Chanel Slingbacks: Πώς προέκυψαν τα πιο θρυλικά παπούτσια στην ιστορία της μόδας;
Τη δεκαετία του ’50, μόνο οι άντρες συνήθιζαν να φορούν τα λεγόμενα «wingtips» παπούτσια με τις χαρακτηριστικές ραφές και τη διχρωμία στο δέρμα.
Όμως, αυτό το ενδυματολογικό «προνόμιο» δεν κράτησε για πολύ. Το 1957, η Coco Chanel, γνωστή για το ανεξάρτητο πνεύμα της και για την απελευθέρωση του γυναικείου σώματος μέσα από τις γοητευτικά αναιδείς σιλουέτες της προχώρησε σε μία ακόμη καινοτομία. Συνεχίζοντας τα παράτολμα δάνεια από την αντρική γκαρνταρόμπα, η Γαλλίδα πρωτοπόρος ανανέωσε ένα ακόμα σύμβολο αρρενωπότητας, εμποτίζοντάς το με θηλυκά χαρακτηριστικά.
Το μικρό μαύρο φόρεμα και τα σικ αθλητικά ρούχα είχαν από καιρό συνεπάρει την ελίτ της μόδας, ενώ το τουίντ είχε μεταβεί από τα ανθεκτικά αντρικά κοστούμια στα ραφινέ deux pièces της νέας γυναίκας. Το μόνο που έμενε για να μεταμορφωθεί υπό τις καλλιτεχνικές της οδηγίες, ήταν και το ανάλογο παπούτσι.
Σε συνεργασία με τον υποδηματοποιό Raymond Massaro, λοιπόν, δημιούργησε τη γνωστή εξώφτερνη γόβα στους αντιθετικούς τόνους του μπεζ και του μαύρου, το πιο δημοφιλές σχέδιό της, που επιβιώνει μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές της εποχής, τα παπούτσια όφειλαν να εναρμονίζονται χρωματικά πλήρως με το υπόλοιπο σύνολο και να κινούνται αυστηρά σε έναν τόνο. Μια τέτοια παθητική ομοιομορφία, μόνο ως δημιουργική πρόκληση θα μπορούσε να λειτουργήσει για τη σχεδιάστρια με την επαναστατική ιδιοσυγκρασία.
Τα εξώφτερνα slingbacks είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από τη δεκαετία του ’30, φοριούνταν, όμως, εν γένει μόνο με μακριές βραδινές τουαλέτες, που έκρυβαν επιμελώς τη φτέρνα, ενώ το ’50 συνδέθηκαν με τις risqué εικόνες των πληθωρικών pin-up girls. Τώρα, ήταν καιρός να αναδειχθούν σε ένα καλαίσθητο καθημερινό παπούτσι, που θα κοσμεί τα άκρα κάθε γυναίκας με άποψη.
Η επινόηση της Chanel, που τα αποκαλούσε με τρυφερότητα «το απόγειο της κομψότητας», αποτελούνταν από μία φίνα μπεζ γόβα με μέτριο μήκος τακουνιού και την ελαφρώς τετραγωνισμένη μύτη της να καταλήγει στο μαύρο χρώμα, εξέχοντας διακριτά. Ενώ η μπεζ απόχρωση πλαισίωνε κολακευτικά το πόδι, επιμηκύνοντάς το, το μαύρο φινίρισμα έκανε το πέλμα να φαίνεται μικρότερο και πιο ντελικάτο.
Πέρα από αυτό, έκρυβε έντεχνα τυχόν ανεπιθύμητες φθορές χρήσης, για κάθε κυρία, που όφειλε να παρουσιάζεται αψεγάδιαστη. Μία πρακτική αλλά υποδειγματικά προσεγμένη εναλλακτική της γόβας στιλέτο, τα slingbacks με το έξυπνο, λαστιχωτό τους τελείωμα στη φτέρνα απομάκρυναν την περιοριστική και κάπως φορτωμένη σύμβαση της αγκράφας, προσφέροντας μια ανάλαφρη αίσθηση και απόλυτη ελευθερία στην κίνηση.
Η υποδοχή τους ήταν θριαμβική. Ο Τύπος της εποχής τα αποκαλούσε «τα νέα γοβάκια της Σταχτοπούτας» για την παραμυθένια τους αίγλη. «Ξεκινάς την ημέρα σου στα μπεζ και τα μαύρα, δειπνείς στα μπεζ και τα μαύρα και απολαμβάνεις το κοκτέιλ σου στα μπεζ και τα μαύρα. Είσαι ντυμένη από το πρωί μέχρι το βράδυ!», είχε σχολιάσει η ίδια η σχεδιάστρια για την ευελιξία τους.
