99 χρόνια μετά τη γέννησή της, 9 σκηνές από τη ζωή της «τελευταίας Ελληνίδας θεάς»
«Σαγηνευτική, είτε ντυμένη είτε άντυτη» - γράφει για εκείνη το περιοδικό «Time», τον Απρίλη του 1967, «η Μελίνα με ένα χτύπημα των δαχτύλων της δημιουργεί τόσο ηλεκτρισμό που θα μπορούσε να αποτρέψει το μεγάλο black-out του 1965».
Η «ηλεκτρική» Μελίνα η θεατρίνα, η σταρ, η παθιασμένη, η ερωτική, η εκρηκτική, η Μελίνα της πολιτικής, η αγωνίστρια, η Στέλλα, η Ίλυα, η Φαίδρα, η Μπλανς – γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920.
Η μέρα που «παντρεύτηκε» το θέατρο
Η Μελίνα μεγαλώνει σε σπίτι ανοιχτό, μες στην πολιτική, χαζεύοντας ανθρώπους στα μπαλκόνια να μιλάνε, να φωνάζουν, να διεγείρουν το πλήθος -είναι κι αυτό μια παράσταση. Όταν δεν την βλέπει κανείς, τους αντιγράφει. Στα πέντε της δοκιμάζει να κλάψει μπροστά στον καθρέφτη για να καταφέρει τους δικούς της να της πάρουν έναν φωνόγραφο. Το πετυχαίνει. Στα 10 της, κάποιο καλοκαίρι, στις Σπέτσες, το σκάει από το σπίτι. Τη βρίσκουν στο καφενείο του νησιού, βαμμένη, ντυμένη με ένα κόκκινο, μακρύ φουστάνι, να χορεύει πάνω σ’ ένα τραπέζι.
«Ήμουν 10 χρονών, φόρεσα τα ρούχα της μητέρας μου και μπήκα σ’ ένα απαγορευμένο καφενείο. Χόρεψα. Χόρεψα για τον κόσμο. Ο μυστηριώδης «τηλέγραφος» του νησιού έφερε τη μητέρα μου σε λίγα λεπτά. Έφαγα ένα μεγαλειώδες χαστούκι. Αλλά είχε ελάχιστη σημασία. Τα χαστούκια έρχονται και φεύγουν, ξεχνιούνται. Μου είχε συμβεί κάτι πολύ μεγαλύτερο και μονιμότερο. Σε κείνο το καφενεδάκι, παντρεύτηκα το θέατρο».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μελίνα Μερκούρη – Γεννήθηκα Ελληνίδα»)
Γοργόνες και μάγκες
«Κάποιο βράδυ, θυμάμαι, ένα γεροδεμένο παλικάρι, ίσαμε δυό μέτρα, σουλατσάριζε κοντά στο τραπέζι μας, αγνοώντας προκλητικά τον Φούντα που καθόταν δίπλα στη Μελίνα. Αφού της εκμυστηρεύτηκε το θαυμασμό του για την «οδοντοστοιχία» της, σταμάτησε τη μουσική και ανήγγειλε πως για χάρη της θα εκτελούσε ένα «φακίρικο νουμεράκι». Και βγάζοντας από την τσέπη του ένα μεγάλο βελόνι και κλωστή, άρχισε να «γαζώνει» το πρόσωπό του, περνώντας το βελόνι από μύτη, χείλη, μάγουλα, αυτιά, με συγκλονιστική απάθεια, ενώ εμείς βουλιάζαμε κάτω από το τραπέζι από τη φρίκη.
Αφού ξεγαζώθηκε, χωρίς καθόλου να ματώσει, έσυρε μια καρέκλα κοντά στη Μελίνα αγριοκοιτάζοντας τον Φούντα που έκανε να επέμβει, και δήλωσε προστάτης της και σύμμαχός της στην προεκλογική καμπάνια του πατέρα της για τη δημαρχία. «Θα τον βγάλουμε οι δυο μας και όποιος τολμήσει ας τον καταψηφίσει» ήταν τα αποχαιρετιστήρια λόγια του, όταν τα μαζέψαμε με τρόπο και χωθήκαμε στα αυτοκίνητά μας.
