Η Μάρω Κοντού αφηγείται τη ζωή της. Ο Κωνσταντάρας, ο Χορν, η Αλίκη και το μοναδικό πράγμα που θα άλλαζε
Εξήντα χρόνια στο θέατρο κλείνει η Μάρω Κοντού και ακόμα δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει. Της φαίνεται σαν χτες... Ισως γιατί κρατά για τον εαυτό της μια εφηβική ματιά πάνω στη ζωή και μαζί, την νεανική της κοψιά. Ισως πάλι γιατί νοιώθει γεμάτη από αυτά που έχει κάνει και περιμένει αυτά που έρχονται.
«Δεν είναι από τα πράγματα που νοσταλγώ το σχολείο. Βιαζόμουν να το τελειώσω και να ασχοληθώ με τα δικά μου ενδιαφέροντα. Δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή μαθήτρια, εκτός από τρία-τέσσερα μαθήματα που συνδέονται λίγο με την καριέρα μου. Ζωγραφική, έκθεση, γυμναστική -έκανα άλλωστε πολλά χρόνια ρυθμική, τέλειωσα σχολή χορού. Οπότε ανακουφίστηκα όταν αποφοίτησα.
Το θέατρο δεν το είχα σκεφτεί. Νομίζω είχα σκεφτεί τον χορό. Δεν μπήκα στη σκέψη του θεάτρου, το θέατρο μπήκε σε μένα. Τελειώνοντας τη σχολή Χορού της Κούλας Πράτσικα έπρεπε κάπου να εργαστώ. Πήρα μια υποτροφία για το εξωτερικό την οποία δεν μπορέσαμε να πραγματοποιήσουμε οικογενειακώς και οικονομικώς και έτσι βρήκα μια μέση λύση: Να πάω στον Χορό αρχαίας τραγωδίας του Εθνικού Θεάτρου».
«Εκεί λοιπόν, μένοντας στον Χορό, τέσσερα-πέντε χρόνια, άρχισαν να μου δίνουν κάποια μικρά πράγματα να παίζω και ο Αλέξης Σολομός, νομίζω, μου είπε να πάω σε σχολή. Εγώ να ξαναπάω σχολή και να αρχίσω μαθήματα που μόλις τα είχα τελειώσει, αδύνατον.... Βρήκα την ευκαιρία σε μια κρατική επιτροπή που έδινε άδεια στα εξαιρετικά ταλέντα. Πήγα, πήρα την άδεια και άρχισαν οι προτάσεις από το ελεύθερο θέατρο.
Νομίζω ότι η εμπειρία μου από τα χρόνια που ήμουν στον Χορό ήταν καλύτερη από το να είχα πάει σε σχολή. Λέγαμε αρχαία κείμενα, που ήθελαν σημεία στίξης, ερμηνεία. Κι όταν έχεις τέτοιους σκηνοθέτες όπως είχα εγώ, τον Δημήτρη Ροντήρη, τον Σολομό, για την αττική κωμωδία, τι άλλο να θέλεις... Είχα την τύχη να ακούω και να βλέπω, να είμαι στις πρόβες με τεράστιους ηθοποιούς. Παξινού, Μινωτή, Συνοδινού, Μανωλίδου, Αρώνη, Κωτσόπουλο, Βόκοβιτς, όλα τα ιερά τέρατα... Να είμαι δίπλα τους, να έχουμε γίνει φίλοι.
Τα πράγματα για μένα ήρθαν φυσικά. Αντιδράσεις από το σπίτι μου δεν είχα πολλές. Τους δυσκόλεψαν κάπως οι επιλογές μου, αλλά δεν με εμπόδισαν. Αγάπησα πολύ αυτόν τον χώρο που εξυπηρετώ εξήντα χρόνια, από το 1958 που πήρα την άδειά μου».
«Η κομβική στιγμή ήταν όταν ο Δημήτρης Χορν έψαχνε μια νέα πρωταγωνίστρια. Είχε διαλυθεί η σχέση Χορν-Λαμπέτη και ζητούσε μία ηθοποιό σαν την Μελίνα νέα... Κάποιος με πρότεινε και εκείνος ζήτησε να με δει από κοντά. Στην αρχή δεν ήθελα, δεν ήμουν έτοιμη για κάτι τόσο μεγάλο. Ημουν τότε περιοδεία με τον Ηλιόπουλο -ήταν χάρμα ο Ηλιόπουλος. Και ήρθε ο Χορν να με δει στην Πάτρα. Και μου είπε “την άλλη Τρίτη, πρόβα”….Πανικοβλήθηκα. Ο πανικός κράτησε μέχρι και την πρεμιέρα. Ηταν μοναδική η επαφή με τον Χορν, γιατί εκείνος ήταν μοναδικός.
