Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Γιάννης Μπέζος - Ηρώ Μπέζου: Πατέρας και κόρη εκ βαθέων για το θέατρο & τη ζωή τους

Πατέρας και κόρη. Σαράντα χρόνια στο θέατρο εκείνος. Εννέα εκείνη. Το 2013 έπαιξαν για πρώτη φορά (και μοναδική) στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ και τώρα συναντιούνται για να τραγουδήσουν. Οι δυο τους μοιράζονται μια βαθειά, τρυφερή σχέση και μια μεγάλη αγάπη για το θέατρο.

Γιάννης Μπέζος: «Το πατέρας και κόρη ισχύει πάντα. Αλλά η συμπεριφορά μας, όταν δουλεύουμε μαζί, είναι επαγγελματική. Εγώ έχω την αγωνία μου κι εκείνη έχει τη δική της. Ομολογώ ότι δεν έχω αγωνία για την Ηρώ».

Ηρώ Μπέζου: «Αυτή η συνάντηση, είναι κάτι που θέλουμε να κάνουμε αλλά δεν διακυβεύεται και κάτι τεράστιο μέσα από αυτό. Υπάρχει εμπιστοσύνη. Κάνουμε και μια καλή προετοιμασία.

»Νομίζω ότι δεν υπάρχει η ανάγκη της συνεργασίας μας. Κάποια στιγμή το δοκιμάσαμε. Ούτε έχουμε κάποιο σχέδιο ότι σε δέκα χρόνια θα δουλέψουμε μαζί. Κανείς δεν θέλει να δουλεύει μόνον με τον μπαμπά του, ούτε είναι αυτονόητο».

Ηρώ: Προκατάληψη λόγω επώνυμου δεν αντιμετώπισα από συναδέφλους μου

Γιάννης: «Δεν είναι καν στη σκέψη μας. Ποτέ δεν σκέφτομαι ότι πρέπει να είμαστε μαζί στη σκηνή».

Ηρώ: «Η οικογένεια είναι οικογένεια, δεν αλλάζει αυτό. Η απόσταση στη δουλειά δεν είναι μια δήλωση απέναντι στον περίγυρο, είναι ένας τρόπος ζωής».

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Γιάννης: «Είναι αλήθεια ότι ο γονιός σκέφτεται περισσότερο “τι θα κάνω με το παιδί μου”, αλλά εγώ όχι και τόσο πολύ. Οταν σκέφτομαι ένα έργο δεν είναι η Ηρώ το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. Οι δρόμοι μας έχουν ανεξαρτητοποιηθεί. Κι είναι πιο υγιές αυτό.

»Δεν μ΄αρέσει αυτό που μόλις βγει ένα παιδί στο θέατρο το παίρνει η μάνα του ή ο πατέρας μου και το βάζει στη δουλειά. Είναι προτιμότερο να βοηθήσεις οικονομικά το παιδί σου, παρά να του κόψεις τα φτερά έτσι.

»Δεν αισθάνθηκα ποτέ ανασφάλεια για την Ηρώ. Από την ώρα που άρχισε να καταπιάνεται με το θέατρο, πριν καν μπει στη Σχολή, έβλεπα ότι το΄χει... Εάν έβλεπα ότι δεν το΄χει, θα της το έλεγα εγώ πρώτος. Και, ναι, θα την συμβούλευα με έναν τρόπο να μην ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο. Αλλά έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν χρειάστηκε να της πω τίποτα, κι αυτό είναι πολύ ωραίο. Δεν γίνεται εις το όνομα του πατρός αυτή η δουλειά.

Παραμονές των εξετάσεων στη σχολή της είπα “Πήγανε και πες τα. Και πολύ τους πέφτει!!!”».

Η γενιά της Ηρώς δεν μετράει τα πράγματα με τα δικά μου μάτια, κι ούτε πρέπει

Ηρώ: «Μπήκα στο θέατρο γνωρίζοντας περίπου τι είναι, λιγότερο ανυποψίαστη. Φαντάζομαι πως αν δεν ήμουν κόρη αυτών των δύο γονιών, θα ήταν αλλιώς η ζωή μου. Προκατάληψη όμως λόγω επώνυμου δεν αντιμετώπισα από συναδέφλους μου. Αν αντιμετώπισα κάτι αυτό ήταν από τους δημοσιογράφους».

Γιάννης: «Μέσα στο παιχνίδι είναι κι αυτό, αλλά όλα αυτά τα αμβλύνει ο χρόνος».

