Άνδρας βιβλίο

5+1 βιβλία για να πάρεις μαζί σου στις διακοπές -Από ανθρώπους που αγαπούν το διάβασμα

Στο μυαλό μου η καρδιά του καλοκαιριού μοιάζει με την καρδιά του καρπουζιού. Βαθυκόκκινη, χωρίς κουκούτσια, τραγανή. Τόσο ωραία που πριν τη γευτείς κλείνεις για λίγο τα μάτια, έτσι, για να οξύνεις την αίσθηση.

Προσωπικά νιώθω ότι βρίσκομαι στην καρδιά του καλοκαιριού, όταν μετά την παρθενική βουτιά στο νησί, ανοίξω και το πρώτο μου βιβλίο κάτω από κάποιο αρμυρίκι. Νομίζω ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να ξεπεράσω τη μυρωδιά του χαρτιού που μπερδεύεται με την αλμύρα που στάζει από τα μαλλιά -και κάποιες φορές αλλοιώνει ένα κώμα ή ένα γράμμα. Αυτή η εικόνα θα αποτελεί για πάντα τη σταθερά στο άλμπουμ των διακοπών μου.

Το πρώτο όπως και όλα τα βιβλία που διαβάζω τις ημέρες των διακοπών έχουν επιλεγεί προσεκτικά μέσα από διηγήσεις και κριτικές φίλων και ανθρώπων που εκτιμώ -και δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ. Πιο κάτω, 6 άνθρωποι δημοσιογράφοι και συγγραφείς γράφουν για το βιβλίο που διάβασαν ή ξαναδιάβασαν πρόσφατα και θα το θυμούνται για καιρό.

Κατερίνα Χ. Λυμπεροπούλου

Χρίστος Κυθρεώτης «Εκεί που ζούμε» (Εκδόσεις Πατάκης)

Πόσες σελίδες μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει μια του –και μόνο– ημέρα; Ούτε δέκα, ούτε είκοσι αλλά τετρακόσιες σαράντα. Όσες και του βιβλίου «Εκεί που ζούμε» (Πατάκης, 2019) του κυπριακής καταγωγής πεζογράφου, Χρίστου Κυθρεώτη, που στο δεύτερό του πόνημα και πρώτο μυθιστόρημα αναφέρεται στο 24ωρο του δικηγόρου, Αντώνη Σπετσιώτη, πρωταγωνιστή του συγκεκριμένου μυθιστορήματος.

Λίγο καιρό πριν εγκαταλείψει την Ελλάδα, ο Αντώνης Σπετσιώτης έχει να αντιμετωπίσει μια δύσκολη επαγγελματική υπόθεση, να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα και να συνοδεύσει τον πατέρα του στο τελευταίο του δρομολόγιο πριν βγει στη σύνταξη -όλα στη διάρκεια της ίδιας καλοκαιρινής ημέρας του 2014. Ένα εικοσιτετράωρο που ξεκινάει στα δικαστήρια, συνεχίζεται σε μια καφετέρια στα Πατήσια, σε ένα οικόπεδο στο Χαλκούτσι και σε ένα πάρκινγκ στον Ορχομενό, πριν τελειώσει απρόβλεπτα τα ξημερώματα στους δρόμους της Αθήνας.

«Days are were we live». Διόλου τυχαία η αναφορά στον Philip Larkin στην αρχή του βιβλίου. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της γενιάς του, ο 41χρονος Κυθρεώτης αποτυπώνει την Ελλάδα της κρίσης μέσα από την καθαρή ματιά του Σπετσιώτη μπαίνοντας στο πετσί του ήρωά του (διόλου τυχαίο επίσης το ότι ο Κυθρεώτης έχει σπουδάσει νομικά). Ο βραβευμένος με Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2015 (εξ ημισείας με την Μαρία Φίλη) για τη συλλογή διηγημάτων του «Μια χαρά» παραδίδει ένα βιβλίο με κινηματογραφικό χαρακτήρα που διαβάζεται εύκολα παρ’ ότι ογκώδες και ιδιαίτερο στο ξεκίνημά του. Ενα βιβλίο που όλα κυλούν αβίαστα, φυσικά χωρίς ίχνος επιτηδεύματος, γι’ αυτό, ίσως, και τόσο γοητευτικά. Ενα μυθιστόρημα για τον μικρό άθλο να είσαι ο εαυτός σου κάθε μέρα από την αρχή, για μια εποχή ανάμεσα σε πράγματα που έχουν τελειώσει και σε άλλα που δεν έχουν αρχίσει, για όλα όσα συμβαίνουν αφού πούμε όσα είχαμε να πούμε.

