Πόσο μας λείπουν τα μπαρ -Τέσσερις Αθηναίοι γράφουν για τον δικό τους χώρο κοινωνικής αποσυμπίεσης
Σάββατο απόγευμα προς βράδυ. Υπό Κ.Σ. θα χουχούλιαζα στον καναπέ και θα γκρίνιαζα που πάλι κανόνισα να βγω για ποτό, σε κάποιο αγαπημένο μπαρ.
Θα σκεφτόμουν «πού να τρέχεις τώρα», θα βαριόμουν να σηκωθώ, να ντυθώ, να ετοιμαστώ. Θα ήμουν ένα τσικ πριν πάρω τηλέφωνο τους φίλους για να το ακυρώσω.
Τελικά, θα σηκωνόμουν, θα έκανα μία ώρα να αποφασίσω τί να φορέσω, κι όταν θα με αντίκριζα στον καθρέφτη του ασανσέρ θα μετάνιωνα για την επιλογή του φορέματος ή του κραγιόν αλλά too late. Και όταν έφτανα στο αγαπημένο μου στέκι, θα βολευόμουν στην μπάρα, θα παρήγγειλα από τον Βασίλη ή τον Ντίνο (αναλόγως αν ήμουν στον Ρινόκερω ή στο Πάροτ) και μέχρι να έρθουν οι φίλοι θα συναντούσα άλλους φίλους, γιατί αυτό είναι το αγαπημένο σου μπαρ, το μέρος που θα νιώσεις ότι είναι μια προέκταση του σπιτιού σου, είναι ένα πιο μεγάλο σαλόνι από το δικό σου που συναντάται με σαλόνια άλλων ανθρώπων που αγαπούν την ίδια μουσική, την ίδια ατμόσφαιρα, το ποτό, την αίσθηση του «είμαι σπίτι μου χωρίς να είμαι σπίτι μου».
Τώρα, με τα μπαρ κλειστά από αρχές Νοεμβρίου, κάθε Σάββατο απόγευμα προς βράδυ νοσταλγώ όλη την ιεροτελεστία της εξόδου. Τη νοσταλγώ και δεν είμαι η μόνη. Πριν λίγες ημέρες Σάββατο βράδυ, σκέφτηκα ένα ευφυολόγημα και το μοιράστηκα στο προφίλ μου στο facebook: «Όχι ότι μου λείπουν οι μπάρες απλώς με το που ακουμπάω σε γκισέ τράπεζας παραγγέλνω dry martini». Οι αντιδράσεις και τα σχόλια έδειξαν πόσο όλοι μοιραζόμαστε την ίδια νοσταλγία. Μπορεί να κάνουμε χιούμορ αλλά αν είμαστε άνθρωποι που τα μπαρ είναι ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια του ελεύθερου χρόνου και της κοινωνικοποίησης μας το ότι τα έχουμε χάσει από τις νύχτες μας είναι ένα πλήγμα, σε μια ήδη φορτισμένη και δύσκολη περίοδο.
Τα μπαρ μας λείπουν, ανυπομονούμε να ανοίξουν ξανά, να ακουμπήσουμε τους αγκώνες μας στις μπάρες, να δούμε τον αγαπημένο μας μπάρμαν να γεμίζει το ποτήρι μας, να μπερδεύεται η μουσική με τις συνομιλίες των θαμώνων και να νιώσουμε το ποτό να μας καίει ευχάριστα τον λαιμό.
Μέχρι να γίνει αυτό, τέσσερις Αθηναίοι που ζουν την πόλη τη νύχτα, μοιράζονται μαζί μας την αγάπη τους για τα μπαρ.
Γιάννης Στεφανάκος: « Τα μπαρ να γίνουν ξανά χώροι επικοινωνίας»
Έχουν περάσει 11 μήνες με τα μπαρ κατ’ουσίαν κλειστά. Το διάστημα που λειτούργησαν από το τέλος Μαϊου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου πρακτικά δεν το λογαριάζω: τα μπαρ είναι οι μπάρες κι οι θαμώνες που κάθονται εκεί, δεν είναι οι εξωτερικοί χώροι, οι πεζόδρομοι κι οι πλατείες, με τον κόσμο σε απόσταση ενάμιση μέτρου. Αν μου έχουν λείψει; Aφόρητα. Και, εννοείται, όχι πρωτίστως επειδή σχετίζονται άμεσα με τη δουλειά μου. Πρωτοπήγα σε μπαρ το 1982 και από τότε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικής μου ζωής εκτυλίσσεται γύρω από μια μπάρα, θα ήταν αστείο να πω ότι δεν μου λείπουν.
