Φωτογραφία: NDP

«Πώς είναι η συμβίωση με μία Πριμαντόνα;» Ο Βασίλη Βασιλικός απαντά στην αφοπλιστική ερώτηση

Ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Πολύπλευρη προσωπικότητα: Ο Βασίλης Βασιλικός δεν είναι απλώς ένας συγγραφέας -με πολυδιαβασμένα και πολυμεταφρασμένα βιβλία, μεταξύ των οποίων και το «Ζ» που έγινε ταινία από τον Κώστα Γαβρά, και τώρα, όπερα από την Λυρική Σκηνή. Είναι μια ξεχωριστή μορφή που αφήνει το δικό της αποτύπωμα.

Τι κρατάτε από τα παιδικά και εφηβικά σας χρόνια; Πόσο σας καθόρισε η οικογένεια;

«Τα πάντα. Η οικογένεια, πατέρας και μητέρα, ήταν μορφωμένοι άνθρωποι (η μητέρα μου ήταν απόφοιτη της Σχολής Καλογραιών (Ουρσουλίνες) της Τήνου (γαλλομαθής) και ο πατέρας μου δικηγόρος και πολιτευτής της γενέθλιας πόλης μου της Καβάλας. Υπήρξε μάλιστα και βουλευτής του Ελευθερίου Βενιζέλου για ένα εξάμηνο, ως την 4η Αυγούστου 1936. Τον προηγούμενο χρόνο (1935) είχε πάρει μέρος στο Κίνημα της Δημοκρατικής Αμυνας και καταδικάστηκε εις θάνατον, αλλά δόθηκε χάρις από τον Βασιλιά και εκτελέστηκαν μόνο οι στρατιωτικοί του Κινήματος.

Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά βιβλία, ολόκληρη η σειρά του Πάπυρου θυμάμαι, με τους αρχαίους συγγραφείς στο πρωτότυπο και σε μετάφραση. Η μάνα μου διάβαζε πολλή γαλλική λογοτεχνία και οι αγαπημένοι της ήταν ο μυθιστοριογράφος Μωρίς Ντεκομπρά και ο ποιητής Πώλ Ζεραλντύ. Στο πορτοφολάκι της είχε πάντα διπλωμένο σε χειρόγραφο το «Αν» του Κίπλιγκ. Ο πατέρας μου έγραφε πολιτικά άρθρα στον τοπικό τύπο από το 1926. Πίστευε στον Λένιν. Το ημερολόγιο του από την Μικρασιατική Εκστρατεία θα επανακυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Πατάκη. Καταλαβαίνετε ότι τέτοιο περιβάλλον υπήρξε για μένα καθοριστικό».

Με τον Κώστα Γαβρά και τη σύζυγό του Βάσω Παπαντωνίου -Φωτογραφία: NDP

Ποια ήταν η αφετηρία για το γράψιμο; Πότε είπατε μέσα σας «θα γίνω συγγραφέας» και «είμαι συγγραφέας»;

«Η αφετηρία ήταν το σχολείο από το οποίο αποφοίτησα, το Κολλέγιο Ανατόλια. Εκεί ένας Αμερικάνος ζωγράφος μας δίδαξε Ελιοτ και Κάφκα κι ένα άλλος δάσκαλος τον Μάκβεθ του Σαίξπηρ στο πρωτότυπο. Η πρώτη μου εργασία στο σχολείο, στην 5η Γυμνασίου ήταν για τον Σεφέρη, τον Παπαδιαμάντη σε σχέση με τον Ντίκενς και τον Λορέντζο Μαβίλη. Αλλά το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα σε ηλικία 15 χρονώ, το 1949, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutemberg. Είναι ένα μυθιστόρημα που αφορά τη βουλγαρική κατοχή στην Καβάλα, με έναν εξαιρετικό επίμετρο του Θανάση Αγάθου που έκανε και την επιμέλεια. Το διάβασα πρώτη φορά τώρα και μετριοφρόνως το θεωρώ το…καλύτερο βιβλίο μου».

