Λέβιθα: Το κρυμμένο ησυχαστήριο του Αιγαίου με 3 μόνιμους κατοίκους και μαγευτικό οικισμό
Το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά και εμείς «βολτάρουμε» στα ελληνικά νησιά, ρουφώντας διψασμένα τις πανέμορφες εικόνες του που μας χαρίζουν.
Όμως, φέτος το καλοκαίρι μια ιδέα έχει σφηνωθεί για τα καλά στο μυαλό μας. Μια πρόκληση ουσιαστικά με τη διπλή ονομασία «Λέβιθα – Κίναρος”… Και ενώ βρισκόμαστε στην Πάτμο, μια τυχαία συνάντηση μας με τον Σταύρο, ενισχύει την απόφασή μας να διασχίσουμε το Ικάριο Πέλαγος προς τις Κυκλάδες μέσω αυτών των δύο μικρών μα πανέμορφων νησιών, άγνωστα στους περισσότερους Έλληνες.
Η ηρεμία του τόπου δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Αραιά και που χαμηλόφωνες κουβέντες ακούγονται μέσα από τα σκάφη, από τη στιγμή που όλοι όσοι βρίσκονται εκεί σέβονται τον τόπο και τους γύρω τους. Καθώς η ώρα περνάει, τα ιστιοπλοϊκά σηκώνουν άγκυρα, συνεχίζοντας το ταξίδι τους, ενώ αργότερα, νέα κάνουν την εμφάνισή τους και παίρνουν τη θέση τους στον ήρεμο κόλπο. Στη μικρή προβλήτα είναι δεμένο το καΐκι της οικογένειας, όμως, όπου και να γυρίσει η ματιά μας δεν υπάρχουν πουθενά σπίτια παρά μονάχα ανέμελα κατσίκια που βολτάρουν σε έναν τόπο που κανείς δεν τους ενοχλεί.
Σήμα στα κινητά ούτε για δείγμα. Στο νησί λοιπόν μένει μόνιμα η οικογένεια Καμπόσου, με την ιστορία τους να ξεκινάει από το 1820 όπου και εγκαταστάθηκε εκεί ο προ προ πάππους του μπάρμπα Δημήτρη, σύζυγος και πατέρας των τριών πλέον κατοίκων του νησιού. Και οι ιστορίες τους από τότε δεν έχουν σταματημό.
Η αγάπη για τον τόπο τους είναι αυτή που ξεπερνάει όλα τα εμπόδια και τους δίνει το ανάλογο κουράγιο ώστε να συνεχίζουν να μένουν εκεί που κανένας άλλος δεν θα μπορούσε, παρά το γεγονός πως το νησί δεν συνδέεται ακτοπλοϊκά με κανένα άλλο μέρος και ο μόνος τρόπος για να βρεθεί κανείς εκεί είναι να διαθέτει δικό του σκάφος.
Με συνθήκες αντίξοες και χωρίς τις οικογένειές τους που κατοικούν μόνιμα στην Πάτμο, ο Μανώλης και ο Αναστάσης μαζί με την κυρία Ειρήνη περνούν μόνοι τους χειμώνες, μέχρι να έρθει το καλοκαίρι και να ξανασμίξουν οι οικογένειες.
Η μικρή ταβέρνα με τα μετρημένα τραπέζια είναι ότι καλύτερο.Το μενού από τα χεράκια των γυναικών και το ψήσιμο δουλειά του Αναστάση, με τα ελάχιστα υλικά που βγάζει ο τόπος, αγνά και πεντανόστιμα. Μα και ο ίδιος ο οικισμός είναι μια πραγματική έκπληξη. Λευκό και πράσινο επικρατεί παντού με τη διχρωμία να σπάει μονάχα από τους κορμούς των δέντρων και κανένα καφετί σαμιαμίδι. Η μικρή εκκλησιά, απαραίτητη για προσευχή και πίστη, ενώ τα πάντα είναι περιποιημένα και όμορφα.
Μια ημέρα γεμάτη με εικόνες διαφορετικές.