Την επομένη, πιστός στην υπόσχεσή του, της χτύπησε το κουδούνι και χρειάστηκε αρκετή διπλωματία για να αραιώσουν - και τελικά να σταματήσουν- οι επισκέψεις του. Ευτυχώς, δεν εμφανίστηκε στο γύρισμα, μ’όλο που είχε μάθει για την ταινία και είχε προσφερθεί να εκτελέσει το «νουμεράκι» του μπροστά στο φακό, προειδοποιώντας μας, πως, αν έβλεπε τη Μελίνα στην αγκαλιά του Φούντα, θα ‘κανε σμπαράλια και μηχανήματα και όλα..»
(Ο Μιχάλης Κακογιάννης θυμάται ένα στιγμιότυπο από το making of της «Στέλλας»)
Ο άνθρωπος με τα «πολύ γαλάζια μάτια
«Ο Dassin με γνώρισε στην οθόνη. Ο Κακογιάννης τον παρακάλεσε να έρθει στην προβολή της «Στελλας». Ο Τζούλη, εκείνη την εποχή ήταν το πιο φανταχτερό πλάσμα του φεστιβαλ λόγω μακαρθισμού. Ήταν ο άνθρωπος που ετοίμαζε ταινία, μετά από έξι χρόνια, το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Ήρθε, είδε το φιλμ.
Εγώ, με την φίλη μου τη Ρένα και τον Φούντα καθόμασταν πίσω. Όταν τέλειωσε η ταινία, είδα έναν άνθρωπο με πολύ γαλάζια μάτια να πηδάει σαν αθλητής τα καθίσματα και να έρχεται να μας παίρνει αγκαλιά, τον Φούντα κι εμένα. Τα μάτια του ήταν πολύ γαλανά. Ο Μιχάλης είπε : «Να σας συστήσω: « Η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιώργος Φούντας. Ο Jules Dassin». «Τι ωραία που περπατάτε», μου είπε, «τι ωραία που γελάτε» - ήταν ο άνθρωπος που θα με μάθαινε πώς να κλαίω. Δώσαμε ραντεβού στο «Majestic» το ίδιο απόγευμα».
(Η Μελίνα Μερκούρη συναντά τον Jules Dassin)
Εξώφυλλο στο Life
«Στις 2 Δεκεμβρίου 1966 κυκλοφορεί το περιοδικό Life με εξώφυλλο τη Μελίνα και τίτλο «Το κορίτσι του «Ποτέ την Κυριακή», έρχεται στο Μπρόντγουεϊ». Η φωτογραφία είναι από τις πρόβες. Η Μελίνα σε μια χορευτική φιγούρα, ξυπόλυτη, με κομπολόι στο χέρι, ψαράδικο παντελόνι και καρό πουκάμισο δεμένο κόμπο στη μέση.
