Οταν η μόδα συναντά την αρχιτεκτονική

Όταν η αρχιτεκτονική συναντά τη μόδα: Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι σχεδιαστές μόδας που ξεκίνησαν ως αρχιτέκτονες

Ο ρόλος του αρχιτέκτονα φέρει κοινά στοιχεία με αυτόν ενός σχεδιαστή μόδας. Και οι δύο καλούνται, μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο να σχηματίσουν φόρμες, που συνδυάζουν την ομορφιά με τη λειτουργικότητα, προτείνοντας πολλές φορές κάτι νέο.

Η Coco Chanel είχε δηλώσει χαρακτηριστικά πως «η μόδα είναι αρχιτεκτονική. Είναι ζήτημα αναλογιών». Ο σχεδιαστής προσπαθεί να αποδώσει το όραμά του μέσω υφών, χρωμάτων και σχήματος αντικαθιστώντας μια στιβαρή κτιριακή κατασκευή με μία αέρινη σιλουέτα. Και βέβαια, αυτό που προτείνει επιβάλλει έναν αισθητικό κανόνα, ανατρέποντας, πολλές φορές τις αντιλήψεις περί ωραίου και τα παραδεδεγμένα στερεότυπα.

Η αρχιτεκτονική και η μόδα, λοιπόν ακολουθούν πορείες παράλληλες που ενίοτε διασταυρώνονται. Η διάδρασή τους είναι συνεχής. Και οι δύο καλούνται να προσφέρουν ένα καταφύγιο στο ανθρώπινο σώμα σε μεγαλύτερη ή μικρότερη κλίμακα.

Κάποιες φορές, όμως, οι αρχιτέκτονες ίσως να χρειάζονται να ξεφύγουν από άτεγκτους κανόνες, αναζητώντας μεγαλύτερη δημιουργική ελευθερία μέσα από την αχαλίνωτη φαντασία, την εκζήτηση και τον αυθορμητισμό, που μπορεί να τους προσφέρει η μόδα. Κι αν η μόδα παρουσιάζεται ως κάτι το επιπόλαιο, προσωρινό και φευγαλέο δεν παύει να επηρεάζει και να εμπνέει και την αρχιτεκτονική με τις συνεχείς της ζυμώσεις.

Γι’ αυτό έχει ενδιαφέρον να ανατρέξουμε στους αρχιτέκτονες που στράφηκαν με εξαιρετική επιτυχία στον ρόλο του σχεδιαστή μόδας.

Gianfranco Ferré

Ο σχεδιαστής, που αποφοίτησε από το Πολυτεχνείο του Μιλάνου φέρει κυριολεκτικά τον σεβάσμιο τίτλο του «του αρχιτέκτονα της μόδας».

Είναι εκείνος, που συνέβαλλε ουσιαστικά στον μύθο της «Made in Italy» μόδας, ανοίγοντας τον δρόμο και για την ετοιμοφόρετη, ready-to-wear ένδυση, προτείνοντας μία νέα περισσότερο εκδημοκρατισμένη έννοια της μόδας. Τα αδρά του περιγράμματα, τα γεωμετρικά του σχέδια και η ποιότητα των χειροποίητων δημιουργιών του, τον καθιέρωσαν τη δεκαετία του ’80 ως έναν από τους κορυφαίους της εποχής του.

Ο ίδιος είχε δηλώσει το 1978 στην εφημερίδα «Corriere della Serra» και στην Adriana Mulassano ότι μπήκε στο Πολυτεχνείο με πολλές ασαφείς και συγκεχυμένες ιδέες μα με μεγάλο πάθος για το design, ένα πάθος που καλλιέργησε με συνεχή εξάσκηση και πρακτική εφαρμογή. Και ακόμα κι αν δεν ασχολήθηκε με αυτό καθεμία από τους δημιουργίες του έχει μέσα της κάτι από όλα όσα έμαθε και πολλά περισσότερα. Από άποψη λογικής, μεθοδικότητας και προσέγγισης του σχεδίου αλλά και από της θέλησης για ανάλυση, της διάθεσης για πειραματισμό και της ασίγαστης δύναμης για το υψηλό».

