Χρήστος Χωμενίδης: «Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ήθελα να γίνω πρωθυπουργός»
Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι ένας, μάλλον, χαρούμενος άνθρωπος. Ισως γιατί του αρέσει να ζει μέσα στα πράγματα, να παρατηρεί τη ζωή, να την βάζει στα βιβλία του και, κυρίως, να την μοιράζεται με την κόρη του...
«Εχω υπέροχες αναμνήσεις και μια υπέροχη αίσθηση από τα παιδικά μου χρόνια. Νομίζω ότι είμαι από τους ανθρώπους, που δεν νομίζω ότι είναι και λίγοι τελικά, που αξιώθηκα μια πάρα πολύ ωραία παιδική ηλικία. Οχι γιατί έζησα μέσα στον πλούτο και τη χλιδή. Η ζωή μου δεν διαφέρει σε τίποτα από τη ζωή ενός παιδιού που μεγαλώνει στην Κυψέλη, την δεκαετία του ΄70, σε ένα μικρό διαμέρισμα, με τους γονείς του. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος συνδικάτων, σωματείων -που ελπίζω ότι τότε είχαν μια άλλη αίγλη κι έναν άλλον ηρωισμό.
Ετσι αντικατοπτρίστηκε η αλλαγή στο σπίτι μας, από την Ωκεανία στον Αστέρα -δεν μπορώ να πω τι προτιμούσα
Γεννήθηκα τον Αύγουστο του ΄66, και στις 21 Απριλίου του ΄67 γίνεται η χούντα. Ο πατέρας μου ήταν 35 χρόνων και η μάνα μου 27-28. Τότε η χούντα απαγόρευσε τα σωματεία. Συνελήφθησαν παππούς και γιαγιά αλλά και ο συνεταίρος του πατέρα μου. Η μάνα μου απολύθηκε από τη δουλειά της, δούλευε στην Αγρέξ, και ο πατέρας μου προσπαθούσε να στηρίξει τη δική μας οικογένεια αλλά και του συνεταίρου του, χωρίς να υπάρχει δουλειά. Είπαμε το ψωμί-ψωμάκι».
«Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ολοένα και μίκραινε το σπίτι μας, μετακομίζαμε σε ολοένα και μικρότερο σπίτι. Δεν αλλάζαμε γειτονιά. Η γειτονιά μάς άλλαζε. Η μαμά μου, όπως κάνω τώρα εγώ στην Νίκη, την κόρη μου, ρωτούσε τη γνώμη μου για τα πάντα. Οταν με πήγε στο μικρότερο σπίτι, όπου τελικά ζήσαμε δέκα τρία χρόνια, Δροσοπούλου 4, με ρώτησε πως μου φαίνεται. Στο δωμάτιο που προοριζόταν για μένα υπήρχε στον τοίχο ένα κουδούνι που όταν το χτυπούσες έκανε γκλιν-γκλον, κι αυτό ήταν το κριτήριό μου για το σπίτι.
Η χειρονομία να βγάλω το βιβλίο «Φοίνικα» έχει και μια λογική λύτρωσης. Να βγάλουμε το πουλί από το συκοφαντικό πλαίσιο
Πολλά πράγματα μου έδιναν χαρά γιατί πίσω από όλα υπήρχε μεγάλη αγάπη. Στα απομνημονεύματά μου, κάποτε, πρέπει να τα γράψω όλα αυτά. Οι γονείς μου, που είχαν υπάρξει πάρα πολύ ερωτευμένοι, είχαν ένα λούτρινο σκύλο που τον έλεγαν Μπαχ. Σχεδόν κάθε χρόνο, ο μπαμπάς μου τον έβαφε με νερομπογιά -έτσι υπήρχε περίοδος με τον Μπαχ κόκκινο, πράσινο, μπλε. Κι εμένα αυτό μου φαινόταν τρομερά ενδιαφέρον και αστείο.
