Κοραλία Καράντη: «Έκανα τον γάμο μου στις 11 το βράδυ για να μην το πάρει κανείς είδηση»
Η Κοραλία Καράντη δεν πέρασε ποτέ απαρατήρητη. Ισως γιατί διαθέτει την αύρα εκείνων των γυναικών που, πίσω από μια ωραία εμφάνιση, κρύβουν ευαισθησία και τη γοητεία μιας κρυφής μελαγχολίας.
«Ναι, ήταν αυτονόητο να γίνω ηθοποιός. Είναι πολύ δύσκολο να ξεφύγει κανείς όταν μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον τόσο καλλιτεχνικό όσο ήταν το δικό μου. Τώρα αναρωτιέμαι αν έκανα καλά να ακολουθήσω αυτό τον δρόμο.
Μεγάλωσα με τον Βύρωνα Πάλλη που παντρεύτηκε τη μητέρα μου -την Αφροδίτη Γρηγοριάδου. Το Καράντη είναι ψευδώνυμο, ή μάλλον, για να ακριβολογώ, ήταν το πατρικό της μητέρας του Βύρωνα. Κάποια στιγμή συζητήσαμε στο σπίτι τι όνομα θα βάλω δίπλα στο Κοραλία, γιατί και πολύ δύσκολο ήταν το επώνυμό μου αλλά και ο πατέρας μου είχε εκφράσει κάποιες αντιρρήσεις στο να γίνω ηθοποιός. Ψηφίσαμε ανάμεσα σε διάφορα ονόματα της οικογένειας, και κέρδισε το Καράντη....
Ο πατέρας μου ζούσε στη Νότιο Αφρική. Εφυγε όταν ήμουν έξι ετών. Οι γονείς μου είχαν ήδη χωρίσει από όταν ήμουν δυόμιση. Δεν ξαναγύρισε ουσιαστικά ποτέ, παρά μόνον στο τέλος της ζωής του. Τον είχα επισκεφθεί κάποιες φορές, όταν τέλειωσα το δημοτικό, και μετά στα δεκάξι μου. Αραιά και που, ερχόταν εκείνος εδώ. Δεν μεγάλωσα μαζί του. Εκανε άλλη οικογένεια στην Αφρική -έχω δύο αδέλφια, αλλά δυστυχώς ο μικρότερος δεν υπάρχει πια στη ζωή. Ο μεγάλος είναι επίσης κάπου στην Αφρική. Δεν έχουμε επαφή».
«Ουσιαστικά με τον πατέρα μου βρεθήκαμε δύο χρόνια πριν πεθάνει, όταν ήρθε στην Ελλάδα, γιατί ήταν άρρωστος. Εκείνη την εποχή τον βρήκα. Ευτυχώς η ζωή που μου τον στέρησε, μου τον επέστρεψε δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, ήταν λίγο καρμικό. Με λύτρωσε... Του κρατούσα κακία γιατί με είχε εγκαταλείψει αλλά έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, με είχε ανάγκη. Αναρωτήθηκα τι θα έπρεπε να κάνω και επέλεξα να κάνω αυτό που θα με έκανε να κοιμάμαι ήσυχη τα βράδια. Του συμπαραστάθηκα απόλυτα μέχρι την τελευταία του μέρα.
Ενα παιδί, γόνος θεατρικής οικογένειας, κοπιάζει περισσότερο για να αποδείξει την αξία του. Αυτή είναι μια βλακώδης προκατάληψη
Ηταν μια μακρινή φιγούρα ο πατέρας μου. Είχα πάντα την έλλειψή του κι ίσως γι΄ αυτό στη ζωή μου επέλεγα συνήθως άνδρες μεγαλύτερους από μένα. Ηθελα κάποιον να με προσέχει.
Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν πολύ εύκολα. Στην ουσία μεγάλωσα με τους παππούδες μου γιατί και η μητέρα μου με το θέατρο έλειπε πολύ. Με έκανε στα 22 της και ήταν πάντα απασχολημένη. Απούσα κι εκείνη. Δύο γονείς απόντες. Ο Βύρωνας ήταν για μένα ο άνθρωπος που μου έδωσε ό,τι μόρφωση και καλλιέργεια έχω. Ηταν πολύ καλλιεργημένος ο ίδιος και με στήριξε σ΄ αυτό. Είχα την κλίση, διάβαζα πολύ λογοτεχνία, αλλά αν δεν είχα την στήριξή του σίγουρα δεν θα είχα αναπτύξει την προσωπικότητα που ανέπτυξα στην πορεία. Του το χρωστάω.