Τι περιμένω να γίνει «μετά την καραντίνα»; Δεν έχω ιδέα. Δεν ξέρω ούτε πότε θα ανοίξουν, ούτε τους όρους με τους οποίους θα λειτουργήσουν (ελπίζω όχι όπως πέρσι το καλοκαίρι), ούτε και ποια θα καταφέρουν να ανοίξουν – αυτό το τελευταίο σχετίζεται με τα προηγούμενα. Έχω μια μικτή αίσθηση για το πώς θα είναι ο κόσμος μετά: άλλοι θα ανυπομονούν να βγουν με το που θα αρθεί το απαγορευτικό, άλλοι θα είναι πιο φοβισμένοι, άλλοι θα έχουν έρθει αντιμέτωποι με τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα.
Τι θα ευχόμουν να γίνει μετά; Επιστροφή στα βασικά, που έχουν αρχίσει να χάνονται εδώ και καιρό. Τα μπαρ να γίνουν ξανά χώροι επικοινωνίας. Μέρη οικεία, που θα μπορείς να πας μόνος σου (γιατί στα μπαρ πηγαίνεις πρωτίστως μόνος) και όπου μπορείς ενδεχομένως να βρεις παρέα, χωρίς τούτο να είναι απαραίτητο. Μέρη που θα μπορείς ν’ακούσεις καλή μουσική, πιθανόν να κουνηθείς και λίγο αν κάνεις κέφι, να πιεις ωραία και καθαρά ποτά, να δεις μερικούς γνωστούς ή «γνωστούς αγνώστους» και να πεις δυο κουβέντες αν το θελήσεις. Χωρίς πολλά φρου-φρου κι αρώματα και χωρίς την ανάγκη να βγάλεις το κινητό από την τσέπη για ν’ανεβάσεις ένα ακόμη insta story. Αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να απαγορεύεται δια ροπάλου – και σ’ενα τέτοιο μπαρ θα σύχναζα (ή και θα έβαζα μουσική) ανεπιφύλακτα.
Σκόρπιες ψηφίδες από αγαπημένες στιγμές: η μπάρα του παλιού Rock ‘n’ Roll τα μεσημέρια πλην Σαββάτου. Το οίκημα του Green Door. H θαλπωρή, τα ουίσκυ και ο Παναγιώτης του “56”. H χαλαρότητα του Bronx. Το κέφι στο παλιό Folie της Έσλιν και στο BarGuruBar. H μουσική και η διακόσμηση του Notos Jazz Bar (στην Πάτρα). Η τζαμαρία σε κεντρικό δρόμο στο Au Revoir. Πίσω από τη μπάρα: o κύριος Άρης (17, Brazilian), ο Μιχάλης Μένεγος και ο Σίμος Ταγαράς (Spiti).
Ο Γιάννης Στεφανάκος είναι ραδιοφωνικός παραγωγός (Kosmos 93.6) και dj.
Χίλντα Παπαδημητρίου: « Τα μπαρ είναι ο τόπος όπου συναντάω φίλους από τις άλλες άκρες της πόλης»
Βιοπορίζομαι από τις μεταφράσεις, κάτι που σημαίνει ατελείωτες ώρες δουλειάς στο σπίτι, με πολύ λίγες εξόδους. Τα μπαρ είναι ο τόπος όπου συναντάω φίλους από τις άλλες άκρες της πόλης, με αφορμή το ποτό. Ονομάζω το ποτό αφορμή καθώς δεν πίνω πολύ, και δεν το νιώθω σαν καθημερινή συνήθεια ή ανάγκη. Την κοινωνικοποίηση επιδιώκω κυρίως, την επαφή με γνωστούς και αγνώστους και την ακρόαση καλής μουσικής.