Δεν πηγαίναμε διακοπές. Πηγαίναμε για μπάνιο με τη μαμά μου στη Βουλιαγμένη, στην Ωκεανίδα, μια λαϊκή παραλία με γυναίκες με μαύρα μαγιό που ήταν στα ρηχά, σαν φώκιες... Και άντρες με πλεκτά κολλητά μαγιό που στερέωναν από μέσα το βαλμένο σε δερμάτινη θήκη, πακέτο τσιγάρων. Οταν έπεσε η χούντα και άρχισαν να φτιάχνουν λίγο τα επαγγελματικά πράγματα του πατέρα μου, αλλάξαμε και τα Σαββατοκύριακα τουλάχιστον πηγαίναμε για μπάνιο στον Αστέρα. Ετσι αντικατοπτρίστηκε η αλλαγή στο σπίτι μας, από την Ωκεανία στον Αστέρα -δεν μπορώ να πω τι προτιμούσα».
«Δεν ξέρω γιατί δεν με έστειλαν σε δημόσιο σχολείο. Τις πρώτες τάξεις του δημοτικού πήγα σε ένα μικρό ιδιωτικό που το είχε μια κυρία. Τα μεσημέρια τρώγαμε μέσα, κάτι τρομερές πίτες που έφτιαχναν. Θυμάμαι την δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού, την κυρία Φωτούλα, που ήταν παχιά, με φακίδες, κοκκινομάλα, χήρα χωροφύλακος. Μου φαινόταν εκατό ετών. Για κάποιο λόγο θεωρούσε παιδαγωγικό, κατά τη διάρκεια του μαθήματος, να σηκώνεται ένα παιδί και να της κάνει μασάζ. Μετά στη β΄δημοτικού είχαμε την κυρία Σέλινα, μια αδύνατη μαυροφορεμένη γυναίκα, το αντίθετο της πρώτης, με μαύρα γυαλιά τα οποία φορούσε μέσα στην τάξη.
Κατάλαβα ότι άλλαξε η κατάσταση όταν έβαλε στη διαπασών η μαμά μου έναν δίσκο του Θεοδωράκη
Πάντα κάποιος στην τάξη επέρδετο. Κι εκείνη εφάρμοζε την συλλογική ευθύνη, γιατί καθώς κανείς δεν παραδεχόταν ότι το έκανε, σήκωνε τυχαία ένα παιδί και το χτυπούσε με τον χάρακα στην παλάμη, δέκα φορές. Θυμάμαι ακόμα αυτή την αίσθηση. Κι όλα αυτά υπό τη φωτογραφία του Φοίνικα, του πουλιού του Παπαδόπουλου. Κι η χειρονομία να βγάλω το βιβλίο «Φοίνικα» έχει και μια λογική λύτρωσης. Να βγάλουμε το πουλί από το συκοφαντικό πλαίσιο.
Η μητέρα μου με είχε γράψει στο Κολλέγιο από τότε που γεννήθηκα. Ηθελε να πάω εκεί. Ο μπαμπάς μου είχε φίλους από την Κυψέλη, όπως τον Κώστα Ρηγόπουλο τον ηθοποιό, τον οποίο είχε πάει ο μπαμπάς μου στον αδελφό της μαμάς του, τον Γιώργο Γληνό, ηθοποιό του Εθνικού και ο Γληνός είπε στον Ρηγόπουλο ότι κάνει για ηθοποιός. Ο άλλος φίλος του μπαμπά μου ήταν ένας φιλόλογος ο Νέστορας Μπούρας. Ενα πάμφτωχο παιδί που δούλευε εργάτης. Ως εργάτης μπήκε στη Φιλοσοφική, ως εργάτης την τελείωσε, για να δουλέψει μετά φιλόλογος στο Κολλέγιο, όπου και έγινε διευθυντής του Οικοτροφείου. Ετσι οι γονείς μου είχαν επισκεφτεί το σχολείο και η μάνα μου είχε ενθουσιαστεί».
«Για να μπούμε στο Κολλέγιο δίναμε εξετάσεις στην Τρίτη δημοτικού, και κάναμε φροντιστήριο, δύο φορές την εβδομάδα... Νομίζω ότι έπαιρναν έναν στους δέκα, τότε... Ξέρω τι έκρινε τις εξετάσεις για να μπω. Μας έδειξαν τρεις εικονίτσες, σαν κόμικ: Ενας άνθρωπος με μπαστούνι και σκύλο στο πεζοδρόμιο που περνάει τον δρόμο και μας ρώτησαν τι είναι αυτός ο άνθρωπος. «Τυφλός», κι εγώ το είχα καταλάβει.
