Φωτογράφος'; Τζίνα Τσίλη

Τα ρετρό στέκια της Κυψέλης που σε γυρίζουν νοσταλγικά στο χθες

H Κυψέλη είναι σαν ένα αυτόφωτο σύμπαν δυνατοτήτων.

Και στις πιο γκρίζες μέρες της η Κυψέλη λάμπει μέσα από την ανθρωπιά εκείνων που, όχι μόνο την κατοικούν, αλλά και τη λατρεύουν. Μοιάζει με παλίμψηστο αισθητικών τάσεων, αξιών, δεκαετιών. Σαν να φοράει το παλιό με το καινούργιο, με έναν τρόπο επαναστατικό. Στην Κυψέλη, πιάνεις πάντα το σφυγμό της πόλης. Και πας εκεί για να αναπνεύσεις τον «ανυπότακτο» και ανεπιτήδευτο αέρα της αυθεντικότητας.

Στην Κυψέλη τα βρίσκω όλα. Ηλικιωμένους που έζησαν εκεί πάνω από πενήντα χρόνια και φέρουν πάνω τους την αρχοντιά άλλων εποχών, τότε που η Φωκίωνος Νέγρη ήταν το άλλο Κολωνάκι. Ζουν ακόμα εκεί καλλιτέχνες που έγραψαν ιστορία στη μουσική και τα γράμματα.

Και δίπλα τους και άνθρωποι ταπεινοί που ενσωματώθηκαν με άλλους πολιτισμούς και όλη αυτή η πολιτισμικότητα μοιάζει με σφιχτή γροθιά. Για μένα, η Κυψέλη είναι σαν χρονοκάψουλα. Θα είναι για πάντα ο τόπος που μεγάλωσα, ο τόπος που μου θυμίζει τα πατήματά μου. Η Κυψέλη ξέρει ποια είμαι και που θέλω να πάω.

Στην περιοχή τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια άνθιση. Νέοι επιχειρηματίες τολμούν και φέρνουν ιδέες. Δυναμικά πράγματα γίνονται και στην καλλιτεχνική σκηνή με τα τόσα θέατρα τους καινούργιος χώρους τέχνης τους όμορφους πολυχώρους.

Υπάρχει όμως και η ρετρό Κυψέλη που κρατάει την γοητεία του τότε και δεν αφήνει το χέρι της ανάμνησης. Αυτή τη Κυψέλη περιδιαβαίνω, εκεί με ξαναβρίσκω, εκεί είναι η Κυψέλη που αναγνωρίζω και πραγματικά αγαπώ.

Αναψυκτήριο Γαρδένια

Το αναψυκτήριο Γαρδένια βρίσκεται μέσα στο Πεδίον του Άρεως και υπήρχε από τότε που ήμουν παιδί και ο παππούς μου με πήγαινε για σπιτική λεμονάδα. Τη θυμάμαι τη Γαρδένια αμυδρά, αλλά έτσι όπως όλα τα ανακατεύει στο τέλος η μνήμη, το μέρος αυτό μαζί με τον παππού και την τρυφερή μας σχέση ήταν κάτι σαν προσωπική μου Εδέμ. Και μια μέρα ξαφνικά έκλεισε .Το αναψυκτήριο έβαλε λουκέτο για πολλά χρόνια και η περιοχή είχε υποβαθμιστεί ανησυχητικά. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια έγινε μια εντατική προσπάθεια να «καθαρίσει» το πάρκο και ομολογώ ήταν έκπληξη όταν έμαθα ότι η Γαρδένια ξανά… άνθισε. Η δραστήρια Μαρία Μανωλάκη μαζί με τον Άγγελο Κουτσογιάνη με πολύ μεράκι και αγάπη για το πάρκο σκέφτηκαν να δώσουν πνοή στο ξεχασμένο αναψυκτήριο όπου είχαν μείνει μόνο οι λεηλατημένες εγκαταστάσεις. Και έτσι δημιουργήσουν από την αρχή ένα μικρό στέκι όπου μπορείς όλες τις ώρες να βρεις κάτι να φας και να πιείς. Τις ηλιόλουστες μέρες του χειμώνα μπορείς να αράξεις να «μαζέψεις» ήλιο και να απολαύσεις το καφέ ή το τσιπουράκι σου. Την άνοιξη και το καλοκαίρι εδώ είναι παράδεισος.