Ως φοιτητής αρχιτεκτονικής, ο Ferré σχεδίαζε, παράλληλα δερμάτινες ζώνες για να βιοπορίζεται, ενώ η πρώτη του κανονική δουλειά ήταν σε μία εταιρεία σχεδιασμού επίπλων. Ήταν όμως τα σχέδια κοσμημάτων που υλοποιούσε για την κοπέλα του, που τράβηξαν την προσοχή μιας μπουτίκ στο Πορτοφίνο και του έδωσαν την πρώτη του μεγάλη ευκαιρία στον χώρο της μόδας. Σύντομα άρχισε να εργάζεται ως freelancer στο πλευρό του Karl Lagerfeld, ενώ για 7χρόνια, από το 1989 έως το 1996 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Dior. Ο Ferré ίδρυσε τον δικό του οίκο, αφήνοντας το δικό του στίγμα στη μόδα. Η δική του «γλυπτική ανάγνωση» της λευκής τουνίκ-πουκαμίσας με τους αρχοντικούς όγκους στα μανίκια και τις πτυχώσεις και του αυστηρά δομημένου παντελονιού-κοστουμιού είναι μια απτή απόδειξη των καταβολών του στην αρχιτεκτονική.

Pierre Balmain

Πριν από την ίδρυση του οίκου μόδας του, ο Pierre Balmain σπούδασε Αρχιτεκτονική στην École des Beaux-Arts το 1933. Γρήγορα, όμως, ερωτεύτηκε την Υψηλή Ραπτική, εγκαταλείποντας το επάγγελμα για μια εναλλακτική διαδρομή.

«Η μόδα είναι η αρχιτεκτονική της κίνησης», είχε δηλώσει ποιητικά. Σεμνός και εχέφρων με την επιρροή της αρχιτεκτονικής να είναι διαρκώς παρούσα στο έργο του, δημιούργησε τη δική του μεταπολεμική σχολή την περίοδο της άνθησης του Χόλιγουντ. Ο ίδιος, πολλές φορές αντιτάχθηκε σε μία στείρα διακοσμητική και κλασική μόδα, υποστηρίζοντας ότι η δημιουργία φορεμάτων οφείλει να προσφέρει την τόσο πολύτιμη ρευστότητα για την ελεύθερη κινησιολογία και την αρχιτεκτονική του σώματος.

Ο Balmain τη δεκαετία του ’50 καθιέρωσε το «New French Style», με τις περίτεχνες και άψογα ραμμένες δημιουργίες του, που χαρακτηρίστηκαν ως η «πεμπτουσία της Παριζιάνικης αισθητικής». Η κομψότητα, τα περίτεχνα κεντήματα και οι τεχνικές της υψηλής ραπτικής με έμφαση στη λεπτομέρεια είναι βασικές αξίες του οίκου, που επιβιώνουν μέχρι και σήμερα.

Pierre Cardin

Ο Pierre Cardin ήταν ακόμα ένας φοιτητής αρχιτεκτονικής, που σύντομα εγκατέλειψε τα μαθήματα για να ασχοληθεί στην πράξη με την αγάπη του για τη μόδα. Η αρχική θητεία του στον οίκο Dior του χάρισε αναγνωρισιμότητα, όμως αυτό που τον έκανε να διακριθεί ήταν οι δικές του προχωρημένες σχεδιαστικά σιλουέτες για οίκο που έφερε το όνομά του τη δεκαετία του ’60, την εποχή που έκαναν την εμφάνισή τους οι Mods.

