότερο των άλλων».
«Ενα τυχαίο γεγονός με οδήγησε στο «Μην αρχίζεις την Μουρμούρα». Δεν προβληματίστηκα καθόλου για το αν θα αναλάβω τον ρόλο της Βούλας. Μου άρεσε το σενάριο. Χάρηκα που θα είμαι μόνον με έναν άνθρωπο, άρα θα είχα πλήρη έλεγχο. Επίσης ήθελα να εξερευνήσω τον κόσμο της κωμωδίας στην κάμερα. Οταν αναλάβω κάτι, πέφτω με τα μούτρα. Δεν είμαι ποτέ ευχαριστημένη.
Εγώ δεν είμαι κωμικός ηθοποιός. Ηθοποιός είμαι. Πιστεύω ότι ο καθένας μας είναι διαφορετικών προδιαγραφών. Και το ξέρει αυτό από μέσα του. Οταν θες να εξελίσσεσαι συνέχεια, σημαίνει ότι είσαι προδιαγραφών για παραπάνω...
Τι είναι η επιτυχία; Ελα ντε... Για μένα προσωπικά επιτυχία είναι η στιγμή που τα υλικά που διαθέτεις φτάνουν στο πικ τους, στο πιο υψηλό τους σημείο κι αυτό το αντιλαμβάνονται και οι άλλοι. Τι άλλο είναι η τέχνη από μια πάλη με δαίμονες...
Η αναγνωρισιμότητα δεν είναι επιτυχία, αλλά την θέλεις, την ποθείς. Γιατί αυτός ο αγώνας που έκανες έχει ένα χειροκρότημα στο τέλος του, έχει ένα μπράβο. Ο ηθοποιός αίρει τις αμαρτίες του κόσμου, είναι το κρασί και το αντίδωρο της εκκλησίας, είναι το μέσον ώστε οι θεατές να εκφράσουν την δική τους την ζωή. Κι εσύ ξέρεις ότι το μέσον είναι ο εαυτός σου.
Εχασα προσωπική ζωή για το θέατρο. Μέχρι μια ηλικία δεν ήταν καθόλου συνειδητό αυτό, θα μπορούσα πιθανόν να τα είχα συνδυάσει, αλλά δεν ήμουν τυχερή. Οταν άρχισα να μεγαλώνω, έδωσα όλη την ενέργεια και την προσοχή μου στη δουλειά. Από μια ηλικία και μετά είναι πιο δύσκολο να βρεθείς με κάποιον και να φτιάξεις οικογένεια. Μου λείπουν οι προσωπικές στιγμές....»
«Μ΄αρέσει πολύ που οι άνθρωποι με βλέπουν στον δρόμο και μου λένε ότι με αγαπούν. Γίνομαι σαν παιδί εκείνη την ώρα που νοιώθει ότι το αγαπάνε. Είναι καταπληκτικό και οφείλεται στην τηλεόραση.
Οχι, δεν κινδυνεύω να πάρουν τα μυαλά μου αέρα. Είμαι πάντα κριτική απέναντι στον εαυτό μου και έχω διαλέξει τον δύσκολο δρόμο, ξέροντας ότι από εκεί θα μάθω.
Πάντα θα βρω τρόπους και αφορμές για να τραγουδήσω. Οπως πέρυσι που έκανα την μουσική παράσταση με την Μάρθα Φριτζήλα. Πιστεύω ότι θέατρο και τραγούδι πάνε μαζί. Το τραγούδι είναι πολύ πιο άμεσο, συμμετοχικό, γίνεσαι πιο εύκολα ένα με τον κόσμο. Το θέατρο θέλει χρόνο. Είναι πολύ πιο δύσκολο το θέατρο.
Πέρασα μια μεγάλη φάση που επέλεγα από αυτά που μου πρότειναν. Τώρα είμαι σε μια άλλη φάση, να προτείνω εγώ πράγματα. Δεν ήμουν ένα οργανωμένο μυαλό με στόχους. Αργησα να καταλάβω ότι αυτή είναι η ζωή μου και πρέπει να επενδύσω. Δεν ανήκω πουθενά, ούτε ανήκα ποτέ. Κι αυτό έχει μια ελευθερία κι ένα τίμημα. Σήμερα ο ηθοποιός εξαρτάται πολύ από το που ωθείται ο κόσμος. Ο κόσμος καθοδηγείται, κατά κάποιον τρόπο και επηρεάζεται από τα πολλά και διαφορετικά που γράφονται. Δεν υπάρχουν σταθερές. Γι΄ αυτό και μέσα σ΄ αυτό το κλίμα θα καούν πολλά χλωρά, κυρίως οι νέοι».
«Ο χρόνος με απασχολεί με την έννοια ότι δεν προλαβαίνω να κάνω πράγματα. Εχω μια περιέργεια για την ζωή. Δεν μου φτάνουν ούτε τρεις ούτε τέσσερις ζωές. Με απασχολεί σε σχέση με το τι έχω χάσει, τι χάνω. Νομίζω ότι θα ήθελα να πεθάνω στο σανίδι. Παρ΄ όλα αυτά δεν είμαι εξαρτημένη από αυτό. Εχει κι άλλα πράγματα η ζωή».
Info
Θέατρο Βεάκη: «Λωξάντρα της Μαρίας Ιορδανίδου
Θεατρική μεταφορά: Ακης Δήμου
Σκηνοθεσία Σωτήρης Χατζάκης
Παίζουν: Ελένη Κοκκίδου, Γιώργος Αρμένης. Μιχάλης Μητρούσης, Ευαγγελία Μουμούρη, Χρύσα Παπά και η Ελένη Τσαλιγοπούλου
Παραστάσεις: Τετάρτη (19.00), Πέμπτη (20.00), Παρασκευή (21.00), Σάββατο (17.30 & 21.00), Κυριακή (17.45)