Εδώ και χρόνια το στέκι μου είναι ο Ρινόκερως της οδού Ασκληπιού, γιατί είμαι σίγουρη ότι εκεί θα ακούσω μουσική του γούστου μου, καινούργια και παλιότερη αλλά όχι προβλέψιμη, και θα πιω καθαρό ποτό σε λογική τιμή. Ακόμα κι όταν πηγαίνω μόνη μου, εκτός από τον Βασίλη που είναι συνάδερφος και φίλος, θα συναντήσω ανθρώπους από τον χώρο του βιβλίου και της μουσικής, και θα πιάσω ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι γυρίζοντας από κάποια συναυλία που έχω παρακολουθήσει, συναντώ εκεί ένα μέρος του συναυλιακού κοινού. Σαν να κάνουμε ένα reunion για να συζητήσουμε όσα είδαμε κι ακούσαμε νωρίτερα. Το ίδιο συμβαίνει και μετά τις Νύχτες Πρεμιέρας ή άλλα κινηματογραφικά φεστιβάλ. Έχω γιορτάσει τα γενέθλιά μου στον Ρινόκερω, τα γενέθλια και τις γιορτές των πιο στενών μου φίλων.
Μέχρι να ανοίξουν πάλι τα μπαρ, δεν έχω βρει υποκατάστατο αυτής της διασκέδασης. Φοβάμαι ότι θα καταντήσω φυτό εσωτερικού χώρου. Φέτος γιόρτασα τα γενέθλιά μου με κλήση μέσω φμπ, όπου ήπιαμε ένα ποτό με τις πιο στενές μου φίλες. Του χρόνου ραντεβού στον Ρινόκερω!
Η Χίλντα Παπαδημητρίου είναι μεταφράστρια και συγγραφέας. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Εύη Σούλη: « Είναι χώροι λατρείας, μέθεξης και κοινωνικής αποσυμπίεσης»
Μετράμε μήνες κοινωνικής αποστασιοποίησης, ώρες ενατένισης ταβανιού και ενδοσκόπησης . Την τωρινή κατάσταση και το χρονικό της απανωτής καραντίνας το γνωρίζουμε. Τι είναι αυτό όμως που κοντεύουμε να ξεχάσουμε;Tην πόλη που μας έδινε το βηματισμό και μας οδηγούσε από Πραξιτέλους στη Βουλής 7 και μετά Σταδίου 10.Μια κλασική διαδρομή για χειμερινές μέρες όπως αυτή. Το Barrett είναι το μπαρ της παρέας, το Low Profile της έκτακτης ανάγκης και το Galaxy, η κλασική αξία για τριπλέτα το πολύ.
Υπάρχει όμως ένα μπαρ που σχεδόν δεν είναι μπαρ ενώ βρίσκεται και κεντρικά και απόκεντρα. Είναι ο χώρος που φεύγοντας νιώθεις πιο ελαφρύς γιατί έχεις μοιραστεί, έχεις αφήσει ένα κομμάτι σου στα στενά τραπεζάκια του. Είναι το Οντεόν στο Μετς.Το πιο cozy, γειτονικό μπαρ που τη διαδρομή από το σπίτι μου την έχω κάνει με χίλιους τρόπους, με χτυποκάρδια, με δυνατά γέλια, με πνιχτά κλάματα και σίγουρα με θολωμένο αλλά και καθαρό μυαλό.Παίζει χαμηλά τζαζ μουσική, οι περισσότεροι θαμώνες είναι γείτονες και τα παιδιά πίσω και μπροστά από τη μπάρα συνθέτουν ένα οικογενειακό κλίμα.Ο Μιχάλης,ο Νίκος, η Αλεξάνδρα,η Μάλντα και τόσοι άλλοι που θυμάμαι τα τελευταία 14 χρόνια που πηγαίνω.Σχεδόν όλες μου οι παραστάσεις έχουν γεννηθεί εκεί μέσα και όλοι μου οι έρωτες έχουν παραγγείλει ποτό.Πολλά όνειρα, απογοητεύσεις και λόγια του αέρα έχουν ειπωθεί και χωρέσει μέσα στα ποτήρια του.
