Η Βαρκελώνη της Μάγδας Γεωργιάδου -Ένα ταξίδι στην μεθυστική καρδιά της Καταλονίας
Επισκέφθηκα τη Βαρκελώνη μετά από πρόσκληση μιας πολύ αγαπημένης φίλης μου, της Λόττε, που ζει εκεί τα τελευταία τρία χρόνια. Πήγα κυρίως για να την δω και να κάνω ένα ταξίδι αναψυχής σε μια περίοδο που έχω ανάγκη να κάνω πράγματα για μένα.
Η πόλη, αν και βορειότερα της Αθήνας, έχει παρόμοια γεωγραφία.
Είναι παραθαλάσσια, περιτριγυρισμένη από βουνά, αλλά σε αντίθεση με την Αθήνα, πολεοδομικά ‘κοιτά’ προς το θαλάσσιο μέτωπο. Δεν έχει του γυρίσει την πλάτη, όπως η δική μας πόλη..
Οι Βαρκελωνέζοι είναι θαλασσινοί, όπως εμείς. Η θέα στη Barceloneta είναι πολύ οικεία. Κότερα, ιστιοπλοϊκά, γλάροι. Νομίζεις ότι είσαι στο Φλοίσβο…
Κι αν η Αθήνα μόλις ξεκινά την ‘καριέρα’ της ως τουριστικός προορισμός και ορόσημο (από αυτές που οι Instagramers θέλουν να επισκεφθούν έστω για μια μέρα και να πουν ‘been there, done that’), η Βαρκελώνη είναι τουριστικός βετεράνος…
Γαστρονομική Μέκκα (κυριολεκτικά βρέχει αστέρια Michelin), γεμάτη εστιατόρια και καφέ, γκαλερί, μουσεία, πολιτιστικούς χώρους, μικρές και μεγάλες πλατείες, σοκάκια, πεζόδρομους και πάρκα.
Το κλίμα της Βαρκελώνης ευνοεί τα ‘τραπεζάκια έξω’, για αυτό άλλωστε η ζωή της είναι παρόμοια με μιας Ελληνικής πόλης. Αντί για σουβλάκια, έχουν τα κάπως κομψότερα pinchos που τα βρίσκεις κυριολεκτικά παντού. Οι σόμπες στα πεζοδρόμια δεν είναι αποκλειστικό ελληνικό φαινόμενο. Οι Βαρκελωνέζοι δεν στερούνται την έξοδο εξαιτίας του κρύου.
Η σχέση τους με το δημόσιο χώρο και η διεκδίκησή του βρίσκει την έκφρασή της στο πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας διασταύρωσης στο San Antoni, την οποία η δήμαρχος της Βαρκελώνης παραχώρησε στους κατοίκους (Ακούς κύριε Μπακογιάννη;;; κλείσε καμιά διασταύρωση στο κέντρο να δω κάτι…). Η διασταύρωση μετατράπηκε σε πλατεία, όπου σε καθημερινή βάση οι περίοικοι κυκλοφορούν, αράζουν, συναντιούνται αυθορμήτως και τα λένε. Να ένας ωραίος τρόπος καταπολέμησης της μοναξιάς των αστικών κέντρων…
Σε όλα μου τα ταξίδια, λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά και από επαγγελματική διαστροφή να τα δω ΟΛΑ, πάω ενδελεχώς προετοιμασμένη, με πλήρες πρόγραμμα για όλα τα αξιοθέατα. Αυτή τη φορά όμως το ταξίδι ήταν πιο εσωτερικό, πιο προσωπικό, πιο συναισθηματικό.
Και η Βαρκελώνη δε με απογοήτευσε καθόλου. Ανταποκρίθηκε πλήρως στις ανάγκες μου.
Είναι μια πόλη χτισμένη σε ανθρώπινη κλίμακα. Πολύ φιλική στον άνθρωπο όλων των ηλικιών. User friendly, όπως είπε πολύ εύστοχα και η φίλη μου η Λόττε. Αρκεί να ξέρεις πώς να αποφύγεις τα πολύ τουριστικά κομμάτια της, όπως η La Rampla, όπου γίνεται το αδιαχώρητο (κάτι σαν την Ερμού τα Χριστούγεννα…).
Το αστικό τοπίο της Βαρκελώνης είναι πολύ πλούσιο, με στοιχεία επιφανειακά αντίθετα μεταξύ τους. Μπαλκόνια με απλωμένα ρούχα, γνώριμο χαρακτηριστικό σε μεσογειακές χώρες, μπακάλικα, design stores, μικρομάγαζα, graffiti αλλά και υψηλή τέχνη, όπως η Γάτα του Botero τοποθετημένη στη Rampla του Raval, ανάμεσα σε τουρίστες, ντόπιους και μουσουλμανικούς πληθυσμούς που πηγαινοέρχονται στο κοντινό τζαμί για προσευχή, κι όλα αυτά σε κτήρια εκατό ετών ή και παραπάνω, με μια αρχιτεκτονική που παραπέμπει σε άλλες εποχές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όσο παράταιρα κι αν ακούγονται όλα αυτά μεταξύ τους, πρόκειται για ένα πολύ αρμονικό σύνολο. Ίσως γιατί έτσι είναι κι ο άνθρωπος. Πολυπράγμων, πολύπλοκος, πολύχρωμος και πολυσύνθετος.
Η Βαρκελώνη δεν είναι χαώδης και τεράστια όπως η Αθήνα. Στο κέντρο της δεν κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα, το μετρό πάει παντού, τα ταξί δεν είναι τόσο ακριβά όσο σε άλλες Ευρωπαϊκές πόλεις, και το κυριότερο μπορείς να την περπατήσεις από τη μία άκρη της έως την άλλη (οκ, αν είσαι δεινός περιπατητής ή έστω διαθέτεις το πείσμα να το κάνεις).
Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Λόττε και την έρευνα που έκανα πριν πάω, τρεις συνοικίες άξιζαν οπωσδήποτε μια επίσκεψη: το El Raval, το Gotico και το El Born. Υπάρχει φυσικά και η Barceloneta, που αφενός είναι πολύ τουριστική για τα γούστα μου και αφετέρου δεν είναι τόσο ελκυστική το χειμώνα. Θα προσέθετα και το Poblenou στο οποίο όμως δεν πρόλαβα να πάω, αλλά αποτελεί the next ‘it’ neighbothood στη Βαρκελώνη. Γίνονται πραγματάκια στο Poblenou…
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο έχεις 4 επιλογές για να μεταβείς στο κέντρο: το μετρό (αρκετά φθηνότερο από το δικό μας: 4,90€ / μια ώρα), το λεωφορείο (5,90€ / 40 λεπτά, το ταξί (35€ / μισή ώρα) και το τρένο (φεύγει μόνο από το Terminal 2, έχει το χαμηλότερο κόστος: 2,50€ / μια ώρα).