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Ηρώ: «Από πολύ μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός. Το είχα σαν δεδομένο στο μυαλό μου, μου άρεσε πάρα πολύ, το ήθελα. Δεν ήταν απόφαση μιας συγκεκριμένης στιγμής. Μου άρεσε και η ζωή του ηθοποιού. Ηταν και ο περίγυρός μας χρωματισμένος από αυτό, δεν είχαμε πολλούς φίλους που δεν ήταν ηθοποιοί. Δεν είχα την ανάγκη να αποστασιοποιηθώ από αυτό. Δεν υπήρχε καμία αποστροφή, δεν μπούκωσα.

»Πήγαινα συνέχεια στα παρασκήνια, μου άρεσε πολύ. Και σήμερα, όταν δουλεύω, έχω μια λειτουργία του παρασκηνίου, να παρατηρώ τα πράγματα.

»Η εποχή που εγώ βγήκα στο θέατρο ενθάρρυνε πολύ το να μην φωταγωγείται ένας, ίσως γιατί ως τότε ήταν πολύ ισχυρό αυτό -ήταν έντονη η έννοια της προσωπικότητας, της διασημότητας. Αλλοι δουλεύουν ομαδικά και το κάνουν μιμητικά ή από αδυναμία και άλλοι από ουσιαστική περιέργεια και αγάπη για το αντικείμενο.

»Το μόνο που μπορώ να πω σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι υπήρχε πιο έντονη η έννοια του ανταγωνισμού, μέσα στην ίδια παράσταση.

Γιάννης: Εχω δει σχεδόν όλες τις δουλειές της, αλλά δεν θέλω να τις κρίνω. Η Ηρώ είναι πάντα από καλή και πάνω

Γιάννης: «Εγώ πιστεύω ότι σήμερα στις ομαδικές δουλειές αυτό ισχύει περισσότερο. Εγώ που έχω σαράντα χρόνια σ΄αυτή τη δουλειά, το διακρίνω. Η γενιά της Ηρώς δεν μετράει τα πράγματα με τα δικά μου μάτια, κι ούτε πρέπει. Η ομαδικότητα δεν έχει καμία σχέση με το ποιος θα φωτιστεί. Αυτός που είναι να φωτιστεί θα φωτιστεί, ο κόσμος να χαλάσει. Είναι θέμα προσωπικότητας και προσωπικής περιπέτειας.

»Ακόμα και στις δουλειές του λεγόμενου εμπορικού θεάτρου, η ομαδικότητα είναι πιο ισχυρή από την ομάδα. Στο Θέατρο Τέχνης, που κι αυτό ένα είδος ομάδας ήταν, ο Κουν ήταν η μεγαλύτερη βεντέτα, η μεγαλύτερη που έβγαλε το ελληνικό θέατρο -πιο πολύ κι από την Βουγιουκλάκη. Χωρίς αυτό να μειώνει την αξία του. Ηταν ένας μεγαλοφυής σκηνοθέτης, ένας μεγαλοφυής άνθρωπος, αλλά βεντέτα. Και πολύ καλά έκανε. Το πάθος του δεν είχε προηγούμενο.

»Μερικές φορές, όχι πάντα, με ξενίζουν παραστάσεις στις οποίες παίζει η Ηρώ. Μπορώ να διακρίνω το πάθος των παιδιών όπως και την τάση να διαφοροποιηθούν. Αυτό είναι μια ανάγκη τους, άλλοτε αποκαλυπτική άλλοτε δεν οδηγεί πουθενά. Η δουλειά που κάνουν οι νεώτεροι, και δεν μιλάω μόνον για τις παραστάσεις της Ηρούς, με ενδιαφέρουν πολύ. Πάω και πληρώνω εισιτήριο και θεωρώ υποχρέωσή μου και να πάω και να πληρώσω.

»Εχω μια επαφή με τη νεώτερη γενιά, πάντα είχα. Τα παιδιά έχουν έναν ενθουσιασμό που εμείς δεν έχουμε πια τόσο πολύ. Τα παιδιά έχουν το μέλλον μπροστά, κάνουν όνειρα μεγάλα, ενώ εμείς κάνουμε μόνον σχέδια. Είναι γοητευτικό να βλέπεις στα μάτια των παιδιών τη μεγάλη απορία, το άλμα στο κενό, που εμείς δεν το έχουμε. Εγώ αισθάνομαι πια σίγουρος, κι αυτό δεν είναι καλό. Θεωρώ σίγουρο ότι μόλις βγω στη σκηνή ο κόσμος θα γελάσει ακόμα κι αν πω τον Εθνικό Υμνο. Αλλά αυτό δεν είναι καλό για να πας παρακάτω».