Από μικρή έβρισκα ηλίθιες αυτές τις απόψεις, κυρίως αυτό το «τι θα πει ο κόσμος»
Ημουν πολύ τυχερή στην καριέρα μου. Χωρίς να κάνω κάτι, το ένα έφερνε το άλλο. Που το αποδίδω; Στο αστέρι του καθενός. Στο γραμμένο, στο τυχερό του. Τι έκανα εγώ; Η ευσυνειδησία μου υπάρχει σε όλα τα θέματα της ζωής μου. Οταν αναλαμβάνω κάτι πρέπει να το κάνω όσο πιο καλά μπορώ, όσο πιο σωστά.
Από τις ταινίες κρατάω πολύ ωραίες στιγμές. Εχω αγαπημένες -”Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα”, την “Ιταλίδα στην Κυψέλη”, μια-δυο ταινίες με τον Κωνσταντάρα, με τον Χορν. Δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι έχουν περάσει εξήντα χρόνια. Ολα αυτά νομίζω ότι ήταν χτες...»
«Στο θέατρο με όλους αισθάνομαι ότι είμαι φίλη. Δεν ξέρω πως καταφέρνω και έχω τόση επικοινωνία με τους νέους. Γίνεται αυτόματα. Ισως μέσα μου, το μυαλό μου και η διάθεσή μου είναι νεανικά -μπορεί και η κοψιά μου. Νομίζω ότι μιλάω τη γλώσσα τους και ακολουθώ την εποχή. Για να μην πω ότι όταν ήμουν εγώ είκοσι, ήμουν πενήντα χρόνια μπροστά σε ιδέες. Δεν είχα ταμπού, δεν σκεφτόμουν τι θα πει ο κόσμος, τίποτα. Το σπίτι μου ήταν αυστηρό, κλασικό. Εγώ προχώρησα, από μόνη μου. Από μικρή έβρισκα ηλίθιες αυτές τις απόψεις, κυρίως αυτό το «τι θα πει ο κόσμος». Με εξενεύριζε τόσο πολύ όταν το άκουγα από τη γιαγιά μου ή τη μητέρα μου. Τι θα πει ο κόσμος που φοράς σόρτς, το ΄52 στη γειτονιά, καλοκαίρι... Είχα ένα κορμί άγραφο, εφηβικό. Δεν ήμουν προκλητική.
Φρόντιζα να είμαι εγώ καλά με τον εαυτό μου, να κοιμάμαι ήσυχα με τη συνείδησή μου, και δεν με ένοιαζε τίποτε άλλο. Ημουν προχωρημένη. Στα 12-13 οδηγούσα τη μοτοσυκλέτα του ξαδέλφου μου. Ημουν λίγο αγοροκόριτσο. Δεν ήμουν ποτέ σεξοβόμβα. Πιο πολύ ευρωπαία στο σουλούπι...Ούτε ήμουν το κλασικό μοντέλο της εποχής που ακολουθεί τον δρόμο του γάμου και της οικογένειας. Ενα διαζύζιο τότε ήταν μεγάλο θέμα τότε. Εγώ Εκανα δύο γάμους, έναν στα 25 και έναν στα 45... Ο πρώτος ήταν ο Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, ο δεύτερος ήταν εκτός χώρου.
Λέω ότι οι επιτυχίες έχουν ένα όφελος, οι αποτυχίες μεγαλύτερο
Νομίζω ότι γεννήθηκα ανεξάρτητη. Μπορεί ασυνείδητα να με επηρέασε και το γεγονός ότι ήξερα από πολύ νέα ότι δεν θα κάνω παιδιά και δεν με απασχόλησε το θέμα. Ξέρει τελικά τι κάνει η φύση και σου δίνει αυτό που πραγματικά επιθυμείς. Τα λατρεύω τα παιδιά, αλλά δικά μου δεν έχω. Δεν μου λείπει όμως. Οταν έχεις ανήψια, όπως έχω εγώ από την αδελφή μου, τώρα είναι σαν να έχω και εγγόνια».