Το λεωφορείο, η δική μου επιλογή, ονομάζεται Aerobus, το βρίσκεις ακριβώς έξω από το terminal και αγοράζεις το εισιτήριο από εισπράκτορες που σε περιμένουν στην αφετηρία. Κάνει 6 στάσεις και καταλήγει στην Plaça de Catalunya, στην καρδιά της πόλης.
Επέλεξα το λεωφορείο γιατί σκέφτηκα ότι έτσι θα μπορέσω να δω λίγο το τοπίο και την είσοδο στην πόλη. Ένιωσα σχεδόν αμέσως μια αίσθηση οικειότητας, αρχικά με το τοπίο γύρω από το αεροδρόμιο που θυμίζει λίγο Σπάτα και μετά, μπαίνοντας στην πόλη, με την ατμόσφαιρά της. Έπεσα σε μποτιλιάρισμα, συνάντησα περιπολικά που είχαν κλείσει δρόμους και σύντομα κατάλαβα πως στο κέντρο εκτυλισσόταν διαδήλωση.
Με τους Καταλανούς δεν διαφέρουμε εμφανισιακά. Είναι Μεσόγειοι, μελαχρινοί, με παρόμοιους σωματότυπους. Κι όπως φάνηκε, δε διαφέρουμε ούτε στην ιδιοσυγκρασία. Μιλούν δυνατά, δεν είναι ιδιαίτερα φιλικοί ή ευγενικοί, ή τουλάχιστον δεν έχουν τον καθωσπρεπισμό ή την προσποιητή ευγένεια κάποιων Ευρωπαίων. Έχουν τις διαδηλώσεις στο τσεπάκι, για άλλους λόγους βέβαια από τους δικούς μας. Σε ολόκληρη τη διαδρομή έβλεπα Καταλανικές σημαίες στα μπαλκόνια…
Φτάνοντας επιτέλους στην Plaza de Catalunya κάθισα σε ένα καφέ, περιμένοντας τη φίλη μου. Παρήγγειλα στα αγγλικά ένα διπλό εσπρέσο κι ένα νερό (για τα οποία πλήρωσα 4.80€), ενώ τα διάφορα γκαρσόνια που με εξυπηρέτησαν μου απαντούσαν στα Ισπανικά. Ένας από αυτούς περιφερόταν στα τραπέζια που άδειαζαν για να τα μαζεύει, μετρώντας κάπως μίζερα τα μηδαμινά φιλοδωρήματα. Αργότερα πληροφορήθηκα πως οι Καταλανοί δεν είναι ιδιαίτερα γενναιόδωροι και για αυτό ο σερβιτόρος ένιωσε έκπληξη όταν του άφησα ένα ολόκληρο ευρώ (too much θα μου πείτε, αλλά το έκανα και λίγο σαν πείραμα για να δω πως θα αντιδράσει – “Gracias!” αναφώνησε έκπληκτος…).
Για το πρώτο βράδυ το πλάνο ήταν απλό. Η φιλενάδα μου κι εγώ θα πηγαίναμε για φαγητό, να πούμε τα νέα μας. Είχαμε να βρεθούμε έναν ολόκληρο χρόνο.
Πριν φύγω από Αθήνα, έψαξα για εστιατόρια με καλές κριτικές και προσιτές τιμές κοντά στο σπίτι της. Κατέληξα στο Marmalade, έκανα την κράτηση online από τον καναπέ μου στην ιστοσελίδα τους κι έλαβα σχεδόν αμέσως email επιβεβαίωσης.
Φτάσαμε εκεί περπατώντας. Η Λόττε μένει στο Raval και η διαδρομή, αν και μικρή, ήταν ενδεικτική της ατμόσφαιρας της περιοχής. Vintage stores, καταστήματα ανεξάρτητων σχεδιαστών και δημιουργών, και μια αίσθηση πως βρίσκεσαι σε χωριό ή κωμόπολη, και όχι σε μια από τις πιο τουριστικές πόλεις στον πλανήτη… Η γειτονιά φιλοξενεί μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα showrooms νέων σχεδιαστών, κι αν σας αρέσει να συλλέγετε ρούχα και accessories από local designers, ένα πολύ ενδιαφέρον studio που αξίζει να επισκεφθείτε είναι το Estudi Studio, πολύ κοντά στο MACBA. Εκπροσωπεί 3 Βαρκελωνέζους σχεδιαστές, τον ομώνυμο, Estudi Studio, που είναι και ιδιοκτήτης του Showroom, και τους Pas De Guerre και Lomikovsky.
Τα παλαιότερα bar της πόλης
Στο Raval βρίσκονται επίσης μερικά από τα παλαιότερα Bar της πόλης. Όπως έχουμε εμείς το Au Revoir (καρδούλα), έχουν κι αυτοί αγαπημένα retro στέκια, οι ιδιοκτήτες των οποίων διατηρούν τους χώρους ανέπαφους. Στο Raval βρίσκονται το Marsella (1820…), που σερβίρει αψέντι με τον παραδοσιακό τρόπο και το απολαμβάνεις με τους σοβάδες να κρέμονται πάνω το κεφάλι σου, αλλά τουλάχιστον μπορείς να λες «πίνω αψέντι στο ίδιο bar με τον Picasso και τον Hemingway» («κόλλησέ με» που θα έλεγε και η Mafalda…).
Επίσης εκεί βρίσκεται το Muy Buenas (1908!!), το οποίο έχει ανακαινιστεί αλλά με σεβασμό στο αρχικό ντεκόρ, καθώς και το θρυλικό London bar (1910), το οποίο αποτελούσε για χρόνια στέκι καλλιτεχνών του τσίρκο και σπουδαίων ζωγράφων, όπως οι Miró και Dali αλλά και των Picasso και Hemingway (που μάλλον όταν δεν ήταν στο Marsella ήταν στο London bar και τούμπαλιν…).
Μετά από έναν περίπατο λοιπόν που μου δημιούργησε μια γλύκα στην ψυχή μου από την ομορφιά της γειτονιάς, τη ζεστασιά της και αυτή την περίεργη αίσθηση νοσταλγίας για πράγματα που δεν έχεις ζήσει (αναφέρομαι στα μπαράκια των αρχών του αιώνα για αυτό το “Midnight in Paris” που με χτύπησε), φτάσαμε στο εστιατόριο.