Να γιατί ο Κυθρεώτης διεκδικεί μια θέση ανάμεσα στους σημαντικούς σύγχρονους Ελληνες πεζογράφους και το βιβλίο του συστήνεται ανεπιφύλακτα.

Λίνα Ρόκου

Paul Bowles, «Τσάι στη Σαχάρα» Εκδόσεις Μεταίχμιο

Μετάφραση: Νίκος Α. Μάντης

Όταν ήμουν πιτσιρίκι είδα μια σκηνή στην τηλεόραση από το "Τσάι στη Σαχάρα" και αναστατώθηκα τρελά, δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω. Τέλος πάντων, ήταν όταν μια βεδουίνα, η πανέμορφη Amina Annabi, ακουμπάει το γυμνό της στήθος στον καβάλο του Μάλκοβιτς. Πρέπει να ήμουν 12. Ήταν από τα πιο ωραία πράγματα που είχα δει.

Πρόσφατα διάβασα και το ομώνυμο μυθιστόρημα του Paul Bowles, στο οποίο βασίζεται η εξαιρετική ταινία του Μπερνάντο Μπερτολούτσι. Δεν είμαι πια πιτσιρίκι, δεν με ταράζουν πλέον τα πράγματα με την ίδια ένταση, όμως το βιβλίο του Bowles με συγκίνησε βαθιά, με το τόσο πυκνό και ταυτοχρόνως λιτό λόγο του.

Η ιστορία του Πορτ και της Κιτ, του ζευγαριού που αποσυντίθεται ύστερα από χρόνια σχέσης, φέρει μια γνήσια υπαρξιακή απελπισία όπως γνήσια υπαρξιακός μπορεί να είναι ο έρωτας. Πότε τελειώνει ένας κύκλος, σε τι μετατρέπεται το πάθος, μπορούμε να βγάλουμε το «εγώ» από το πυρήνα των εξελίξεων όταν η ζωή μας προσπερνά;

«Εδώ πέρα λέμε ότι η ζωή είναι ένας γκρεμός και ότι δεν πρέπει ποτέ να κοιτάζεις πίσω όταν σκαρφαλώνεις. Σε κάνει να νιώθεις ναυτία».

Μιχάλης Χορευτάκης

Colson Whitehead, «Τα αγόρια του Νίκελ» Εκδόσεις Ίκαρος

Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά

«Ακόμη και νεκρά τα αγόρια δημιουργούσαν προβλήματα»

Από την πρώτη κιόλας φράση τους, "Τα αγόρια του Νίκελ" του δις βραβευμένου με Pulitzer Colson Whitehead (εκδόσεις Ίκαρος) δείχνουν τα δόντια τους. Στις σελίδες τους ξεδιπλώνεται ανάγλυφα, μέσω της λειτουργίας ενός αναμορφωτηρίου ανηλίκων στην Αμερική όλο το φυλετικό ζήτημα της Αμερικής των αρχών της δεκαετίας του '60, και οι βαθιές ρίζες ενός ρατσισμού διάχυτου, και ενός κοινωνικού αποστήματος, το οποίο παραμένει εν πολλοίς άθικτο, μέχρι και σήμερα.

Οι απελπισμένες προσπάθειες του νεαρού Έλγουντ, που οδηγείται στο σωφρονιστικό ίδρυμα εκών άκων για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε, και του φίλου του Τέρνερ, να επιβιώσουν πίσω από τις κλειστές πόρτες του κολαστηρίου Νίκελ, παρουσιάζονται ανάγλυφα, με έναν ορμητικό, σχεδόν ανεξέλεγκτο τρόπο, από έναν συγγραφέα, που συγκαταλέγεται άνετα στη χορεία των μεγάλων Αμερικανών μυθιστοριογράφων.