Τα φουτουριστικά μίνι φορέματα «bubble» της space age εποχής, η κάπα σε σχήμα από μπουκάλι αρώματος, το πλεκτό φόρεμα με πλοκάμια, ή εκείνο με το ένθετο κλουβί στη μέση, οι ώμοι «παγόδα» με τις εσωτερικές βάτες σε σχήμα από τις άκρες της σκεπής ενός τέτοιου οικοδομήματος, είναι κάποιες από τις καινοτομίες, που δηλώνουν περίτρανα την πολύτιμη προϋπηρεσία του στην αρχιτεκτονική. Τα δημοφιλή σχέδιά του με την πρωτόγνωρη αισθητική συνετέλεσαν στο να τον επιλέξει ο Αριστοτέλης Ωνάσης για να σχεδιάσει τις επίσημες στολές αεροσυνοδών για την Ολυμπιακή Αεροπορία, που θαυμάζονται μέχρι και σήμερα για την ιδιαίτερη κομψότητά τους.

Ένα από τα αξιοθέατα κοντά στην περιοχή των Καννών μέχρι και σήμερα είναι το αβαν-γκαρντ σπίτι του, το επονομαζόμενο «Palais Bulles» ή αγγλιστί «Bubble Palace» ένα κτίσμα γεμάτο κυκλικές φυσαλίδες, που σχεδίασε σε συνεργασία με τον Ούγγρο αρχιτέκτονα Antti Lovag, και συνολικά πήρε 14 χρόνια για να ολοκληρωθεί,το 1989. Η αγάπη του για την αρχιτεκτονική δεν σταμάτησε ποτέ, αφού το 2012 παραλίγο να επιστρέψει στην ενεργό δράση σχεδιάζοντας με τον αρχιτέκτονα ανιψιό του έναν ουρανοξύστη στη Βενετία, που δυστυχώς δεν προχώρησε.

Thierry Mugler

Ο Manfred Thierry Mugler είχε πει κάποτε «Είμαι ένας αρχιτέκτονας, που επανεφευρίσκει εξ’ ολοκλήρου το σώμα μιας γυναίκας». Ο Mugler σπούδασε με τη σειρά του interior design στη Σχολή Διακοσμητικών Τεχνών του Στρασβούργου.

Ο ίδιος αγάπησε πολύ τη γυναίκα, κατασκευάζοντας μία νέα δομή για την παρουσίασή της. Στα μάτια του η γυναίκα είναι βιονική, σχεδόν υπεράνθρωπη, μία φαντασμαγορική θεότητα, που καθυποτάσσει τους πάντες με τη σαγήνη της. Ο ερωτισμός και ο φετιχισμός στα σχέδιά του, μπλέκονται με τον φουτουρισμό και την αγάπη για το μέλλον. Η απενεχοποιημένη και εμφατικά τονισμένη θηλυκότητα στα σόου του, απελευθέρωσε τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Οι bodycon φόρμες, που αγκαλιάζουν το σώμα και οι σχεδιαστικές καινοτομίες, όπως είναι οι δημιουργίες γυναικείων φορεμάτων-μοτοσικλέτας και αυτοκινήτου παραμένουν πραγματικά εμβληματικές και αμίμητες.

Gianni Versace

Στα νεανικά του χρόνια ο Versace εκτός από το να παρακολουθεί τη μοδιστρική τέχνη της μητέρας του, παρακολούθησε μαθήματα αρχιτεκτονικής σύντομα, όμως, τα εγκατέλειψε για την πρώτη του αγάπη, τη μόδα. Με παγκόσμια αναγνωρίσιμο λογότυπό του οίκου μόδας του τη Μέδουσα, η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη, ήταν εμφανώς οι πιο ισχυροί πυλώνες για το σχεδιαστικό του έργο και την αισθητική του.