Το Marmalade διαθέτει έναν πολύ όμορφο χώρο, εξαιρετικά πιάτα και cocktails και πολύ φιλικούς σερβιτόρους, πρόθυμους να σου εξηγήσουν το μενού και τις επιλογές σου στα ποτά με τα οποία μπορείς να συνοδεύσεις τα πιάτα που θα φας (όχι πάντα στα αγγλικά, αλλά έκαναν φιλότιμη προσπάθεια με τη γλώσσα του σώματος –γενικά ευτυχώς που η φίλη μου μιλάει Ισπανικά…).
Επέλεξα ένα gin & tonic από μια ειδική συλλογή που διαθέτουν και ήταν απολαυστικό τόσο γευστικά όσο και οπτικά. Για 2 cocktails και 6 πιάτα (σαλάτα, ορεκτικά κλπ) πληρώσαμε 57€, εντελώς value for money, γιατί ήταν όλα εξαιρετικά.
Το MACBA
Το Raval είναι μια σχετικά αμφιλεγόμενη συνοικία της Βαρκελώνης, καθώς εκεί διαμένουν πολλοί μετανάστες και θεωρείται ταυτόχρονα υποβαθισμένη αλλά ενδιαφέρουσα και ζωντανή. Οι πληθυσμοί μεταναστών δεν είναι περιθωριοποιημένοι, αλλά πλήρως ενσωματωμένοι και λειτουργικοί εντός του κοινωνικού συνόλου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να συνεισφέρουν με τη δική τους κουλτούρα στη ζωή της πόλης.
Το Raval επιλέχθηκε, όχι τυχαία, για να φιλοξενήσει δύο πολύ σημαντικά πολιτιστικά κέντρα: το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Βαρκελώνης (Museu d'Art Contemporani de Barcelona ή αλλιώς MACBA), και το Κέντρο Σύγχρονου Πολιτισμού (Centre de Cultura Contemporània de Barcelona – CCCB). To νέο κτήριο του MACBA εγκαινιάστηκε το 1995 και όπως όλοι οι σημαντικοί χώροι πολιτισμού μεταμόρφωσε ολόκληρη τη γειτονιά.
Στον προαύλιο χώρο του δεκάδες skaters χρησιμοποιούν τις πεζούλες, τα σκαλοπάτια και την αυλή για να κάνουν skate καθόλη τη διάρκεια της ημέρας. Είναι τόσο παθιασμένοι που ο Δήμος αναγκάζεται να στέλνει ειδικά οχήματα μετά τις 23:00 το βράδυ να τους ‘μαζεύουν’, καθώς οι περίοικοι ενοχλούνται από το θόρυβο των skateboards…
Haters gonna hate / Skaters gonna skate…
Η πλατεία του Μουσείου ονομάζεται Plaça dels Angels, χάρη σε ένα Μεσαιωνικό ξωκλήσι ακριβώς απέναντι από το Μουσείο, το Convent dels Àngels, από όπου δανείζεται το όνομά της και που σήμερα αποτελεί ξεχωριστό χώρο του Μουσείου γνωστό ως Capella del MACBA, και συνήθως φιλοξενεί video art.
Αμφιβάλλω αν θα τολμούσε κανείς να χρησιμοποιήσει στην Ελλάδα ένα ξωκλήσι για να εκθέτει τέχνη…
Όσο ήμουν εκεί, το MACBA φιλοξενούσε μια έκθεση των έργων που έχει αποκτήσει το Μουσείο από το 1929 μέχρι σήμερα, με τίτλο “A short century”. (Η είσοδος στο MACBA κοστίζει 11€).
Πρόκειται ουσιαστικά για μια παρουσίαση της συλλογής του Μουσείου με βάση την ιστορία της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης μέσα από συγκεκριμένες προοπτικές, όπως οι πολιτικές εξελίξεις και σημαντικά κινήματα του 20ου αιώνα, βιωμένα από τη Βαρκελωνέζικη οπτική γωνία.
Η έκθεση στα μάτια μου φάνηκε σαν ένα μικρό ταξίδι στον 20ο αιώνα κι ενώ έχει ως κέντρο αναφοράς τη Βαρκελώνη, δεν ήταν δύσκολη η ταύτιση και η συναισθηματική σύνδεση με τα εκθέματα.
Ξεκινώντας από την εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου (1936-1939), συναντάς τον οπτικό πόλεμο της προπαγάνδας και τη χρήση της καλλιτεχνικής δημιουργίας προς εξυπηρέτηση της ατζέντας κάθε ιδεολογίας. Κοιτάζοντας τις αφίσες σκέφτηκα με μια μικρή θλίψη πως δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε. Αντιθέτως, έχουν προστεθεί τεχνολογικά μέσα εξάσκησης προπαγάνδας, που ενδεχομένως σήμερα είναι κατά πολύ αποτελεσματικότερα και παραπλανητικά. Όσο χάζευα τα εκθέματα σκεφτόμουν σύγχρονα εργαλεία, όπως τα fake news, και πόσο δύσκολο είναι πλέον να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα…
Συνεχίζω στα επόμενα δωμάτια και συναντώ τη θρυλική δεκαετία του ’60: Κίνημα Ειρήνης, τα παιδιά των λουλουδιών, τα κινήματα ισότητας των γυναικών και των οικολόγων…
Η ψυχεδέλεια, τα ναρκωτικά, η pop art και το ρεύμα του ‘counterculture’ με τις ρίζες του στους Allen Ginsberg, Jack Kerouac και William S. Burroughs… Η γενιά του ’60 θεωρείται για πολλούς η τελευταία επαναστατική γενιά. Εγώ ανήκω στη γενιά των 90’s, τη λεγόμενη Generation X. Είμαστε επίσης γνωστοί και ως γενιά του MTV και δεν θα το αρνηθώ: ως έφηβη περνούσα άπειρες ώρες μπροστά στο MTV, παρακολουθώντας μαγεμένη video clips όπως το Freedom του George Michael, ή το Vogue της Madonna (και μάθαινα και τη χορογραφία εννοείται.. “Strike a pose”).