«Η πολιτική κι αυτή ήρθε και με βρήκε. Αρχικά ο Αβραμόπουλος για να πάω στον δήμο Αθηναίων, μετά ο Εβερτ για να πάω στη Νέα Δημοκρατία... Πίεση, πίεση, είπα να το δοκιμάσω κι αυτό. Η εμπειρία μου από τα δημοτικά ήταν πιο ήπια, πιο νορμάλ, πιο ουσιαστική. Η Βουλή μου άφησε την αίσθηση σαν να πήγα σε μια άλλη χώρα. Δεν μου έλειψε καθόλου μετά. Για να μην πω ότι το “έχω μετανοιώσει” -ήταν κι αυτό μια εμπειρία.
Εμένα μου άρεσαν οι άντρες οι πιο μπρούτοι, χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου η εξωτερική εμφάνιση
Λέω ότι οι επιτυχίες έχουν ένα όφελος, οι αποτυχίες μεγαλύτερο. Δεν θεωρώ αποτυχία το να θες να παίξεις ένα πράγμα και να μην έχει ανταπόκριση στον κόσμο. Είναι κάτι που σε βάζει σε σκέψη και στο τέλος έχεις ωφεληθεί. Μόνον μια παράσταση, ο μονόλογος “Δεσποινίς Μαργαρίτα”, είχε αποτυχία. Με προβλημάτισε θετικά. Αλλά δεν το έδεσα και κόμπο στον λαιμό μου...
Σχεδόν καθόλου δεν περιποιήθηκα τον εαυτό μου μέσα σ΄αυτά τα χρόνια -λίγο το πρόσωπο. Προ δέκα ετών έκανα ένα μικρό διόρθωμα στο πηγούνι και στα βλέφαρα. Από εκεί και πέρα δεν κάνω ποτέ μου δίαιτα, τρώω ό,τι μου κατέβει, είναι το σκαρί μου, μάλλον. Εχω περίπου τα ίδια κιλά που είχα και στα τριάντα μου».
«Εβλεπα τους παρτενέρ μου σαν αδέλφια μου... Το δικό μου ανδρικό πρότυπο ήταν εντελώς μακριά από έναν άνθρωπο που υποκρίνεται επί σκηνής, βάφεται, χτενίζεται. Εβλεπα τους άντρες ηθοποιούς ως μια κατηγορία ανδρών που απέχουν πολύ από το δικό μου, πιθανόν λανθασμένο, ένστικτο. Εμένα μου άρεσαν οι άντρες οι πιο μπρούτοι, χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου η εξωτερική εμφάνιση. Δεν με ενδιέφερε να είναι αδύνατοι. Μ΄άρεσε το μυαλό τους, το χιούμορ τους. Μια αντρίλα διαφορετική από την αντρίλα των ηθοποιών. Οι ηθοποιοί είναι πιο ευαίσθητοι, πιο πολύπλοκοι, γιατί αυτή είναι η τέχνη μας, πιο ιδιόρρυθμοι. Είχα την ψευδαίσθηση ότι ένας άντρας έξω από αυτόν τον χώρο είναι πιο κάθετος.
Δως μου δέκα χιλιάδες ευρώ και άσε με να περπατήσω από την πλατεία Κολωνακίου ως την αρχή της Ερμού
Ημουν τόσο ερωτευμένη την εποχή που έπαιζα με τον Χορν -τον είχα λίγο σαν αδελφό μου, για να μην πω ότι ώρες-ώρες τον έβλεπα και σαν γιο μου, κι ας με πέρναγε τόσα χρόνια. Ηταν τόσο παιδικός μέσα του, τόσο τρυφερο-ανασφαλής, που σε έπιανε το μητρικό σου... Θυμάμαι ότι ξεκίνησα στον Χορν Οκτώβριο του ΄59 και Ιανουάριο του ΄60 παντρεύτηκα τον Αριστείδη Καρύδη-Φουκς, που ήταν και ο μεγάλος μου έρωτας και τελικά, η μεγάλη μου αγάπη. Γιατί και μετά τον χωρισμό ήμασταν φίλοι και στα τελευταία του χρόνια ήμουν κοντά του -ήταν άρρωστος, του στάθηκα. Χάρηκα που από τον έρωτα γύρισα στην αγάπη. Γιατί στον δεύτερο γάμο μου που ήταν μόνο ένας έρωτας, όταν έφυγε ο έρωτας δεν είχαμε καμία συγγένεια μεταξύ μας.
Ο Κωνσταντάρας ήταν ένας άνθρωπος που δεν μου άρεσε καθόλου σαν άντρας. Ημασταν τελείως διαφορετικοί. Ηταν οξύθυμος, βωμολόχος, εγωκεντρικός. Αλλά μου άρεσε πολύ να παίζουμε μαζί, είχαμε μια επικοινωνία στο παίξιμο...»
