γυναίκα μόνη στο δρόμο

Δεν είμαστε όλες εδώ. Λείπουν τουλάχιστον 16

Μια ακόμα γυναικοκτονία στην χώρα μας. Μια 29χρονη κοπέλα από την Αλεξανδρούπολη ισχυρίστηκε πως «έπεσε από τις σκάλες», ενώ στην πραγματικότητα ο σύζυγός της την είχε ξυλοκοπήσει μέχρι θανάτου.

16η γυναικοκτονία στην χώρα μας μέσα στο 2021. 29 χρονών. 4 χειρουργεία. Βάζουμε μπροστά τους αριθμούς και ψάχνουμε να βρούμε τις λέξεις: «Φρίκη. Φτάνει πια. Όχι άλλη». Και μετά ο προβολέας σβήνει, τα λόγια μοιάζουν κορεσμένα, οι αριθμοί γράφονται από μόνοι τους και γύρω μας ξανά σκοτάδι και σιωπή. Ψάχνουμε να βρούμε το πλαίσιο για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε καλύτερα την πραγματικότητα, τους τοίχους μέσα στους οποίους κινούμαστε. Μιλάμε για την τοξική αρρενωπότητα, την πατριαρχία, τις οικογένειες που μεγάλωσαν άντρες που νομίζουν ότι οι γυναίκες είναι κτήμα τους. Τσακωνόμαστε για τον όρο «γυναικοκτονία» και μετά προσφέρουμε συμβιβασμό: πείτε το όπως θέλετε αρκεί να μην μας σκοτώνετε, γίνεται; Δεν γίνεται.

Μετά ξεκινάνε τις ερωτήσεις:

Ανέβηκαν οι αριθμοί λόγω της καραντίνας;

Ισχύει πως επειδή το ομολόγησαν θα «φάνε» λιγότερα χρόνια;

Μήπως παλαιότερα ήταν περισσότερες και απλά δεν το μαθαίναμε;

Μπαίνουμε σε κάθε συζήτηση γιατί το θεωρούμε κέρδος να μιλάμε με όσους στο παρελθόν θα ήταν αδιάφοροι, νιώθουμε πως «κάτι γίνεται» πως «η κοινωνία αλλάζει» πως το «ως εδώ» που φωνάζουμε έχει αρχίσει να γράφει, δεν είναι μια αόρατη ιδέα, υπάρχει ένα κίνημα, ζούμε σε μια εποχή–τομή για τις διεκδικήσεις μας. Και όμως, για κάθε μικρό φωτάκι που ανάβει μέσα στο σκοτάδι έρχεται ένας κουβάς με μαύρη μπογιά και το σβήνει, απλώνει επιπλέον πέπλα καταχνιάς και μένουμε να αναρωτιόμαστε αν θα βρούμε ποτέ αυτόν τον μαγικό διακόπτη που θα κάνει τη νύχτα μέρα.

Η σκληρή συνειδητοποίηση δεν είναι πως θα μείνουμε για καιρό ακόμα μέσα σε αυτό το δωμάτιο, να παίζουμε μια τυφλόμυγα ζωής και θανάτου. Αυτό νομίζω λίγο πολύ το έχουμε αποδεχτεί. Το πόση περιορισμένη εμβέλεια έχουν τα φωτάκια που ανάβουμε, -ή αλλιώς, το ότι οι συζητήσεις μας είναι πολλές φορές η πραγματικότητα του δικού μας μικρόκοσμου, ένα αφήγημα εσωτερικής κατανάλωσης, αυτή είναι για μένα η πιο σκληρή πραγματικότητα. Ταυτόχρονα όμως είναι και η μεγαλύτερη πρόκληση.

Κάνουμε συζητήσεις (και καλώς) για τη γυναικεία ενδυνάμωση ως μια θεωρητική έννοια, ενώ ακόμα δεν έχει κατοχυρωθεί στη χώρα μας νομικά ο όρος γυναικοκτονία. Προτρέπουμε τις γυναίκες να «φύγουν», μια άλλη αόριστη προτροπή, που δεν συνοδεύεται απαραίτητα από ένα έτοιμο πλάνο δράσης.

Και αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, που μπορούμε να τη δούμε και να την αναγνωρίσουμε. Κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας υπάρχει ένα ακόμα σύμπαν γεμάτο «έπεσα από τη σκάλα» και «μην χαλάσεις την οικογένεια σου» και «η γυναίκα πρέπει να κάνει υπομονή». Ούτε οι ανάσες, ούτε τα μικροσκοπικά μας σφυριά επαρκούν για να το λιώσουμε, τουλάχιστον όχι χωρίς βοήθεια ή χαρτογράφηση. Και σίγουρα όχι χωρίς την παραδοχή πως το σύνθημα «οι γυναικοκτόνοι έχουν τα κλειδιά του σπιτιού μας» είναι πέρα για πέρα αληθινό: Σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC), από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως το 2017, το 58% διαπράχθηκε από -πρώην ή νυν- συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Ευρώπης, μία στις τέσσερις Ευρωπαίες βιώνει ή θα βιώσει ενδοοικογενειακή βία κάποια στιγμή στη ζωή της, ενώ κάθε χρόνο 6% έως 10% των γυναικών υφίστανται ενδοοικογενειακή βία.

Ίσως όμως τελικά δεν έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου ώστε να περιμένουμε την κοινωνία μας να το χωνέψει –πρέπει να βασιστούμε στα δικά μας μικρά φωτάκια και να βρούμε τον τρόπο να τα κάνουμε πυρκαγιά. Και μετά να μετρηθούμε ξανά και ξανά, ώστε να βεβαιωθούμε πως δεν θα χάσουμε καμία άλλη, στην έξοδο μας από το δωμάτιο.