Ταξίδι στην Ιορδανία: Πέτρα και Ουάντι Ραμ
Ένα από τα 7 θαύματα του σύγχρονου κόσμου και η Κοιλάδα της Σελήνης με την κόκκινη άμμο.
Λιγότερες από 48 ώρες αρκούν για να διασχίσεις τρεις από τις πιο σημαντικές περιοχές της Ιορδανίας: η Πέτρα, η Άκαμπα και το Ουάντι Ραμ μπορεί να είναι κοντά χιλιομετρικά, εκπροσωπούν όμως η κάθε μια με τον δικό της τρόπο τον χαρακτήρα και την ομορφιά της ίδιας χώρας.
Φτάσαμε αργά το απόγευμα στην είσοδο της πόλης Ουάντι Μούσα. Καθώς διανύαμε περίοδο Ραμαζάνι μικρά παιδιά σταματούσαν τα αυτοκίνητα και έδιναν στους επιβάτες φρούτα, νερό και συσκευασμένους χουρμάδες για να συνέλθουν από την πολύωρη νηστεία. Το πλάνο μας ήταν να αφήσουμε τις βαλίτσες στο ξενοδοχείο και να πάμε αμέσως στον αρχαιολογικό χώρο της Πέτρας για να προλάβουμε το γνωστό Petra by Night, όπου η διαδρομή και ο χώρος μπροστά από το θησαυροφυλάκιο γεμίζουν με κεριά. Κάπου εδώ να σημειώσουμε πως ήδη από την Ελλάδα είχαμε φροντίσει να προμηθευτούμε το Jordan Pass, ένα ηλεκτρονικό «εισιτήριο» που το έχεις στο κινητό σου και σου εξασφαλίζει την πρόσβαση σε όλα τα ιστορικά μνημεία και αξιοθέατα.
Όταν όμως ρωτήσαμε στη ρεσεψιόν τι ώρα ανοίγει η είσοδος μας περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη, καθώς το Petra by Night πραγματοποιείται μόνο Δευτέρα, Τετάρτη και Πέμπτη –μάθαμε επίσης πως διαρκεί δύο ώρες, από τις 20:30 έως τις 22:30. Αποφασίσαμε να μην αφήσουμε αυτήν τη μικρή αναποδιά να χαλάσει τη διάθεσή μας και κατευθυνθήκαμε σε ένα από τα εστιατόρια της περιοχής, όπου δοκιμάσαμε ένα παραδοσιακό τους πιάτο, το μανσάφ: μοσχαρίσιο κρέας με ρύζι και ψημένους ξηρούς καρπούς, μαζί με τζαμίντ (μια έντονη και πολύ γευστική σως γιαουρτιού). Φυσικά, απαραίτητο συνοδευτικό η λεμονάδα με φύλλα μέντας.
Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στο ξενοδοχείο, που το είχαμε επιλέξει με βασικό κριτήριο να είναι κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου –απείχε μόλις 150 μέτρα. Θέλαμε να ξεκινήσουμε πολύ πρωί ώστε να διανύσουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διαδρομή, αλλά και να αποφύγουμε την κοσμοσυρροή. 7:00 το πρωί αποδείχτηκε πράγματι μια καλή ώρα εκκίνησης, ειδικά αν σκεφτεί κανείς πως είχαμε αποφασίσει να μην χρησιμοποιήσουμε ούτε καμήλες, ούτε γαϊδουράκια για την ανάβασή μας στον Μοναστήρι, που ήταν και ο τελικός μας προορισμός –σημείωση, για να φτάσεις στο Μοναστήρι της Πέτρας πρέπει να ανέβεις 800 σκαλοπάτια, αφού έχεις ήδη διανύσει μια σεβαστή χιλιομετρικά απόσταση. Υπάρχουν 8 διάφορες και διαφορετικές διαδρομές για να ακολουθήσει κανείς, ανάλογα με τον χρόνο και τις αντοχές του. Στην είσοδο ένας χάρτης σού εξηγεί τις αποστάσεις και τον βαθμό δυσκολίας του κάθε μονοπατιού -το Μοναστήρι χαρακτηρίζεται ως «δύσκολο» και, δεν θα πω ψέματα, ήταν -κυρίως όμως λόγω της ζέστης (που από τις 11 και μετά ήταν οριακά ανυπόφορη).