Το δώρο μου που πέρασα στο Κολλέγιο ήταν να με στείλουν στην κατασκήνωση του Κολλεγίου -είχα πάει και τα προηγούμενα καλοκαίρια σε άλλες και ήταν φρίκη. Γιατί εμένα μου άρεσε να αράζω με τα βιβλιαράκια μου, με τον Ιούλιο Βερν παρέα, και να ρεμβάζω. Η κατασκήνωση ήταν ακριβώς το αντίθετο -να τρέχεις όλη μέρα. Οταν όμως έγινε το πραξικόπημα της Κύπρου, η εισβολή και όταν μετά ήρθε κι η Δημοκρατία, αισθάνθηκαν ανάσταση. Γιατί συμβολικά στον δικό μου μικρόκοσμο η χούντα ήταν το ξύπνημα με τις σφυρίχτρες και τις αθλοπεδιές στην κατασκήνωση και η δημοκρατία το ελεύθερο καλοκαίρι.
Εγώ κατάλαβα ότι άλλαξε η κατάσταση όταν έβαλε στη διαπασών η μαμά μου έναν δίσκο του Θεοδωράκη με τραγούδια -όχι του Αγώνα, αλλά τη Μυρτιά, τη Μαραγαρίτα-Μαραγαρώ... Και μπήκε ένας άλλος αέρας μέσα στο σπίτι. Ημουν οκτώ χρόνων. Οχι μόνον τα καταλάβαινα όλα αυτά αλλά ήθελα και να συμμετάσχω. Εβλεπα τις προκηρύξεις κι αποφάσισα να γράψω κι εγώ και να τις πετάξω από το μπαλκόνι. Δεν ξέρω πως έγινε κι έγραψα πάνω σε εκατό περίπου χαρτάκια, ΕΟΚΑ Β΄ -το είχα ακούσει στο ραδιόφωνο. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήταν χουντική οργάνωση».
«Το Κολλέγιο μου φάνηκε υπέροχο. Κέρδισα πολλά. Τα πρώτα χρόνια, επειδή διάβαζα Τομ Σόγιερ και Χοκ Φιν, μέσα στη φαντασία μου σκεφτόμουν ότι κάθε πρωί πηγαίνω στον χώρο του Τομ Σόγιερ. Στο σχολείο ήταν σαν να ζούσα διπλή ζωή: Στο σχολικό υφιστάμην μπούλινγκ και ήμουν περίγελος, ενώ στην τάξη ήμουν πρόεδρος. Ευτυχώς κανένα παιδί της τάξης μου δεν ήταν στο σχολικό μου. Με κορόιδευαν και νομίζω ότι γι΄αυτό ευθυνόταν η μαμά μου. Γιατί; Κατ΄αρχήν ήμουν πολύ ψηλός, είχα ένα άφρο μαλλί -σαν λευκός Τζάκσον και τρίτον τα ρούχα που μου φόραγε η μαμά μου ήταν κάτι χίπικα πουκάμισα κι ένα παντελόνι, θυμάμαι, που είχε πάνω του στάμπες από γαλλικές εφημερίδες, Le Monde, Figaro.
Μικρός έγραφα ποιήματα. Και νωρίς κατάλαβα την παρηγορητική δύναμη της τέχνης, γιατί όταν στεναχωριόμουν έγραφα ένα ποίημα κι αυτό με παρηγορούσε
Ως γνωστόν τα παιδιά είναι τρομεροί κομφορμιστές, χειρότεροι κομφορμιστές δεν υπάρχουν, και ήταν όλα καθώς πρέπει. Εδώ στο σχολικό ήταν σαν να έχω βγει από το «Hair». Στο σχολείο με φώναζαν θάμνο. Μετά προστέθηκαν και τα μυωπικά γυαλιά. Στο σχολικό, θυμάμαι μια φορά, μου άδειασε ένα παιδί που καθόταν πίσω μου το τασάκι με τα αποτσίγαρα στα μαλλιά μου. Δεν το είπα ποτέ στους γονείς μου ούτε ότι με κορόιδευαν. Αλλά δεν ήθελα και να αλλάξω, γιατί , όπως έχω γράψει στο «Ελάφι», «σιγά μην τους κάνω τη χάρη να αλλάξω εγώ τρόπο που ντύνομαι ή κουρεύομαι για να τους αρέσω».