Περιμένουμε να ανάψουν ξανά τα φώτα, ο Νίκος να πατήσει το play και τα κορίτσια να τρέχουν πάνω κάτω και εμείς να δώσουμε ραντεβού ξανά μπροστά από το πιάνο στο τραπέζι που σου επιτρέπει τη θέα στη Μάρκου Μουσούρου.Τα μπαρ είναι οι χώροι που ο κόσμος βρίσκει ή χάνει τον εαυτό του, συνδιαλέγεται, φλερτάρει, κάνει παρέες και ξορκίζει το κακό. Είναι χώροι λατρείας, μέθεξης και κοινωνικής αποσυμπίεσης χωρίς αυτά είμαστε δέσμιοι εργάτες μιας σκληρής καθημερινότητας που κρυβόμαστε πίσω από πιξελ και φωτεινές οθόνες αποκωδικοποιώντας τα χαρακτηριστικά μιας νέας εποχής.Θα έρθουν ξανά οι μέρες και οι νύχτες αργίας με την εφηβική ξεγνοιασιά. Ραντεβού στα ποτάδικα!
Η Εύη Σούλη είναι χορογράφος και σκηνοθέτις της ομάδας σύγχρονου χορού «Στέρεο Νερό» όπου έχει ιδρύσει μαζί με την χορεύτρια Κατερίνα Φώτη.
Θεοδόσης Μίχος: «Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο αγαπημένο μου μπαρ, αποδέχτηκα μια πρόταση γάμου»
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο ένα από τα δύο πιο αγαπημένα μου μπαρ στην Αθήνα, που ήταν και το τελευταίο βράδυ πριν την επιβολή του δεύτερου λόκνταουν, ένας κύριος που, όπως κι εγώ, έφτασε εκεί έγκαιρα ώστε να προλάβει μια θέση ανάμεσα στους happy few που θα τους επιτρεπόταν να πιουν το ποτό τους «εντός των τειχών», μου διηγήθηκε την ιστορία της ζωής του με τόσες λεπτομέρειες που ανησύχησα για λογαριασμό του. Μήπως πρόκειται για κάποιον μοναχικό μυθομανή, αναρωτήθηκα με την έπαρση της επήρειας των τριών ποτών που με είχε ήδη κεράσει χωρίς να με έχει ξαναδεί ποτέ στη ζωή του, όμως μιας και εντελώς τυχαία έφτασαν οι φίλοι μου τη στιγμή που έκανε νόημα στον μπάρμαν να μου βάλει το τέταρτο, σκέφτηκα ότι ανάμεσα στο μύθο και την αλήθεια μερικές φορές είναι προτιμότερος ο μύθος, οπότε τον αποχαιρέτησα ευχαριστημένος για το πιθανό, κάπου, κάπως, κάποτε, έναυσμα νουβέλας που μου είχε απλόχερα χαρίσει.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στο άλλο αγαπημένο μου μπαρ, αποδέχτηκα μια πρόταση γάμου.
Αυτές οι δύο ιστορίες με πρωταγωνιστή έναν τυχαίο πελάτη δύο τυχαίων μπαρ (του Galaxy και του Μπάμπουρα) ίσως να μην είναι τόσο ξεχωριστές, ίσως να έχει να διηγηθεί δύο αντίστοιχες κάθε τυχαίος πελάτης κάθε τυχαίου μπαρ κάθε τυχαίας πόλης.
Είναι όμως δύο ιστορίες που θα μπορούσαν να διαδραματιστούν μόνο εκεί που διαδραματίστηκαν, μες στα μπαρ που τριγυρνάς, δε μιλάς, πίνεις, κοιτάς, όπως λέει κι εκείνο το παλιό τραγούδι.
Η ζωή φυσικά, όπως έχει αποδειχτεί τους τελευταίους μήνες, συνεχίζεται και χωρίς τα μπαρ να είναι ανοιχτά και ελπίζει κανείς να συνεχιστεί για όσο ακόμη θα παραμείνουν κλειστά. Η ζωή επίσης μπορεί να συνεχιστεί ακόμη και χωρίς ιστορίες.
Ίσως όμως να πρέπει να βρούμε κάποιο άλλο όνομα για όλο αυτό. Για να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας.
Ο Θεοδόσης Μίχος είναι δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός (Best 92.6) και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Η Αλκμήνη και οι άλλοι» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.