Maison Goyard: Το αντίπαλον δέος της Hermès και η ιστορία του
Οι “Saint-Louis” και οι double face “Anjou” tote τσάντες του Goyard με το χαρακτηριστικό μονόγραμμα των τριπλών Y που διαπλέκονται, σε ένα συνεχές μοτίβο chevron είναι σταθερά περιζήτητες.
Όμως, ο γαλλικός οίκος, σε πείσμα των καιρών, ακολουθεί μια διακριτική τακτική στα όρια της μυστικοπάθειας, μακριά από εξεζητημένες καμπάνιες, επιθετικές στρατηγικές μάρκετινγκ ή δυνατότητα online αγορών, ενισχύοντας την αίσθηση του ότι μόνο οι πραγματικοί γνώστες της ποιότητας έχουν πρόσβαση στα εκλεκτά προϊόντα του. Ή ίσως και να ποντάρει στην αιώνια αύρα του μυστηρίου, που περιβάλλει τις Γαλλίδες, προβάλλοντας αυτό το mentalité και στα αντικείμενα-φετίχ τους…
Το αποτέλεσμα; Σύμφωνα με το L’ Officiel οι τσάντες Goyard ,ως προς την επενδυτική τους αξία και τη δυνατότητα μεταπώλησής τους, χωρίς απώλεια κερδών, ενίσχυσαν την εμπορική τους δύναμη ανεβαίνοντας σε ποσοστό 104%, με τις Hermès να έπονται στο 100%.
Η ιστορία του Οίκου
Όπως μεγάλοι οίκοι με ανάλογη πορεία, η ιστορία της επωνυμίας Goyard ξεκίνησε με τη δημιουργία ταξιδιωτικών αποσκευών πολυτελείας από δέρμα τον 19ο αιώνα. Τη χρυσή εποχή των διηπειρωτικών τρένων, όπως το Εξπρές Οριάν και των πολυήμερων ταξιδιών με πολυτελείς αμαξοστοιχίες. Το 1853, έναν χρόνο ακριβώς πριν από την εμφάνιση του Louis Vuitton, ένας ικανός μαθητευόμενος στον οίκο Morel στην οδό Saint-Honoré 233, ο François Goyard ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης, μετονομάζοντάς την και αποτελώντας ο ίδιος έναν από τους υποδειγματικότερους malletiers (σχεδιαστές αποσκευών) του Παρισιού, εμμένοντας ανυποχώρητα στην επιλογή πρώτων υλών υψίστης ποιότητας.
Ο διάδοχός του, Edmond Goyard μεταμόρφωσε την έδρα του σε κομβικό σημείο ανεφοδιασμού της ελίτ, προχωρώντας στις πρώτες διαφημίσεις, συμμετέχοντας στις Μεγάλες Διεθνείς Εκθέσεις και ανοίγοντας μπουτίκ στο Μόντε Κάρλο, τη Μπιαρίτζ και το Μπορντώ. O Goyard έγινε ο επίσημος προμηθευτής των μεγάλων μοναρχών, των Προέδρων και των διασημοτήτων. Ανάμεσα τους ο Pablo Picasso, η Sarah Bernhardt και η Coco Chanel, η Wallis Simpson και η Estée Lauder, ο Jacques Cartier, ο Cristobal Balenciaga, οι δυναστείες των Romanov, των Grimaldi και οι οικογένειες των παντοδύναμων Rockefeller και των φημισμένων Agnelli.
Το εμβληματικό “marquage” (print) της τσάντας “Goyardine” με το γράμμα Y σε λευκό τόνο, το οποίο ο Edmond σχεδίασε το 1892 και σήμερα αποτυπώνεται στα πιο δημοφιλή σχέδια του οίκου, είναι το πρώτο που ενσωματώνει κάτι από το όνομα του ιδιοκτήτη στο σχέδιο, καθιερώνοντας έτσι την έννοια του λογοτύπου. Η ιδέα αυτή επικράτησε τον 19ο αιώνα και στους ανταγωνιστές του, που συνήθιζαν να ζωγραφίζουν στο χέρι τα αρχικά τους και να αριθμούν συγκεκριμένα κάθε παράγωγό τους.