Κάνοντας την ανασκόπηση της δικής μου ζωής, συνεχίζω στο επόμενο δωμάτιο, όπου φιλοξενείται η δεκαετία στην οποία γεννήθηκα: τα 70’s…
Μινιμαλισμός στην τέχνη, παντελόνια-καμπάνες στη μόδα, φαρδιές ζώνες και χαμηλοκάβαλα… (και κάπου στο background του εγκεφάλου μου ο Σειληνός με την Ιωαννίδου να χορεύουν / εγκεφαλικό μπάχαλο…)
Η δεκαετία του ’80 που ακολουθεί είναι στο άλλο άκρο. Φεμινισμός, αντιρατσιστικά κινήματα, το κίνημα για τα δικαιώματα των gay, και νέα πολιτικά ρεύματα οδηγούν την τέχνη σε πιο πολιτικοποιημένες εκφράσεις.
Μια αφίσα από μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών, “Guerrilla Girls”, σχολιάζει καυστικότατα πώς οι Ρεπουμπλικάνοι της εποχής αντιλαμβάνονται το δικαίωμα μιας γυναίκας στο σώμα της: lifting, μακιγιάζ, λιποαναρρόφηση, προσθετική στήθους, βαφή μαλλιών, ρινοπλαστική, βουλιμία/ανορεξία αλλά και πιο βάρβαρες παρεμβάσεις, όπως το δέσιμο πελμάτων και η κλειτοριδεκτομή.
Στο μυαλό μου ήρθαν κατευθείαν κινήματα όπως το #MeToo, οι συζητήσεις περί σεξουαλικής παρενόχλησης, οι διεκδικήσεις περί ίσης αμοιβής γυναικών ηθοποιών του Hollywood, οι εξυπνάδες που έχει πει κατά καιρούς ο Αμερικανός πρόεδρος, όπως το καταπληκτικό “grab them by the pussy” και κάτι άλλα ‘χαριτωμένα’, αλλά και η απόφαση των 170 βουλευτών της Ελληνικής Βουλής να μην προστεθεί η απαγόρευση διακρίσεων και βάσει φύλου, ταυτότητας φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού στην αναθεώρηση του σχετικού άρθρου του Συντάγματος…
Άρα, αγαπητές Guerrilla Girls, εγώ θα σας έφτιαχνα ένα ποστεράκι που να λέει «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα» να βάλετε δίπλα στο δικό σας…
Η δεκαετία του ’80, όπως κανείς δε μπορεί να ξεχάσει, είναι επίσης η δεκαετία των fluorescent χρωμάτων (των πολύ κακών hairstyles, των βάτων στα σακάκια και λοιπών αισθωτικών ακροβατισμών) και μιας τέχνης που πήρε είδωλα και τα μετέτρεψε σε pop art. Εξού και αυτή η στήλη από κίτρινες Παναγίτσες…
Οι μυστικές αυλές
Το Raval όμως κρύβει πολλά ενδιαφέροντα μυστικά, οπότε αποφασίζω να βγω πάλι έξω στην πόλη. Θέλω να περπατήσω όσο περισσότερο γίνεται. Να δω όσο περισσότερη πόλη μπορώ. Έχοντας χωρίσει πρόσφατα από μια μακροχρόνια σχέση, κουβαλάω μαζί μου στην Βαρκελώνη όχι τόσο τον πόνο του χωρισμού, όσο την ανάγκη μου να απαλλαγώ από αυτόν. Και το περπάτημα είναι ένας εξαιρετικός τρόπος να καθαρίσεις το μυαλό σου.
Φεύγοντας από το MACBA, προσπερνώ την είσοδο ενός μικρού μυστικού κήπου, Jardi Dels tarongers, στην οποία μπαίνοντας διστακτικά ανακαλύπτω άλλη αυλή με μικρό καφέ και την είσοδο ενός διαμπερούς βιβλιοπωλείου. Νιώθω λίγο Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και αποφασίζω να συνεχίσω τη βόλτα μου.
Πριν αφήσω το Raval για το πολύ γραφικό (και τουριστικό) Gotico επιδιώκω να εντοπίσω μια εσωτερική αυλή για την οποία είχα διαβάσει. Πρόκειται για την εσωτερική αυλή του Antic Hospital de la Santa Creu, ενός νοσοκομείου (15ος-18ος αιώνας) που σήμερα στεγάζει την Εθνική Βιβλιοθήκη της Καταλονίας, το Ινστιτούτο Καταλανικών Σπουδών, το πρώην Κολλέγιο Χειρουργών και μια σχολή τέχνης..
Στην κρυφή αυτή αυλή έχει ένα επίσης κρυφό καφέ/εστιατόριο, το El Jardi, στο οποίο απόλαυσα ένα γευστικό brunch (ένα χυμό κι ένα πιάτο για 9,30€). Αν και δεν είμαι ειδήμων της γαστριμαργίας, σας βεβαιώ ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτο να φάτε άσχημα στη Βαρκελώνη. Οι Καταλανοί δεν αστειεύονται με το φαγητό τους. Η φίλη μου μού εξήγησε πως όταν τους καλείς σπίτι σου σε ρωτούν αν θα έχει φαγητό (γιατί αν δεν έχει, θέλουν να φροντίσουν να έρθουν φαγωμένοι). Δεν βγαίνουν ποτέ για ποτό νηστικοί και τα Σαββατοκύριακα τα μαγαζιά που σερβίρουν πρωινό και brunch είναι γεμάτα, καθώς οι ντόπιοι το θεωρούν αναπόσπαστο κομμάτι της βόλτας τους.
Το Gotico είναι υπέροχο…
Σε ταξιδεύει στο χρόνο τόσο απαλά και γλυκά.
Αν και ο χειμώνας δεν είναι τουριστική περίοδος για την πόλη, συνάντησα πολλούς τουρίστες, όχι όμως αρκετούς για να μην απολαύσω τη βόλτα μου. To Gotigo, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την παλαιά Μεσαιωνική πόλη της Βαρκελώνης, κατοικείται.
Εκεί βρίσκεται το Δημαρχείο της πόλης και ο καθεδρικός ναός, που αν και όχι τόσο φημισμένος όσο η Sagrada Familia, είναι εξίσου εντυπωσιακός (γενική είσοδος 7€). Η γοτθική αρχιτεκτονική στους ναούς του Μεσαίωνα είχε κύριο στόχο την δημιουργία μιας αίσθησης δέους στον προσκυνητή. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του Zeitgeist της περιόδου, όπου η θρησκεία αποτελεί τον απόλυτο κοινωνικό κυρίαρχο.
Όλα στο Μεσαίωνα ήταν ‘θεού θέλοντος’… η ζωή, ο θάνατος, η βασιλεία, η φεουδαρχία, οι Σταυροφορίες, η Πυρά, ΟΛΑ.