Είχα πολύ καιρό να διαβάσω ένα βιβλίο, και να μη θέλω να τελειώσει. Μία ιστορία, που οι σελίδες της να με καταβροχθίσουν. «Τα αγόρια του Νίκελ» καταφέρνουν ακριβώς αυτό. Να σε ξυπνήσουν «σαν χτύπημα γροθιάς στο κρανίο», κατά τα λεγόμενα του Κάφκα. Κι αν θεωρήσεις το θέμα βαρύ, μην το φοβηθείς. Η μαεστρία του συγγραφέα στη γραφή είναι τόσο μεγάλη, που θα σε βυθίσει κατευθείαν στον κόσμο της. Ταξιδεύοντάς σε σε έναν κόσμο κάθε άλλο παρά ιδανικό, εκφάνσεις του οποίου συναντάμε ακόμα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ένα μυθιστόρημα ανατριχιαστικό, βαθιά συγκινητικό, που θα σε κάνει να αναδευτείς αρκετές φορές στην ξαπλώστρα σου. Και να σκουπίσεις αρκετές φορές τα μάτια σου, λίγο πριν την επόμενη βουτιά στη θάλασσα και τον λαμπερό ήλιο.



Φίλια Μητρομάρα

Paul Auster «Mέρα νύχτα», Εκδόσεις Μεταίχμιο

Μετάφραση: Μαρία Ξυλούρη

Φωτογραφία: Φίλια Μητρομάρα

Αινιγματικός. Βαθύς. Αυτοαναφορικός. Πολλά μπορούν να περιγράψουν τον αγαπημένο μου Paul Auster, αλλά και πάλι λειψά μου φαίνονται. Αυτό που με γοητεύει περισσότερο στον Αμερικανό συγγραφέα είναι ότι κλείνει συνωμοτικά το μάτι στον αναγνώστη του και έπειτα βουτά στα βαθιά της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, χωρίς να μένει στην επιφάνεια της αφήγησης. Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα λιτό χώρο, για να μας συστήσει μία νέα οπτική για τον κόσμο, βάζοντάς μας στο δρόμο της φιλοσοφικής αναζήτησης. Και αυτό που κάνει είναι στ’ αλήθεια πολύ ζόρικο: «Το γράψιμο είναι δύσκολο, δεν είναι απλό να γράψεις μια καλή πρόταση. Αλλά η δυσκολία είναι μέρος της ευχαρίστησης.»1

Το βιβλίο Mέρα νύχτα είναι η διλογία του Paul Auster. Η πρώτη «Ταξίδια στο Σκριπτόριο» (Travels in the Scriptorium, 2006, στην Ελλάδα εκδόθηκε με τον τίτλο «Ενοχές χωρίς τύψεις», εκδόσεις Ζαχαρόπουλος) και η δεύτερη «Man in the Dark», 2008.
Όλη η πρώτη ιστορία αφορά μια μέρα του έγκλειστου ηλικιωμένου Μπλανκ, από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο οποίος ξυπνά αποπροσανατολισμένος σε έναν άγνωστο θάλαμο. Δεν θυμάται τίποτα. Λευκό (Μπλανκ). Ξεκινά με την ανάγνωση ενός χειρόγραφου που βρίσκει στο γραφείο και περιέχει την ιστορία ενός άλλου κρατουμένου, σε έναν εναλλακτικό κόσμο τον οποίο ο Μπλανκ δεν αναγνωρίζει. Παράλληλα μια κρυφή κάμερα και ένα μικρόφωνο δείχνει ότι κάποιος παρακολουθεί…
Διαβάζοντας την πρώτη ιστορία θα διαπιστώσεις ότι μόλις μια μέρα της ζωής του Μπλανκ, δεν διαφέρει από τον δικό μας κόσμο. Γιατί όπως λέει και ο Paul Auster «τίποτε δεν είναι πιο αλλόκοτο από την καθημερινότητα».

H δεύτερη ιστορία, ο «Άνθρωπος στο σκοτάδι» μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Και εδώ διαδραματίζεται μία μονάχα νύχτα από τη ζωή του κυρίου Μπριλ, ο οποίος, προσπαθεί να ξεφύγει από τη μιζέρια του και το πένθος της κόρης, της εγγονής και του δικού του πένθους. Αφηγείται στον εαυτό του ιστορίες στο σκοτάδι, για έναν νεαρό άντρα που ξυπνά σ’ ένα πηγάδι (θυμίζει Μουρακάμι «Το γελαστό πουλί»), σε μια διαφορετική Αμερική.

