Τhe Truman Show: H ιστορία μιας ιδιοφυϊας κι ενός σπουδαίου βιβλίου
Νοέμβριος του 1959. Ένα πρωί, ο Τρούμαν Καπότε, δημοσιογράφος, συγγραφέας και περσόνα του τζετ σετ διαβάζει σε ένα μονοστηλάκι στους «New York Times», για τη δολοφονία μιας τετραμελούς αγροτικής οικογένειας στο Xόλκομπ, του Κάνσας -ένα ειδησάριο του σωρού, από κείνα που περνάνε στα ψιλά.
Αυτό, γίνεται η αφορμή να κάνει κάτι που σχεδιάζει από καιρό: να γράψει μια ιστορία -και μαζί έναν νέο τρόπο για να πεις μια ιστορία. Ένα μυθιστόρημα που θα είναι αληθινό από την αρχή ως το τέλος.
To αγόρι που κανείς δεν ήθελε
«Αυτό που συμβαίνει με ανθρώπους σαν κι εμένα είναι πως ξέρουμε εξαρχής τι θέλουμε να κάνουμε» δήλωνε ο Τρούμαν Καπότε το 1978. «Οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν τη μισή ζωή τους, χωρίς να το γνωρίζουν. Εγώ, όμως, ήμουν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος και έπρεπε να έχω μια ιδιαίτερη ζωή. Ήξερα από νωρίς, πως ήθελα να γίνω συγγραφέας, πλούσιος και διάσημος».
Γεννημένος την 30η Σεπτεμβρίου 1924 ως Τρούμαν Στρέκφους Πέρσονς, στη Νέα Ορλεάνη, ο Τρούμαν Καπότε ξέρει και κάτι ακόμα: πως ελάχιστοι τον καταλαβαίνουν. Και ακόμα λιγότεροι τον αγαπούν.
Η μητέρα του Λίλι Μέι Φολκ, μια 16χρονη «βασίλισσα της ομορφιάς» στο Μισισσιπή, τον έχει μισήσει πριν καν γεννηθεί. Όσο για τον πατέρα του, Αρτς Πέρσονς, -έναν υπαλληλάκο σε μια εταιρεία ατμόπλοιων, μονίμως μπλεγμένο σε μικροαπάτες – απλώς αδιαφορεί για κείνον.
Έτσι κι αλλιώς, τον περισσότερο καιρό λείπει από το σπίτι. Οι γονείς του θα χωρίσουν πριν ο Τρούμαν κλείσει τα τέσσερα. Από κει και πέρα η Λίλι Μέι, τον διπλοκλειδώνει σε δωμάτια ξενοδοχείων για να βγαίνει ραντεβού, ώσπου –τελικά- τον ξαποστέλνει στο Μονρόεβιλ της Αλαμπάμα για να τον μεγαλώσουν θείες και γειτόνισσες.
Στα πέντε του κιόλας, ο Τρούμαν ξέρει να συλλαβίζει και να κουτσογράφει.
Ως το τέλος της ζωής του, δεν θα μάθει ποτέ την αλφαβήτα, ούτε καλή αριθμητική. Θα ξέρει, όμως, να δακτυλογραφεί εξήντα λέξεις το λεπτό και θα ‘χει - από τα «μαύρα» χρόνια εκείνα του Νότου -μια αληθινή φίλη: την Χάρπερ Λι, συγγραφέα του βραβευμένου με Πούλιτζερ «Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια».
Αργότερα, όταν πια κλείνει τα 11, η Λίλι Μέι παντρεύεται ένα πλούσιο Κουβανό μπίζνεσμαν και τον παίρνει μαζί της στη Νέα Υόρκη. Ο πατριός του τον υιοθετεί και παίρνει το όνομά του: Τρούμαν Γκαρσία Καπότε. Πηγαίνει σε καλά σχολεία, αλλά είναι φριχτός μαθητής. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το γράψιμο.
Εξασκείται καθημερινά με τις ώρες στη γραφή, όπως άλλα παιδιά παίζουν μπάλα ή πιάνο. Δεν ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας -πιστεύει πως είναι κιόλας!
Στα 17 του παρατάει το σχολείο και πηγαίνει παιδί για όλες τις δουλειές, στο «New Yorker».
Ονειρεύεται να τον προσλάβουν και ως συγγραφέα, όμως η δουλειά του θεωρείται πρώιμη, το στιλ του ακατέργαστο.
Τα γραπτά του είναι ακατάλληλα για έκδοση.