Αν και δεν ασχολήθηκε επίσημα με την αρχιτεκτονική δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τη διακόσμηση και το interior design. Ο ίδιος επιμελήθηκε τη πολυφωτογραφημένη κατοικία του Villa Casa Casuarina, στο Μαϊάμι, που είχε σχεδιαστεί αρχικά το 1930 από τον φημισμένο αρχιτέκτονα Alden Freeman ως φόρος τιμής στον γιο του Χριστόφορου Κολόμβου, Ντιέγκο. Ο Versace, επέκτεινε τον χώρο, κατεδάφισε μεγάλο μέρος του και επέβλεψε τις διαδικασίες ανακαίνισης για τρία χρόνια, δημιουργώντας ένα παράκτιο παλάτι στο εκλεκτίστικο Mediterranean Revival Style. Πληθωρικά αντικείμενα κλασικής διακόσμησης, δαιδαλώδεις τεχνοτροπίες και σχέδια εμπνευσμένα από ψηφιδωτά των αρχαίων χρόνων, κοσμούσαν τους αγαπημένους του χώρους στο προσωπικό του ησυχαστήριο.

Έτσι, κι αλλιώς ο μαξιμαλισμός ήταν πάντα η προσωπική του σφραγίδα. Με ατρόμητο attitude και τρομερή πίστη στο όραμά του, είχε δηλώσει το προφανές: ότι ευθύνη ενός σχεδιαστή είναι να παραβαίνει τους κανόνες και να υπερβαίνει κάθε εμπόδιο».

Tom Ford

Σχεδιαστής μόδας, σκηνοθέτης, δημιουργός μιας νέας αυτοκρατορίας στον τομέα της ομορφιάς και των καλλυντικών και με πιο πρόσφατη την ενασχόλησή του με τον εσωτερικό σχεδιασμό ιστορικών σπιτιών, ο Tom Ford είναι πολυπράγμων αριστεύοντας με ευκολία σε καθετί που του κινεί το ενδιαφέρον. Το background του έχει, ομοίως, τη βάση του στην αρχιτεκτονική, καθώς αυτό ήταν το κύριο αντικείμενο σπουδών του στη Σχολή Parsons της Νέας Υόρκης. Την τελευταία χρονιά, πριν από την αποφοίτησή του στράφηκε στο διαχρονικό πάθος του τη μόδα.

«Ξύπνησα ένα πρωί και είπα τι κάνω; Η αρχιτεκτονική παραήταν σοβαρή…Κάθε αρχιτεκτονικό project που ξεκινούσα κατέληγε με το να παρεμβάλλω ένα φόρεμα ανάμεσα στα σχέδιά μου. Έτσι, συνειδητοποίησα ότι η μόδα έφερνε την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην τέχνη και την εμπορικότητα και αυτό ήταν καθοριστικό για μένα», είχε δηλώσει για το ξεκίνημά του.

Τώρα πια μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι έβαλε το θεμέλιο λίθο στην αναγέννηση του, τότε, ημιθανούς οίκο Gucci , ανοικοδομώντας τον από την αρχή και οδηγώντας τον στην κορυφή. Ο Ford αδιαφορώντας για αυτό που λέμε heritage ενός οίκου, αρνήθηκε να μείνει προσηλωμένος στο παρελθόν, συστήνοντας έναν νέο παράτολμα αισθησιακό και προβοκατόρικο αέρα στην αισθητική του, με θεαματικά αποτελέσματα.

Αγαπημένο χόμπι του Ford, πλέον, είναι η αγορά ακινήτων με ξεχωριστή ιστορία, όπως το διαμέρισμα του σχεδιαστή Halston στο Μανχάταν και η εξοχική κατοικία της οικογένειας της Τζάκι Κένεντι στα Χάμπτονς, διατηρώντας κάτι από τον αυθεντικό χαρακτήρα τους πάντα με την προσωπική του πινελιά.