Οικογένεια Μπέζου

Ηρώ: «Στέκομαι κριτικά απέναντι στις δουλειές του πατέρα μου και άμα υπάρχει ανάγκη του το λέω. Φυσικά και μπορώ να κρίνω τη γενιά του. Ο καθένας έχει την πορεία του, τη διαδρομή του. Προσωπικά μπορεί να νοιώθω πιο δυσάρεστα για δουλειές της δικής μου γενιάς ή της προηγούμενης, των σαραντάρηδων, παρά εκείνων που είναι εξήντα, γιατί κάτι φέρουν. Το θέμα είναι να βλέπεις τα πράγματα με όσο γίνεται λιγότερη προκατάληψη. Δεν είναι μόνο θέμα γενιάς».

Γιάννης: «Πιστεύω ότι όταν μιλάμε για τους νέους, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί -και στην κριτική και στον θαυμασμό. Οι νέοι καταλαβαίνουν, ξέρει ποιος τους κοροϊδεύει και ποιος τους λέει αλήθεια. Θεωρώ αδιανόητο να βγαίνουν άνθρωποι της γενιάς μου δημοσίως και να μιλάνε απαξιωτικά για τους νέους».

Ηρώ: «Νομίζω πως η γενιά μου θαυμάζει πρόσωπα ως σημείο αναφοράς, αλλά ίσως η εποχή μας δεν διαθέτει πολλούς εν ζωή πνευματικούς ανθρώπους. Θέλουμε βοήθεια, θέλουμε ανθρώπους που να μας εμπνέουν, χωρίς να έχουν κάτι το πατερναλιστικό».

Ηρώ: «Το θεάτρο είχε πάντα μια πολύ ισχυρή παρουσία στη ζωή μας».

Γιάννης: Η Ηρώ είναι φτιαγμένη γι΄αυτή τη δουλειά, είναι η πάστα της

Γιάννης: «Ολα στη ζωή μας είχαν μια καλλιτεχνική πατίνα, ήταν σε ένα ενιαίο κλίμα. Δεν ήμασταν μια τυπική οικογένεια -που έτρωγε οικογενειακά. Το σπίτι μας δεν ήταν ψευτοδημοκρατικό. Ηταν ουσιαστικό. Ιδίως η μητέρα της, ορθά και προς τιμήν της, είχε μια στενή σχέση με την Ηρώ. Εγώ είχα λιγότερη, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, κι έχω απολογηθεί γι΄αυτό στην Ηρώ -θα μπορούσα να είμαι περισσότερο μαζί της. Της το έχω παραδεχτεί και το έχουμε συζητήσει».

Ηρώ: «Θυμάμαι πολύ έντονα μια παράσταση που έπαιζε ο πατέρας μου, ήμουν γύρω στα πέντε, τις “Δάφνες και Πικροδάφνες”. Είχε μια σκηνή όπου έψαχνε την καραμπίνα του εναγωνίως, και ο κόσμος γελούσε πολύ κι εγώ ήμουν στεναχωρημένη γιατί ένοιωθα ότι ο μπαμπάς μου έπασχε από την αγωνία. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν αστείο που κάποιος υπέφερε. Ισως όμως αυτή είναι η κωμωδία -κάποιος υποφέρει κι εμείς γελάμε».

Γιάννης: «Εχω δει σχεδόν όλες τις δουλειές της, αλλά δεν θέλω να τις κρίνω. Η Ηρώ είναι πάντα από καλή και πάνω. Ομολογώ ότι ένα από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει ήταν στις πτυχιακές εξετάσεις της σχολής της, όταν έκαναν κάτι με τον Δημήτρη Λιγνάδη, που αφορούσε την ελληνική ποίηση. Ηταν κάτι εξαιρετικά φτιαγμένο που με συγκίνησε πολύ.

»Από εδώ και πέρα ευελπιστώ στο κάτι παραπάνω. Να σπάσει το τσόφλι. Είναι θέμα χρόνου. Είμαι βέβαιος ότι θα γίνει. Δεν παγιδεύομαι από τα καλά λόγια των φίλων και των συναδέλφων για την Ηρώ. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να βάζει κάθε φορά κι ένα χρώμα παραπάνω».

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Ηρώ: «Από τον μπαμπά μου δεν περιμένω κάτι. Θέλω να απολαμβάνει αυτό που κάνει και να έχει αυτή την περιέργεια, την απορία. Να μην κάνει πράγματα που τον δυσαρεστούν, αν και δεν έκανε ποτέ. Να επιτρέπει στον εαυτό του να είναι πάντα καλά. Εκπληξη; Οχι, δεν νομίζω ότι θέλω να μου επιφυλάσσει κάποια έκπληξη. Δεν οφείλει κανείς να αιφνιδιάσει κανέναν. Και ενώ με ενδιαφέρει πολύ τι κάνει ο πατέρας μου δεν με αφορά κιόλας, εννοώ ότι δεν θέλω να παίρνω προσωπικά τη στάση του, επειδή είμαστε αγαπημένοι».