Τι και ποιοι σας καθόρισαν;

«Ο συγγραφέας που όχι με καθόρισε, αλλά με έφτιαξε συγγραφέα ήταν ο Αντρέ Ζιντ. Μεταφράζοντας τον «Θησέα» του (βραβείο Νόμπελ 1946) έγραψα το δικό μου «Ιάσονα» (το πρώτο μου τυπωμένο βιβλίο το 1953 και διαβάζοντας αργότερα την «Πανούκλα» του Καμύ έγραψα το δεύτερο «Θύματα Ειρήνης». Ακολούθησαν Ιονέσκο, Κάφκα και οι «μπήτνικς» (Κέρουακ, Γκίνζμπεργκ) Αυτοί οι τρεις εμπνεύσαν την τριλογία μου «Το Φύλλο- Το Πηγάδι- Τ’ Αγγέλιασμα». Εκτοτε ακολούθησαν πολλοί. Εξ αιτίας τους έγραψα κι εγώ πολλά βιβλία. Δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη».

Η εποχή, το κλίμα, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πορεία σας -συνειδητά ή ασυνείδητα;

«Η εποχή ήταν άνυδρη και αιματοβαμένη. Πόλεμος, εμφύλιος κτλ. Ενας έφηβος μετέχει και ως αμέτοχος. Δηλαδή άθελά του («ασυνείδητα» όπως σωστά το διατυπώνετε) κουβαλά την εποχή που τον διαμορφώνει».

Με τον Γιάνη Βαρουφάκη -Φωτογραφία: NDP

Πώς μετατρέπεται η ιστορία σε Ιστορία;

«Η ιστορία μετατρέπεται σε Ιστορία κεφαλαποιώντας την».

Το «Ζ», με αφορμή και την όπερα στο Νιάρχος, θα λέγατε ότι είναι η ταυτότητά σας; Ξεχωρίζετε τα έργα σας; Τα κρίνετε εκ των υστέρων;

«Με συγχωρείτε που θα σας διορθώσω. Όχι στο «Νιάρχος» αλλά στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Το Ζ έγινε η «ταυτότητά» μου που οφείλεται νομίζω στην πολιτική συγκυρία και στη θαυμάσια ταινία του Κώστα Γαβρά που προέκυψε απ’ αυτό. Η δική μου συγγραφική ταυτότητα, αν θέλετε, βρίσκεται κυρίως στο μυθιστόρημα «Γλαύκος Θρασάκης» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Τόπος» στην οριστική του μορφή που είναι η πρώτη του 1976. Κάποτε τα βιβλία μου τα ξεχώριζα σε δυο κατηγορίες: «μυθοποιητικά» και «απομυθοποιητικά». Τώρα πιστεύω ότι και τα απομυθοποιητικά είναι κι αυτά μυθοπλασίες. Εκ των υστέρων δεν τα κρίνω διότι ακολουθώ τη ευαγγελικό ρητό «μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε». Τα «κρίνει» η κριτική που είναι, όπως την όρισε ο Γιώργος Μακρής το «καλό κρασί που γίνεται ξύδι»».

Εχετε γράψει με θάρρος για την προσωπική σας ζωή -«Το τελευταίο αντίο», για παράδειγμα. Πόσο δύσκολο είναι; Πόσο προσωπικός είναι ο συγγραφέας, πόσο ειλικρινής μπορεί να γίνει;

«Οντας βιωματικός συγγραφέας η αντιβίωση που παίρνω γίνεται δια της γραφής για να μου περάσει το κρυολόγημα. Θέλω να πω ότι συνήθως λέμε «ο κύριος είναι θεράπων της τέχνης». Λάθος: ο κύριος είναι θεραπευόμενος δια της τέχνης».

Αλήθεια πως είναι η συμβίωση με μια Πριμαντόνα; Δύο άνθρωποι της τέχνης, του πνεύματος μαζί…

«Μου αρέσει αυτή η ερώτηση. Είστε η πρώτη δημοσιογράφος που μου την κάνει. Η συμβίωση που αριθμεί ήδη 35 χρόνια είναι για την ακρίβεια συζυγία δύο πλανητών που ό,τι τα έλκει είναι η διαφορετικότητά τους. Η Βάσω ταγμένη στη Μουσική, εγώ στο Λόγο. Όμως η Πριμαντόνα όπως την αποκαλείτε εκτός από τη Μουσική για τη Μουσική εδώ και 20 χρόνια παλεύει να υλοποιήσει για τη μουσική παιδεία στον τόπο μας τα δύο οράματα της: να αποκτήσει η χώρα μας ένα κτίριο Οπερας ισάξιο με τους σπουδαίους καλλιτέχνες που έχει αναδείξει –πράγμα που υλοποίησε τελικά το Κ.Π.Ι.Σ.Ν. – και δεύτερο και το σπουδαιότερο γι’ αυτήν να αποκτήσει η χώρα μια «Ακαδημία Λυρικής Τέχνης» (που θα περιλαμβάνει και τις επτά δεξιότητες της τέχνης αυτής) που θα φέρει το όνομα «Μαρία Κάλλας», στο κτίριο όπου έζησε νεαρή η Κάλλας, στην Αθήνα. Και αυτό το πέτυχε μετά από μεγάλο αγώνα. Η υλοποίηση του είναι στο ξεκίνημα. Η ίδια, αν τη ρωτήσετε, μπορεί να σας πει περισσότερα. Οσο για την «συμβίωση» είναι αρμονική γιατί και οι δυο δεν έχουμε απωθημένα με την τέχνη μας. Κάναμε από τα νιάτα του ο καθένας αυτό για το οποίο ένιωθε ταγμένος».