«Με τον Χορν κρατήσαμε πάντα επαφή, ως το τέλος. Πηγαίναμε σπίτι του, καθόμασταν όλοι μαζί... Με την Μαίρη Χρονοπούλου ήμασταν φίλες, νέες, στο Εθνικό. Διατηρήσαμε επαφή, δεν τσακωθήκαμε ποτέ, αλλά οι δρόμοι μας ήταν εντελώς διαφορετικοί. Δεν συμφωνούσαμε και στα ιδιωτικά μας, είχε τελείως άλλη άποψη από μένα.
Νομίζω ότι δεν έβαλα νερό στο κρασί μου, πουθενά. Ισως τώρα να βάζω λίγο. Θα μου άρεσε να έχω σταματήσει από το θέατρο πριν πέντε χρόνια. Δεν το έκανα γιατί τα οικονομικά μου δεν είναι τόσο καλά. Δεν ξέρω βέβαια αν θα το άντεχα, θεωρητικά το λέω. Είναι κίνητρο οι προτάσεις που έρχονται, αλλά θα ήθελα να έχω μια μεγαλύτερη οικονομική άνεση και να κάνω τα πράγματα που θέλω. Να πω Στοπ στο θέατρο, γιατί μεγάλωσα, και να ασχοληθώ με την ζωγραφική -πάντα ζωγραφίζω, να κάνω ταξίδια, αλλά και τα ταξίδια θέλουν οικονομική άνεση. Αλλά, ομολογώ, δεν βάζω και με δυσκολία νερό στο κρασί μου.
Εγώ δεν ζήλευα τίποτα. Ψέμματα... Δεν είχα ποτέ μεγάλο στήθος
Βλέπω τις παλιές ταινίες, αλλά για λίγο. Αλλού λέω κατά τα λες, αλλού σκέφτομαι ότι ήμουν ωραίο κορίτσι, αλλά δεν το πήρα χαμπάρι. Δεν είχα καμία σιγουριά για την εμφάνισή μου, επειδή εμένα δεν με ενδιέφερε η εμφάνιση των άλλων. Ούτε ήμουν ανασφαλής. Εχω την εντύπωση ότι μετά τα πενήντα αρχίζει να σε απασχολεί λίγο η εμφάνιση. Τότε άρχισα να σκέφτομαι και τον χρόνο που περνά... Κάνω φλας-μπακ και βλέπω ότι άρεσα. Δεν έδινα τότε σημασία σε αυτούς που άρεσα αλλά μόνον σε αυτόν που μου άρεσε».
«Ενα πράγμα θα άλλαζα από τη ζωή μου. Ημουν, είμαι και θα είμαι εξαιρετικά σπάταλη. Δεν επιτρέπεται σήμερα να λέω εγώ ότι χρειάζεται να δουλεύω. Τα μισά από τις ταινίες να είχα φυλάξει... Αλλά μου άρεσε να τα πετάω, να χαρίζω, να κάνω δώρα, να παίρνω λούσα, πολλά λούσα. Αυτό μόνο θα άλλαζα...
“Μόνον εσάς και την Αλίκη λατρεύω”... “Ποια Αλίκη, χρυσό μου;” “Την Βουγιουκλάκη” “Δεν την ξέρω πουλάκι μου”
“Εχεις τρύπια χέρια” μου έλεγε η μάνα μου. Πήγαινα να αγοράσω ένα ζευγάρι παπούτσια κι έπαιρνα τρία, κι άλλα δύο για τη φίλη μου, και μια τσάντα της μαμάς μου και μια της αδελφής μου, που δεν τα χρειάζονταν. Ημουν και πολύ γενναιόδωρη. Μακάρι να είχα τώρα λεφτά, να χαρίζω...
Ζήλια δεν ένοιωσα καθόλου ούτε κατάλαβα. Χαμπάρι δεν πήρα. Νομίζω ότι άμα εσύ ζηλεύεις, πιάνεις και ποιος σε ζηλεύει. Εγώ δεν ζήλευα τίποτα. Ψέμματα. Δεν είχα ποτέ μεγάλο στήθος. Οταν έβλεπα λοιπόν ένα μέτριο, στητό στήθος, τα μεγάλα δεν μ΄αρέσουν, έλεγα αχ και να το΄χα. Αυτό.
