Holly Waddington: «Η ελευθερία και η εμπιστοσύνη είναι ένα δώρο»
Η πολυβραβευμένη ενδυματολόγος της ταινίας Poor Things, προσκεκλημένη της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας, βρέθηκε στο Μουσείο Μπενάκη συζητώντας για τα κοστούμια, την προσωπική της διαδρομή και τη σχετική Έκθεση που φιλοξενείται στους χώρους του.
Τη δεκαετία του ’90, όταν όλοι οι συμμαθητές της ακολουθούσαν την τάση του rave στο Μάντσεστερ, η Holly Waddington, όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή της στο Whistles, πήγαινε στο σχολείο φορώντας τζάκετ με βικτωριανές καρφίτσες. Ίσως αυτό το σύμβολο να λειτούργησε σημαδιακά για εκείνη…
Η πρώτη της μεγάλη δουλειά στον Κινηματογράφο ήταν η ταινία Lady Macbeth, εντρυφώντας για πρώτη φορά στον πουριτανισμό, τα λιτά σχέδια και τη σεμνή αυστηρότητα της Βικτωριανής εποχής. Και ήταν αυτή που έκανε τον Tony McNamara να την προτείνει για την ταινία Poor Things, σχεδιάζοντας με τον Γιώργο Λάνθιμο μια ιδιότυπη «fantasy period» ταινία. Η υβριδική αισθητική με βικτωριανές αναφορές, ευφάνταστα αποδομημένες, υπό ένα sci-fi πρίσμα, ήταν αυτή που της απέφερε όχι μόνο το πρώτο της Όσκαρ και Bafta αλλά και μία καθολική αναγνώριση εκ των έσω, από τους επαγγελματίες του χώρου της, αφού τιμήθηκε και με το Costume Designers Guild Award στο Λος Άντζελες.
Το γεγονός ότι έχει αποκτήσει το πρώτο της Όσκαρ φαντάζει μια σουρεάλ και μακρινή εμπειρία, με τα πάρτι και την αφορμή για περίτεχνες αμφιέσεις, που τόσο αγαπά. Και η ευκαιρία να επισκεφθεί την Ελλάδα, για την έκθεση «Poor Things: Τα κοστούμια» στο Μουσείο Μπενάκη είναι μια προέκταση γιορτής, κάτι σαν όνειρο διαρκείας, όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά στη συνομιλία της με την Καθηγήτρια Ενδυματολογίας Σοφία Παντουβάκη και τον σχεδιαστή της έκθεσης, Παύλο Θανόπουλο.
Πώς, όμως, ξεκίνησαν όλα;
Ανατρέχοντας στο παρελθόν, ο σχεδιασμός κοστουμιών δεν ήταν ξεκάθαρα στο πλάνο. Βέβαια, ακόμα και κατά τη διάρκεια των Σπουδών της στην Καλών Τεχνών του Oxford University, στα σκίτσα αντιγραφής, που συνηθίζουν να κάνουν οι φοιτητές, όταν θέλουν να αγγίξουν τα κλασικά αριστουργήματα της ζωγραφικής των Μεγάλων Δασκάλων, εκείνη έδινε σημασία σε ό,τι είχε σύνδεση με τα ενδύματα, διερευνώντας τη σημασία τους.
Το βασικό της ενδιαφέρον έγκειτο σε αυτή την ειδική νοηματοδότηση των ρούχων εποχής, εστιάζοντας στην Ιστορία του Ενδύματος. Ανέκαθεν τη γοήτευε η σωματικότητα και η προσωπική εμπλοκή με το ένδυμα, το να νιώθεις ένα ύφασμα και να κατανοείς σε ποια περίοδο της ιστορίας ανήκει. Αυτή η εννοιολογική προσέγγιση του ενδύματος αλλά και του ευρύτερου περιβάλλοντος-του σκηνικού, που ξεκίνησε από τη Σχολή της, λειτούργησαν καθοριστικά. Χωρίς αυτή την προεργασία δεν θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει τον κόσμο του Poor Things, όπως είπε.
Η μετάβασή της από το Λανκασάιρ στο Λονδίνο ήταν αυτονόητη. Η Waddington, μαζί με 10 ακόμα μαθητευόμενους, επιλέχθηκε από το Angels Costume House για να εκπαιδευτεί στον παραδοσιακό τρόπο ραφής και κατασκευής κοστουμιών αλλά και στο συνταίριασμά τους, έτσι ώστε να μπορεί να αποδώσει και να αφηγηθεί με ακρίβεια μια δεδομένη ιστορική στιγμή από την εικόνα του ανώτερου ευγενή μέχρι και του τελευταίου υπηρέτη.