«Ολοι σχεδόν οι φίλοι μου είναι από το σχολείο, με τους οποίους μπορεί να συνδέθηκα αργότερα. Θυμάμαι και πολλά παιδιά από τις μεγαλύτερες τάξεις, όπως την τάξη που αποφοίτησε το ΄83, τα παιδιά δηλαδή που γεννήθηκαν το ΄64. Ο πιο σπουδαίος της εποχής ήταν ο Αλέξης ο Μπίστικας. Ηταν καθοδηγητικός. Νομίζω ότι αν ζούσε θα είχε κάνει σπουδαία πράγματα. Ενέπνεε. Ο Μπίστικας, μαζί με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου κι έναν τρίτο, είχαν βγάλει αργότερα, μετά το σχολείο, ένα περιοδικό που το έλεγαν «Κοντροσόλ στο Χάος», fanzine και γκέι. Εκεί δημοσίευσα το πρώτο μου διήγημα, το ΄87-΄88, μου το είχε ζητήσει ο Αλέξης. Πολλοί φίλοι μου ακολούθησαν τον γκέι δρόμο. Αλλά ποτέ δεν το είδα ούτε ως κάτι που σε βάζει σε δεύτερη μοίρα ούτε ως κάτι ηρωικό. Απλώς ήταν κάτι άλλο. Στην ίδια γενιά ήταν και ο Μάκης Βορίδης. Ανήκε σε μια οργάνωση της άκρας δεξιάς και εμείς ήμασταν απέναντι.
Οταν πήγα στη Νομική, έγραφα ήδη. Το πρώτο διήγημα που έκρινα ο ίδιος ότι μπορεί να δημοσιευτεί το έδωσα στο Playboy
Θέλω να πω κάτι για το Κολλέγιο, γιατί έχει δεχτεί πάρα πολλές επιθέσεις, και μάλιστα με έναν λούμπεν τρόπο. Είχε πάντα υπότροφους -κι εγώ, μετά τον θάνατο του πατέρα μου υπότροφος ήμουν. Στήριζε τα παιδιά με οικονομική αδυναμία και δεν επέτρεπε ταξικές διακρίσεις.
Πότε άρχισα να γράφω; Μικρός έγραφα ποιήματα. Και νωρίς κατάλαβα την παρηγορητική δύναμη της τέχνης, γιατί όταν στεναχωριόμουν έγραφα ένα ποίημα κι αυτό με παρηγορούσε. Διάβαζα πάντα πολύ. Φυσικά και το οφείλω στο σπίτι μου, ο πατέρας μου διάβαζε μανιωδώς. Αλλά το οφείλω και στο γεγονός ότι μένοντας σε ένα μικρό σπίτι στο κέντρο της Αθήνας, δεν είχα και πολλές άλλες διεξόδους. Επίσης ότι ήμουν μοναχοπαίδι. Και η Νίκη διαβάζει πολύ».
«Οταν ο παππούς μου ο Νεφελούδης βγήκε από τη φυλακή με την αμνηστία του Παπαδόπουλου, δεν μου έκανε κατήχηση για τον κομμουνισμό. Μου χάρισε σαράντα βιβλία του Ιουλίου Βερν. Τον θυμάμαι να έρχεται με ένα πάκο και αναρωτιόμουν πότε θα τα διαβάσω. Ξυνπούσα νωρίτερα για το σχολείο, για να διαβάσω την «Πλωτή Πολιτεία».
Οταν έγραφα το “Σοφό Παιδί” δεν είχα καμία αγωνία. Ημουν 23, κι όταν είσαι 23 σε νοιάζει να περνάς καλά
Δεν ήθελα να γίνω συγγραφέας, ήθελα να γίνω πρωθυπουργός. Αρχικά ήθελα πλοίαρχος, μετά πυρηνικός επιστήμονας, αστρονόμος, για ένα διάστημα γεωπόνος (δεν ξέρω γιατί) και μετά να ασχοληθώ με την πολιτική. Ηθελα πάντα να βγαίνω πρόεδρος στο σχολείο. Το θεωρούσα πολύ σημαντικό αυτό. Ηθελα να με ψηφίζουν.