«Πρόκειται για ένα από τα Νέα Θαύματα του Κόσμου και είναι λαξευμένη πάνω σε πετρώματα». Αυτές ήταν οι βασικές πληροφορίες που γνωρίζαμε, για τη μαγευτική αυτή πόλη με τις κοκκινωπές αποχρώσεις και τους πελώριους, επιβλητικούς βράχους. Πλησιάζοντας μάθαμε και άλλα, όπως το ότι το στενό φαράγγι που μας οδηγούσε στο Θησαυροφυλάκιο, το πιο γνωστό της μνημείο, ονομάζεται Σικ και πως η πόλη πιθανότατα ιδρύθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον βασιλιά των Ναβαταίων. Ο δρόμος για το Θησαυροφυλάκιο είναι πολύ ευχάριστος, μια εύκολη διαδρομή στη σκιά του φαραγγιού, που σε μια στροφή της σου αποκαλύπτει ένα μόνο μέρος αυτού που πρόκειται να αντικρίσεις σε λίγο μπροστά σου.
Γνωστό και από την ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς, με ύψος 40 μέτρων, το Θησαυροφυλάκιο έχει μπροστά την «αυλή» του, όπου αποτελεί και ένα είδος παζαριού, καθώς πιτσιρίκια σε πλησιάζουν με τα κινητά τους στο χέρι και σου δείχνουν φωτογραφίες από το ίνσταγκραμ και σε ρωτάνε αν θέλεις να σε οδηγήσουν σε αυτό ακριβώς το σημείο για να βγάλεις την ίδια πόζα. Πράγματι, βλέπουμε κόσμο να σκαρφαλώνει πάνω από συρματοπλέγματα και βράχια, να περπατάει σε στενά μονοπάτια και να φωτογραφίζεται με θέα το Θησαυροφυλάκιο.
Η διαδρομή δεν έμοιαζε δύσκολη, όταν όμως πήγαμε να σκαρφαλώσουμε χωρίς συνοδό τα πιτσιρίκια αγρίεψαν και μας είπαν πως αν δεν τους πληρώσουμε η είσοδος στο μονοπάτι τους απαγορεύεται. Ο πιο μικροκαμωμένος, με βαμμένα με μαύρο μολύβι μάτια, μου συστήθηκε με σοβαρότητα και ως φωτογράφος, εξανεμίζοντας όποιον εκνευρισμό μας είχε δημιουργήσει η επιμονή τους. Πράγματι, μας οδήγησε στο μυστικό τους μέρος, όπου είχαν στρωμένα χαλιά και έβγαζαν ξανά και ξανά τους τουρίστες σε όσες πόζες επιθυμούσαν. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε μας είπε πως υπάρχει και ένα ακόμα καλύτερο μέρος για φωτογραφίες, ακόμα πιο ψηλά, ο δικός μας σκοπός όμως ήταν να φτάσουμε στο Μοναστήρι.
Ανά λίγα μέτρα συναντούσαμε υπαίθρια μαγαζιά είτε με σουβενίρ, είτε με αναψυκτικά. Ξαποστάσαμε δυο–τρεις φορές στον ίσκιο τους, πήραμε πολλές ανάσες και κάναμε αρκετές φορές στην άκρη για να περάσουν άλογα και γαϊδουράκια. Όταν πλέον φτάσαμε στο Μοναστήρι εντυπωσιαστήκαμε μεν από την επιβλητική του εικόνα, γρήγορα όμως βρεθήκαμε στο καφέ που έχει στηθεί ακριβώς απέναντί του, ώστε να απολαύσουμε τη θέα μας υπό σκιά. Η επιστροφή ήταν σαφώς πιο βατή από άποψη δυσκολίας, καθώς είχαμε να κατηφορίσουμε, στα τελευταία μέτρα όμως προς την έξοδο ο ήλιος ήταν εξαιρετικά δυσάρεστος και σίγουρα θα είχαμε απολαύσει πολύ περισσότερο τη διαδρομή μας αν την είχαμε κάνει πιο δροσερούς μήνες.