Τα πρώτα του μικρά διηγήματα (Miriam, Tree of Night, My side of the matter) που δημοσιεύονται, τελικά, στο «Mademoiselle» και το «Harper’s Bazaar», κάνουν αίσθηση, κερδίζουν λογοτεχνικά βραβεία. Το 1948 κυκλοφορεί το πρώτο του μυθιστόρημα «Άλλες φωνές, άλλοι τόποι», με ήρωα έναν έφηβο και τη σχέση του με ένα τραβεστί. Το θέμα εξάπτει τις φαντασιώσεις κοινού και κριτικών - αλλά όχι λιγότερο από την φωτογραφία του συγγραφέα στο οπισθόφυλλο, νωχελικά αφημένου σε έναν καναπέ, να κοιτάζει αισθησιακά το φακό.
Έτσι κι αλλιώς -προς μεγάλη θλίψη της Λίλι Μέι, που δεν χάνει ευκαιρία να τον βρίσει, να τον προσβάλλει για την ψιλή φωνή, ή τους θηλυπρεπείς τρόπους του -ο Τρούμαν δεν έχει μπει ποτέ στον κόπο να να κρύψει πως είναι ομοφυλόφιλος. Αλλά, στα 23 του, μόλις, είναι επίσης και αυτό που ήθελε πάντα: συγγραφέας, πλούσιος, πετυχημένος.
Μαζί με τον εραστή του Τζακ Ντάνφι- με τον οποίο θα είναι σύντροφοι και φίλοι ως το τέλος της ζωής του -ο Τρούμαν ταξιδεύει στην Ευρώπη, γράφει για το θέατρο, τον κινηματογράφο, διηγήματα για τα περιοδικά.
Tο ’58 εκδίδει το «Πρόγευμα στο Tiffany’s» μια νουβέλα για ένα call girl, τη γλυκιά ματαιότητα της ζωής στον αφρό, την ευτυχία που βρίσκεται στα πιο απίθανα μέρη. (Τρία χρόνια αργότερα, το βιβλίο θα γυριστεί και ταινία με την Όντρεϊ Χέμπορν στο ρόλο της ηρωίδας Χόλι Γκολάιτλι. Ο Καπότε που προτιμούσε τη Μονρόε για το ρόλο, θα εκφράσει τη δυσαρέσκεια του για το αποτέλεσμα…).
Eν ψυχρώ
Τον Νοέμβριο του 1959, δύο πρώην κατάδικοι, ο Ντικ Χίκοκ και ο Πέρι Σμιθ, φτάνουν στο Χόλκομπ του Τέξας και εισβάλλουν στο σπίτι ενός εύπορου αγρότη του Χέρμπερτ Κλάτερ πιστεύοντας -από μια ιστορία της φυλακής- πως κάπου κρύβει χρυσό.
Δε βρίσκουν τίποτα και φεύγουν με πενήντα δολάρια στην τσέπη, αφού πρώτα δένουν, φιμώνουν και δολοφονούν τον Κλάτερ, την γυναίκα του, το γιό του και την κόρη του.
Ο Καπότε ταξιδεύει στο Χόλκομπ, για κάνει ένα άρθρο για το «Νew Yorker». Όμως εκεί μαζί με το αίμα στους τοίχους των Κλάτερ «μυρίζεται» και κάτι άλλο: ένα σπουδαίο βιβλίο. «Όταν σκέφτομαι πόσο καλό θα είναι, σχεδόν δεν μπορώ να αναπνεύσω», εκμυστηρεύεται στη Λι.
Μιλάει με συγγενείς, με γείτονες, με περαστικούς, με την αστυνομία, με ενόρκους, δικαστές, δικηγόρους, δεν αφήνει κόκκο της υπόθεσης που να μην ανασύρει από τη δικογραφία. Κάνει δεκάδες συνεντεύξεις, κρατάει 6000 σελίδες σημειώσεων (περιέργως, δε χρησιμοποιεί κασετόφωνο -καταγράφει τις συνομιλίες από μνήμης!). Όλοι τον εμπιστεύονται. Ακόμα και οι δολοφόνοι. Επισκέπτεται τον Σμιθ καθημερινά στο κελί του, του αποσπά φωτογραφίες, ημερολόγια, το παζλ της ζωής του. Οι δυό τους δένονται με έναν περίεργο, μακάβριο τρόπο «Νομίζω ότι εγώ και ο Πέρι μεγαλώσαμε στο ίδιο σπίτι», θα πει ο Καπότε σε ανύποπτο χρόνο. «Κάποια στιγμή, εγώ έφυγα από την μπροστινή πόρτα κι εκείνος από την πίσω». Τον δικαιολογεί; Όχι, αλλά τον καταλαβαίνει.