Εκεί αυτή η διαρκής, αφανής, πολλές φορές, διαδικασία μάθησης που προκύπτει από την εμπειρική ενασχόληση με το ένδυμα, την εξάσκηση στην πράξη μέσω μιας απτικής επαφής με τα ρούχα, της δίδαξε πολλά. Τότε ήταν που γνώρισε και την ενδυματολόγο Jacqueline Durran στο ξεκίνημά της επίσης. Ο ενθουσιασμός της Durran και τα moodboards της από τη δεκαετία του ’50, την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι που θέλει να κάνει στη ζωή της. Οι δυο τους συναντήθηκαν ξανά φέτος στα βραβεία Όσκαρ με τη Durran να έχει σχεδιάσει το κατακλυστικά ροζ περιβάλλον για την ταινία της Barbie.
Η πορεία της, πήρε αυθόρμητα μία κατεύθυνση προς το σινεμά. Οι επιρροές της προέρχονται από την τέχνη και το θέαμα σε κάθε του μορφή. Το θέατρο, τον χορό, τον κινηματογράφο αλλά και τις περφόρμανς των ακροβατών, τροφοδοτώντας συνεχώς αυτή την οργανική διαδικασία της αναζήτησης και της δημιουργίας. Ενώ, τη συναρπάζει η ισχυρή οπτική γλώσσα δημιουργών, όπως ο Tim Burton και οι θεατρικοί συγγραφείς Robert Wilson και Robert Lepage.
Σταθμός για την εξέλιξη της δουλειάς της ήταν, όπως προαναφέρθηκε η ταινία Lady Macbeth του 2016 με πρωταγωνίστρια τη Florence Pugh. Η δουλειά της κίνησε το ενδιαφέρον του σεναριογράφου Tony McNamara, που την προσέγγισε για να στήσει από την αρχή το τρυφηλό σύμπαν της σειράς The Great, μια ποπ, διασκεδαστική απεικόνιση της ζωής της Μεγάλης Αικατερίνης στην αυλή της Ρωσίας. Μετά την πρώτη τους συνεργασία, ο McNamara έφερε σε επαφή την Ενδυματολόγο με τον Γιώργο Λάνθιμο για μια νέα ταινία, ένα project για το οποίο δεν ήξερε ούτε τον τίτλο του, λέγοντάς της απλά ότι είναι κάτι το τρελό, που μάλλον θα της αρέσει.
Η ίδια είχε δει όλες τις ταινίες του στο σινεμά, έχοντας πλήρη γνώση της ιδιαίτερης σκηνοθετικής του ματιάς και εκτιμώντας τον ανατρεπτικό, ιδιοσυγκρασιακό τρόπο του. Το μεταξύ τους τηλεφώνημα έγινε Παρασκευή και η πρώτη τους συνάντηση ορίστηκε για τη Δευτέρα. Η Waddington ακύρωσε όλα τα Χριστουγεννιάτικα καλέσματα, διαβάζοντας σε χρόνο ρεκόρ το βιβλίο του Σκωτσέζου Alasdair Gray και το σενάριο εις διπλούν, κρατώντας σημειώσεις. Για να τον εντυπωσιάσει επιστράτευσε τον αγαπημένο βιβλιοπώλη της γειτονιάς της, απόφοιτο του St.Martins, παθιασμένο με τη μόδα και τα αξιοπρόσεκτα βιβλία, που δεν μπορείς να βρεις πουθενά αλλού. Η Waddington έδειξε στον Λάνθιμο ένα λεύκωμα με Ιαπωνικές κούκλες-μινιατούρες με επιβλητικά κοστούμια από δυσανάλογα υφάσματα. Κι εκείνος ως μοναδικό reference μια εικόνα από ένα διογκωμένο παντελόνι εποχής, που παραμόρφωνε με ενδιαφέροντα τρόπο το σχήμα του σώματος, αφήνοντάς της πλήρη ελευθερία και εμπιστεύοντας τις ζυμώσεις της δημιουργικής διαδικασίας.
Για εκείνη, όπως και για κάθε καλλιτέχνη αυτός ο τρόπος εργασίας είναι ένα «δώρο». Αν και για 5 εβδομάδες εργάστηκε δοκιμαστικά, χωρίς να γνωρίζει αν της έχει ανατεθεί επίσημα η ευθύνη του σχεδιασμού των κοστουμιών, μαζί με τη Shona Heath, set designer και συνεργάτιδα του ονειρικού φωτογράφου μόδας Tim Walker ανέλαβαν να διοχετεύσουν τις δικές τους αναφορές σε κάτι που να ανταποκρίνεται στο καλλιτεχνικό όραμα του Λάνθιμου.