Στο αναψυκτήριο Γαρδένια μπορείς να απολαύσεις μια ποικιλία με  την ράκη σου/ Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Η Γαρδένια άνοιξε λίγο πριν την πανδημία, και επειδή με την καραντίνα δεν έκλεισε ποτέ, γιατί λειτουργούσε σαν αναψυκτήριο, έγινε κάτι σαν σήμα κατατεθέν για απόδραση και μια ψευδαίσθηση κανονικότητας. Η Γαρδένια είναι μια όαση στην τσιμεντένια πόλη. Στη καραντίνα ερχόταν ο κόσμος για καφέ κάθονταν στο πάρκο μέχρι αργά και ο καφές γινόταν αλκοόλ και άραζαν με την ώρες, θυμάται η Μαρία. Η φιλοσοφία πίσω από τη «μοσχομυριστή» Γαρδένια είναι να μπορείς να αράξεις στο πάρκο, να πιείς καφέ, χυμούς ή το τσίπουρο με τα μεζεδάκια σου και να αναπνεύσεις λίγο παραπάνω οξυγόνο. Ενθουσιάζομαι με την τορτίγια-αβοκάντο. Έχει μέσα αβγό, αβοκάντο, σος μαγιονέζας, τριμμένο καρότο και μπόλικο πιπέρι.

Εξαιρετική η Πίνα Κολάντα με φρέσκο ανανά/ Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Στην καντίνα είναι όλοι τους υπέρμαχοι της «υγιεινής διατροφής», έτσι βρίσκεις ολόφρεσκους χυμούς, φρουτοσαλάτες, σπιτική λεμονάδα που έχει τη γεύση της παιδικής μου ηλικίας. Τώρα με τα πρώτα κρύα το Σαββατοκύριακο έχουν ξεκινήσει να σερβίρουν ζεστό κρασί. Που μπορείς να το πάρεις στο χέρι και να βολτάρεις μέσα στο πάρκο. Γευστικότατη είναι και η βελουτέ σούπα λαχανικών με τζιντζερ. Την τιμητική τους, όμως, έχουν και τα κοκτέιλ. Πίνω μια πολύ ισορροπημένη Πίνα Κολάντα με φρέσκο ανανά. Και φυσικά το τσίπουρο είναι ψαγμένο και οι μεζέδες χορταστικοί και το χοτ ντογκ μπουκιά και συχώριο. Το ίδιο και η χειροποίητη τυρόπιτα με κριτσανιστό φύλλο. Ρωτάω τη Μαρία αν το πάρκο έχει καθαρίσει. «Η περιοχή ήταν αφημένη και ήταν ντροπή. Τώρα γίνονται προσπάθειες να ζωντανέψουν το πάρκο. Θέλουμε να λεγόμαστε ευρωπαϊκή πόλη και έχουμε μπαζώσει όλα τα ποτάμια μας και έχουμε αφήσει τα πάρκα ρημαγμένα. Σε μια τσιμεντούπολη με ελάχιστες οάσεις οξυγόνου, αντί τα πάρκα να' ναι ο πυρήνας της πόλης και να τα φροντίζουν με ευλάβεια υπήρχε αδιαφορία και εγκατάλειψη σαν γροθιά στο στομάχι. Εγώ το πονάω το πάρκο, έχει σπάνιας ομορφιάς διαδρομές. Αξίζει να διαθέσεις χρόνο να το περπατήσεις. Έχει διαδρομή με προτομές αρχαίων Ελλήνων. Άλλη διαδρομή με ήρωες του '21, άλλη με φιλοσόφους και ποιητές. Και πολύ όμορφα εκκλησάκια. Στο πάρκο βλέπεις υπέροχα δέντρα κάποια αιωνόβια και ξεχωριστά και πολύ όμορφα πουλιά και ένα σωρό παπαγαλάκια. Έμαθα ότι έχουν φύγει απ' το Ζάππειο και έχουν έρθει εδώ».

Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Πράγματι, μια βόλτα έστω και δέκα λεπτά τη μέρα σου καθαρίζει το μυαλό. Το αναψυκτήριο άραγε προσφέρεται για πάρτι της; Σκέφτομαι τι ωραία που θα είναι να γιορτάσω με φίλους τα γενέθλιά μου εδώ. Το αναψυκτήριο προσφέρεται και για παιδικά πάρτι και για πάρτι ενηλίκων μου λέει καταφατικά η Μαρία. Εύγε! Δεν έχω παρά να περιμένω μέχρι την Άνοιξη.