Εκείνα τα χρόνια ο τρόπος ζωής της μητέρας μου με τον Βύρωνα δεν ήταν πολύ συμβατικός. Απουσίαζαν, έκαναν περιοδείες, ταινίες, είχαν θέατρο, ραδιόφωνο... Βίωσα μεγάλη μοναξιά. Ημουν ένα μοναχικό παιδί που μεγάλωνε με μεγάλους ανθρώπους, κι αυτό με επηρέασε. Μου έδωσε μια μελαγχολία. Το σχολείο, τα διαβάσματα τα ζούσα μόνη μου».
«Στο θέατρο, στα καμαρίνια, πήγαινα πολύ, κι έτσι κόλλησα το μικρόβιο, κι ας προσπάθησαν να με αποτρέψουν όλοι. Γι΄αυτό και δεν πήρα ποτέ τον γιο μου -τόσο όσο. Εξετάσεις έδωσα κρυφά, συνωμότησα με τον Μάριο Πλωρίτη, που ήταν φίλος της οικογένειας. Εκείνος μου διάλεξε τα κομμάτια, μου είπε σε ποια σχολή να πάω, το Λαϊκό Πειραματικό Θέατρο όπου είχα καθηγητές τον Λευτέρη Βογιατζή, τη Μάγια Λυμπεροπούλου... Μετά, συνέβη κάτι στη σχολή και φύγαμε πολλά παιδιά. Πήγα στου Κατσέλη όπου και τελείωσα, με καθηγητές όπως τον Καταλειφό. Οι σπουδές μου ήταν σφαιρικές, πλήρεις.
Εζησα την κατάρα της επανάληψης: Χώρισα την ίδια εποχή που είχα μείνει κι εγώ χωρίς τον πατέρα μου
Η πρώτη μου παράσταση ήταν «Οι τρεις άγγελοι» του Ρομπέρ Ισόν σε εκδοχή μιούζικαλ όπου έπαιξα, κατά σύμπτωση, τον ρόλο που είχε παίξει η νονά μου, η Ελλη Λαμπέτη. Η Λαμπέτη ήταν μια εξαιρετικά γοητευτική προσωπικότητα που μάγευε όποιον ήταν δίπλα της. Ενα πλάσμα που δεν νομίζω ότι γρήγορα θα ξαναγεννηθεί στην Ελλάδα. Πολλές φορές σκέφτομαι πόσο τυχερή ήμουν να την έχω νονά. Αισθάνομαι υπερήφανη.
Ποτέ δεν είχα συναίσθηση ότι είμαι όμορφη. Δεν έμπαινα σ΄ αυτή τη λογική. Με θεωρούσα νόστιμη, εντάξει. Αργότερα όταν έγινα γνωστή, ο κόσμος με έκανε να σκεφτώ ότι μπορεί να είμαι πιο όμορφη από κάποιες άλλες. Αλλά πάλι προσπαθούσα να το βάλω στην άκρη κι ίσως, για κάποιους ανθρώπους της δουλειάς να έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είμαι μόνο όμορφη αλλά ότι έχω και ικανότητες. Λόγω αλλαγής επωνύμου δεν με ταύτισαν με τη μητέρα μου και τον Βύρωνα. Ενα παιδί, γόνος θεατρικής οικογένειας, κοπιάζει περισσότερο για να αποδείξει την αξία του. Αυτή είναι μια βλακώδης προκατάληψη».
«Εγινα αμέσως γνωστή και αναγνωρίσιμη, με το «Φως του Αυγερινού». Είχα μόλις τελειώσει τη σχολή και πήρα τον ρόλο από οντισιόν. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ την επιτυχία. Είχα συνηθίσει να ζω σε ένα θεατρικό περιβάλλον κι όταν μου συνέβη το θεώρησα λίγο σαν αυτονόητο, κι ας μην ακουστεί υπερφίαλο. Δεν ξέρω αν έχω κάνει τόση πολλή τηλεόραση, απλώς έτυχε ό,τι έχω κάνει να έχει ακουστεί, να έχει επιτυχία. Σύμπτωση και τύχη μαζί. Εχω πει πολλά «όχι», γι΄ αυτό δεν έβγαλα και λεφτά. Φοβόμουν την υπερέκθεση και πήγαινα με το ένστικτο, όπου χτυπούσε η καρδιά μου.
