Ερευνήτρια του ΕΚΠΑ: «Το μούδιασμα του πρώτου lockdown διαδέχθηκε η εξοικείωση με την απειλή»
Νοέμβριος 2020. Το δεύτερο lockdown, δηλαδή ο περιορισμός της κυκλοφορίας, οι απαγορεύσεις βασικών δραστηριοτήτων και η μεταβολή της καθημερινότητας είναι ξανά γεγονός. Φαίνεται, όμως, να υπάρχουν διαφοροποιήσεις από την αντίστοιχη περίοδο της Άνοιξης.
Από τις πρώτες μέρες ενεργοποίησης των νέων μέτρων γίναμε μάρτυρες, είτε άμεσα είτε διαμεσολαβημένα -μέσω των εικόνων των ΜΜΕ-, συνωστισμού και έντονης κινητικότητας που σε ένα θεωρητικό επίπεδο απαγορεύσεων και περιορισμών στο όνομα της δημόσιας υγείας, δεν θα έπρεπε να υφίσταται. Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά των συνανθρώπων μας; Ως άγνοια, αμέλεια, απερισκεψία; Ή μήπως στη συμπεριφορά αυτή υποκρύπτεται μια προσαρμοστική ορμή σε ένα περιβάλλον παρατεταμένου υψηλού κινδύνου;
Γράφει η Δρ. Ψυχολογίας της Επικοινωνίας ΕΜΜΕ, ΕΚΠΑ, Ανθή Σιδηροπούλου:
Προσαρμόζομαι για να επιβιώσω
Στο βιβλίο του «Συνέπειες της Νεωτερικότητας» ο Anthony Giddens περιγράφει τις προσαρμοστικές αντιδράσεις που αναπτύσσουν τα άτομα ώστε να αντεπεξέλθουν σε συνθήκες κινδύνων υψηλής έντασης, απειλητικών προς την ανθρώπινη ζωή, οι οποίοι βρίσκονται έξω από τον έλεγχο τους και δεν μπορούν να αποφευχθούν. Μια από αυτές είναι η πραγματιστική αποδοχή, δηλαδή η επικέντρωση στην επιβίωση. Το άτομο μουδιάζει στις σκέψεις περί απειλής και κινδύνου και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν, χωρίς να σημαίνει ότι τα εξουδετερώνει. Απλά, με μια αμυδρή αίσθηση ελπίδας συνυφασμένη με απαισιοδοξία, πορεύεται στην καθημερινή του ρουτίνα, στην οποία προστίθεται μια ακόμα πράξη, αυτή της αποστολής του κατάλληλου SMS. Αυτό, λοιπόν, που μοιάζει ως απερισκεψία και άγνοια των κινδύνων, και κατ’ επέκταση των προστατευτικών μέτρων, θα μπορούσε ενδεχομένως να ερμηνευτεί ως μια αμυντική προσπάθεια του ατόμου να διατηρήσει μια υποτυπώδη αίσθηση ελέγχου στην προσωπική του πραγματικότητα στο πλαίσιο μιας παρατεταμένης περιόδου ανασφάλειας και αβεβαιότητας.
Το μούδιασμα από το πρώτο στάδιο των αυστηρών περιορισμών έχει διαδεχθεί ένας υψηλός βαθμός εξοικείωσης με την απειλή
Οι «ακραίες» αντιδράσεις, όπως γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων -ο συνωστισμός στις πλατείες, η συμμετοχή σε πάρτι, η «εκμετάλλευση» των SMS για άλλους λόγους από αυτούς για τους οποίους έχουν σχεδιαστεί- δεν υπονοούν κατ’ ανάγκη μια συνειδητή ανυπακοή, αν και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί αυτή να είναι η περίπτωση.
Η άμεση επαφή με τους παράγοντες του κινδύνου, δηλαδή τον συνάνθρωπο που είναι εν δυνάμει φορέας σε συνθήκες που ευνοούν τη μετάδοση, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια κυνικά πεσιμιστική στάση, που περιγράφει μια άμεση εμπλοκή με την απειλή και συνάμα απώθηση των συναισθηματικών συνεπειών που προκύπτουν από την επίγνωση του κινδύνου.
Αναζήτηση σταθερότητας και εμπιστοσύνης
Συνεπώς, αυτό το οποίο προσπαθεί να προστατεύσει το άτομο είναι την προσωπική αίσθηση ασφάλειας –ως οντολογική ασφάλεια την ορίζει ο Giddens-, δηλαδή ένα βασικό επίπεδο εμπιστοσύνης στον εαυτό και στο περιβάλλον. Ένα περιβάλλον το οποίο πρέπει να περιλαμβάνει ένα βαθμό σταθερότητας και προβλεψιμότητας, ώστε το άτομο να μπορεί να αναπτυχθεί και να δομήσει τη ζωή του σε ατάραχα θεμέλια.