Μαρτίν

Το Μαρτίν έχει τη γεύση της παιδικής μου ηλικίας. Τριάντα χρόνια μετά και έχει μείνει ανέπαφο στον χρόνο. Όταν ψήνουν τσουρέκια μοσχοβολά όλος ο δρόμος και είναι ευτυχής συγκυρία να περνάς απ' έξω. Η ίδια και απαράλλαχτη γελαστή κυρία Έφη μαζί με τον σύζυγό της Δημήτρη Πιρουνίδη κρατάνε αυτό το διαμαντάκι καλογυαλισμένο. Πολίτες, ξέρουν από σωστό σαραγλί καρυδόπιτα, καριόκα, καλό τσουρέκι, μοσχομυριστούς κουραμπιέδες με ολόκληρο το αμύγδαλο. Τολμώ να πω ότι το «Μαρτίν» παραδίδει μαθήματα ζαχαροπλαστικής. Τα εκλέρ είναι μυθικό, η τρούφα βελούδινη και αγαπημένη μου. Ό,τι τρως στο «Μαρτίν» έχει μια πατίνα απ' τα γλυκά του χθες που τη νιώθεις στον ουρανίσκο. Τα γλυκά γίνονται με καλό βούτυρο και αγνά υλικά. Χρόνια και χρόνια από τους ίδιους προμηθευτές. Τα γλυκά του είναι ισορροπημένα στη γλύκα και αφήνουν στο τέλος μια ωραία επίγευση.

Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Αν μπορούσε η αθωότητα να κλειδωθεί σε μια γεύση, το «Μαρτίν» έχει τη γεύση της παιδικής μου ηλικίας. Για να με κακομάθω, παίρνω το ατομικό μου προφιτερόλ και σχεδόν δακρύζω. Γιατί μπορεί όλα να άλλαξαν, αλλά όσο υπάρχει το «Μαρτίν», υπάρχει για μένα ένα άβατο της μνήμης. Ένας τρόπος να επιστρέφω σε πιο ξέγνοιαστα χρόνια. Αγοράζω κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Περιμένω σε λίγο καιρό να βγουν οι υπέροχες δίπλες, τα τσουρέκια και η μοναδική τους βασιλόπιτα.

Φωτογραφίες Τίνα  Τσιλιμπ

Για μένα, δεν νοείται βόλτα στη Κυψέλη, χωρίς ένα πέρασμα από το «Μαρτίν». Χαίρομαι, δε, τόσο πολύ που δεν έκαναν με τα χρόνια ανακαίνιση και το μαγαζί έχει αυτό το ρετρό χαρακτήρα. Το κράτησαν μεν νοικοκυρεμένο, χωρίς όμως να χαλάσουν την αυθεντικότητά του. Είναι από τα λίγα μέρη που δεν έχασαν ούτε την ταυτότητα ούτε την ποιότητα. Μια διεύθυνση που αξίζει να επισκεφτείτε.

Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

info: Αγαθουπόλεως και Μοσχονησίων.

Αu revoir

Το «Au revoir» στην Πατησιών είναι χρόνια τώρα το αγαπημένο μου μπαρ στην πόλη. Το νιώθω σαν δεύτερο σπίτι μου και μπορώ να πάω και μόνη μου να πιώ ένα ποτό, αφού όλο και κάποιον γνωστό θα συναντήσω. Είναι ένα μπαρ «έκπληξη», σαν να μπαίνεις σε χρονοκάψουλα και γυρνάς σε ένα πιο αθώο χθες. Με το που πατάς το πόδι σου έχεις ήδη γυρίσει πίσω σε άλλες, πιο ανόθευτες δεκαετίες και νιώθεις ότι εκεί πίσω δεν κουβαλάς κανένα βαρίδι από το παρόν σου. Το μπαρ άνοιξε το 1958 από δυο αδέρφια, τον Θόδωρο και τον Λύσανδρο και είναι από τα πιο παλιά μπαρ στην Αθήνα. Το μπαρ το έφτιαξε και επιμελήθηκε εξολοκλήρου ο Αρχιτέκτονας Αριστομένης Προβελέγγιος, που έχει αφήσει εποχή για το έργο του και η φωτογραφία του κοσμεί το μπαρ. Το «Au revoir» δεν μπορείς να το πεις ούτε ακριβώς ρετρό ή βίντατζ. Είναι από μόνο του μια κατηγορία. Μόλις πατάω το πόδι μου εκεί, όλα στον κόσμο μου πάνε καλά. Είναι σαν καταφύγιο νυχτερινών ψυχών. Σαν σε αυτό το μέρος να καταλαγιάζουν τα πάθη. Να βρίσκεις μια στοργική χειρολαβή.