Πριν τον γάμο μας έγινε ένας κακός χαμός με τους παπαράτσι, για να μάθουν πού θα γίνει
Οταν ήμουν νέα είχα την πεποίθηση ότι όλα τα κάνω καλά. Τώρα κοιτώντας πίσω θεωρώ ότι κάποια πράγματα δεν τα έκανα σωστά, τα έχασα, δεν χειρίστηκα καλά το καλό μου χαρτί. Δεν χτύπησα πόρτες -το θεωρούσα αναξιοπρεπές, δεν κυνήγησα τη δουλειά μου, περίμενα να μου έρθουν όλα. Ημουν λίγο αουτσάιντερ. Από την άλλη, όταν είμαι σε μια δουλειά, δίνομαι ολοκληρωτικά, σπασίκλας. Πιστεύω ότι η λεπτομέρεια αναβαθμίζει τη σειρά και πως ο θεατής έχει εξασκηθεί να προσέχει τις λεπτομέρειες.
Ναι, είναι πολύ δύσκολο να δουλεύεις και να είσαι μητέρα... Δεν ασχολήθηκα καθόλου με την εικόνα μου ή τις δημόσιες σχέσεις μέσα σ΄ αυτή τη δουλειά. Με έναν απλοϊκό τρόπο πίστευα ότι αν εγώ κάνω καλά τη δουλειά μου αυτό είναι αρκετό. Εριξα το βάρος μου εκεί και στο να μεγαλώσω τον γιο μου. Ολα τα άλλα ερχόντουσαν λίγο δεύτερα. Τράβηξα πολύ μεγάλο λούκι, πολύ άγχος...
Εζησα την κατάρα της επανάληψης: Χώρισα την ίδια εποχή που είχα μείνει κι εγώ χωρίς τον πατέρα μου. Ο γιος μου ήταν δυόμιση χρονών, όπως κι εγώ τότε. Οσοι έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο, μπορούν να με καταλάβουν. Με τσάκισε. Εκανα πάρα πολύ καιρό να το ξεπεράσω. Περπατούσα κι έτρεχαν τα μάτια μου. Ακόμα και τώρα που το λέω συγκινούμαι. Είναι μια βαθιά πληγή... Απ΄ αυτό προσπάθησα να προστατέψω τον γιο μου, πέφτοντας επάνω του. Δεν ήθελα να τον κυκλοφορώ. Σκεφτόμουν αυτό που είχα διαβάσει στην Περλ Μπακ, «Ουρανέ μην κοιτάς το παιδί μου». Αυτός ήταν ο στόχος μου».
«Δυσκολεύτηκα πολύ να τα φέρω βόλτα -υπήρξαν εποχές που είχα και θέατρο και τηλεόραση και έλειπα πολύ. Αλλά τα κατάφερα. Είναι ένα καλό παιδί ο γιος μου και νοιώθω μεγάλη ικανοποίηση, τη μεγαλύτερη. Καταλαβαίνει πόσα έχω κάνει για εκείνον και τώρα αρχίζω να δρέπω καρπούς.
Ελεος πια, με τις ψεύτικες μύτες, μάτια, φρύδια, μαλλιά
Είναι αλήθεια ότι και οι δύο γάμοι μου ήταν με πρόσωπα γνωστά. Οταν ήμουν παντρεμένη με τον Τζόνι Καλημέρη, ήμασταν και οι δύο πολύ νέοι και η δημοσιότητα με ενοχλούσε. Χωρίς να το θέλουμε ήμασταν στο στόχαστρο. Δεν μπορούσαμε να έχουμε ιδιωτική ζωή, μας σχολίαζαν. Από αυτή την άποψη ανακουφίστηκα όταν χώρισα. Στάθηκα στα πόδια μου, ένοιωσα ελευθερία. Μετά παντρεύτηκα τον Γιώργο Λιάνη. Πριν τον γάμο μας έγινε ένας κακός χαμός με τους παπαράτσι, για να μάθουν πού θα γίνει. Παντρευτήκαμε στον Αγιο Δημήτρη τον Λουμπαρδιάρη, και ο παπάς συνεργάστηκε μαζί μας και έκανε τον γάμο έντεκα τη νύχτα για να μην το πάρει κανείς είδηση. Τα καταφέραμε. Αν θέλεις, μπορείς να τα αποφύγεις όλα... Ούτε στο διαζύγιο μας ενόχλησαν.
Τώρα γιατί και οι δύο άντρες που παντρεύτηκα ήταν γνωστοί, δημόσια πρόσωπα, δεν ξέρω. Είχαν όμως και οι δύο ένα κοινό στοιχείο: Ηταν κυνηγοί. Και οι δύο με κυνήγησαν για πολύ μεγάλο διάστημα και κατάφεραν με την επιμονή τους, να με κάνουν να ξεπεράσω τη φυσική μου δειλία και αποστασιοποίηση. Ουσιαστικά με κέρδισαν, με έπεισαν. Κανείς τους δεν με άλλαξε στην πορεία. Ούτε κι εκείνοι άλλαξαν. Εκανα το λάθος να αφήνομαι στους ανθρώπους που επέμεναν. Δεν έπρεπε. Γιατί αυτοί που επέμεναν, μου ταίριαζαν λιγότερο σαν ιδιοσυγκρασία. Δεν είναι τυχαίο ότι χώρισα και με τους δύο...»