Γιάννης: «Είναι σημαντικό να κάνεις αυτό που πραγματικά θες, που επιθυμεί βαθειά η καρδιά σου. Σημασία έχει να κάνω με πάθος και κυρίως με χαρά τη δουλειά μου. Θέλω να πηγαίνω στην πρόβα, στην παράσταση και να στεναχωριέμαι που φεύγω».

Ηρώ: «Κι εγώ, ακόμα κι όταν δυσφορώ στο θέατρο, χαίρομαι».

Γιάννης: «Η Ηρώ είναι φτιαγμένη γι΄αυτή τη δουλειά, είναι η πάστα της».

Ηρώ: «Εργο για τους δυό μας, δεν έχω σκεφτεί».

Γιάννης: «Να, τώρα που το λέμε, ίσως το ”Πόθοι κάτω από τις λεύκες” του Ο΄Νιλ -ο πατέρας και η νεώτερη σύζυγος. Αλλά μην το πάρετε τοις μετρητοίς».

Μπαμπάς και κόρη, τραγουδούν μαζί

Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης

Γιάννης: «Ηταν μια δική μου σκέψη και μια πρόταση στο Φεστιβάλ. Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Γιάννης Θεοδωράλης έχουν κοινό στοιχείο το έργο του Μίκη Θεοδωράκη. Κινούνται σε ενιαίο κλίμα -τους ονομάζουν “ποιητές της ήττας”. Είναι πολύ λυρικοί, ευαίσθητοι και ποιητικοί.

»Σκεφτόμουν να έχω και μια γυναικεία φωνή και τότε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος μου πρότεινε την Ηρώ. Αν και η Ηρώ δεν θέλει, για δικούς της λόγους, να δουλεύουμε μαζί, και νομίζω πως καλά κάνει, όταν της το πρότεινα, δέχτηκε».

Ηρώ: «Ηταν μια ευκαιρία να μοιραστούμε κάτι σε μια απλή και όμορφη βάση, με μικρή διάρκεια. Ωστόσο απαιτεί προσοχή, ευαισθησία, έχει βάθος. Τα τραγούδια έχουν μια βαρύτητα».

Γιάννης: «Χαίρομαι που γίνεται στο Φεστιβάλ, για να έρθουν σε επαφή και νεώτεροι άνθρωποι. Οι τρεις αυτοί ποιητές αποτελούν ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής και πνευματικής ιστορίας μας -δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Ηταν και πολύ σεμνοί άνθρωποι.

»Εχουμε επιλέξει 25 τραγούδια. Δεν θέλω να είναι λαϊκότροπο το πρόγραμμα, γιατί δεν θα ήμασταν ειλικρινείς με τους ποιητές. Δεν είναι λαϊκότροποι, είναι γνήσια λαϊκοί. Λέγανε την αλήθεια τους. Στον Ελληνα ο στίχος μετράει πολύ. Κι εμείς που είμαστε ηθοποιοί έχουμε μια ευκολία να τραγουδάμε τον στίχο -αν έχουμε μια σωστή φωνή. Οπως έλεγε η φίλη μου η Δήμητρα Γαλάνη, όταν οι ηθοποιοί τραγουδάνε καλά, δεν υπάρχει τραγουδιστής να τους συναγωνιστεί. Γιατί καταλαβαίνουν τι τραγουδάνε. Και επιπλέον δεν φιλοδοξούμε να αποκτήσουμε φήμη τραγουδιστή. Είμαστε απενοχοποιημένοι».

Ηρώ: «Αν ένα κομμάτι έχει μελοποιηθεί από ένα σπουδαίο μουσικό και εστιάσεις στον στίχο, το τεχνικό κομμάτι συμβαίνει ερήμην».

Γιάννης: «Η παράσταση δεν έχει καμία σκηνοθεσία. Ούτε θέλω να μοιάζει με μνημόσυνο. Αλλωστε και οι τρεις ποιητές είχαν πολύ χιούμορ κι αυτό θέλω να βγει. Θέλουμε να είναι κάτι δροσερό, με χαρά. Μαζί μας στον κήπο θα είναι μια ορχήστρα με επτά όργανα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι το κοινό, πώς θα αντιδράσει η πλατεία».

_

«Κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη»: Ο Γιάννης Μπέζος και η Ηρώ Μπέζου τραγουδούν Μανόλη Αναγνωστάκη, Γιάννη Θεοδωράκη και Τάσο Λειβαδίτη.

Στον Κήπο της Πειραιώς 260-Φεστιβάλ Αθηνών

Σάββατο 9 & Κυριακή 10 Ιουνίου στις 23.00

Δευτέρα 11 & Τρίτη 12 Ιουνίου στις 22.00