Μαντάμ Μποβαρύ: Το αριστούργημα του Γκυστάβ Φλομπέρ που σκανδάλισε τη Γαλλία του 19ου αιώνα
Ο Γκυστάβ Φλομπέρ γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1821, στη Ρουέν, στην βόρεια Γαλλία. Ήταν ο δεύτερος γιος της Ανν Ζουστίν Καρολίν και του Ακίλ Κλεοπάς Φλομπέρ, διευθυντή και χειρουργού του μεγαλύτερου νοσοκομείου της Ρουέν.
Ξεκίνησε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία, και πηγές τοποθετούν τα πρώτα του γραπτά στα οκτώ του χρόνια.
Σε μια επίσκεψη στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1846, στο ατελιέ του γλύπτη Τζέιμς Πραντιέρ, ο Φλομπέρ γνώρισε την ποιήτρια Λουίζ Κουλέτ. Έγινε η ερωμένη του, αλλά η σχέση τους κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν. Kαθώς η Λουίζ ήταν παντρεμένη και ο ίδιος ιδιαίτερα ανεξάρτητος, η ζήλια μπήκε ανάμεσά τους και έκανε τον χωρισμό αναπόφευκτο. Πήραν διαφορετικούς δρόμους το 1855.
Πάντως, αντάλλαξαν μεταξύ τους τεράστια αλληλογραφία, και σήμερα η αλληλογραφία αυτή, καθώς και γράμματα που αντάλλαξε με άλλους καταξιωμένους συγγραφείς και φίλους του, κατατάσσεται ανάμεσα στα αριστουργήματα του Φλομπέρ. Ο ίδιος δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Ο λόγος αποκαλύπτεται σε ένα από τα μακροσκελή γράμματά του στην Κουλέτ, τον Δεκέμβριο του 1852. “Δεν θα μπορούσα ποτέ να μεταδώσω τα δεινά και την ντροπή της ύπαρξης σε απόγονο” της γράφει.
Τελειομανία
Ο Φλομπέρ φημίζεται για το συγγραφικό του στιλ, στο οποίο απέφευγε διακαώς το ανακριβές, το αφηρημένο, τις αόριστες και απροσδόκητες εκφράσεις, και απείχε σχολαστικά από τα κλισέ. Σε ένα γράμμα του στον Τζώρτζ Σάντ γράφει πως περνά το χρόνο του “προσπαθώντας να γράψει αρμονικές εκφράσεις, αποφεύγοντας τις παρηχήσεις".
Ο Φλομπέρ πίστευε, και επεδίωκε, την εύρεση της “σωστής λέξης” - “le mot juste”, που θεωρούσε ότι ήταν το κλειδί στην προσπάθεια επίτευξης πραγματικής ποιότητας στην τέχνη της λογοτεχνίας. Δούλευε σε κατηφή απομόνωση -μερικές φορές παίρνοντας ως και μία βδομάδα για να ολοκληρώσει μία μόνο σελίδα- όντας σπάνια ευχαριστημένος με ό,τι είχε γράψει. Στην αλληλογραφία του αποκαλύπτει πως η σωστή πρόζα δεν του έβγαινε αβίαστα αλλά ήταν αποτέλεσμα σκληρής εργασίας και διόρθωσης.
Εκτίμηση του κριτικού Τζέιμς Γουντ
“Οι συγγραφείς θα έπρεπε να ευχαριστούν τον Γκυστάβ Φλομπέρ με τον ίδιο τρόπο που οι ποιητές ευχαριστούν την άνοιξη· όλα ξεκινούν ξανά με αυτόν. Υπάρχει πράγματι μια εποχή πριν τον Φλομπέρ και μία μετά. Καθιέρωσε αποφασιστικά ό,τι οι περισσότεροι αναγνώστες και συγγραφείς θεωρούν σύγχρονο ρεαλισμό στη λογοτεχνία, και η επιρροή του είναι σχεδόν υπερβολικά οικεία ώστε να γίνει αντιληπτή. Παρατηρούμε σπάνια ένα σωστό πεζό κείμενο που ευνοεί τη λαμπερή και λαμπρή λεπτομέρεια· που ενισχύει ένα μεγάλο βαθμό οπτικής “παρατήρησης”·¨που διατηρεί μια ψυχραιμία χωρίς συναισθηματισμό και ξέρει πώς να αποσυρθεί από τον επιφανειακό σχολιασμό· που κρίνει το καλό και το κακό ουδέτερα· που αποζητά την αλήθεια, ακόμα και με το ρίσκο να απωθήσει τον αναγνώστη. Μπορεί κανείς να βρει λίγα από αυτά τα στοιχεία στον Ντεφό, την Όστεν και τον Μπαλζάκ, αλλά όχι όλα πριν από τον Φλομπέρ”.
