Όταν η Κατρίν Ντενέβ φόρεσε το πιο εμβληματικό μικρό μαύρο φόρεμα στην «Ωραία της Ημέρας»
Ο ρόλος του ενδυματολόγου σε μια κινηματογραφική ταινία δεν τυγχάνει πάντα αναγνώρισης από το ευρύ κοινό.
Μαζί με τους μακιγιέζ, τους φωτιστές, τους επαγγελματίες ήχου και τους διευθυντές φωτογραφίας, ανήκουν στα επαγγέλματα που διαμορφώνουν καθοριστικά την τελική εικόνα αλλά η συμβολή τους παραμένει αόρατη για τους μη μυημένους -και αυτό είναι ένδειξη της επιτυχίας τους.
Τα ρούχα μπορούν να πουν για τον χαρακτήρα μιας ταινίας ό,τι ακριβώς λένε τα λόγια του σεναρίου και οι εκφράσεις του προσώπου του. Γίνονται προέκταση της προσωπικότητάς του και προσφέρουν ένα έξτρα πεδίο αναγνώσεων.
Το 1967, ο Yves Saint Laurent κλήθηκε να «ντύσει» την ταινία του Λουίς Μπουνιουέλ «Η ωραία της ημέρας», με πρωταγωνίστρια την τότε 22χρονη Κατρίν Ντενέβ, στον ρόλο που θα σημάδευε την καριέρα της.
Ο σπουδαίος μόδιστρος, που τότε μετρούσε μόλις 6 χρόνια στον χώρο, δημιούργησε μια σειρά από αριστουργηματικά κοστούμια που υποστηρίζουν απόλυτα το κεντρικό μοτίβο της ταινίας -υπονοούν διαρκώς, χωρίς να αποκαλύπτουν.
Μεταφέροντας στην οθόνη το μυθιστόρημα του Τζόζεφ Κέσελ, o Μπουνιουέλ αφηγείται την ιστορία της Σεβερίν, μιας όμορφης νεαρής γυναίκας, παντρεμένης με έναν γιατρό, ο οποίος την αφήνει ερωτικά αδιάφορη.
Με αφορμή την αποκάλυψη ενός φίλου, η ίδια θα ξεκινήσει να εργάζεται καθημερινά από τις 2 ως τις 5 το απόγευμα σε οίκο ανοχής, υπό το ψευδώνυμο Belle de Jour (Η ωραία της ημέρας).
Η νέα, διπλή ζωή μοιάζει να ικανοποιεί απόλυτα τη Σεβερίν, που ικανοποιεί τις ερωτικές της φαντασιώσεις. Όμως η εύθραυστη ισορροπία που έχει βρει, θα διαταραχτεί με ολέθριες συνέπειες.
Η ευφυής σκηνοθεσία του Μπουνιουέλ δίνει στην ταινία πολλά επίπεδα ερμηνειών και προσεγγίσεων χωρίς να την εγκλωβίζει σε κανένα από αυτά. Πάντως, τα θέματα της σεξουαλικότητας και των αυστηρών κοινωνικών συμβάσεων, η αμφισβήτιση της μεγαλοαστικής αγνότητας και ο αχαρτογράφητος κόσμος του ερωτισμού, του ασυνειδήτου και των ονείρων, κυριαρχούν.
Η γκαρνταρόμπα υποστηρίζει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της Σεβερίν σε όλη την ταινία -τα φορέματα σε γήινες και λευκές αποχρώσεις που αντανακλούν την «καθαρότητα» και την αθωότητα της, έρχονται σε αντίθεση με την μαύρη δερμάτινη γκαμπαρντίνα που φορά σε μια σκηνή στον οίκο ανοχής.
Μάλιστα, καθώς η ταινία γυρίζεται το 1967, το σούπερ μίνι κυριαρχεί στη μόδα -ωστόσο ο Saint Laurent και ο Μπονιουέλ προτιμούν το κλασικό "συντηρητικό" μήκος ως το γόνατο, τονίζοντας την αντίθεση και αφήνοντας την πρόκληση στη φαντασία του θεατή.
Άλλωστε, όπως αποκάλυψε αργότερα ο σεναριογράφος της ταινίας, ο Μπουνιουέλ ήθελε να αποφύγει την ανδρική ηδονοβλεπτική ματιά και αντίληψη της σεξουαλικότητας και να προσεγγίσει τη φαντασίωση από την γυναικεία οπτική.
-Spoiler alert-
Στην τελευταία σκηνή του έργου, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας, φαντασίωσης και ονείρου θολώνουν. Η Σεβερίν φορά ένα μαύρο μίνι φόρεμα με λευκό σατέν γιακά, ασορτί μανσέτες και μαύρη βελούδινη ζώνη, που παραπέμπει σε στολή μαθήτριας.
Η παιδικότητα και η αθωότητα που συνδέονται με τον μαθητικό χαρακτήρα του ρούχου λειτουργούν ως ασπίδα προστασίας για την Σεβερίν, που μοιάζει να έχει αφήσει πίσω της τη διπλή ζωή και να έχει αφοσιωθεί στη φροντίδα του συζύγου της.
Μάλιστα, ο φίλος του άντρα της, που φτάνει την τελευταία στιγμή για να του αποκαλύψει την αλήθεια, σχολιάζει ειρωνικά ότι το φόρεμά της έρχεται σε αντίθεση με τις κρυφές της δραστηριότητες.
Έτσι, η τελευταία εικόνα της ηρωίδας, μοιάζει να συμπυκνώνει όλη την ταινία και την προσωπική της πορεία, τόσο εξωτερικά όσο και εξωτερικά.
Μετά από αυτή την επιτυχημένη -για όλους- συνεργασία, η Ντενέβ θα εξελιχθεί σε μούσα του Saint Laurent και οι δυο τους θα συνεργαστούν πολλάκις, έκτοτε, εντός και εκτός μεγάλης οθόνης.
And so, history was made.