Διάστικτο από μικρές βούλες, αν το παρατηρήσεις από κοντά το σχέδιο φέρει εντός του κάτι από την ιστορία της οικογένειας, που στο παρελθόν ήταν “compagnons de rivière”. Οδηγοί που συνήθιζαν να μεταφέρουν φορτία ξυλείας και κορμούς δέντρων με μεγάλα οχήματα στους ποταμούς για τη μεταφορά τους στους μύλους. Ο Edmond ήταν επίσης ο πρώτος που αντί για το λινό επέλεξε το ανθεκτικότερο ύφασμα του καμβά. Και ακριβώς, όπως ένας ζωγράφος επέλεξε να υπογράφει τον καμβά του. Το μοτίβο του είναι αυτό που συνεχίζει να επιλέγεται από τις λάτρεις της μόδας σήμερα, όπως η Gwyneth Paltrow και η Kate Moss, ως σύμβολο status.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του σχεδιασμού τους είναι οι ζωγραφισμένες ρίγες στο χέρι στη μπροστινή όψη της τσάντας. Κάθε τσάντα αποκτά αυτή την αίσθηση εξατομίκευσης, χάρη στη χειροποίητη αυτή προσθήκη, ενώ αυτό τις καθιστά αυτομάτως αναγνωρίσιμες ως τυπικές Goyard, αφού ίδιον του brand, είναι η κάθε τσάντα να έχει τον δικό της μοναδικό συνδυασμό.
Τον νέο αιώνα, η ευελιξία και η προσαρμοστικότητα των ιθυνόντων του Maison, τους επέτρεψαν να αντιληφθούν τις κοινωνικές μεταβολές και να μεταπηδήσουν έγκαιρα από την ειδίκευση στις ταξιδιωτικές αποσκευές σε στιλ trunk στο ευρύτατο πεδίο των πολυτελών αξεσουάρ.
Ο οίκος στο πέρασμα των χρόνων συνέχισε να κινεί τα νήματα στη βιομηχανία των ειδών πολυτελείας, ορίζοντας μάλιστα και συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Το 1936 ο Robert Goyard, συνεχιστής της επόμενης γενιάς αποτέλεσε, μαζί με τον κοσμηματοποιό Louis Boucheron και τον μεγιστάνα της αλυσίδας ξενοδοχείων Ritz, Charles, τα ιδρυτικά μέλη της επιτροπής Vendôme (Comité Vendôme), θέτοντας τις βάσεις για τη διαμόρφωση πρότυπων κανόνων σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του τομέα πολυτελών αγαθών στη Γαλλία.
Σήμερα, το αναγνωρίσιμο μοτίβο του Maison κυριαρχεί από τις βαλίτσες του, τις τσάντες καρπού, τα backpacks και τα σακίδια τύπου steamer μέχρι τις αντρικές χειραποσκευές από χειροποίητο περσικό δέρμα sahand, τα κομψά του beauty bags και τα πορτοφόλια.
Το 1998, έπειτα από 150 χρόνια αρραγούς λειτουργίας, η οικογενειακή επιχείρηση πέρασε στα χέρια του Jean-Michel Signoles, CEO μέχρι και σήμερα. Ο επιχειρηματίας Signoles ήταν ο ίδιος παθιασμένος συλλέκτης των vintage Goyard, έχοντας συγκεντρώσει από το 1974 περισσότερα από 700 σχέδια στην κατοχή του. Με σεβασμό στο κληροδότημα του οίκου και στην αισθητική του κατεύθυνση, ο Signoles επέκτεινε τις εμπορικές συλλογές, αποφεύγοντας την υπερπροβολή και επενδύοντας στη διαχρονική αξία της αριστείας και της υψηλής τεχνογνωσίας.
Γι’ αυτό και η απόκτηση μιας από τις δυσεύρετες και ακριβοθώρητες handbags Goyard συνεχίζει να γίνεται παραδοσιακά με φυσική παρουσία, σε μία από τις μόλις 35 μπουτίκ του ή μέσα από ορισμένους πιστοποιημένους resellers.