Νομίζω ότι έβλεπα και βλέπω τη φωτεινή πλευρά της ζωής. Προσαρμόζομαι πάρα πολύ εύκολα στις καταστάσεις, στις παρέες. Μπορώ να ζήσω και με τα πολύ λίγα -κι ας λέω από μέσα μου τι βλάκας που ήμουν και τα ξόδεψα. Και φυσικά με τα πολλά. Τα πολλά φεύγουν αμέσως. Δως μου δέκα χιλιάδες ευρώ και άσε με να περπατήσω από την πλατεία Κολωνακίου ως την αρχή της Ερμού. Θα έχουν τελειώσει. Τα έχω καλά με τον εαυτό μου. Εχω την εντύπωση ότι φοράω ένα αλεξίσφαιρο, το αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων... Γιατί δεν με άγγιξαν ούτε τρικλοποδιές ούτε κακίες».
«Το “Αν” μου άρεσε πολύ. Ξετρελάθηκα με τον ίδιο τον Παπακαλιάτη. Τι μυαλό, τι ταλέντο, τι καλό παιδί, τι low profile, τι εργάτης, τι κύριος. Μας είχε στα ώπα-ώπα με τον Κωνσταντίνου -λιμουζίνες, ό,τι θέλαμε... Αισθάνθηκα Χόλυγουντ με τον Παπακαλιάτη, σαν να έχω ξένη καταγωγή.
Το ίδιο έχει και ο Λάκης. Ξέρεις πως μας φέρετε εμένα και του Βουτσά; Ο Λάκης είναι υπέροχος, μοναδικός σ΄αυτή την παράσταση, έχει τέτοια αίσθηση του χιούμορ, της ατάκας, του ρυθμού, έχει φαντασία. Και τον βρίσκω πιο ώριμο από ποτέ. Ισως γιατί όταν κάπου σκοντάψεις, φας μια μπουνίτσα, μια σφαλιαρίτσα, γίνεσαι πιο ώριμος μετά. Γι΄αυτό και ποτέ δεν αρνούμαι τα λάθη ή τις κακές στιγμές, είναι όφελος, είναι η προίκα μας.
Ο μύθος της Αλίκης νομίζω ότι κρατάει. Ηταν λαϊκό είδωλο... Θυμάμαι τον Χορν, όταν παίζαμε στο θέατρο το “Αλίμονο στους νέους” ήρθε ένα τσούρμο κοριτσόπουλα στο καμαρίνι του για αυτόγραφα. Ενα κορίτσι παίρνει το αυτόγραφο, το βάζει πάνω στην καρδιά της και του λέει: “Μόνον εσάς και την Αλίκη λατρεύω”... “Ποια Αλίκη, χρυσό μου”, τη ρωτάει ο Χορν. “Την Βουγιουκλάκη”, απαντά το κορίτσι. “Δεν την ξέρω πουλάκι μου” της είπε..... Το κοριτσάκι τα΄χασε, κι έφυγε... “Γιατί το΄κανες αυτό”, του είπα την επομένη. “Κι εγώ θέλω να γίνω Βουγιουκλάκη”. “Ευχή και κατάρα σου δίνω, μη γίνεις ποτέ λαϊκό είδωλο. Μπορείς να παίζεις μέχρι τα ογδόντα σου, αυτό θα πει ηθοποιός”. Να λοιπόν που είμαι ογδόντα plus και παίζω...
Στην παράσταση που κάνουμε, ο ρόλος ο δικός μου αρχικά ήταν ανδρικός. Νομίζω ότι ήταν ιδέα του Λάκη Λαζόπουλου να γυρίσει σε θηλυκό και να γίνει διευθύντρια του Κολλεγίου. Μου άρεσε η ιδέα. Μου δίνει την ευκαιρία να παίξω μια αυστηρή, σκληρή γυναίκα που δεν έχω ξανακάνει κι έχει ενδιαφέρον. Νομίζω θα περάσουμε έναν υπέροχο χειμώνα».
Θέατρο Ηβη: «Χτυποκάρδια στο θρανίο» του Αλέκου Σακελλάριου
Σκηνοθεσία: Λάκης Λαζόπουλος
Παίζουν: Κατερίνα Γερονικολού, Ορέστης Τζιόβας, Μάρω Κοντού, Νίκος Γαλακός και ο Κώστας Βουτσάς. Μαζί τους οι Σοφία Βογιατζάκη, Νίκη Παλληκαράκη κ.ά.
Πρεμιέρα 25 Οκτωβρίου