“Δεν υπάρχει αλήθεια. Υπάρχει μόνο αντίληψη”.
Η “Μαντάμ Μποβαρύ” διαδραματίζεται στην επαρχιακή βόρεια Γαλλία, κοντά στην πόλη της Ρουέν στη Νορμανδία -και γενέτειρα του Φλομπέρ. Ο Σαρλ Μποβαρύ είναι ένας ντροπαλός, περίεργα ντυμένος έφηβος που καταφθάνει στο νέο του σχολείο, όπου και δέχεται κοροϊδίες από τους νέους συμμαθητές του. Μετά από τεράστια προσπάθεια, καταφέρνει να αποκτήσει πτυχίο Ιατρικής από μια σχολή δεύτερης διαλογής και διορίζεται στη δημόσια Υπηρεσία Υγείας της Περιοχής. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι’ αυτόν, την δυσάρεστη αλλά πλούσια χήρα Ελοίζ Ντουμπούκ. Τότε, μετακομίζει το ιατρείο του στο χωριό Τοτ.
Μια μέρα, ο Σαρλ επισκέπτεται μια φάρμα της περιοχής ώστε να περιποιηθεί το σπασμένο πόδι του κτηματία, και γνωρίζει την κόρη του, Έμμα Ρουό. Η Έμμα είναι μια όμορφη, κομψά ντυμένη νεαρή γυναίκα που έχει λάβει “σωστή” εκπαίδευση σε μοναστήρι. Έχει μια δυνατή ανάγκη για ζωή με λούσα και ρομάντζο, το οποίο έχει εμπνευστεί διαβάζοντας δημοφιλή μυθιστορήματα της εποχής. Ο Σαρλ την ερωτεύεται αμέσως, και επισκέπτεται τον ασθενή του πολύ περισσότερο από το αναγκαίο, οδηγούμενος από τη λαχτάρα του να την δει, μέχρι που η ζήλια της Ελοίζ βάζει ένα τέλος στις επισκέψεις του.
Όταν η Ελοίζ πεθαίνει απρόσμενα, ο Σαρλ περιμένει ένα αποδεκτό διάστημα προτού φλερτάρει την Έμμα με σοβαρότητα.
Το μυθιστόρημα τότε μετατοπίζει την εστίασή του στην Έμμα. Ο Σαρλ έχει καλές προθέσεις, αλλά είναι βραδυκίνητος και ατσούμπαλος. Αφότου αυτός και η Έμμα παρίστανται σε ένα καλαίσθητο χορό που διοργανώνει ο Μαρκήσιος του Αντερβιλιέ, η Έμμα αποφασίζει ότι ο έγγαμος βίος με τον σύζυγο της είναι βαρετός και γίνεται απαθής. Ο Σαρλ τότε αποφασίζει πως η γυναίκα του χρειάζεται μια αλλαγή σκηνικού και μετακομίζει το ιατρείο του σε μια μεγαλύτερη, εμπορική πόλη, την Γιόνβιλ. Εκεί, η Έμμα γεννάει την κόρη της, Μπέρθε, αλλά ούτε η μητρότητα γεμίζει το κενό στη ζωή της. Στην Γιόνβιλ γνωρίζει έναν έξυπνο νέο, φοιτητή Νομικής, τον Λεόν Ντουπουί, ο οποίος μοιράζεται πολλά από τα ενδιαφέροντα της και την εκτίμηση της για την λογοτεχνία και την μουσική. Ανήσυχη για την διατήρηση της εικόνας της ως αφοσιωμένη μητέρα και σύζυγος, η Έμμα δεν παραδέχεται το πάθος της για τον Λεόν, βρίσκοντας παρηγοριά στη σκέψη της αθωότητάς της. Ο Λεόν, σε απόγνωση από έρωτα για αυτήν, μετακομίζει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Μια μέρα, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας με έκλυτη ζωή, ο Ροντόλφ Μπουλανζέ, φέρνει έναν υπηρέτη του στο ιατρείο του Μποβαρύ. Το μάτι του πέφτει αμέσως στην Έμμα, και υποπτεύεται πως