Στο. Μπαρ του  Au revoir έχει καθίσει και ο Σινάτρα/ Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Θυμάμαι ένα βράδυ είχα πάει μετά τον άσχημο χαμό του σκύλου μου. Τον είχε πατήσει αυτοκίνητο και σε τίποτα δεν έβρισκα παρηγοριά. Τρία ποτά μετά το «Αu Revoir» έμοιαζε με στοργικό ώμο να κλάψω. Και το έκανα και κανένα περίεργο βλέμμα δεν με έκρινε... Και πόσοι έρωτες δεν ξεκίνησαν στο πατάρι του. Αστειευόμενη, λέω ότι στο «Au revoir» πάω πάντα τα πρώτα και τα τελευταία ραντεβού -και κυρίως τα τελευταία γιατί υπάρχει και ο συμβολισμός του «ορεβουάρ». Το μπαρ έχει μεγάλη ιστορία και η ιστορία του είναι ποτισμένη στους τοίχους στα καθίσματα, όπου πέφτει το μάτι. Στέκι της Μάρως Κοντού, του Αυλωνίτη, του Χατζηχρήστου, των αδερφών Καλουτά, του Ηλιόπουλου και η λίστα δεν τελειώνει. Το «Au revoir» ή το λατρεύεις ή δεν ξαναπάς. Ο Κύριος Λύσανδρος, ψυχή του μαγαζιού, είναι σαν τη μασκότ του. Ένας φιλόσοφος της νύχτας. Πόσα και πόσα βράδια δεν μιλούσαμε στο μπαρ για υπαρξιακά αδιέξοδα και έρωτες και μου είχε εκμυστηρευτεί ότι δεν είναι αστικός μύθος ότι στο μαγαζί είχε έρθει ο Φρανκ Σινάτρα μετά από μια παράσταση στο Ηρώδειο. Τη σκυτάλη από τον κύριο Λύσανδρο έχει πάρει άξια ο γιος του ο Σωτήρης που τα ποτά του είναι πολύ δυνατά. Μεγάλη μου αδυναμία ο κύριος Νίκος, ευγενέστατος πάντα με το χαμόγελο, φέρνει το ποτό της κυρίας Τζούλης χωρίς να χρειαστεί να παραγγείλω και τόσα χρόνια θαμώνας ποτέ δεν καταργήσαμε τον πληθυντικό. Έχει ένα ήθος και μια ευγένεια που δεν τη συναντάς εύκολα.

Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Από ποτά, παράδοση έχει το Dry Martini του -για τους οπαδούς του Martini είναι ίσως και το καλύτερο στην πόλη. Εγώ όμως αγαπώ το Negroni και βρίσκω ότι ο Σωτήρης το κάνει εξαιρετικό. Στο Au Revoir ακόμα και το τοστ, το βρίσκω πεντανόστιμο. Είναι μαγαζί-θρύλος στην πόλη. Ένα μπαρ που σέβεται την ιστορία του με ωραία καθαρά ποτά, σωστά κοκτέιλ και με μια ωραία ανθρωπιά. Αυτό κυρίως ξεχωρίζω σε αυτό το μικρό μπαράκι. Το μέτρο που κρατά και πώς τους εξισώνει όλους και τους χωράει σε έναν κοινό παρανομαστή νυχτερινής ευδαιμονίας. Θα επιστρέφω ξανά και ξανά, γιατί η Πατησιών χωρίς το στέκι αυτό είναι γυμνή. Όταν κλείνει το καλοκαίρι και στο τζάμι γράφει «κάλο καλοκαίρι», με πιάνει μια μελαγχολική νοσταλγία. Και ενώ δεν είμαι οπαδός του χειμώνα, είναι ένα ιδανικό στέκι για να ξεχειμωνιάσουμε. «Ορεβουαριστείτε», λοιπόν. Η μόνη προτροπή μου! Μπείτε στο κλαμπ των ορκισμένων του οπαδών. Ε, ναι είναι το πιο καλτ Αθηναϊκό στέκι με διαφορά.

Φωτογραφία: Τζίνα Τσιλιμπή

Info: 28ης Οκτωβρίου 136