Ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να λέμε στις γυναίκες πως έχουν το «σύνδρομο του απατεώνα»
Όταν νιώθεις πως δεν αξίζεις την επιτυχία σου και τρέμεις μήπως οι γύρω σου διαπιστώσουν πως δεν είσαι τόσο ικανή όσο νομίζουν.
Το σύνδρομο, ή αλλιώς φαινόμενο του απατεώνα είναι ένας όρος που επινοήθηκε το 1978 από τις κλινικούς ψυχολόγους Dr. Pauline R. Clance και Suzanne Α. Imes. Αφορά κατά κύριο λόγο γυναίκες με υψηλές επιδόσεις που χαρακτηρίζονται από την αδυναμία του να αποδεχτούν τα επιτεύγματά τους, καθώς και από έναν επίμονο φόβο ότι οι γύρω τους θα αντιληφθούν πως δεν είναι τελικά και τόσο ικανές –πως θα εκτεθούν δηλαδή ως «απατεώνες». Οι Clance & Imes υποστήριξαν επίσης ότι «παρά τα εξαιρετικά ακαδημαϊκά και επαγγελματικά επιτεύγματά τους, οι γυναίκες που βιώνουν το φαινόμενο απατεώνων επιμένουν να πιστεύουν ότι δεν είναι πραγματικά επιτυχημένες, αλλά έχουν καταφέρει να ξεγελάσουν όποιον το πιστεύει».
Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως τα ευρήματα των δύο γυναικών έστρωσαν το έδαφος για σεμινάρια αυτοπεποίθησης, συνεδρίες θετικών σκέψεων, προγράμματα ηγετικής συμπεριφοράς και δεκάδες άλλους συνδυασμούς, από βιβλία μέχρι απαγγελίες μπροστά σε καθρέφτες, που υποτίθεται πως θα βοηθούσαν τις γυναίκες να αποδιώξουν από πάνω τους το σύνδρομο του απατεώνα.
Ακόμα και διάσημες γυναίκες -από σούπερ σταρ του Χόλιγουντ όπως η Σαρλίζ Θερόν, η Έμμα Γουότσον και η Βιόλα Ντέιβις έως επιχειρηματίες, όπως η Σέριλ Σάντμπεργκ ή ακόμη και η πρώην Πρώτη Κυρία Μισέλ Ομπάμα- που έχουν κάθε λόγο να είναι υπερήφανες για τους εαυτούς τους έχουν κατά διαστήματα ομολογήσει πως ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά των «απατεώνων».
Σύμφωνα με το Harvard Business Review, αυτό που έχει διερευνηθεί λιγότερο μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, από όταν δηλαδή διατυπώθηκε για πρώτη φορά η συγκεκριμένη θεωρία, είναι οι αιτίες ύπαρξης του συνδρόμου, αλλά και ο ρόλος που παίζει το περιβάλλον εργασίας στην δημιουργία και την επιδείνωσή του. Αντί δηλαδή να εστιάζουμε ως κοινωνία στο πώς οι ίδιες οι γυναίκες πρέπει να διαχειριστούν τα αισθήματά τους, θα έπρεπε να προσπαθούμε να εντοπίσουμε τις αιτίες δημιουργίας του φαινομένου. Για να το πούμε πιο απλά, γιατί οι γυναίκες φτάνουν στο σημείο να αντιμετωπίζουν με καχυποψία τις επιτυχίες τους;
Καθώς κάθε θεωρία θα έπρεπε να εξετάζεται σε συνάρτηση με το χρονικό πλαίσιο στο οποία δημιουργήθηκε, μια καλή αφετηρία θα ήταν να μεταφερθούμε νοερά στο 1978, όταν δηλαδή αναπτύχθηκε η θεωρία του συνδρόμου. Για αρχή διαπιστώνουμε πως απουσίαζαν από το καθημερινό μας λεξιλόγιο έννοιες όπως ο σεξισμός και η ξενοφοβία. Άρα μήπως η ερμηνεία που δόθηκε τότε δεν έλαβε υπόψιν της το ότι οι γυναίκες δεν αντιμετωπίζονται με τους ίδιους όρους όπως οι άντρες συνάδελφοί τους; Και πως το ίδιο ισχύει για τις μειονότητες;
Σε αυτήν το μονοπάτι σκέψης μοιάζει να κινείται και το άρθρο του HBR, καθώς αναφέρει πως από τη μελέτη των Clance - Imes απουσίαζαν επίσης οι μαύρες γυναίκες, ενώ αντίστοιχα δεν υπήρχε επαρκής εκπροσώπηση από όλα τα οικονομικά στρώματα, ούτε από όλα τα επαγγελματικά υπόβαθρα. Ως εκ τούτου δεν μπορούμε να θεωρούμε πως η έρευνα των δύο γυναικών είναι αντιπροσωπευτική του παρόντος, καθώς το δείγμα που εξετάστηκε δεν πληρούσε τα κριτήρια του diversity όπως τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα.