Οι πρώτες εικόνες στο νου της, ήταν ασπρόμαυρες, θυμίζοντας την αισθητική και τη μουντάδα της Γλασκόβης. Αν και το βιβλίο είναι τοποθετημένο στη δεκαετία του 1880, η Waddington και ο Λάνθιμος συνειδητά επέλεξαν τη δεκαετία του 1890, εντοπίζοντας σε γκραβούρες γαλλικών περιοδικών της εποχής, ως βασικό τους μοτίβο τα υπερμεγέθη, φουσκωτά μανίκια, που παραπέμπουν σε μεσαιωνική πανοπλία και το ιδεώδες του αρσενικού με τους στιβαρούς ώμους και τον ευρύ θώρακα. Κάτι, τέτοιο, φορεμένο από μία γυναίκα, τη Bella Baxter χάρισε στον χαρακτήρα της γυναίκας μία νέα υπόσταση ενδυνάμωσης, αποκλείοντας από τον ενδυματολογικό κώδικα της ταινίας την περιοριστική κατασκευή του κορσέ.
Η πανδημία πάγωσε προσωρινά το εγχείρημα έδωσε, όμως και τη δημιουργική παράταση ενός χρόνου, επιτρέποντας να φτάσουν τις ενδυματολογικές δοκιμές στα όρια, λαμβάνοντας «οπερατικές διαστάσεις», για να επανέλθουν με το τελικό, ουσιώδες «απόσταγμα της ιδέας τους». Το τελικό σύνολο ήταν 300.000 κοστούμια, με τη Waddington να συνεργάζεται με δύο έμπειρες ομάδες Βρεττανών και Ούγγρων σχεδιαστών και ραπτών.
Κάθε εμφάνιση έχει διαμορφωθεί μέσα από sci-fi αντιθέσεις και φουτουριστικές λεπτομέρειες, όπως οι διαστημικές μπότες του André Courrèges από τα ‘60s με τα ανοιχτά δάχτυλα μπροστά, που εναρμονίζονται παράδοξα με μια αόριστα βικτωριανή αμφίεση και υπογείως με την άρνηση της κεντρικής ηρωίδας να υπακούσει σε νόρμες και περιορισμούς.
Στη θέση της ρομαντικής βικτωριανής δαντέλας συναντούμε ένα διαφανές πλαστικό φινίρισμα από πολυουρεθάνη… Ή παρατηρούμε ήπιας τονικότητας χρώματα που εσκεμμένα θυμίζουν εσωτερικά όργανα, όπως το συκώτι, ή τους κιρσούς των άκρων, υφές που παραπέμπουν σε πόρους, κουμπιά σε σχήμα λοβών του αυτιού και αφαλού ή μια καρφίτσα σε σχήμα χεριού. Μια παιγνιώδης αντίφαση, αφού το τυπικό αυστηρό μοτίβο του ρόπτρου μιας πόρτας του 190υ αιώνα, στην ταινία το φορά η Μαντάμ σε έναν οίκο ανοχής του Παρισιού, άντρο ελευθέριων ηθών.
Για την ενδυματολόγο, η σχέση μεταξύ υποκριτικής και κοστουμιού είναι εξορισμού συμβιωτική, δημιουργώντας μια συνέργεια, που υπερτονίζει τον ψυχισμό του ήρωα. Συνεπώς, στην ταινία καθετί έχει τον δικό του συμβολισμό.
Χαρακτηριστική η εναρκτήρια σκηνή. Η Bella Baxter, βαθιά δυστυχής και τραυματισμένη, σύζυγος ενός συναισθηματικά ανάπηρου Στρατηγού, λίγο πριν δώσει τέλος στη ζωή της, διακρίνεται να φορά ένα φόρεμα με μιλιτέρ δομή στην απόχρωση του πιο μελαγχολικού μπλε. Ή στη σκηνή της Κρουαζιέρας στην Αλεξάνδρεια. Τότε που η Bella Baxter, ακούσια εκπρόσωπος της ανώτερης κοινωνικής τάξης διαπιστώνει με τα ίδια της τα μάτια την κοινωνική αδικία και τους ντόπιους, που λιμοκτονούν και χάνουν τα μωρά τους. Εκείνη φορά ένα περίτεχνο λευκό άμωμο φόρεμα και μια καρφίτσα με τα αρχικά της από ελεφαντόδοντο. Ένα διακοσμητικό υλικό, που συνηθιζόταν τη βικτωριανή εποχή και προερχόταν από τις αποικίες. Από χώρες που έχουν υποστεί αιώνες κακομεταχείρισης από τους «πολιτισμένους» κατακτητές τους.