Με τη σύζυγό του Βάσω Παπαντωνίου -Φωτογραφία: NDP

Εχετε ζήσει στο εξωτερικό. Γιατί δεν μπορούμε να τους μοιάσουμε; Γιατί πάντα μας κρατάει κάτι πίσω;

«Γιατί τους τρεις μεγάλους αναμορφωτές που αποκτήσαμε από την Απελευθέρωση και μετά τον μεν πρώτο τον Καποδίστρια τον σκοτώσαμε, τον δεύτερο τον Χαρίλαο Τρικούπη δεν τον βγάλαμε καν βουλευτή («ανθ’ ημών ο Γουλιμής») και τον τρίτο τον Ελευθέριο Βενιζέλο προτιμήσαμε με 94% αντ’ αυτού την επιστροφή του βασιλιά το 1920 κι εν συνεχεία προσπαθήσαμε να τον σκοτώσουμε τρεις φορές ανεπιτυχώς ώσπου ως αεροδρόμιο πια δεν κινδυνεύει από καμιά απόπειρα. Ετσι η χώρα μας έχασε τις τρεις μοναδικές ευκαιρίες για να οργανωθεί σε σύγχρονο αστικό κράτος. Παρέμεινε ως νοοτροπία στην αγροτική εποχή».

Σας διέψευσε (κι) εσάς η αριστερά; Πώς νοιώθετε για την Ελλάδα σήμερα; Τι σας γοητεύει και τις σας απογοητεύει;

«Η αριστερά (αν υπάρχει τέτοιο πράμα παγκοσμίως τα τελευταία είκοσι χρόνια) δεν μπορούσε να διαψεύσει εμένα που δεν υπήρξα ποτέ οργανωμένος αριστερός. Υπήρξα «οργανικός διανοούμενος». Δηλαδή οπαδός του Γκράμσι που το 1922 στην συνδικαλιστική εφημερίδα της Φιατ του Τορίνο όπου άρθρογραφούσε διεφώνησε με το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ. Δεν καταλαβαίνω όμως την ολομέτωπη επίθεση των ΜΜΕ εναντίον της παρούσας κυβέρνησης. Ολα τους φταίνε; Δεν βρίσκουν τίποτα θετικό; Ούτε καν την κοινωνική της ευαισθησία που αναντίρρητα υπάρχει; Ζω την κρίση σαν όλους τους Συνέλληνες. Ο «αόρατος εχθρός», η χρηματοπιστωτική δικτατορία, είναι πρωτοφανής στα χρονικά της ανθρωπότητας. Αρχισε στη δεκαετία του’80 και γιγαντώνεται συνεχώς. Ελπίζω στο ανάχωμα Μακρον, η γραμμή Μαζινό της Ευρώπης. Ιδωμεν!»

Διάβασα σε πρόσφατη συνέντευξή σας στα «Νέα» ότι ο Φώτης Κουβέλης είναι ο «άγιος» της ελληνικής πολιτικής. Τι ακριβώς εννοείτε;

«Με το «άγιος» εννοώ ο «αναμάρτητος». Ως πολιτικός. Εδωσε ο άνθρωπος χέρι βοήθειας και ομοψυχίας, ώσπου το «μαύρο» της ΕΡΤ δεν το άντεξε. Τώρα δέχτηκε να γίνει «υφυπουργός» πάλι για να βοηθήσει. Και είναι προς τιμήν του αυτό».

Ο χρόνος είναι πάντα εχθρός;

«Ο χρόνος δεν είναι ποτέ εχθρός. Ο εχθρός είναι χρόνιος».

Φωτογραφία: NDP