Η πείνα του -πείνα για πλούτο, για αναγνώριση- είναι γνωστή. Η μοναξιά του δολοφόνου του προκαλεί οίκτο, ίσως και στοργή. Τον αγαπάει, αλλά τον θέλει νεκρό. Η έκδοση του βιβλίου του καθυστερεί πέντε χρόνια γιατί ο Καπότε περιμένει υπομονετικά το ιδανικό τέλος: τον απαγχονισμό των πρωταγωνιστών.
Την τέλεια δραματική κορύφωση, την μόνη που υπηρετεί τη δικαιοσύνη και την κοινωνική συμμετρία. Όταν τελικά, σε ένα κοσμικό πάρτι μαθαίνει πως οι Χίκοκ και Πέρι θα εκτελεστούν - όλες οι εφέσεις τους και οι εκκλήσεις για απονομή χάριτος έχουν απορριφθεί - αρχίζει να χτυπά δυνατά τα χέρια του και να φωνάζει : «Είμαι εκτός εαυτού! Είμαι όλο χαρά, εκτός εαυτού!».
Θα είναι εκεί και όταν η αγχόνη αγκαλιάσει το λαιμό τους, θα καταγράψει την ένταση, τις συσπάσεις, τη μυρωδιά των μελλοθάνατων, το «κρακ» στο λαιμό τους. Δακρύζει κιόλας- στο κάτω κάτω, χάνει κάτι πολύτιμο.
Όταν, τελικά, το 1965, η ιστορία του «Εν ψυχρώ» κυκλοφορεί σε τέσσερις συνέχειες στο «New Yorker», ο εκδοτικός κόσμος της Αμερικής ζει ένα φαινόμενο ανάλογο της «μπιτλομανίας» : τα τεύχη εξαφανίζονται αστραπιαία από τους πάγκους, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο ρεκόρ πωλήσεων!
Το βιβλίο που εκδίδεται αργότερα παίρνει διθυραμβικές κριτικές. Ο Καπότε έχει αποδείξει πως μπορεί να χρησιμοποιήσει την φόρμα και τις τεχνικές της δραματουργίας για να γράψει με την ίδια επιτυχία και ένταση μια αληθινή ιστορία.
Το non-fiction novel του (το «αληθινό μυθιστόρημα») κόβει σαν ξυράφι με την ψυχρή, παρανοϊκή του αλήθεια.
Αυτό που κανείς δεν υποψιάζεται, είναι πως ένα από τα θύματα του Χόλκομπ, είναι και ο ίδιος ο Καπότε. «Το βιβλίο αυτό με ‘γδαρε μέχρι το κόκκαλο», είναι η φράση που θα χρησιμοποιήσει αργότερα. Ήδη από την αρχή της συγγραφής του έχει αρχίσει να πίνει και να παίρνει χάπια για να κοιμάται τις νύχτες. Έχει κλάψει, έχει πει ψέματα, έχει χειραγωγήσει, έχει καταχραστεί, έχει ξεπουλήσει, έχει γράψει ένα αριστούργημα, έχει λεφτά και δόξα. Η μάνα του δεν τον αγάπησε, αλλά η Αμερική τον αποθεώνει.
Είναι αθάνατος. Και δεν μπορεί πια να κάνει τίποτα γι’ αυτό.
Sex, drugs & gossip
Μπορεί όμως να γιορτάσει. Στο εξής και για τα επόμενα είκοσι χρόνια, αυτό θα κάνει.
Στις 18 Νοεμβρίου 1966, για να γιορτάσει την επιτυχία του βιβλίου διοργανώνει -προς τιμήν της μεγάλης κυρίας της «Washington Post», Κάθριν Γκράχαμ, τον περίφημο μασκέ «Ασπρόμαυρο χορό». Λένε πως του πήρε ένα ολόκληρο καλοκαίρι για να φτιάξει τη λίστα των καλεσμένων στο χορό -μια άσκηση στρατηγικής για 540 φίλους, χάρη στην οποία, όπως είπε αργότερα, «δημιούργησα 1.500 εχθρούς».
Εκείνο το βράδυ, ολόκληρη η Νέα Υόρκη συνωστίστηκε έξω από τις πόρτες του Grand Ballroom, στο Plaza - ακόμα και οι ταξιτζήδες, ρωτούσαν όσους έβλεπαν στο δρόμο με μια μάσκα «Λοιπόν, πας στο πάρτι του Τρούμαν;».
Μόνο μια επίλεκτη ελίτ βρέθηκε στη guest list: συγγραφείς, κοσμικοί, επιχειρηματίες, αστέρες, ο Φρανκ Σινάτρα με τη Μία Φάροου, ο Νόρμαν Μέιλερ, οι Ροκφέλερς, οι Βάντερμπιλτ, ο Γουόλτερ Κρονκάιτ, ο Γουόλτερ Ματάου, η Ταλούλα Μπάνκχεντ, η εικοσάχρονη τότε- Κάντις Μπέργκεν, η Λη Ράτζβιλ -όχι, όμως, και η Τζάκι Κένεντι!