Το σημαντικότερο όμως είναι πως το σύνδρομο του απατεώνα μεταθέτει την ευθύνη στα άτομα. Εσύ νιώθεις ανεπαρκής, άρα εσύ πρέπει να λύσεις το γιατί νιώθεις έτσι. Αν και το αίσθημα της αβεβαιότητας είναι έως ένα σημείο αναμενόμενο και φυσιολογικό μέρος της επαγγελματικής μας ζωής, οι γυναίκες που το βιώνουν επιφορτίζονται με ένα επιπλέον βάρος, καθώς θεωρούν (ή θεωρείται από το περιβάλλον τους) πως έχουν ένα ακόμα μέτωπο να διαχειριστούν: την έλλειψη αυτοπεποίθησης.
Στην πραγματικότητα, η πηγή αυτής της αυτό-αμφισβήτησης εντοπίζεται συχνά στους χώρους εργασίας, όπου οι γυναίκες καλούνται να δώσουν μικρές καθημερινές μάχες προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους. Το «σύνδρομο του απατεώνα» ως έννοια δεν αποτυπώνει αυτή την προβληματική, πως οι γυναίκες δηλαδή συχνά νιώθουν "φιλοξενούμενες" στους επαγγελματικούς τους κλάδους, απλά υπογραμμίζει το αίσθημα ανεπάρκειας που νιώθουν.
Καθώς το «σύνδρομο του απατεώνα» δεν έχει θεωρηθεί ψυχολογική διαταραχή, η ερμηνεία του όρου παραμένει αρκετά ασαφής, ενώ ψυχολογική έρευνα που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 εκτίμησε ότι δύο στους πέντε επιτυχημένους ανθρώπους θεωρούν τους εαυτούς τους “απατεώνες”. Το πιο εντυπωσιακό είναι πως άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι το 70% του πληθυσμοί έχει βιώσει το αίσθημα του «απατεώνα» τουλάχιστον σε μια φάση της ζωής του. Παράλληλα, ενώ οι μελέτες είχαν αρχικά εστιάσει κυρίως στις γυναίκες, μια πρόσφατη μελέτη (2016) έδειξε ότι οι άνδρες μπορούν επίσης να είναι επιρρεπείς στο σύνδρομο του απατεώνα. Επίσης θεωρείται ως σύνηθες φαινόμενο σε μεταπτυχιακούς φοιτητές και σε ακαδημαϊκούς που βρίσκονται στα πρώτα στάδια της καριέρας τους. Μια άλλη δημογραφική ομάδα που συχνά αναφέρει πως υποφέρει από το φαινόμενο του «απατεώνα» είναι οι αφροαμερικανοί. Όταν όμως μετατοπίσουμε την έρευνα στα εργασιακά περιβάλλοντα διαπιστώνουμε πως είναι πιο πιθανό να συναντήσουμε «απατεώνες» σε χώρους όπου κυριαρχούν οι προκαταλήψεις, καθώς και που προάγεται ο ατομικισμός έναντι της ομαδικής εργασίας.
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γιατί συνεχίζεται όλες αυτές τις δεκαετίες το αφήγημα για την χαμηλή αυτοπεποίθηση των γυναικών, χωρίς να έχει υπάρξει η μετατόπιση στην πηγή του προβλήματος. Όπως όλα δείχνουν η πραγματική αλλαγή δεν θα έρθει λοιπόν μέσα από τις ασκήσεις που κάνει η κάθε γυναίκα μπροστά από τον καθρέφτη της, ούτε από τις αναπνοές που θα πάρει.
Αν θέλουμε να μιλάμε για μια εποχή – τομή του γυναικείου κινήματος τότε θα πρέπει να αλλάξουμε πρώτα από όλα την εργασιακή κουλτούρα και να δημιουργήσουμε τις συνθήκες που θα κάνουν τις εργαζόμενες, αλλά και όλες τις μειονοτικές ομάδες, να νιώθουν ακριβώς όπως οι λευκοί, straight άντρες συνάδελφοί τους: σαν στο σπίτι τους.