Πριν από τη φωτογράφιση παρατίθεται γεύμα από τους εκδότες του περιοδικού -ιδιαίτερη μεταχείριση που απολαμβάνουν προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος Johnson ή η Sophia Loren. Η Μελίνα φτάνει στο γεύμα με 20 λεπτά καθυστέρηση. Φοράει μπερέ, μίνι φούστα, μαύρες μπότες και ένα παλτό μινκ του Dior. «Στη Loren κάνατε έντεκα εξώφυλλα», τους λέει προκλητικά. «Μου χρωστάτε, λοιπόν, άλλα δέκα…»
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μελίνα, Μια σταρ στην Αμερική»)
Mια θεά που ήταν πολύ αληθινή
O Τerrence McNally, ο γνωστός Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας γνώρισε τη Μελίνα, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, τότε που ζούσε αυτοεξόριστη στη Νέα Υόρκη με τα μυαλά της πίσω στην Ελλάδα και συνδέθηκε μαζί της με θερμή φιλία. Το 2001, έγραψε για κείνη, στους «Νew York Times» – ανάμεσα στα άλλα, θυμήθηκε και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, που πέρασαν μαζί. Γύρω στις 2 τα μεσάνυχτα, ψάχνοντας να βρουν ταξί, πέρασαν από το περιβόητο “Julius”, gay bar στην West 10th Street. «H Μελίνα ενθουσιάστηκε με την ιδέα – γράφει ο ΜcNally – και κόλλησε το πρόσωπό της στα τζάμια. Και τότε...Κάποιος από μέσα είδε τη Μελίνα Μερκούρη. Η είδηση απλώθηκε σαν φωτιά…
Μέσα σε λίγα λεπτά, οι πάντες στο μπαρ κοίταζαν τη σταρ που τους κοίταζε από το δρόμο. Για ένα λεπτό όλοι είχαν παγώσει. Και ξαφνικά, το μισό «Julius», ξεχύθηκε στο δρόμο φωνάζοντας στη Μελίνα να μπει μέσα. Δεν χρειάστηκε πολλά πολλά. Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, η Μελίνα ήταν μέσα στο μπαρ, ή μάλλον πάνω στο μπαρ, και όλοι μαζί τραγουδούσαμε τα «Παιδιά του Πειραιά».
Η Δημοκρατία θα νικήσει
«Στις 6 Ιουλίου ο πατέρας της Μελίνας πεθαίνει στο Λονδίνο. Το βράδυ εκείνη πρέπει να παίξει για μια ακόμα φορά την Ίλυα. «Έκλαιγε στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης», θυμάται ένας θεατής. «Η ερμηνεία της με είχε συνεπάρει». Την επόμενη μέρα, σε μια συγκέντρωση κατά της χούντας, η Μελίνα εμφανίζεται καταβεβλημένη. «Ντυμένη στα μαύρα, το πρόσωπό της ωχρό, τραβηγμένο, λιωμένο», γράφει στο περιοδικό Look, η Oriana Fallaci. «Βαθιές ρυτίδες γύρω από τα μάτια της.
Το στόμα της σχημάτιζε μια γκριμάτσα. Μόνο οι κόρες των ματιών της έμοιαζαν ζωντανές, έλαμπαν σαν σπίρτα αναμμένα. Μέσα στη σιωπή του πλήθους, ύψωσε τη φωνή της: «Ο πατέρας μου θα ήταν ευτυχής να ήταν παρών μαζί σας, εδώ, να δουλέψει μαζί σας. Πέθανε πριν από μερικές ώρες. Στο όνομα του πατέρα μου, σας ζητώ να μην παραιτηθείτε. Η δημοκρατία θα νικήσει».
Μετά, το ίδιο σιωπηλά όπως ήρθε, με το κεφάλι περήφανα ψηλά, εγκατέλειψε την εξέδρα και έφυγε».
