Γιατί το χασμουρητό είναι κολλητικό- Μια νέα έρευνα δίνει απάντηση
Χασμουρηθείτε- είναι μεταδοτικό. Γιατί όμως;
Υπάρχουν αρκετές πιθανότητες, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε αυτό το κείμενο να έχετε βάλει την παλάμη σας μπροστά στο στόμα σας και να χασμουριέστε, μόνο και μόνο γιατί είδατε την κοπέλα της κεντρικής φωτογραφίας να κάνει το ίδιο.
Τι είναι τέλος πάντων αυτό που κάνει το χασμουρητό τόσο μεταδοτικό; Ποιος εγκεφαλικός μηχανισμός το πυροδοτεί; Σε αυτό το ερώτημα προσπάθησε να απαντήσει νέα έρευνα.
Μέχρι στιγμής η επιστήμη δεν είχε καταφέρει να μελετήσει σε βάθος τη συγκεκριμένη λειτουργία. Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, όμως, ανέλυσε, αποκωδικοποίησε και έφερε στο φως σημαντικά τοιχεία από τη διαδικασία που συμβαίνει στο τμήμα του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο για το χασμουρητό.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές, η κατανόηση της μεταδοτικότητας του θα μπορούσε να ρίξει φως και σε ανεξερεύνητα ακόμα σύνδρομα, όπως το Τουρέτ. Σε αυτό το σημείο να πούμε ότι αυτή η συμπεριφορά απαντάται, τόσο στο σύνδρομο Τουρέτ, όσο και σε άλλες διαταραχές όπως η επιληψία και ο αυτισμός.
Η μετάδοση του χασμουρητού είναι μια φορμή «ηχοφαινομένων», όπως ονομάζεται ο όρος επιστημονικά και περιγράφει την αυτόματη μίμηση λέξεων ή ενεργειών.
Προκειμένου να ξεδιαλύνουν τι συμβαίνει στον εγκέφαλο τη στιγμή που εκτελείται αυτή η «συμπεριφορά», οι επιστήμονες μελέτησαν 36 ενήλικες καθώς τους παρακολουθούσαν βίντεο με ανθρώπους να χασμουριούνται. Σε κάποιους είχαν δώσει το ελεύθερο να χασμουρηθούν, ενώ σε άλλους το είχαν «απαγορεύσει».
Κάπως έτσι διαπίστωσαν ότι η επιθυμία για χασμουρητό γινόταν ακόμα πιο έντονη όταν του επιτρεπόταν να το κάνει. Επίσης, παρατήρησαν ότι τα άτομα διέφεραν ως προς την επιρρέπεια τους στο χασμουρητό.
Χρησιμοποιώντας συσκευές μαγνητικής διέγερσης (TMS), μπορούσαν επίσης να αυξήσουν την ευερεθιστότητα του φλοιού και κατ' επέκταση την τάση για χασμουρητά.
«Ο πρωτεύον κινητικός φλοιός του εγκεφάλου παίζει ρόλο στο κολλητικό χασμουρητό», όπως δήλωσε η Georgina Jackson, καθηγήτρια γνωστικής νευροφυσιολογίας, που ήταν μια από τους διεξάγοντες επιστήμονες της έρευνας. «Αν μπορούμε να μειώσουμε τα επίπεδα ευερεθιστότητας, μπορεί να μπορούμε να μειώσουμε τα τικ άλλων συνδρόμων και πιθανώς να τα αντιστρέψουμε. Πάνω σε αυτό δουλεύουμε».