Καθώς ήταν ακόμα νωρίς αποφασίσαμε να δούμε την δεύτερη μεγάλη πόλη της Ιορδανίας, την παραθαλάσσια Άκαμπα. Μας έκανε εντύπωση πως χρειάστηκε να περάσουμε κάτι σαν σύνορα, ο έλεγχος όμως έμοιαζε καθαρά τυπικός, και σε μία περίπου ώρα βρισκόμασταν σε ένα αστικό τοπίο αρκετά διαφορετικό από το Αμμάν, καθώς εδώ τα κτίρια και οι επιγραφές μαρτυρούσαν τις δυτικές επιρροές τους. Η Άκαμπα αποτελεί πόλο έλξης για όσους κάνουν καταδύσεις, καθώς ο βυθός της Ερυθράς Θάλασσας είναι γεμάτος κοράλια και τροπικά ψάρια. Πράγματι, και εμείς μετά από μια σύντομη περιήγηση καταλήξαμε σ’ένα diving club, όχι όμως για να προμηθευτούμε τον απαραίτητο εξοπλισμό, απλά και μόνο για μια γρήγορη στάση για φαγητό. Λίγη ώρα μετά ήμασταν και πάλι στον δρόμο για το Wadi Rum, ή αλλιώς για την έρημο.
Για να βρεθεί κανείς στο camp που έχει κλείσει τη διαμονή του πρέπει να έχει συνεννοηθεί για την ακριβή ώρα άφιξής του, ώστε να τον παραλάβει από το κέντρο επισκεπτών ένα από τα τετρακίνητα τζιπ που μπορούν να κινηθούν πάνω στην άμμο. Εμείς κάναμε αρκετούς κύκλους μέχρι να συντονιστούμε με τον βεδουίνο που είχε αναλάβει τη μεταφορά μας, αποζημιωθήκαμε όμως πλήρως όταν βρεθήκαμε στην καρότσα του αυτοκινήτου που μας οδήγησε στον χώρο της κατασκήνωσης. Με το που τακτοποιηθήκαμε στο bubble tent που είχαμε νοικιάσει (με αυτόνομο μπάνιο και ζεστό νερό) ήρθε και η ώρα του φαγητού και έτσι είδαμε από κοντά το πώς βγάζουν το ζάαρμο –πρόκειται για μαριναρισμένο κρέας το οποίο τοποθετείται μέσα σε έναν βαθύ λάκκο πάνω από τα κάρβουνα και στη συνέχεια καλύπτεται με άμμο. Όταν βγαίνει από το έδαφος έχει πλέον μαγειρευτεί. Το απολαύσαμε μαζί με πολλά συνοδευτικά γύρω από τη φωτιά που είχαν ανάψει στο κέντρο του camp, ενώ ήδη ανυπομονούσαμε για την αυριανή μέρα που μας περίμενε και το jeep tour που είχαμε κανονίσει. Οι επιλογές που έχει κανείς είναι ανάμεσα στις 2, τις 4 και τις 6 ώρες και εμείς είχαμε επιλέξει την 4ωρη διαδρομή, την οποία την είχαμε προγραμματίσει ακριβώς πριν το ηλιοβασίλεμα.
Ξεκινήσαμε στις 14:30 το μεσημέρι και οι στάσεις μας περιλάμβαναν ήταν ελαφριά αναρρίχηση σε βράχους, ώστε να θαυμάσουμε τη θέα από ψηλά, είτε πεζοπορίας επίσης μικρής διάρκειας, ώστε να προλάβουμε να δούμε όσο το δυνατόν περισσότερα σημεία ενδιαφέροντος. Εκεί που μείναμε λίγο παραπάνω ήταν στους αμμόλοφους, τους οποίους ανεβήκαμε ξυπόλυτοι και τους κατεβήκαμε τρέχοντας, βυθίζοντας τα πόδια μας στην κόκκινη άμμο. Μας είχαν συμβουλέψει να επιλέξουμε την διαδρομή των 4 ωρών, επιστρέφοντας όμως προς το camp σκεφτήκαμε πως θα μπορούσαμε κάλλιστα να τριγυρνάμε στο σεληνιακό αυτό τοπίο άνετα για δύο ώρες ακόμα. Πλέον είχε αρχίσει να σουρουπώνει, τα σύννεφα όμως δεν μας άφησαν να δούμε το ηλιοβασίλεμα όπως το είχαμε σχεδιάσει.
Την επόμενη μέρα συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς τη Νεκρά Θάλασσα. Πάνω από δυο διανυκτερεύσεις άλλωστε είναι μια υπερβολή για το Ουάντι Ραμ, καθώς οι δραστηριότητες που μπορεί κανείς να κάνει είναι περιορισμένες: βόλτα με το τζιπ, με καμήλες, ακόμα και με αερόστατο, όλα αυτά χωράνε άνετα σε μια και μόνο μέρα. Αυτό τουλάχιστον έλεγε η λογική μας, η καρδιά μας όμως μας υπενθυμίζει πως η Κοιλάδα της Σελήνης είναι εκεί και περιμένει την επόμενη επίσκεψή μας.