Όμως… Όμως, η τεράστια εμπορική επιτυχία του βιβλίου του δεν του φέρνει ούτε το Πούλιτζερ, όπως περίμενε, ούτε το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Πίνει, πηγαίνει σε πάρτι και ανακοινώνει την πρόθεσή του να εκδώσει ένα μεγάλο μυθιστόρημα που θα ανατέμνει την κοινωνία της πλούσιας Αμερικής τόσο ανελέητα όσο είχε περιγράψει ο Προυστ τη γαλλική υψηλή κοινωνία στα τέλη του 19ου αιώνα. Είχε σκοπό στ’ αλήθεια να το γράψει; Το ξεκίνησε ποτέ στα σοβαρά; Άφησε σε κάποιο μυστικό χρηματοκιβώτιο κάποια ανέκδοτα κεφάλαια αυτού του βιβλίου; Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα.
Σκόρπιες σελίδες εμφανίζονται κατά καιρούς εδώ και εκεί -τελικά, ένα απόσπασμα αυτού του έργου με τίτλο «Oι προσευχές που εισακούστηκαν» θα κάνει την εμφάνισή του το 1975, στο «Esquire». Και θα είναι μια καταστροφή -λιγότερο ένα λογοτεχνικό κείμενο και περισσότερο μια συρραφή από πικάντικα κουτσομπολιά με θύματα τους rich and famous που συναναστρέφεται.
Τους θάβει, όλους, χωρίς καμιά αναστολή.
Ο Άντι Γουόρχολ -που η φήμη λέει πως υπήρξαν εραστές- είναι «μια Σφίγγα χωρίς αίνιγμα», ο Μικ Τζάγκερ «κινείται σαν παρωδία ανάμεσα σε μια μαζορέτα και τον Φρεντ Αστέρ», ο JFK -κυβερνήτης ακόμα τότε - «κρατάει διαστάσεις και τιμές από τις πόρνες πολυτελείας του Λας Βέγκας», κλπ.
Μεμιάς, οι παλιοί του φίλοι του γυρνούν την πλάτη, ο «πρίγκιπας» της Park Avenue, γίνεται ο παρίας της, ένας πρησμένος γεροβάτραχος που κανείς δεν θέλει στο σαλόνι του.
Το βιβλίο θα μείνει για πάντα ημιτελές. Στα δέκα επόμενα χρόνια της ζωής του ο Καπότε δεν θα εκδώσει ούτε αυτό, ούτε κανένα άλλο. (Προς το τέλος, θα καταφέρει , μόνο, να δημοσιεύσει δύο συλλογές λογοτεχνικών και μη λογοτεχνικών κειμένων).
Θα περάσει ατέλειωτες νύχτα στα VIP υπόγεια του Studio 54, χορεύοντας ξέφρενα, αγκαλιάζοντας «άντρες χωρίς πρόσωπο» -μπάρμεν, πορτιέρηδες, υπαλλήλους - ανακατεύοντας ντάκιουρι με κοκαϊνη, λίμπριουμ και βότκα. Προς το τέλος, βυθίζεται στην κατάθλιψη, παθαίνει επιληπτικές κρίσεις, εμφανίζει φλεβίτιδα, προβλήματα του προστάτη.
Το καλοκαίρι του ΄83 συλλαμβάνεται να οδηγεί μεθυσμένος και χωρίς δίπλωμα. Μια άλλη φορά, βγαίνει τραυλίζοντας ασυναρτησίες στο πρωινό talk show του Στάνλεϊ Σίγκελ.
«Τι θα συμβεί αν δεν κόψετε το ποτό και τα ναρκωτικά, κύριε Καπότε;» τον ρωτάει ο παρουσιαστής.
«Προφανώς, θα πεθάνω» είναι η απάντηση. Άλλωστε, με έναν τρόπο ίσως να ‘ναι κιόλας πεθαμένος. Το πνεύμα του είναι νεκρό.
Στις 26 Αυγούστου 1984, ένα μήνα πριν τα εξηκοστά του γενέθλια, ο συγγραφέας, πεθαίνει στο σπίτι της φίλης του Τζοάνα Κάρσον, στο Μπελ Αιρ. Η διάγνωση του ιατροδικαστή είναι «ασθένεια του ήπατος και τοξική κατάχρηση».
Η απλή αλήθεια είναι πως ο Τρούμαν Καπότε ήξερε καλά πότε ένα έργο τελειώνει.
Και πάντα του πίστευε πως «η ζωή είναι ένα σχετικά καλό έργο με μια κακογραμμένη τρίτη πράξη»….