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Μελίνα, μια σταρ στην Αμερική»)
Μελίνα και Μάνος
«Όταν γνώρισα τη Μελίνα, στην Ελλάδα είχε έρθει η χούντα. […] Εντονότερα, όμως, την εποχή εκείνη θυμάμαι την αίσθηση της τσακωμένης με τον Μάνο Μελίνας. Ένας καβγάς που φάνταζε ιερός. Μια σχέση απίστευτα μεγάλη. Η Μελίνα μιλούσε πολύ συχνά για τον Μάνο. Διηγούνταν χιλιάδες ιστορίες, κλαίγοντας που πια δεν μιλιόντουσαν. Έπεσε η χούντα και ένα μεσημέρι στου Φλόκα γνώρισα τον Χατζιδάκι. Εκεί μου αποκαλύφθηκε ο κόσμος της φιλίας της Μελίνας και του Μάνου. Μια μέρα, εκείνη πανευτυχής μου είπε να πάμε στου Φλόκα. «Μα δεν είστε τσακωμένοι;». «Τρελάθηκες;». Μάλλον εκείνη τρελάθηκε, σκέφτηκα. Σαν τους είδα όμως μαζί ξεδιπλώθηκε μπροστά μου μια σχέση τόσο πολύπλοκη, τόσο χαριτωμένη, τόσο γοητευτική, μια σχέση τόσο μεγάλη. Πειραζόντουσαν, αγγιζόντουσαν, οι κουβέντες εναλλάσσονταν με την ταχύτητα που έχει το μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Η Μελίνα συμπεριφερόταν ταυτόχρονα σαν κοριτσάκι, σαν έφηβος και σαν μοιραία γυναίκα, φιλάρεσκη τρομερά μπροστά στο Μάνο. Τα πάντα για να του αρέσει. Και ο Μάνος την ίδια συμπεριφορά είχε. […] Από την εποχή του Φλόκα έζησα κι άλλους καβγάδες για ασήμαντες αφορμές και άλλες τόσες αγκαλιές. «Ο Μάνος θα έρθει το βράδυ για φαΐ». Πανικός στο σπίτι. Τι θα φάει, να του αρέσει, να μην είναι και παχυντικό κλπ., κλπ. Το φαΐ κρύωνε και ο Μάνος δεν ερχόταν. Η Μελίνα απειλούσε θεούς και δαίμονες. «Τελευταία φορά, δε θα του ξαναμιλήσω». Την επόμενη, την ώρα του βραδινού η πόρτα χτυπούσε. Ο Μάνος στην εξώπορτα με κοστούμι και λουλούδια. «Για σήμερα δεν ήταν;». Αγκαλιές, γέλια.
Η τελευταία φορά που συναντήθηκαν η Μελίνα και ο Μάνος ήταν την παραμονή της εγχείρησής της στη Νέα Υόρκη. Ήρθε με τον γιο του, τον Γιώργο, αργά στο δωμάτιο του Memorial. Η Μελίνα κι εγώ βλέπαμε μια ταινία στην τηλεόραση όταν φάνηκε στην πόρτα κρατώντας ένα μικρό γλαστράκι. Ήταν όμορφος, είχε αδυνατίσει και με περηφάνια μας έδειξε πόσο εύκολα καθόταν σταυροπόδι. Το δωμάτιο ήταν πολύ μικρό. Ο Γιώργος κι εγώ καθόμασταν στην πόρτα και τους παρακολουθούσαμε να μιλάνε, να γελάνε. Η Μελίνα πληροφόρησε τη νοσοκόμα που μπήκε κάποια στιγμή ότι ο κύριος που καθόταν πλάι της ήταν ο συνθέτης του «Never on Sunday». «Συγνώμη, Μάνο», του είπε σκανδαλιάρικα. Ο Μάνος εκνευριζόταν πάντα όταν τον ταύτιζαν με αυτό το τραγούδι. Και λίγο πριν φύγει, με τα χέρια τους πλεγμένα, τραγούδησαν το «Χάρτινο το φεγγαράκι» και ήταν η τελευταία φορά που τραγούδησε η Μελίνα. Για τον Μάνο δεν μπορώ να είμαι σίγουρη…»
(Η Μανουέλα Παυλίδου, αποθησαυρίζει την ιστορία για το ένθετο «Επτά ημέρες» της Καθημερινής, 6/6/1999)
Ένα κόκκινο φουστάνι
«Στο σαλόνι κυριαρχεί το λευκό. Στους τοίχους τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι παλιές χαλκογραφίες με την Ακρόπολη. Πίσω, σε ένα υπερυψωμένο επίπεδο βλέπω ένα μεγάλο μοναστηριακό τραπέζι με καρέκλες. Σε μια γωνιά υπάρχει μια υπέροχη κασέλα ζωγραφισμένη από τον Θεόφιλο. Γενικά είναι ένα καλόγουστο αστικό σαλόνι, χωρίς την αίγλη και την πολυτέλεια που περίμενα να δω. Δεν προλαβαίνω να καθίσω και μπαίνει στο δωμάτιο ο Jules Dassin. «Γεια σου, είμαι ο Ντασσενάκης» συστήνεται παιχνιδιάρικα και κάθεται στην πολυθρόνα. «Το Μελίνα τα έρτει σε λίγκο. Έχει πάει στον Πειραιά. Μεγκάλη πλημμύρα! Εσύ τι τέλει εντώ;» Του εξηγώ με τα λιγοστά αγγλικά μου. «Α, director, ίντιο ντουλειά με μένα! Και τέλει σκηνοθετήσει το Μελίνα; Good luck!» ξεσπάει στα γέλια, μετά παίρνει τους «New York Times» και αρχίζει να διαβάζει σα να μην υπάρχω εκεί. [..] Πρώτα ακούστηκε η φωνή της από τον κάτω όροφο.
