Becoming Karl Lagerfeld: Η νέα σειρά της Disney+ ανατρέχει στη δημιουργική περίοδο-πρόκληση για τη ζωή του θρυλικού σχεδιαστή
Πώς είναι να πιάνεις το νήμα από την αρχή, παρουσιάζοντας μία εποχή-σημείο κλειδί για την πορεία ενός εκ των πιο φημισμένων σχεδιαστών; Σίγουρα όχι τόσο εύκολη, λαμπερή και στρωμένη με ροδοπέταλα όσο θα περίμενε κανείς.
O Karl-Otto Lagerfeld, όπως ήταν το πλήρες του όνομα, άργησε να μεταμορφωθεί από ασχημόπαπο σε κύκνο των κύκλων της μόδας, αποστομώνοντας τους πάντες με την αξία του, ζώντας για αρκετό καιρό, σεμνά έως ταπεινά στη σκιά του enfant terrible της μόδας Yves Saint Laurent. Αυτή η πολυτάραχη μετάβαση είναι ιδανικό υλικό για να καταπιαστεί κανείς δημιουργώντας μία νέα σειρά. Ο Lagerfeld στην ηλικία των 38 κλήθηκε να χαράξει το δικό του μονοπάτι, απέναντι στην γκλάμορους παντοδυναμία του Saint Laurent και του συντρόφου του Pierre Bergé αλλά και τη βιτριολική, υπέρκομψη φατρία του.
Ερχόμενοι στο σήμερα, βέβαια, μπορούμε να πούμε εκ των υστέρων ότι κατάφερε θριαμβικά να επιβληθεί με την υπεροχή του.
Ο δημιουργός, που πριν φύγει από τη ζωή, είπε ότι δεν ήθελε να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του σαν να μην υπήρξε ποτέ, αδιαφορώντας για την υστεροφημία του, μην επιτρέποντας ρητά καμία γκροτέσκ αποχαιρετιστήρια πομπή με τυμπανοκρουσίες, δεν παύει να μνημονεύεται για τη διορατικότητα και το προοδευτικό του πνεύμα.
Μόλις πέντε χρόνια από τον θάνατο του σχεδιαστή και έναν χρόνο μετά το αφιερωματικό σε αυτόν Met Gala, η πλατφόρμα του Disney+ παρουσιάζει μία σειρά έξι επεισοδίων, που εστιάζει σε μία ουσιαστική περίοδο της ζωής του. Για τον πρωταγωνιστικό ρόλο επιλέχθηκε ο ισπανογερμανικής καταγωγής Daniel Brühl, γνωστός από τον αμείλικτο ρόλο του στην ταινία Άδωξοι Μπάσταρδη του Ταραντίνο. Το cast συμπληρώνουν οι Théodore Pellerin στη θέση του μεγάλου έρωτα του Lagerfeld, η Agnès Jaoui ως η δημιουργός του οίκου Chloé και πρώτη σημαντική συνεργάτιδά του, ο Alex Lutz ως πολυμήχανος, δολοπλόκος Pierre Bergé, ο Paul Spera ως Andy Warhol και η Jeanne Damas ως Paloma Picasso. Τα γυρίσματα έγιναν μεταξύ Γαλλίας, Μονακό, Ιταλίας με την από κοινού σκηνοθεσία των Jérôme Salle και Audrey Estrougo και το, επίσης, σεναριακό δίδυμο των Isaure Pisani-Ferry και Raphaëlle Bacqué, βιογράφου του Lagerfeld.
Η παραγωγή μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επική, αντάξια ενός μαιτρ του θεάματος στη μόδα. 2.200 βοηθητικοί ηθοποιοί, περισσότερα από 40 σετ με σκηνικά, αναδημιουργώντας πιστά τα προσωπικά διαμερίσματα των φημισμένων προσώπων της σειράς, τα ατελιέ, τους χώρους επιδείξεων και τα εμβληματικά μέρη που σύχναζαν για τα θρυλικά πάρτι τους αλλά και 3.οοο κοστούμια αποτελούν την υπολογίσιμη επένδυση για τη φιλόδοξη νέα σειρά, που θα κάνει πρεμιέρα στις 7 Ιουνίου. Η τάση για σειρές βασισμένες στη ζωή κορυφαίων σχεδιαστών είναι στο απόγειό της. Μάλιστα, παράλληλα ετοιμάζεται και μία ταινία μεγάλου μήκους για τη ζωή του σχεδιαστή με πρωταγωνιστή τον Jared Leto.