Μπαίνοντας λοιπόν σε ένα ναό γοτθικής αρχιτεκτονικής νιώθεις μικρός και ασήμαντος. Αυτός είναι ο στόχος δηλαδή. Τα βιτρό φωτίζονται από το εξωτερικό φως για να νομίζεις πως τα φωτίζει ο θεός, επιβλέπων και παντοκράτωρ. Ακόμη κι αν δεν είσαι θρήσκος, όπως εγώ, νιώθεις ένα δέος. Σε ό,τι με αφορά, νιώθω δέος για τους αρχιτέκτονες που εμπνεύστηκαν το συγκεκριμένο ρυθμό και τους τεχνίτες που κατασκεύασαν αυτούς τους ναούς με τα πενιχρά διαθέσιμα τεχνολογικά μέσα.
Έχω μια προτίμηση στα ανθρώπινα θαύματα και λιγότερο στα θεία, που δεν τα συναντώ άλλωστε στην καθημερινότητά μου
Ένα μικρό ανθρώπινο θαύμα εκτυλίχθηκε στην πλατεία έξω από τον καθεδρικό, όπου μια κυρία τραγουδούσε το Ave Maria, κλέβοντας την παράσταση από τους υπόλοιπους πλανόδιους performers που τριγυρνούσαν εκεί.
Ένα μικρό θαύμα ήταν κι ένας γλυκύτατος ζωγράφος που εντόπισα σε ένα μπαλκόνι φεύγοντας από το ναό. Τον παρατήρησα για αρκετή ώρα, γιατί πάντα μου άρεσε να παρακολουθώ τους ανθρώπους από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια τους. Αναρωτήθηκα τι ζωγραφίζει, τι σκέφτεται και πώς είναι η φωνή του.
Ξαφνικά του έπεσε το πινέλο κι ένιωσα μια περίεργη ενοχή, σκεπτόμενη ότι ίσως το προκάλεσα εγώ. Έσκυψε χαριτωμένα, προσπαθώντας να το εντοπίσει (μάταια από τον 6ο όροφο στον οποίο βρισκόταν). Πλησίασα κοντά και το βρήκα. Το έπιασα, το σήκωσα να το δει και χαμογελάσαμε ο ένας στον άλλο. Μου ζήτησε να του το ρίξω κάτω από μια τεράστια ξύλινη πόρτα που είχε το κτήριο για είσοδο. Μια πόρτα που έμοιαζε να έχει ξεμείνει εκεί για αιώνες. Η φωνή του τελικά ήταν μελωδική και απαλή, όπως και το χαμόγελό του.
Από τον Καθεδρικό ναό στην αγκαλιά του Διαβόλου: Satan’s Speciality Coffee
Ξαφνικά με κατέκλυσε μια έντονη επιθυμία για έναν ωραίο espresso. Αποφάσισα να το πιω στο Satan’s Coffee, το πιο φημισμένο speciality cafe της Βαρκελώνης.
Το Satan’s είναι ο πρωτοπόρος του speciality cafe στην πόλη, σερβίρει single origin, direct trade ποικιλία, με φρέσκο γάλα, μουσική στα 55dB και άνευ wifi.
Ο δημιουργός του Satan’s είναι ένας 30χρονος που ξεκίνησε να πουλά καφέ στο δρόμο σε ένα cart (πόσο meta..), έγινε σιγά σιγά γνωστός χάρη στην ποιότητά του (εγώ θα έλεγα ότι έπαιξε κάποιο ρόλο και το hipster performance του σερβιρίσματος στο cart) και τώρα είναι το πιο hot coffee spot της Βαρκελώνης.
Σημειωτέον, στη Βαρκελώνη απαγορεύεται αυστηρώς το κάπνισμα σε όλους τους εσωτερικούς χώρους, που θα ήταν πολύ οκ, αν τα μαγαζιά σε άφηναν να πάρεις τον καφέ ή το ποτό σου έξω, προκειμένου να συνοδεύσεις το τσιγάρο σου…
Συνέχισα το περπάτημα στην πόλη, χαζεύοντας τα μαγαζιά, τα σοκάκια, τους ανθρώπους και τα κτήρια. Το απόγευμα η φιλενάδα μου θέλησε να με πάει για vermouth. Το συνηθίζουν πολύ εκεί το vermouth. Retro, σκέφτηκα. Γιατί όχι;
Περπατήσαμε μέχρι την Plaça de Sant Agustí, καθίσαμε σε ένα συμπαθές καφέ-μπαρ και ‘χτυπήσαμε’ 2 vermouth rosso η κάθε μία (14€ σύνολο), μιλώντας ασταμάτητα…
Το βράδυ δειπνήσαμε στο La Vietnamita, ένα συμπαθέστατο Βιετναμέζικο street food deli.
Ήπιαμε ginger beer, δοκιμάσαμε τα Nem Ran (χειροποίητα spring rolls με κρέας σάλτσα από γλυκό chill και λεμόνι), Veggie Pho (σούπα με λαχανικά) και μια Goi Xoai Mango + Gambas σαλάτα. Κλείσαμε με πανακότα και συνολικά πληρώσαμε 63,80€. Τσιμπημένο το Βιετναμέζικο street food, αλλά χαλάλι. Ο χώρος ήταν πολύ ωραίος, το προσωπικό πολύ φιλικό κι εμείς πολύ χαρούμενες που λέγαμε τα δικά μας.
Την επόμενη μέρα άνοιξα τα μάτια μου το πρωί, συνειδητοποιώντας πως βλέπω ένα τελείως διαφορετικό τοπίο από αυτό του δικού μου δωματίου. Σε αντίθεση με το αστικό τοπίο νεόδμητων πολυκατοικιών της Αθήνας που για ‘topping’ έχουν θερμοσίφωνες και κεραίες, η παλαιότητα των κτηρίων της Βαρκελώνης απαλύνει αυτή την ‘αστίλα’, με ζεστά χρώματα και καμπύλες, αντί για γωνίες.
Επίσης εκείνη την ημέρα έφαγα ένα από τα ωραιότερα πρωινά της ζωής μου.
Στο Tropico
Στο Tropico ήπια έναν καταπληκτικό χυμό, τον λεγόμενο Thai Dragon Tail, με κόκκινη pitahaya από την Ταϊλάνδη, γάλα καρύδας και σπόρους chia, γαρνιρισμένο με flakes καρύδας και μπανάνα.