«Δεν ξέρω αν είμαι φτιαγμένη για να είμαι μόνη μου, δεν είμαι σίγουρη. Είμαι πολύ δοτικός άνθρωπος. Αλλά καλύτερα να είσαι μόνος, παρά κακά συντροφευμένος, κι ας μην είναι ωραίο να μεγαλώνεις σε μοναχικό δρόμο. Δεν ερωτεύομαι συχνά. Ούτε μου αρέσει να κυνηγάω. Είμαι παραδοσιακή ως έναν βαθμό, αλλά όχι συντηρητική, συμβατική. Θέλω την ουσία του πράγματος.
Στην αρχή φοβόμουν να κάνω τη Μαργκό. Γενικώς οι ηθοποιοί αποφεύγουν να κάνουν ήρωες που είναι αρνητικοί
Είμαι απόλυτα συμφιλιωμένη με το γεγονός ότι μεγαλώνω. Είναι εφιαλτική όλη αυτή η τρέλα της εποχής με την ηλικία. Ελεος πια, με τις ψεύτικες μύτες, μάτια, φρύδια, μαλλιά. Δεν λέω βέβαια να αφήνεσαι. Είναι ωραίο να μεγαλώνεις, κι αν δεν μεγαλώνεις ωραία, ας το βοηθήσεις και λίγο, αλλά χωρίς πανικό. Είναι υπέροχο να μεγαλώνεις -πλούτος, εμπειρίες. Γίνεσαι γίνεσαι πιο επιεικής, ανοίγει το μυαλό σου, αποκτάς γνώσεις.
Γιατί τιμωρούμε τους ανθρώπους που μεγαλώνουν; Τις γυναίκες, κυρίως, τις βάζουμε στο στόχαστρο. Θέλει κότσια για να αντισταθείς σ΄ αυτό, να μην το ντρέπεσαι, να το διεκδικείς. Δεν μ΄ αρέσει η κατινίστικη συμπεριφορά. Αυτή η εικόνα της bimbo που πλασάρεται πάει μαζί με τη συμπεριφορά της γατούλας... Που είναι οι κανονικές γυναίκες;
Εχω φίλες, φίλους, πολλούς καλλιτέχνες. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι ομοφυλόφιλοι, άντρες και γυναίκες. Νομίζω γιατί έχουν έναν αντισυμβατικό τρόπο ζωής. Υπάρχει μια ελευθερία και μαζί ένας ωραίος τρόπος να αναζητάς την αλήθεια».
Η Μαργκό και το «Τατουάζ»
«Η Μαργκό είναι ένας πραγματικά ιδιαίτερος ρόλος. Εχει πολύ μοντέρνα στοιχεία όπως το ομοφυλοφιλικό ή καλύτερα το bisexual υπόβαθρο, όλη αυτή την αρσενική περσόνα που είναι πιο φανερή από τη θηλυκή. Και μαζί, στο κομμάτι της μυθοπλασίας, όλη αυτή τη μηχανορραφία που θυμίζει ήρωες της μαφίας. Θυμίζει ηρωίδα αμερικανικής σειράς. Χάρηκα πολύ που μου έτυχε στον δρόμο μου. Στην αρχή φοβόμουν λιγάκι, γιατί δεν είχα ξανακάνει κάτι τέτοιο. Γενικώς οι ηθοποιοί αποφεύγουν να κάνουν ήρωες που είναι αρνητικοί.
Χαίρομαι γιατί η Μαργκό είναι ένα πρόσωπο που δεν έχει απολύτως καμία, μα καμία, σχέση με μένα. Κι αυτό μου δίνει μεγάλη ελευθερία. Βέβαια φοβόμουν. Φοβόμουν να το κάνω. Αναρωτιόμουν πώς θα το δεχτεί ο κόσμος. Είναι μια ηθοποιίστικη ματαιοδοξία αυτό. Αλλά, κι αυτό ήταν μια έκπληξη για μένα, ο ρόλος έχει αγαπηθεί. «Κακούργα μου εσύ» με είπε πρόσφατα μια κυρία, πολύ γλυκά....
Ο ρόλος του κακού έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά είναι κουραστικός, γιατί απαιτεί να είσαι συνέχεια στην τσίτα. Εγώ είμαι ένας ήρεμος άνθρωπος από ιδιοσυγκρασία, δεν είμαι καθόλου διεκδικητική».