Στο σχολείο είχα έναν δάσκαλο, τον Κρίτονα Πανηγύρη. Ηταν ο άνθρωπος που μας φώτισε και μας άνοιξε τα μάτια στο σχολείο. Ηταν ένας σπουδαίος δάσκαλος -έχω άλλωστε αφάνταστη εκτίμηση στους δασκάλους.
Στα 16 μου πήγα για πρώτη φορά διακοπές με έναν φίλο μου στην Σαντορίνη. Εκεί γνωρίσαμε το γλυκό μυστικό της ζωής, για το οποίο ήθελα να γράψω. Κάπως έτσι άρχισα. Είχα μια γιαγιά, που κι αυτή μαζί με όλους τους άλλους με διαμόρφωσε. Το πρώτο μου πεζογράφημα, μετά τη Σαντορίνη, το έδωσα στη γιαγιά μου να το διαβάσει και της είπα ότι θέλω να γίνω συγγραφέας. Κι εκείνη είχε την πιο υπέροχη αντίδραση. Ούτε “μπράβο”, ούτε “τι είναι αυτά που λες”. Μου είπε, “γίνε”, τόσο απλά.
Οταν πήγα στη Νομική, έγραφα ήδη. Το πρώτο διήγημα που έκρινα ο ίδιος ότι μπορεί να δημοσιευτεί το έδωσα στο Playboy, που τότε διήθυνε ο Ανταίος Χρυσοστομίδης, μια μεγάλη περίπτωση. Δεν τον ήξερα, του το πήγα, το δημοσίευσε. Αρεσε στον Νίκο Κούνδουρο και αυτό ήταν το βάπτισμα του πυρός. Μετά, στα 23 μου έγραψα το «Σοφό παιδί».
«Δεν θέλω να ξεχάσω εικόνες της ζωής μου. Θυμάμαι που πηγαίναμε οικογενειακά στο θέατρο. Το κανονίζαμε στην αρχή της εβδομάδας, έβγαζε η μαμά τα εισιτήρια και για να πάμε βάζαμε τα καλά μας. Μετά συζητάγαμε για το έργο. Πηγαίναμε στις παραστάσεις του Κουν και σε επιθεωρήσεις. Σπίτι ακούγαμε μουσική, κλασική. Αλλά εγώ αγόραζα κι ένα δικό μου δίσκο την εβδομάδα, από το δισκάδικο της γειτονιάς -ήταν η Ρυθμολογία του Ιάκωβου Δρόσου. Το ΄77 αγόρασα τους “Αχαρνής” του Σαββόπουλου κι άκουγα τον δίσκο στο σπίτι ενώ συναρμολογούσα ένα αεροπλανάκι.
Οταν έγραφα το “Σοφό Παιδί” δεν είχα καμία αγωνία. Ημουν 23, κι όταν είσαι 23 σε νοιάζει να περνάς καλά. Οταν έγραψα τις πρώτες 45 σελίδες τις έδωσα στην τότε καλή μου και τον κολλητό μου, τον Γιώργο Νέρη. Η τότε καλή μου μου είπε ότι είναι για πέταμα. Ο κολλητός μου, μου είπε “συνέχισέ το”. Κι είχε δίκιο.
Ναι, οι γυναίκες με καθόρισαν. Επαιζαν και συνεχίζουν να παίζουν ρόλο στη ζωή μου. Τις ακούω, και δεν εννοώ τις συμβουλές τους. Τις ακούω να μιλάνε, έχει τρομερό ενδιαφέρον. Εχουν μια τόσο διαφορετική ματιά πάνω στον κόσμο -μου φαίνονται πιο έξυπνες από τους άντρες. Αλλά μ΄αρέσει πολύ η αντροπαρέα».
«Ερωτεύομαι, πολύ. Αλλά δεν είμαι ο τύπος του λαϊκού τραγουδιού, που πίνει πέντε ουίσκι, καπνίζει δέκα πακέτα τσιγάρα, πάει και κοιμάται στη μάνα του ή χτυπιέται στα πατώματα. Οχι, δεν είμαι εγώ αυτό. Αν και κάποτε ήμουν σε τέτοιο χάλι από ερωτική απογοήτευση που έκανα αυτό που λέει ο Στράτος Διονυσίου στο «Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή». Πήρα ένα ταξί και τον έβαλα να μου κάνει βόλτες για να του πω την ιστορία μου.