Το brunch μου ήταν δύο τηγανιτά αυγά, λουσμένα σε σάλτσα chipotle, πιπεριές, chilli, κρεμμύδια, τομάτες και κορίανδρο, συνοδευόμενα από μαύρα τηγανιτά φασόλια, φρέσκο τυρί και αβοκάντο (για 2 τέτοιους χυμούς και πιάτα πληρώσαμε 36,35€ και πιστέψτε με άξιζε μέχρι και το τελευταίο ευρώ!)
Επόμενα μέρη προς επίσκεψη το Montjuic με το Museu National, to Park Güell και το Born.
Ξεκινήσαμε παρέα με τη φίλη μου προς το Montjuic, ποδαράτο.
Το Montjuic είναι κάτι σαν τον Υμηττό τους, αλλά φιλοξενεί πολύ σημαντικά κτήρια, παλαιά και νέα.
Περάσαμε την τεράστια αλλά μάλλον αδιάφορη Plaça d'Espanya. Η Λόττε μου εξήγησε πως μεταξύ Plaça d'Espanya και Museu National φιλοξενούνται εκθέσεις, διάφορα events ακόμα και τεράστια φεστιβάλ όπως το Sonar.
Η Βαρκελώνη φιλοξενεί μουσικά φεστιβάλ παγκόσμιας εμβέλειας.
Εκτός από το Sonar, εκεί φιλοξενείται και το Primavera.
Παρά την τεράστια τουριστική άνθηση, που πλέον προξενεί απέχθεια σε αρκετούς ντόπιους που αγανακτούν με τις ορδές των τουριστών που κατακλύζουν την πόλη τους τουριστικούς μήνες, η Βαρκελώνη εκτός από γαστριμαργική Μέκκα, αποτελεί την Ευρωπαϊκή Silicon Valley.
Διεθνές θερμοκήπιο για πολύ επιτυχημένες software development start-ups, η πόλη ενθαρρύνει πολλές μορφές οικονομικής δραστηριότητας, ίσως και σαν δίχτυ προστασίας σε περίπτωση που ο τουρισμός κάποια στιγμή καταρρεύσει ή καταφέρουν να τον ξεφορτωθούν. Στα σοκάκια συναντάς αναρτημένα banner διαμαρτυρίας κατά γνωστής ηλεκτρονικής πλατφόρμας ενοικίασης σπιτιών για τους τουρίστες.
Η καθαρά αστική ιστορία της πόλης με ενδιέφερε πολύ περισσότερο από τα εκθέματα τέχνης του μουσείου. Όχι ότι δεν είμαι φιλότεχνη. Κάθε άλλο. Αλλά αυτή τη φορά, απορροφημένη από πιο προσωπικές ανάγκες, προτίμησα να μην μπω στο μουσείο για να δω τη συλλογή του, αλλά να περπατήσω με τη φίλη μου στο πάρκο και τις γύρω γειτονιές. Ο διαθέσιμος χρόνος, λόγω της δουλειάς της, ήταν περιορισμένος και ήθελα να περάσω όσο περισσότερο μπορούσα μαζί της.
Περπατώντας στο πάρκο του Μουσείου, δεξιά στην άκρη μια συστάδας δέντρων, συναντάς ένα απροσδόκητο αρχιτεκτονικό διαμαντάκι: το Pavello Mies van der Rohe. Σε πλήρη αντιδιαστολή με την αρχιτεκτονική των ιστορικών κτηρίων του Montjuic, το ‘περίπτερο’ (pavillion) που σχεδίασε ο Ludwig Mies van der Rohe το 1929, χτισμένο από πέτρα, μάρμαρο, όνυχα και γυαλί, ήταν η Γερμανική συμβολή στη Διεθνή Έκθεση της χρονιάς εκείνης.
Το Park Güell και η αβάσταχτη ελαφρότητα των selfies
Αν και είχα αποφασίσει να αποφύγω τα τουριστικά μέρη, ήθελα να επισκεφθώ το Park Güell. Λάθος μου και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί.
Το πάρκο ήταν υπό αναστήλωση και άρα μεγάλα κομμάτια των ψηφιδωτών, καθώς και το κεντρικό κτήριο ήταν καλυμμένα και κλειστά. Άρα ο βασικός λόγος επίσκεψης ακυρώθηκε άμα τη εμφανίσει… Το Park Güell παίρνει το όνομά του από τον ιδιοκτήτη του Eusebi Güell, ο οποίος ανέθεσε τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της εξοχικής του κατοικίας στον βασικό εκπρόσωπο του Καταλανικού μοντερνισμού, Antoni Gaudí.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, πως παρότι σήμερα ο Gaudí είναι αναγνωρισμένος διεθνώς, επί των ημερών του αντιμετωπιζόταν ως εκκεντρικός και εργαζόταν μάλλον στο περιθώριο. Οπότε η επιλογή του Güell ήταν μάλλον παράτολμη, αλλά πολύ ταιριαστή με τον ίδιο, ο οποίος ήταν επιχειρηματίας που μάλιστα πλούτισε στα τέλη του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της Καταλανικής βιομηχανικής επανάστασης. Όπως πολλοί αστοί της εποχής του, παντρεύτηκε την κόρη ενός Μαρκήσιου για να αποκτήσει ο ίδιος και οι απόγονοί του τίτλο ευγενείας.
Πρόκειται για σύνηθες φαινόμενο προς το τέλος της βιομηχανικής επανάστασης, όταν αριστοκράτες με βασική πηγή πλούτου τη γεωργία καταστράφηκαν οικονομικά και ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν ήταν να παντρευτούν εκπροσώπους της αστικής τάξης, εμπόρους και βιομήχανους, που είχαν το χρήμα αλλά όχι το ‘όνομα’…
Το Park Güell λοιπόν, είναι ένα σημάδι της εποχής του. Συμβολίζει την τόλμη που διείπε την αστική τάξη στην αλλαγή του αιώνα, μια τόλμη που τροφοδότησε την πρωτοπορία στις τέχνες, έστησε διεθνείς εκθέσεις σε όλη την Ευρώπη που άφησαν πίσω τους μοντέρνα αρχιτεκτονικά μνημεία, όπως ο πύργος του Άιφελ στο Παρίσι, και χάραξε την πορεία του Δυτικού πολιτισμού κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Έχοντας όλα αυτά στο νου, το θέαμα που αντικρίζω είναι τουλάχιστον αποκαρδιωτικό. Προσωπικά δεν είμαι ούτως ή άλλως οπαδός των selfies, μάλλον με ενοχλούν αισθητικά και φιλοσοφικά, κι ενώ μεμονωμένα και κατά περίσταση μπορεί να έχουν νόημα, έχουν καταντήσει όπως το stand up των δημοσιογράφων στα media. Ξεκίνησε ως μια απόδειξη του ρεπόρτερ ότι βρίσκεται στο σημείο όπου εκτυλίσσεται μια δράση (κάτι ομολογουμένως πολύ σημαντικό) και πλέον οι ρεπόρτερ κάνουν stand up ακόμα και στις λαϊκές αγορές, γιατί δεν αντέχουν να παίξει ρεπορτάζ χωρίς την αφεντομουτσουνάρα τους.
