snikthehustla

Γιατί δεν πρέπει να θεωρήσουμε το «τραγούδι» του Snik απλώς μια μόδα

Όσοι ανήκουμε σε μια παλιότερη γενιά, οι λέξεις «ραπ» και «χιπ χοπ» εξέφραζαν ένα μουσικό είδος αντισυστημικό και επαναστατικό, μια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι στην κοινωνική αδικία και στον ρατσισμό.

Να, όμως, που τα τελευταία χρόνια έχει ξεπηδήσει μια νέα κατηγορία, όπως την αποκαλούν -συγγνώμη, αλλά εγώ δυσκολεύομαι να τη θεωρήσω μουσική- η τραπ. Ναρκωτικά, όπλα, τοξική αρρενωπότητα, απαξίωση του γυναικείου φύλου, προώθηση της κουλτούρας του βιασμού και του μίσους που μάλιστα προβάλλεται και ως «κατόρθωμα» ή «μαγκιά», αποτελούν κατά βάση τη θεματολογία των εν λόγω «καλλιτεχνών». Ένας από αυτούς και ο Snik, που έχει αναστατώσει τις τελευταίες μέρες τα social media με ένα κομμάτι με τίτλο «Chinchilla».

Διαβάζοντας τους στίχους του εν λόγω άσματος, φρίττει κανείς με τη χυδαιότητα, την αποθέωση παράνομων πράξεων και την προβολή ενός ακραία φαλλοκρατικού προτύπου. Θα παραλείψω το κατά πόσο αυτό το παραλήρημα μπορεί να θεωρηθεί τραγούδι ή τέχνη, γιατί αυτά είναι και γούστα, και θα μείνω στη σοβαρότητα του θέματος.

Ο Snik λοιπόν είναι ένας τύπος με αμέτρητους followers, το κάθε κομμάτι που ανεβάζει στο διαδίκτυο μετράει άπειρα views -μπορεί πολλά από αυτά και από περιέργεια- αλλά κυρίως είναι ένας άνθρωπος που ασκεί μεγάλη επιρροή στη νέα γενιά. Περπατώντας ένα βράδυ στην πλατεία της περιοχής μου, άκουσα μια παρέα να χαχανίζει και να τραγουδάει δυνατά ένα ανάλογου ύφους και ήθους τραγούδι, με εμφανή τη διάθεση των παιδιών να «κάνουν την πλάκα τους». Θα πει κάποιος, ας φροντίσει το σχολείο και η οικογένειά τους να τους μάθει να διακρίνουν και να αξιολογούν. Ναι μεν, αλλά... Πώς να αποκλείσεις έναν νέο άνθρωπο από το ίντερνετ και πώς πραγματικά να αντικρούσεις το επιχείρημα «Μα δεν μας αρέσει, τρολάρουμε».

Η τέχνη έχει όρια θα πει κανείς; Κι αν επικαλεστούμε τον αντιρατσιστικό νόμο και ζητήσουμε την παρέμβαση του εισαγγελέα για κάθε Snik, δεν ανοίγουμε τους ασκούς του Αιόλου για μια σειρά από απαγορεύσεις, επειδή απλώς κάτι δεν μας αρέσει ή δεν μας βολεύει; Ή μήπως θα πρέπει να ποινικοποιήσουμε παλιότερα τραγούδια, όπως το «Αχ ρε παλιομισοφόρια» -που προσωπικά πολύ το βαριέμαι, αλλά και πάλι γούστα είναι αυτά-, ή το για «Όλα φταίνε οι γκόμενες»;

Ας ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Η λογοκρισία αντιβαίνει στις δημοκρατικές αρχές, όπως όμως και η εξύβριση ή η κατάφωρη προσβολή μεγάλων –ή και όχι τόσο μεγάλων- πληθυσμιακά ομάδων. Ποια είναι η διαχωριστική γραμμή; Στην περίπτωση του Snik τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: βωμολοχίες, σαφείς επιθέσεις και ταπεινωτικές εκφράσεις, που δεν υπονοούν, αλλά ευθαρσώς αποκαλούν τις γυναίκες, πόρνες (το γράφω κομψά), εξυψώνοντας τη βία ως ανδραγάθημα, πρωταγωνιστούν σε κάθε πρόταση.  Μέχρι σήμερα τέτοια τραγούδια ποτέ δεν είχαν βγει στον «αέρα». Μιλάμε για ένα φαινόμενο της δικής μας εποχής, μιας εποχής μάλιστα που θέλει να περηφανεύεται για τα βήματα που κάνει στον τομέα των διακρίσεων.

Ακόμα και κάποια παλιά τραγούδια τύπου «Από κανάρα σε κανάρα θα γυρνάω» που προέβαλλαν το πρότυπο ενός άνδρα macho, δεν έφταναν ποτέ σε τέτοιο επίπεδο ηθικής παρακμής, άσε που για να πούμε και τη μαύρη αλήθεια, ήταν και απόλυτα συνυφασμένα με τη γενικότερη ιδέα που επικρατούσε τότε στην κοινωνία σχετικά με την αρρενωπότητα. Κι αν οι γιαγιάδες μας έλεγαν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι «άνδρες είναι και το κέφι τους θα κάνουν» -αν και δεν εννοούσαν τον βιασμό, αλλά ότι απλώς θα πιούν κι ένα ποτήρι παραπάνω- σήμερα τα πράγματα αλλάζουν ή θέλουμε να αλλάξουν.

Σε αυτή την αλλαγή λοιπόν δεν υπάρχει χώρος για τους Snik, όχι γιατί μας έχει πιάσει καμία εμμονή με την πολιτική ορθότητα, αλλά γιατί απλώς δεν αντέχεται να ουρλιάζει κάποιος στους δρόμους σε χαρούμενο τέμπο τι ωραία που είναι να ταπεινώνεις τις γυναίκες, να τις πονάς και να τις ξεφτιλίζεις, επειδή έτσι σου αρέσει. Γιατί έτσι ανοίγουν οι ασκοί, κι όχι μόνο του Αιόλου...