«Ο Auster έχει έναν ιδιότυπο ρεαλισμό στον οποίο θα πρέπει να αποδεχθείς ότι όλα μπορεί να συμβούν, και θα συμβούν» 2 αναφέρει η εξαιρετική μεταφράστρια Μάρα Ξυλούρη. Όπως σε όλα σχεδόν τα βιβλία του, η δομή είναι ευρηματική, υπάρχει αφήγηση μέσα την αφήγηση (κάτι στο οποίο ο συγγραφέας είναι τεχνίτης), και μπορείς να το προσεγγίσεις σαν μια άσκηση δημιουργικής λογικής και γραφής. Εάν κάποιος έχει διαβάσει Paul Auster οι χαρακτήρες Stillman, Fanshawe, Sophie και Quinn θα του φανούν γνώριμοι αφού προέρχονται από τα τρία μυθιστορήματα που εκδόθηκαν μαζί, «Τριλογία της Νέας Υόρκης»).

Δύο άντρες, μέρα, νύχτα, παράλληλα σύμπαντα, η πραγματικότητα του συγγραφέα και η πραγματικότητα των ηρώων. Ποια είναι πιο πραγματική από την άλλη; «Το ερώτημα είναι η ίδια η ιστορία, και το αν έχει ή δεν έχει κάποιο νόημα δεν είναι κάτι που θα το πει η ιστορία.» (Τριλογία Νέας Υόρκης).

Τέλος, την επιμέλεια έκανε ο πολύ αγαπητός συγγραφέας Χρίστος Κυθρεώτης (βιβλία του: Εκεί που ζούμε, Μια χαρά κ.ά.).

1 Συνέντευξη του Πολ Όστερ στην Καθημερινή
2 Περιοδικό Διαβάζω, αφιέρωμα στον Πολ Όστερ

Αδάμος Ζαχαριάδης

Michéa Jean-Claude «Το Ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα» (Εκδόσεις Μάγμα)

Μετάφραση: Νίκος Μάλλιαρης

Μία από τις παράπλευρες δυσκολίες της περιόδου της καραντίνας ήταν και η διακοπή των πρωταθλημάτων ποδοσφαίρου σε όλο τον κόσμο.

Ο ιός «χτύπησε»« τα Σαββατοκύριακα όσων από εμάς στηνόμασταν στις οθόνες της τηλεόρασης για να απολαύσουμε ένα γκολ του Σαλάχ της Λίβερπουλ, μία πάσα του Μέσι στο Καμπ Νου, μία εκτίναξη του Ντε Χέα της Μάντσεστερ.

Αφού έπνιξα τον πόνο μου σε ορισμένες επαναλήψεις παλιότερων αγώνων σκέφτηκα…«το τερπνόν μετά του ωφελίμου», δηλαδή, διάβασμα για το ποδόσφαιρο.

Το «Ομορφότερο γκολ ήταν μια πάσα» του Ζαν Κλωντ Μισεά (εκδόσεις Μάγμα, μτφ. Ν. Μάλλιαρης) καταπιάνεται με το δημοφιλέστερο άθλημα, τη σχέση του με τις λαϊκές μάζες, την πολιτική, τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία αλλά και τα επίδικα των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, όπως η ενσωμάτωση των μεταναστών και η αστικοποίηση των μεγαλουπόλεων.

Ο Μισεά εκφράζει την ανησυχία του για τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζεται το αγαπημένο του άθλημα από τον νεοφιλελευθερισμό, την εμπορευματοποίησή του αλλά και τις αλλαγές σε επίπεδο τακτικής και προσέγγισης ενός αγώνα, προκειμένου να επιτευχθεί ο ανώτατος στόχος, που πλέον δεν είναι ένα ωραίο παιχνίδι, αλλά η νίκη. Τον απασχολούν, επίσης, οι λόγοι για τους οποίους η πλειονότητα των διανοούμενων αγνόησε και υποτίμησε τη διαχρονική γοητεία που η «στρογγυλή θεά» ασκεί στα πλήθη.