Κάπως έτσι έχει γίνει και με τις selfies. Τσάκα-τσούκα όλη την ώρα, αυτός ο σχεδόν χυδαίος ναρκισσισμός, διαστρεβλώνει την επαφή με τον χώρο, το χρόνο αλλά και τους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μας.
Αυτή η αδήριτη ανάγκη να νιώθουμε ότι έχουμε ‘ακροατήριο’, ότι κάποιος μας παρακολουθεί (και ενδεχομένως μας θαυμάζει;). Ο Δυτικός πολιτισμός, στον 21ο αιώνα αντικαθιστά τον Θεό με τα social media….
Όση ώρα ήμουν στο πάρκο, παρακολουθούσα μια ατέρμονη μάχη να βρεθούν οι χιλιάδες επισκέπτες κάπου, σε μια γωνίτσα, μόνοι, για να βγάλουν μια selfie με τον φανταστικό εαυτό τους. Ήταν σαν το παιχνίδι με τις μουσικές καρέκλες. Μετακινούμασταν όλοι διαρκώς γύρω από ένα μικρό άξονα, μπαινοβγαίνοντας ο ένας στο κάδρο του άλλου. “Oh, sorry”, άκουγες παντού.
Στη δε «Πλατεία της Φύσης», από όπου ο επισκέπτης έχει μια υπέροχη πανοραμική θέα της πόλης, οι επίδοξοι selfie-takers δεν ενδιαφέρονται καν για τα προσχήματα.
Το μέγα ζητούμενο είναι να βγει the bloody selfie, no matter what.
Και το θλιβερότερο όλων είναι πως η πλειοψηφία των επισκεπτών δεν έχει ιδέα γιατί το επισκέπτεται, γιατί είναι τόσο hot να βγάλει selfie εκεί, τι συμβολίζει, ποια είναι η ιστορία του.
Φεύγω ξενερωμένη που αντί να δω τα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Gaudi (για 13,20€), είδα όλο το internet στην «Πλατεία της Φύσης», νιώθοντας πως είμαι συνδεδεμένη σε Facebook / Insta ταυτόχρονα με την πραγματικότητα να εκτυλίσσεται live μπροστά μου.
Αν και το Park Güell είναι στην άκρη της πόλης, αποφασίζω να κατηφορίσω με τα πόδια. Θέλω λίγη αποσυμπίεση. Συναντώ ένα ωραίο μαγαζάκι σε ένα δρόμο που λέγεται Carrer de Larrard και η πίστη μου στην ανθρωπότητα αποκαθίσταται (κάπως).
Η γειτονιά είναι μάλλον αδιάφορη, αλλά όχι άσχημη. Δε νιώθεις δηλαδή πως είσαι σε μια τσιμεντούπολη, ούτε και καν σε μια περιοχή με πολυκατοικίες, όπως αυτή.
El Born - The upper-class hipster hood…
Επόμενος σταθμός μου είναι το El Born. Είναι η πιο σικ συνοικία της Βαρκελώνης, εκεί ζουν οι upper class hipsters της πόλης, όλα τα μεγαλοστελέχη των Start-ups που εξαγοράστηκαν από κολοσσούς, με αποτέλεσμα συμπαθητικοί nerds να μετατρέπονται σε yuppies εν μία νυκτί. Εκεί συναντάς κομψά εστιατόρια, Bars και μαγαζιά νέων σχεδιαστών, εκεί μπορείς να αγοράσεις τέχνη (για όλα τα γούστα και όλες τις τσέπες, ακόμα και την δική μου ταπεινή τσεπούλα).
Επειδή είμαι γενναία περιπατητής, ακολουθώ την Carrer Sardeneya όλο ευθεία κάτω, πέφτω πάνω στη Sagrada Familia, μου κόβεται η αναπνοή από το θέαμα, αλλά δίνω ραντεβού με το συναρπαστικό κτήριο για το επόμενο ταξίδι μου σε αυτή την αστείρευτη πόλη.
Χάνομαι, αλλά καταφέρνω να τρυπώσω τελικά στο Born. Βεβαιώθηκα ότι τα κατάφερα όταν είδα μια τεράστια διάφανη πινακίδα που έγραφε Born Comerç.
Σαν γνήσιο κορίτσι του κέντρου, στο Born νιώθω πολύ οικεία. Θυμίζει κάτι από Ψυρρή, πριν γίνει της μόδας, κάτι από Κεραμεικό, Μεταξουργείο, Πετράλωνα και τώρα πια Παγκράτι και Μετς. Ο κόσμος που κυκλοφορεί θα μπορούσε να συχνάζει στο Chelsea, στην πλατεία Πλαστήρα.
Pop art shops, vintage stores, αλλά και ρούχα στα μπαλκόνια, μικρά σοκάκια με διακριτικό Street art, μια κρυφή αυλή με ένα κλειστό μπαράκι.
Επέλεξα να αγοράσω κάτι από pop art και μια 3d φωτογραφία.
Μπήκα πρώτα στο Naolito, κατάστημα αλυσίδας franchise παρακαλώ, καθώς ο συγκεκριμένος καλλιτέχνης είναι μάλλον δημοφιλής. Ομολογώ πως art store που να μετεξελίσσεται σε franchise πρώτη φορά συναντώ…
Τα χαριτωμένα κόμικ που δημιουργεί σχολιάζουν με έξυπνο και αφαιρετικό τρόπο την καθημερινότητα, εύκολα ταυτίζεσαι με τουλάχιστον ένα από αυτά και εξού ενδεχομένως και το σουξέ του καλλιτέχνη. Η αισθητική και το χιούμορ εναρμονίζεται με τα σημεία των καιρών. Πρόκειται δηλαδή για ένα είδος κόμικ που συναντάς κάνοντας scroll down στο FB, τα έχεις κλικάρει και μερικές φορές ίσως να τα έχεις βρει χαριτωμένα. Απλά, οικεία, ανθρώπινα. Τέχνη προσιτή στο ευρύ κοινό.
Τα περισσότερα έχουν 20-30 ευρώ και μπορούν να συνδυαστούν όμορφα με άλλα posters κλπ στους τοίχους του γραφείου σου, πχ.