θα μπορέσει εύκολα να την παρασύρει. Την προσκαλεί για ιππασία με πρόφαση την υγεία της και ο άνδρας της, ανήσυχος για αυτήν και καθόλου καχύποπτος απέναντί της, συμφωνεί αμέσως. Η Έμμα και ο Ροντόλφ συνάπτουν κρυφό δεσμό. Αυτή, αναλωμένη από την ερωτική της φαντασίωση, ρισκάρει να αποκαλυφθεί με επισκέψεις και γράμματα στον εραστή της. Μετά από τέσσερα χρόνια, του προτείνει να κλεφτούν. Ο Ροντόλφ όμως δεν μοιράζεται τον ενθουσιασμό της και την ημέρα που έχουν κανονίσει να συναντηθούν για να διαφύγουν, την χωρίζει με ένα αυτοκαταστροφικό, απολογητικό γράμμα που έχει κρύψει στο κάτω μέρος ενός καλαθιού με βερίκοκα που της στέλνει. Το σοκ πέφτει τόσο βαρύ στην ήδη εύθραυστη ψυχολογία της Έμμα, που πέφτει βαριά άρρωστη και στρέφεται προσωρινά στον Θεό.
Όταν αναρρώνει τελείως, βρίσκεται στην όπερα με τον σύζυγό της μετά από προτροπή του, κάπου κοντά στη Ρουέν. Η όπερα ξαναξυπνά τα κοιμισμένα πάθη της και εκεί συναντά τυχαία τον Λεόν, πλέον μορφωμένο και εργαζόμενο στη Ρουέν. Ξεκινούν ένα δεσμό και συναντιούνται κρυφά ενώ ο Σαρλ νομίζει πως η Έμμα παρακολουθεί μαθήματα πιάνου. Η Έμμα ταξιδεύει μέχρι τη Ρουέν κάθε βδομάδα, και μένουν πάντοτε στο ίδιο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, που πλέον θεωρούν σπίτι τους. Στην αρχή ο έρωτας τους είναι αμοιβαίος, αλλά σύντομα ο Λεόν κουράζεται με τον υπερβολικό συναισθηματισμό της Έμμα, και αυτή αποκτά αμφιβολίες για αυτόν. Παράλληλα η Έμμα αποκτά τεράστια χρέη, ενδίδοντας στην αδυναμία της για είδη πολυτελείας.
Ούσα χρεωμένη σε τεράστιο βαθμό, ζητά δανεικά από όποιον γνωρίζει, μεταξύ των οποίων και ο Ροντόλφ και ο Λεόν, και απορρίπτεται απ’ όλους. Βρισκόμενη σε απόγνωση, παίρνει αρσενικό και πεθαίνει αγωνιωδώς. Ο Σαρλ, απαρηγόρητος, παραδίδεται στη θλίψη και προσπαθεί να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή με κάθε κόστος. Μια μέρα, βρίσκει την αλληλογραφία της με τον Ροντόλφ και τον Λεόν, και μαραζώνει από θλίψη μέχρι που πεθαίνει. Η κόρη της Έμμα και του Λεόν καταλήγει δίχως οικογένεια να εργάζεται ως υπηρέτρια σε μύλο.
Η έκδοση της “Μαντάμ Μποβαρύ” το 1856 προκάλεσε μάλλον σκάνδαλο παρά θαυμασμό· δεν έγινε κατανοητό άμεσα πως αυτό θα αποτελούσε το πρώτο βιβλίο μιας νέας εποχής: την αυστηρά αληθινή απεικόνιση της ζωής. Σταδιακά, η ιδιοφυΐα του βιβλίου έγινε αποδεκτή, και άρχισε να επισκιάζει τα σύγχρονα μυθιστορήματα. Όταν πέθανε, ο Φλομπέρ θεωρούνταν ο συγγραφέας με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κίνημα του γαλλικού Ρεαλισμού.
Όταν ρωτήθηκε από που άντλησε έμπνευση για την ηρωίδα του, ο Φλομπέρ απάντησε: “Η Μαντάμ Μποβαρύ είμαι εγώ.”