Δεν έχω την πολυτέλεια να στερέψω. Γιατί δεν έχω πώς να ζήσω, θα πρέπει να αλλάξω επάγγελμα.
Ημουν πολύ τυχερός. Για το «Σοφό Παιδί» μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες γράφτηκαν δύο εγκωμιαστικές κριτικές. Η μία ήταν του Θεόφιλου Φραγκόπουλου στη Μεσημβρινή που μιλούσε για το πρώτο μεταμοντέρνο ελληνικό μυθιστόρημα και η δεύτερη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου στα Νέα με τον τίτλο «Νέος Καραγάτσης;», με ερωτηματικό, το τονίζω. Δούλευα τότε ασκούμενος δικηγόρος. Θυμάμαι ότι καθώς ξεφύλλιζα την εφημερίδα, έπεσα πάνω στην κριτική, αλλά δεν κατάλαβα. Νόμιζα ότι ίσως βρέθηκε κάποιο χειρόγραφο του Καραγάτση. Κι όταν κατάλαβα ότι ήμουν εγώ, έκανα ένα «γιούπι» που πρέπει να ακούστηκε από την Πατησίων, που ήμουν, ως την Κηφισιά ή την Γλυφάδα... Και μετά, περνώντας από την Εστία, έπεσα πάνω στην Μαρίνα Καραγάτση, η οποία με αγκάλιασε και με φίλησε...
Ημουν πολύ ευτυχισμένος με το «Σοφό Παιδί». Πετούσα. Οπως πετούσα με τη «Νίκη», όταν ανέβηκε στο θέατρο. Είμαι ευγνώμων σε όλους αυτούς τους ανθρώπους που ασχολήθηκαν με κάτι που είχα σκεφτεί και που μπορούσα να το δείξω και στην κόρη μου, να τις «δείξω» τους συγγενείς μας».
«Δεν είμαι νέος, μεσήλικας είμαι. Χρέος μας είναι να δίνουμε, να ενθαρρύνουμε τους νεώτερους, κι αυτό που μας δόθηκε να το μεταφέρουμε. Γιατί είναι σκυταλοδρομία η ζωή. Δωρεάν έλαβες, δωρεάν δίδεις. Δεν πρέπει να είμαστε τσιγγούνηδες. Οταν βλέπω κάτι ωραίο, κάτι που μου αρέσει πηγαίνω και το λέω σ΄αυτόν που το έφτιαξε, είτε είναι τραγούδι, είτε βιβλίο. Ναι, έχω ζηλέψει βιβλίο, δεν έχω φθονήσει όμως. Μυθιστορηματικές ιδέες έχω ζηλέψει. Διάβασα το βιβλίο του Μάκη Τσίτα «Στο όνομα του θεού», και όταν το τελείωσα του τηλεφώνησα να του πω μπράβο... Μ΄αρεσε πολύ το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου και της τηλεφώνησα.
Η πρώτη επιτυχία με άγχωσε και γι΄αυτό πήγα μετά στρατό. Ο «Φοίνικας» νομίζω ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω γράψει ποτέ. Είναι το βιβλίο της ζωής μου. Εκεί μέσα είναι και η καρδιά μου και το μυαλό μου. Ο «Φοίνικας» για μένα είναι ό,τι είμαι εγώ. Αναρωτήθηκα όμως μήπως κάνω λάθος, μήπως δεν θα αρέσει σε κανέναν. Αλλά τώρα που βλέπω πόσο καλά πηγαίνει -καλύτερα κι απ΄τη “Νίκη”, χαίρομαι αφάνταστα γιατί συνειδητοποιώ ότι με τους άλλους ανθρώπους έχουμε την ίδια αντίληψη για το καλό και το ωραίο.
Δεν έχω την πολυτέλεια να στερέψω. Γιατί δεν έχω πώς να ζήσω, θα πρέπει να αλλάξω επάγγελμα. Δεν είναι εξασφαλισμένο ούτε το παρόν μου ούτε το μέλλον μου. Αλλά το γεγονός ότι είμαστε όλοι τόσο αναγκεμένοι ίσως μας προσθέτει σε έμπνευση. Δεν πιστεύω ότι η έμπνευση έρχεται άνωθεν. Ξέρω όμως ότι κάποια στιγμή μπορεί να σταματήσει».