Στις συνθήκες τους δεύτερου lockdown που όλα κινούνται σχεδόν κανονικά (έστω και με τη τηλε-μορφή), όπως οι εργασιακές απαιτήσεις και η σχολική ζωή, το άτομο καλείται να περιοριστεί ως προς τις προσωπικές επιθυμίες και βαθύτερες συναισθηματικές ανάγκες. Να απωθήσει το αίσθημα της μοναξιάς και απομόνωσης, την έλλειψη της ανθρώπινης επαφής και την ενασχόληση με βαθιά ικανοποιητικές δραστηριότητες. Οι προαναφερθείσες προσαρμοστικές αντιδράσεις δεν υπονοούν άγνοια του κινδύνου ή αδιαφορία ως προς τις συνέπειες. Περιλαμβάνουν, όμως, απώθηση και άρνηση συναισθημάτων ώστε το άτομο να μην καταρρεύσει ψυχικά υπό το βάρος μιας παγκόσμιας θανατηφόρας μακροχρόνιας απειλής.
Εξοικείωση με την απειλή
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που έχει μεσολαβήσει ανάμεσα στο lockdown της άνοιξης και του φθινοπώρου;
Το μούδιασμα από το πρώτο στάδιο των αυστηρών περιορισμών που συνοδευόταν από τις ανησυχητικές εικόνες από τα διεθνή ΜΜΕ σχετικά με την κατάσταση σε άλλες χώρες, έχει διαδεχθεί ένας υψηλός βαθμός εξοικείωσης με την απειλή και, συνάμα, η συνειδητοποίηση όλων όσων συμβολικά το άτομο καλείται να εγκαταλείψει για ένα προσωρινό αλλά ανυπολόγιστο διάστημα. Την ίδια στιγμή, η «προσμονή» για νέα μέτρα, καθώς όλοι ήμασταν ενήμεροι για την κατάσταση της πανδημίας μέσω πληροφοριών που συρρέουν από τα ΜΜΕ, ενδεχομένως να μας «προετοίμασε» για τις παρούσες συνθήκες και δεν επέτρεψε σε ένα νέο αίσθημα μουδιάσματος να κυριαρχήσει.
Είναι σημαντικό, πλάι στον αντικειμενικό κίνδυνο να μπορούμε να διακρίνουμε τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις της ζωής
Η αίσθηση της προσμονής, σε συνδυασμό με την πολυτάραχη περίοδο της άνοιξης αλλά και το «προβληματισμένο» καλοκαίρι, όπου ο Covid-19 ήταν στο επίκεντρο της σκέψης και των συζητήσεων των ατόμων, μπορεί να οδήγησε και σε ένα αίσθημα κόπωσης που δεν επιτρέπει την απαραίτητη εγρήγορση που απαιτεί μια κατάσταση κρίσης.
Φυσικά τα προστατευτικά μέτρα είναι επιβεβλημένα. Η πανδημία αποτελεί ένα ορατό γεγονός υψηλού κινδύνου με καταστρεπτικές επιπτώσεις σε πολλαπλά επίπεδα. Είναι σημαντικό όμως, πλάι στον αντικειμενικό κίνδυνο να μπορούμε να διακρίνουμε τις λεπτές συναισθηματικές αποχρώσεις της ζωής, η ενδυνάμωση των οποίων θα ενισχύσει και οποιαδήποτε προσπάθεια αναχαίτισης της απειλής. Η μεταγενέστερη αφήγησή μας από τα χρόνια της πανδημίας να μην συνυφανθεί μόνο με τον πόνο της –πραγματικής ή της συμβολικής- απώλειας, αλλά και από νεοαποκτηθέντα ψυχικά εφόδια και συναισθηματικές δεξιότητες ώστε να παραμένουμε δημιουργικοί σε περιόδους υψηλής απειλής και κινδύνου.
Ανθή Σιδηροπούλου, Δρ. Ψυχολογίας της Επικοινωνίας ΕΜΜΕ, ΕΚΠΑ, Ανθή Σιδηροπούλου, Διδάσκουσα και Μεταδιδακτορική ερευνήτρια, συγγραφέας του βιβλίου «Ψυχολογικές διαδρομές στην ψηφιακή εποχή: Από το multitasking στην πολυδιεργασία της ύπαρξης», Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 2019