Ειδικά για τη Bella Baxter, η Ενδυματολόγος ήθελε να δώσει «πνοή», μια ιδιαίτερη ζωή στα ρούχα της, που να αποπνέει το ταπεραμέντο και τη φυσική της ζωτικότητα. Οι υφές τους θυμίζουν θαλάσσιες ανεμώνες εν κινήσει, σφουγγάρια, αχινούς ή άλλους ζωντανούς οργανισμούς. Τα βοτανικά σκίτσα του Ζωολόγου Ernst Haeckel με τα κοχύλια και άλλους φυσικούς σχηματισμούς, ήταν επίσης μια πηγή έμπνευσης κατά την έρευνά της.
Για κάθε κεφάλαιο της ταινίας, η εξέλιξη της ηρωίδας αποτυπώνεται ενδυματολογικά. Υπάρχει μια ανάλογη και προσεκτικά μελετημένη «πλοκή» και στα ρούχα. Στην αρχή η Bella Baxter στην πρώιμη νηπιακή της αντίληψη, απεικονίζεται να φορά ρούχα με βρεφικές συνδηλώσεις. Ή αργότερα κατά τη διαφυγή της, η Baxter ντύνεται όπως ένα πεντάχρονο κορίτσι, που πειραματίζεται με τα ρούχα των μεγάλων, αλλά δεν μπορεί να φορά για πολλή ώρα άβολα, καθωσπρέπει ρούχα, γι’ αυτό τη βλέπουμε με το κάτω μέρος του σώματος ελεύθερο σαν να έχει μείνει με τα εσώρουχά της. Όταν αναγκάζεται να επιστρέψει στον γάμο της, ντύνεται σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, όμως όταν απελευθερώνεται ξανά και ετοιμάζεται για τις Σπουδές της στην Ιατρική βρίσκει ξανά τον εαυτό της, απαρνιέται τις φούστες και φορά παντελόνια.
Τα βραβευμένα κοστούμια της Waddington, είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν μία νέα διάσταση, μία «follow-up» ζωή, όπως είπε, εντός του εκθεσιακού χώρου ενός Μουσείου, όπως το Μουσείο Μπενάκη. Γι’ αυτό και κλήθηκε να ανασυνθέσει πιστά κάθε σχέδιο, μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Για εκείνη τα κοστούμια ανήκουν στο φυσικό τους περιβάλλον, την ταινία. Στην ταινία τα θαυμάζεις από απόσταση, στην έκθεση όμως έχεις την ευκαιρία να παρατηρήσεις κάθε επιφάνεια, κάθε επίπεδο με λεπτομέρεια. Η πρόκληση μιας έκθεσης είναι να καταφέρεις να δείχνουν εξίσου ζωντανά, σάρκινα και να μην επισκιάζονται, δίνοντάς τους χρώμα και χαρακτήρα με το design γύρω και πέρα από τις προθήκες. Γι’ αυτό και συνέγραψε η ίδια τις λεζάντες της έκθεσης αντί για κάποιον Επιμελητή, αποφεύγοντας τις αποστειρωμένες τεχνικές περιγραφές και εξηγώντας με πρωτοτυπία και ενάργεια τη σκέψη πίσω από κάθε σχέδιο.
Σε ερώτηση του κοινού για τη χρήση του AI, η Ενδυματολόγος ήταν κατηγορηματική. Είναι άνθρωπος που θέλει να σχεδιάζει, να επινοεί, να νιώθει ενστικτωδώς και να ανακαλύπτει το πού την οδηγεί η δημιουργική διαδικασία στην πορεία, μην θέλοντας να αφήσει σε έναν αλγόριθμο να αποφασίζει για εκείνη. Η αξία της παράδοσης και το να μοιράζεσαι τη γνώση με τις επόμενες γενιές είναι πολύ σημαντική για εκείνη. Και η συζήτηση στρέφεται και στην Ελλάδα, όπου δεν υπάρχει επίσημη εκπαίδευση στον σχεδιασμό κοστουμιών…
Όσο για το τι κάνει τη διαφορά και οδηγεί σε μία διάκριση; Το να μην επαναλαμβάνεσαι, να ακονίζεις συνεχώς τις δεξιότητές σου αλλά και να συνεργάζεσαι με ενδιαφέροντες σκηνοθέτες που μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Τα προσεχή της σχέδια, όπως μία νέα όπερα για τη ζωή της Φρίντα Κάλο στη Metropolitan Opera της Νέας Υόρκης, ένα καινούριο Μπαλέτο και πολλά προτεινόμενα σενάρια, ακούγονται εξίσου ξεχωριστά δημιουργώντας μας ήδη αδημονία.