Τι καλύτερο από το να παρατηρείς ίντριγκες αξιώσεων και υψηλής αισθητικής με φαινομενικά αιθέριους, αλλά στην πραγματικότητα αιχμηρούς και πολλές φορές αδυσώπητα σκληρούς καλλιτέχνες;
Το δημιουργικό ξεκίνημα του Karl Lagerfeld
Από το ξεκίνημα της καριέρας του, ο Lagerfeld αρεσκόταν στο να συντηρεί ανεπιβεβαίωτες φήμες, χτίζοντας έναν μύθο γύρω από το όνομά του. Γιος Γερμανού βαρόνου και μητέρας από οικογένεια υψηλόβαθμων διπλωματών, κληρονόμος βιομηχάνων ή ισχυρών εργοστασιαρχών σοκολάτας; Σε κάθε περίπτωση ο μοναχικός σχεδιαστής δεν επεδείκνυε τους συνήθεις τρόπους ενός αργόσχολου προνομιούχου νέου, που πλήττει. Αντίθετα εξ’ αρχής ανέπτυξε υποδειγματική πειθαρχία και εργασιακή ηθική, αφιερώνοντας τις δυνάμεις του σε αυτό που αγαπούσε βαθιά. Τη δημιουργία ομορφιάς. Ο Lagerfeld έφυγε από το πατρικό του σπίτι στο Αμβούργο σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών, ξεκινώντας να εργάζεται σε εντατικούς ρυθμούς στα δεκαέξι του χρόνια. Στο βιβλίο της Alicia Drake, The Beautiful Fall, συναντά κανείς σε μία δήλωση, αυτούσια τη βαθύτερή του επιθυμία: «Ήταν το όνειρό μου, το μόνο που πραγματικά ήθελα να κάνω ήταν να έρθω και να εργαστώ για έναν οίκο Υψηλής Ραπτικής στο Παρίσι.
Ως προς τη μεγάλη εκκίνηση μπορούμε να πούμε ότι διήγε βίο παράλληλο με τον ευφυή, άσπονδο φίλο του, Yves Saint Laurent. Και οι δύο τους διακρίθηκαν με την υποβολή των σχεδίων τους στον πιο έγκριτο και φημισμένο διαγωνισμό για ανερχόμενους σχεδιαστές, εκείνον του International Wool Secretariat το 1954. Ο Saint Laurent κατέκτησε την πρώτη θέση στην κατηγορία του φορέματος με το μαύρο cocktail φόρεμά του με τις διαφάνειες και ο Lagerfeld διακρίθηκε στην κατηγορία των παλτό με το κίτρινο στην απόχρωση των νάρκισσων, πανωφόρι του.
Μετά από τέσσερα χρόνια στον οίκο του Pierre Balmain, το 1959 έκανε το επόμενο βήμα στην καριέρα του συνεχίζοντας στον Jean Patou. Όμως, περιέργως έλειπε αυτό το κάτι που θα τον εκτόξευε στο Πάνθεον των σχεδιαστών-σταρ. Τα δείγματα γραφής του περνούσαν σχετικά απαρατήρητα. Η παρουσία του και η συμβολή του στη μόδα ήταν ακόμη παρασκηνιακή και χωρίς ιδιαίτερη μνεία από τον Τύπο και τους κριτικούς.
Γι’ αυτό και αποφάσισε να κάνει μια ριζοσπαστική, για την εποχή, κίνηση. Να απαρνηθεί τον αξιοσέβαστο χώρο της Υψηλής Ραπτικής και να στραφεί στον εμπορικό κόσμο της ετοιμοφόρετης ένδυσης. Ο Lagerfeld είχε μία προχωρημένη αντίληψη και μία ικανότητα να διακρίνει τα σημεία των καιρών και να προετοιμάζεται για το μέλλον. Ήξερε καλά είναι να διαβάζει το πνεύμα της εποχής και να προσαρμόζεται ταχύτατα. Κατάλοιπο ίσως από τα παιδικά του χρόνια, τότε που έπρεπε να συμπεριφέρεται ώριμα και να συζητά με τη μητέρα του, όπως ένας μεγάλος για να κερδίσει την προσοχή της, χωρίς να την κουράζει με τυχόν ανόητα παιδιαρίσματα.
Ο Lagerfeld δεν έγινε μία παγκόσμιας εμβέλειας προσωπικότητα στον χώρο της μόδας, διαμορφώνοντάς και καθορίζοντας τις τάσεις εν μία νυκτί. Ο μισθοφόρος του prêt-à-porter, είχε κατηγοριοποιηθεί όχι ως ένας αυτόνομος δημιουργός με μη αντιγράψιμο προσωπικό όραμα και ιδιαίτερη χαρακτηριστική αισθητική αλλά ως ένας ευφυής στιλίστας. Ένας χαμαιλέων της μόδας. Ευέλικτος και οξύνους, ένας έξυπνος αντιπρόσωπος, που είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει το ιδιότυπο στιλ των συναδέλφων του. Να μιμηθεί αριστοτεχνικά και με ακρίβεια το καλλιτεχνικό πνεύμα κάθε σχεδιαστή, προσθέτοντας τη δική του εμπορική πινελιά. Το άγγιγμα του Μίδα.