«Πάντα είχα την αγωνία του θανάτου. Πίστευα ότι θα πεθάνω στα 48, όπως ο πατέρας μου. Τώρα ομολογώ δεν την έχω τόσο πολύ. Εχω κόψει και το τσιγάρο. Δεν θέλω καθόλου να πεθάνω, μέχρι να ενηλικιωθεί η Νίκη, τουλάχιστον. Τα παιδιά μάς απομακρύνουν από την ιδέα του θανάτου αλλά μας την εντείνουν κιόλας. Μια κυρία είδε το ωροσκόπιό μου και μου είπε ότι θα πεθάνω σε βαθύτατο γήρας... Δεν έχω καμία διάθεση να πεθάνω. Αλλά ξέρω ότι η ζωή είναι τρομερά ακατανόητη και άδικη...
Δεν ήθελα ποτέ να παντρευτώ. Είμαι ο αιώνιος αρραβωνιαστικός. Δεν ήθελα ποτέ παπά και κουμπάρο. Βρίσκω τον γάμο τρομερά δαπανηρό. Εχω ζήσει όμως σαν παντρεμένος αρκετές φορές.
Μ΄αρέσει όπως ζω αυτή την εποχή. Η Νίκη μένει με τη μαμά της κι πηγανόερχεται σε μένα. Εχουμε τέλεια σχέση με τη μητέρα της -μέχρι που μας πρότειναν από ένα διαδικτυακό σάιτ να φωτογραφηθούμε ως «τέλειοι χωρισμένοι». Είμαι πολύ ευτυχισμένος με τη Γωγώ και περνάμε πάρα πολύ ωραία. Περνάμε πολύ ωραία και με τη Νίκη, και με τη Γωγώ, και με τη μητέρα της, την Αλεξάνδρα».
«Δεν γίνεσαι πλούσιος με τη συγγραφή, αλλά με πολλή δουλειά δεν είσαι πένης. Αλλά δεν μπορείς να κάθεσαι και να κοιτάς το ταβάνι. Επίσης τα βιβλία θέλουν πολλή έρευνα. Στο επόμενο κεντρικό πρόσωπο θέλω να είναι ένας μητροπολίτης, ένας παπάς, μια θετική μορφή, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πιο μπανάλ και κακόγουστο από το να τον κάνεις διεστραμμένο.
Οπως κάθε μπαμπάς πιστεύω ότι παίζω καθοριστικό ρόλο στην Νίκη. Προσπαθώ είναι να είμαι ο εαυτός μου, να μην κρατάω πόζα, να μην είμαι απόμακρος. Να την κάνω να καταλάβει ότι η ζωή είναι εδώ και είναι για όλους μας. Τον Αύγουστο θα γίνει οκτώ. Της λέω συνέχεια ότι αυτά που έχει εκείνη δεν είναι αυτονόητα για όλο τον κόσμο, κι ότι είναι αποτέλεσμα σκληρών κοινωνικών αγώνων. Την έχω πάει και σε καταυλισμό προσφύγων. Λέω στη Νίκη ότι σημασία έχει να προσπαθούμε για όλους τους ανθρώπους. Κοινώς θέλω να διαπλάσω μια μικρή σοσιαλδημοκράτισσα.
Ο Χρήστος Χωμενίδης για τις καταστροφικές φωτιές της 23ης Ιουλίου
«Το εθνικό πένθος και η ενασχόληση με το τραγικό γεγονός μοιραία κάποια στιγμή φθίνει, γιατί κάτι άλλο θα το αντικαταστήσει. Κι εμείς κάποια στιγμή θα απομακρυνθούμε, ενώ οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τη συμφορά, όταν κρυώσει η πληγή τότε θα καταλάβουν τι πράγματι έχει συμβεί. Οι άνθρωποι στους οποίους συμβαίνουν τέτοια γεγονότα μένουν μετέωροι.
Οταν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα συμβεί κάτι στη ζωή σου και από εκεί που ήταν όλα καλά γίνονται όλα σκατά, κινδυνεύεις να μπεις σε μια κατάσταση ατέρμονου πένθους.
Οταν φύγουν τα φώτα και η κοινωνία στρέψει αλλού το βλέμμα της, αυτοί οι άνθρωποι μένουν μόνοι. Και τότε πρέπει να τους νοιαστούμε...»