Εγώ πήρα αυτό με το μισοάδειο-μισογεμάτο ποτήρι, γιατί that’s the story of my life, και γιατί σε αυτό το ταξίδι στη Βαρκελώνη, φρεσκοχωρισμένη αλλά έχοντας κάνει πολύ σοβαρές παραδοχές για εμένα και τη ζωή μου, το ποτήρι μπορεί να είναι μισοάδειο κ μισογεμάτο ταυτόχρονα. Και δεν πειράζει και καθόλου.
Πιο ενδιαφέρον καλλιτεχνικά βρίσκω το THE BOX, το 3D photography shop του φωτογράφου Alejandro Rodrigues Curia, στην Plaça de la Llana. Ο Alejandro μου εξηγεί πως είναι ο πρωτοπόρος της 3D φωτογραφίας στη Βαρκελώνη, είναι γραφίστας, μοντέρ και φωτογράφος. Η δουλειά του μου αρέσει, γιατί ενώ η ιδέα είναι απλή το αποτέλεσμα είναι ενδιαφέρον. Επιλέγω ένα μικρό καδράκι που κοστίζει 20€ (γενικά τα έργα του δεν είναι καθόλου ακριβά) και παίρνω το δρόμο για το σπίτι. Το βράδυ είχαμε κανονίσει να πάμε σε ένα πολύ cool bar της πόλης.
Φτάνοντας στη γειτονιά κι ενώ η φίλη μου είναι ακόμη στη δουλειά, αποφασίζω να επισκεφθώ ένα πολύ ενδιαφέρον χώρο εκεί κοντά, την Bodega του Armando. Οι bodegas της Βαρκελώνης είναι κάτι μεταξύ κάβας, κελαριού, παντοπωλείου και οινοποιείου. Σερβίρουν κυρίως κρασιά και vermouth.
Η bodega του Armando είναι πασίγνωστη σε όλη την πόλη. Ας την πούμε wine bar με retro χαρακτηριστικά και διάθεση.Ο Armando προσφέρει μόνο ψιλοκομμένο jamón, μια σχετικά καλή ποικιλία από ελιές, ψημένο ψωμί αλειμμένο με μια πεντανόστιμη σάλτσα τομάτας και… πατατάκια…
Ο χαμογελαστός Armando προέρχεται από ένα πανέμορφο, μικρό νησί της Gabon, την Annoba, αλλά δεν μπόρεσα να μάθω περισσότερα για αυτόν γιατί δεν μιλάει γρι αγγλικά. Ήταν ντροπαλός, γλυκύτατος κι ευγενέστατος και συνεννοηθήκαμε άψογα, χρησιμοποιώντας τη διεθνή γλώσσα του σώματος.
Εκεί έκανα τις βασικές μου σημειώσεις για αυτό το άρθρο, που μοιάζει περισσότερο με ημερολόγιο, παρά με ταξιδιωτικό. Εκεί συνειδητοποίησα ότι το να εκπληρώνεις μερικές επιθυμίες σου δεν είναι τελικά και τόσο δύσκολο. Αυτό το ταξίδι ήθελα να το κάνω σχεδόν 2 χρόνια. Το ανέβαλα συνέχεια, προβάλλοντας όλες τις γνωστές δικαιολογίες, ‘δεν έχω χρήματα’, ‘πήζω με τη δουλειά’, ‘προσπαθώ να βρω ένα κοινό χρονικό διάστημα για να έρθω με τον σύντροφό μου’, που πλέον είναι πρώην. Ίσως αν δεν είχα χωρίσει, να μην το έκανα ούτε τώρα. Η Ανάγκη μου να κάνω κάτι για μένα επιβλήθηκε επιτέλους της καθημερινότητας. Τη νίκησε. Υποσχέθηκα να αφήνω συχνότερα την Ανάγκη να επιβάλλεται…
Το Paradiso
Το βράδυ πήγαμε στο ωραιότερο Bar της Βαρκελώνης, που βρίσκεται στο El Born… To speak easy bar βρίσκεται πίσω από μία πόρτα χασάπικου, σε ένα πολύ μικρό pastrami bar, το Paradiso, που σερβίρει ομολογουμένως μερικά από τα νοστιμότερα sandwitches που έχεις φάει ποτέ.
Μόλις κατορθώσεις να ανοίξεις αυτή την πολύ βαριά χασαπόπορτα, νιώθεις σαν τον Ιωνά. Μπαίνεις σε ένα bar με εντελώς διαφορετικά χρώματα από αυτά του pastrami bar, και το πρώτο που προσέχεις είναι η ξύλινη κατασκευή που τυλίγει το χώρο, το ταβάνι, τους τοίχους, τη μπάρα και σου θυμίζει το εσωτερικό μιας φάλαινας. Ή τις μπαλένες της. Νιώθεις ότι είσαι στην κοιλιά ενός πολύ φιλικού κήτους. Ή τέλος πάντων εγώ έτσι ένιωσα. Κατά τα άλλα, ποτάρες, μουσικάρες και πιατάρες, γιατί προφανώς και φάγαμε Pastrami sandwitch… Δεν έχω ιδέα πόσο κόστισαν όλα αυτά γιατί μας κέρασε ένα φίλος της Λόττε.
Εδώ και τρία χρόνια που η φιλενάδα ζει εκεί, όταν μιλάμε, πάντα γκρινιάζω που δε γυρνάει. Μετά από αυτό το ταξίδι όμως καταλαβαίνω γιατί έμεινε, γιατί κατάφερε να χτίσει μια νέα ζωή εκεί, πόσο απολαυστική είναι η καθημερινότητα στη Βαρκελώνη, πόσα πράγματα έχεις να κάνεις και να δεις, πόσο κοντά είναι ο τρόπος ζωής στον δικό μας. Μια φορά δεν αρκεί για να την δεις και να τη ζήσεις. Είναι από τις πόλεις που θες να πας ξανά και ξανά. Είναι μια πόλη ακαταμάχητη. Κι ας πήγα στην καρδιά του χειμώνα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Λόττε Κουκουλά, για τη φιλοξενία, τις βόλτες, την ξενάγηση, τις πληροφορίες και κυρίως για τις κουβέντες. Δεν ξέρω πως θα ήταν η ζωή χωρίς φίλους, να σε αγαπούν και να σε πιστεύουν, να σε επαναφέρουν στον άξονά σου και να σου θυμίζουν ποιος είσαι και τι θες.
* Η Μάγδα Γεωργιάδου είναι δημοσιογράφος