Σύντομα, μεγάλες σταρ του σινεμά και ηγέτιδες της μόδας άρχισαν να τα εντάσσουν στις πολυφωτογραφημένες εμφανίσεις τους. Η Jeanne Moreau, η Catherine Deneuve, η Brigitte Bardot, η Gina Lollobrigida, η Jane Fonda ήταν μερικές από τις πιο ένθερμες πρέσβειρες του νέου στιλ.
Μάλιστα, το 1962 η Romy Schneider για να διαμορφώσει την ηρωίδα της στη σπονδυλωτή ταινία Boccacio ‘70 επισκέφθηκε μαζί με τον Luchino Visconti το ατελιέ της μεγάλης σχεδιάστριας, που επιμελήθηκε την κινηματογραφική της εικόνα. Στην οδό Cambon 31, η Schneider εμβαπτίστηκε ξανά ως η όμορφη νεόπλουτη και υπέρκομψη Pupe για την ιστορία «Il Lavoro» (η δουλειά) στην οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον άστατο σύζυγό της Κόμη Ottavio και να πάρει τη ζωή στα χέρια της, βρίσκοντας τη δική της εργασία.
Το παλ ροζ τουίντ ταγιέρ με το ασορτί pillbox καπέλο, οι πέρλες και φυσικά οι γόβες slingbacks προσέδωσαν στο στιλ της, την απαιτούμενη χάρη και την ορμή της χειραφέτησης. Στις πρόβες τους με τη Chanel γεννήθηκε μια μακροχρόνια φιλία, που έκανε τη Schneider να μιλά για τρία άτομα, που καθόρισαν τη ζωή της: τον Alain Delon, τον Visconti κι εκείνη.
Για να ολοκληρωθεί το στιλ Chanel από την κορφή μέχρι τα νύχια υιοθετήθηκε και η σωστή κινησιολογία, φαινομενικά χαλαρή αλλά συνάμα επιβλητική, θυμίζοντας αιλουροειδές: Το ένα πόδι ελαφρώς προτεταμένο μπροστά, το ίδιο και οι γοφοί. Οι ώμοι κάτω, το ένα χέρι στην τσέπη του σακακιού, με το άλλο να χειρονομεί εκφραστικά. Στα ημερολόγιά της η Schneider, έκανε λόγο για έναν ιδιότυπο «ρυθμό Chanel, αντάξιο ενός Δωρικού ή ενός Κορινθιακού, με τη δική του λογική, τους κανόνες και την ακρίβεια. Μία κομψότητα που ευχαριστεί περισσότερο κι από τα μάτια, τον νου».
Τα ευκολοφόρετα παπούτσια, που σχεδίασε η Chanel συνόδευαν απαράβατα κάθε δημιουργία υψηλής ραπτικής της στις επίσημες φωτογραφίσεις τους. Μετά από τις τόσες φθηνότερες αναπαραγωγές τους, η ίδια είχε δηλώσει το 1964 στη Women’s Wear Daily με αδιάφορο ύφος: «Πφφ! Δεν με ενδιαφέρει πόσοι άνθρωποι με αντιγράφουν. Εγώ θέλω εκατό εκατομμύρια πελάτες».
Αξίζει πάντως να παρατηρήσει κανείς, ότι ανατρέχοντας σε παλιές της φωτογραφίες από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, η ίδια σε ένα στιγμιότυπό της με ταγιέρ ή σε ένα σύνολο παραλίας «à la playa» με παντελόνα και εσπαντίγιες, παρέα με τον χορευτή Serge Lifar, επέλεγε συνειδητά ήδη την έννοια της διχρωμίας στα παπούτσια της. Οι διεργασίες για να αναγάγει το αγαπημένο της σχέδιο σε σύμβολο του στιλ είχαν ήδη τεθεί σε κίνηση…
Κάτω από τη δημιουργική εποπτεία του Karl Lagerfeld, τα δίχρωμα παπούτσια έλαβαν πολλές διαφορετικές μορφές. Ο αισθητικός τους κώδικας μεταφράστηκε σε άλλους τύπους παπουτσιών, όπως μπαρέτες Mary-Janes, ψηλές μπότες, δετά brogues, αθλητικά sneakers, εσπαντρίγιες και κλασικές μπαλαρίνες. Καμία άλλη εκδοχή τους, όμως δεν κατέστη δυνατόν να υπερβεί την απήχηση αυτού του πρώτου αυθεντικού σχεδίου της Chanel, διαχρονικού και πολυπόθητου κάθε σεζόν ολοένα και περισσότερο.