Η ευκαιρία, το big break, λοιπόν, παρουσιάστηκε με τη συνεργασία του για τον οίκο Chloé. Η ιδρύτριά του, Gaby Aghion είχε ήδη αναγνωρίσει την ανάγκη για μια κομψή μέση οδό με εκλεπτυσμένα και καλοφτιαγμένα ρούχα έτοιμης ένδυσης εισάγοντας τον όρο «prêt-à-porter de luxe». Κάτι που να γεφυρώνει το χάσμα ανάμεσα στις εύπορες μεγαλοαστές και καθημερινές πελάτισσες των αναγνωρισμένων couturières με το απαράμιλλο στιλ και των απλών καθημερινών γυναικών με τα μέτρια ρούχα- απομιμήσεις αμφιβόλου επιτυχίας. Όταν ο Lagerfeld προσέγγισε την Aghion εκείνη παρήγε ήδη δύο συλλογές ανά σεζόν, στρατολογώντας συνεργάτες-στιλίστες.
Τα σκίτσα του Lagerfeld και ο ενθουσιασμός του τον έκαναν να ξεχωρίσει. Ήταν ο μόνος που παρουσιάζοντας ένα μπεζ φόρεμα από σαντούγκ το συνδύασε με αξεσουάρ, όπως εκτυφλωτικά έντονο κίτρινο καλσόν, προτείνοντας ένα ολοκληρωμένο σύνολο. Στα πρώτα του πέντε χρόνια εκεί ο Lagerfeld έμαθε ότι η δημιουργία μπορεί να είναι ταχύτερη, απλούστερη και χωρίς πολλές φλυαρίες και φραμπαλάδες. Η επαφή του με τους Αμερικανούς εισήγαγε τον διεισδυτικό σχεδιαστή σε μία εντελώς διαφορετική κουλτούρα της μόδας, εκείνη του νέου κόσμου, μακριά από το σεβάσμιο άβατο των ναών της υψηλής ραπτικής. Η συνάντηση της μόδας με τη μεγάλη οθόνη, το street wear, την τέχνη, την ειρωνεία, την ποπ μουσική και την έννοια της ατομικότητας είχε ξεκινήσει.
Παράλληλα, η ασίγαστη δίψα του Lagerfeld για μάθηση, τον έκανε να συλλέγει μετά μανίας λευκώματα και τόμους σύγχρονης τέχνης, θέλοντας να επεκτείνει τις γνώσεις του και να διευρύνει τον δημιουργικό του ορίζοντα.
Σε αυτή την ασταθή δημιουργική περίοδο συναντούμε τον Karl Lagerfeld. Τον σχεδιαστή, που είδε τον σύγχρονό του Saint Laurent να χάνεται σε άπιαστες στρατόσφαιρες φήμης και επιτυχίας, αφήνοντάς τον πίσω. Εκείνος, όμως πεισματικά και μεθοδικά δεν εγκατέλειψε πότε ως βάση του το Παρίσι, μην καταθέτοντας τα όπλα. Δέχτηκε με αξιοπρέπεια και ευγενή χάρη κάθε χτύπημα. Ακόμα και εκείνο της καρδιάς, όταν ο Saint Laurent αποφάσισε να του κλέψει τον σύντροφο και μεγάλο έρωτα της ζωής του, τον γοητευτικά σκοτεινό και αμφιλεγόμενο δανδή Jacques de Bascher.
Ο Lagerfeld αναμόρφωσε τον οίκο Chanel και τον Fendi συνεχίζοντας την κληρονομιά τους και διαποτίζοντάς τον ενδυματολογικό τους κώδικα με τη δική του επίκαιρη ματιά. Σε όλη του τη ζωή υπηρέτησε με μαεστρία το όραμα των άλλων, αποδίδοντας την ουσία του. Ο σχεδιαστής, που έλεγε, ότι όσο μεγαλώνει δεν χρειάζεται να κοιμάται, εργαζόταν ανέκαθεν με την ίδια δίψα για δημιουργία. Καταπιανόταν με πάθος με οτιδήποτε τον ενδιέφερε, γίνοντας ένας παθιασμένος συλλέκτης, από το ροκοκό και την αρ ντεκό μέχρι τον φουτουρισμό και τη σύγχρονη τέχνη. Έως ότου να νιώσει ότι χρειάζεται να μεταβεί σε μία νέα φάση στη ζωή του, που την αντανακλά καλύτερα κάτι νέο.
Συλλέκτης αλλά μη δέσμιος των αντικειμένων, ο Lagerfeld περιστοιχιζόταν από όσους τον ενέπνεαν, μοιράζοντας απλόχερα τα κλειδιά των επιβλητικών σπιτιών του ανά τον κόσμο για την αναψυχή τους. Αμφιλεγόμενος, αεικίνητος με βαθιά καλλιέργεια και αδυναμία στα όμορφα πράγματα και τη γατούλα κληρονόμο τους, προς τις τελευταίες δεκαετίες της διαδρομής του κατόρθωσε τελικά να δημιουργήσει το δικό του παιγνιώδες brand.
Ο επονομαζόμενος και Kaiser της μόδας, αινιγματικός για το fashion crowd αλλά ανέκαθεν πολυπράγμων και ακαταπόνητος, μάλλον, είχε την τελευταία λέξη, αφήνοντας το πανίσχυρο αποτύπωμά του στην ιστορία της μόδας.