Για να αναπτύξει τη σκέψη του, ανατρέχει στην εποχή που οι Σκωτσέζοι εργάτες κέρδισαν την πρωτοκαθεδρία του αθλήματος από τους Άγγλους μεγαλοαστούς (δείτε επίσης το English Game στο Netflix), στο «σοσιαλιστικό ποδόσφαιρο» της Ουγγαρίας του Σέμπες, το καταστροφικό κατενάτσιο του Ερέρα, την Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα και την επικράτηση της φιλοσοφίας του 1-0 στη γαλλική προπονητική σχολή.

Κι αν για τους μη ποδοσφαιρόφιλους όλα αυτά φαίνονται βαρετά, ο Μισεά τα κάνει ευχάριστα με τη βοήθεια ορισμένων φανατικών του αθλήματος: Εντουάρντο Γκαλεάνο, Αλμπέρτ Καμύ, Χόρχε Σεμπρούν είναι ορισμένοι από τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα που αφιέρωσαν λίγη από την έμπνευσή τους στη γοητεία του ποδοσφαίρου.

Ιουλία Βελισσαράτου

Michelle Obama «Βecoming», Αθενς Bookstore

Μετάφραση: Ρηγούλα Γεωργιάδου Τάκης Δρεπανιώτης Επιμέλεια: Χρύσα Φραγκιαδάκη



Η περιέργειά μου για τη ζωή της Μισέλ Ομπάμα που μεγάλωσε στο γκέτο του αφροαμερικανικού Νότου στο Σικάγο και κατάφερε να ζήσει με υποδειγματική αξιοπρέπεια για 8 ολόκληρα χρόνια , ως πρώτη αφροαμερικανή κυρία του Λευκού Οίκου, ήταν το βασικό κίνητρο που με ώθησε να διαβάσω τη βιογραφία της «Η Δική μου Ιστορία».

Από τις πρώτες λέξεις με συνεπήρε ο ρυθμός της. Τα λόγια της μεστά, απλά και ουσιαστικά. Χωρίς βερμπαλισμούς. Ούτε για μια στιγμή δεν ένιωσα ότι δραματοποιεί τα παιδικά της χρόνια ή ότι εξιδανικεύει τη ζωή που είχε την τύχη να ζήσει ανεβαίνοντας, μαζί με τον Ομπάμα, στο υψηλότερο αξίωμα της χώρας.

Αντιθέτως, αποκαλύπτει πόσο πάλεψε για να την αποδεχθούν ως γυναίκα αφροαμερικανίδα στα πιο ακριβά πανεπιστήμια λευκών και αργότερα να προσαρμοστεί σε έναν τρόπο ζωής με περιορισμούς και πρωτόκολλα, έξω από την ιδιοσυγκρασία της.

Το βασικό μήνυμα του βιβλίου, εμφανές σε κάθε λέξη και πρόταση του λόγου της, είναι ότι το κλειδί της ολοκληρωμένης ζωής είναι η κατάκτηση της γνώσης και η πρόσβαση σε αυτή. Γιατί ο άνθρωπος που κατακτά τη γνώση, ανακαλύπτει και το νόημα της και δεν παραιτείται ποτέ.

Η Μισέλ Ομπάμα κατόρθωσε να τελειώσει το Χάρβαρντ και το Πρίνστον ως η μοναδική φοιτήτρια του μαύρου Νοτου έχοντας δεχθεί απίστευτα χτυπήματα ρατσισμού.

Μία από τις πιο συγκινητικές καταστάσεις που περιγράφει είναι ότι ο πατέρας της, ο οποίος έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας, προτίμησε να μην ακολουθήσει τη θεραπεία του, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για να τη στείλει στα καλύτερα πανεπιστήμια.

Η σθεναρή πεποίθηση της ότι «Αν ένα μαύρο ψηλό κορίτσι από τον Νότο του Σικάγο τα κατάφερε, τότε, όλοι μπορούν να τα καταφέρουν» διαχέεται σε κάθε τελεία και κόμμα που επιλέγει να βάλει στην πρόταση της. Η Μισέλ Ομπάμα έχει κάνει σκοπό της ζωής να κάνει τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι μπορούν να επιλέξουν τη ζωή ,ακριβώς, που θέλουν να ζήσουν. Και το καταφέρνει με μεγάλη επιτυχία. Όταν διάβασα και την τελευταία σελίδα ένιωσα πόσο βαθιά με επηρέασε..