«Είναι απα-ρά-δε-κτο! Είναι φι-ρί-κη! Φασίστες! Αφήνουν τον κόσμο να πνίιιιγεται χωρίς καμία βοήηθεια!» Η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει. «Τζούλυ; Πού είναι ο Τζούλυ;» φωνάζει και ξαφνικά εμφανίζεται, σαν σκηνή από ταινία, φορώντας ένα βρεγμένο κόκκινο φόρεμα και ψηλά τακούνια. Κρατάει μια πετσέτα και σκουπίζει τα μαλλιά της. Τα μάτια της πετάνε φωτιές. Πλησιάζει τον Ντασσέν και του λέει γεμάτη θυμό: «Έπρεπε να ήσουν εκεί, Τζούλυ! Να δεις όλη αυτή τη φι-ρί-κη! Όλος ο Πειραιάς μέσα στα νερά και τις λάαασπες!». Ο Dassin την παρακολουθεί αμίλητος και κάποια στιγμή, που ηρεμεί: «Μελίνα, με αυτό το dress πήγες στον Πειραιά; Αυτό είναι Yves Saint Laurent! ».
Η Μελίνα τα χάνει για λίγο, κοιτάει μια το φόρεμα μια τον Ντασσέν. «Μα για να τους τιμήσω το φόρεσα!» λέει στο τέλος θυμωμένη και πετάει την πετσέτα σε μια καρέκλα….»
(Ο Γιώργος Παυριανός θυμάται την πρώτη του συνάντηση με την Μελίνα, για την Athens Voice)
Το αστείο
«Ήταν θαρραλέα στα δύσκολα. Θυμάμαι την ημέρα που έμαθε πως ήταν άρρωστη. Την πήγαινα με τον Κωνσταντίνο Αλαβάνο, σε μια εκδήλωση για έναν ποιητή στην Εθνική Πινακοθήκη και στο δρόμο την πήρανε τα δάκρυα. Της προτείναμε να πούμε πως δεν αισθάνεται καλά και να την πάμε σπίτι. Απάντησε ότι δεν μπορούσε να στήσει αυτούς τους ανθρώπους και συνεχίσαμε. Όταν φτάσαμε στην Πινακοθήκη και βγήκε από το αυτοκίνητο, ήταν αγνώριστη, χαμογελαστή και λαμπερή, σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Ακόμα και πριν φύγει για την τελευταία εγχείριση στην Αμερική, που μας αποχαιρέτησε συγκινημένη, ήταν ικανή για ένα αστείο. «Ώσπου να γυρίσω να έχεις κουρευτεί», με πείραξε. «Αλλιώς, ακόμα κι αν δεν έρθω ζωντανή, θα σηκωθώ και θα σου τραβήξω το τσουλούφι….»
(Ο οδηγός της, Γιώργος Ξανθόπουλος, θυμάται την Μελίνα στο «7» της Ελευθεροτυπίας, τον Μάρτιο του 2009)