Virgil Abloh

Ένας από τους πρωτοπόρους του σύγχρονου star system της μόδας, ο αδικοχαμένος δημιουργός υπηρέτησε με πάθος τόσο την αρχιτεκτονική όσο και τη μόδα από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου Louis Vuitton. Ο Abloh ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του ως Πολιτικός Μηχανικός και αρχιτέκτονας από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ιλλινόις πριν μεταβεί στον κόσμο της μόδας. Με προσωπική έμπνευση από το κίνημα του Bauhaus, ο Abloh δημιούργησε συνάρμοσε την τέχνη, το design και τη μαεστρία του χειροποίητου στο νέο δημιουργικό του πεδίο. «Οι νέοι αρχιτέκτονες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο με το να μην κτίζουν κτίρια», είχε δηλώσει αινιγματικά. Αν και μέσα από το έργο του δεν έπαυε να διερευνά τους δεσμούς μεταξύ μόδας και αρχιτεκτονικής.

Οι καλλιτέχνες που διαμόρφωσαν το έργο του ήταν πολλοί, ανάμεσά τους οι Marcel Duchamp, Jean-Michel Basquiat, Keith Haring, Futura, Dondi, A.R.Penck και Gordon Matta-Clark. Οι φωτογράφοι που αποτύπωσαν τη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80, όπως οι Bruce Davidson, Marta Cooper και Sophie Bramly ήταν σημείο αναφοράς για την οπτική του γλώσσα. O Abloh ήταν, ακόμα, συλλέκτης αντικειμένων από τους σχεδιαστές Konstantin Grcic, Jerszy Seymour με κοινό χαρακτηριστικό τους το industrial design.

Ένα από τα τελευταία του projects ήταν η συλλογή «Efflorescence», τον Ιανουάριο του 2020 στη Galerie Kreo στο Παρίσι, δημιουργώντας είκοσι χρηστικά αντικείμενα, επηρεασμένος από την ακατέργαστη αισθητική του κινήματος του μπρουταλισμού. Ο τίτλος της έκθεσης, που έπαιζε με τον όρο της οργιαστικής άνθησης στη φύση δημιουργούσε έναν παραλληλισμό. Όπως τα αγριολούλουδα ξετρυπώνουν από τις ζώνες τσιμέντου του αστικού χώρου, έτσι σε μία αντιστροφή ρόλων τσιμεντένια αντικείμενα γεμάτα γκράφιτι, «φυτρώνουν» μέσα σε εσωτερικούς χώρους κατοικίας. Αυτή η σύλληψη δημιούργησε ένα design, που αγκαλιάζει την περιθωριοποίηση και τους outsiders, αναδεικνύοντας συγχρόνως το απρόβλεπτο και την τυχαιότητα της οργανικής ανάπτυξης μέσα σε άκαμπτες δομές και στον απρόσωπο πολεοδομικό σχεδιασμό.

Mary Katrantzou

Η Ελληνίδα σχεδιάστρια, γνωστή για τα υπέροχα καλειδοσκοπικά της prints, ξεκίνησε τις σπουδές της στην αρχιτεκτονική στη Σχολή Σχεδίου του Ροντ Άιλαντ στην Αμερική, γρήγορα, όμως, έκανε μεταγραφή στο Central Saint Martins σπουδάζοντας εντέλει σχέδιο μόδας.

Η τελική της συλλογή για την αποφοίτησή της το 2008 ήταν η εκκίνηση για μία λαμπρή καριέρα. Τα ιδιαίτερα μοτίβα της με γραφιστικά και ψυχεδελικά στοιχεία γεμάτα περίτεχνα σχήματα και οφθαλμαπάτες την έχουν χρίσει ως «βασίλισσα του print». Οι τρισδιάστατοι ψηφιακοί κόσμοι της, περασμένοι σε μοναδικά υφάσματα και δημιουργίες σίγουρα οφείλουν τη φρέσκια ματιά τους και στις αρχές του αρχιτεκτονικού σχεδίου.

Η διεπιστημονικότητα και η συνάντηση των δημιουργικών πεδίων μόδας και αρχιτεκτονικής δεν μας εκπλήσσει σήμερα. Αυτό που δεν σταματά να μας εκπλήσσει είναι οι αναπάντεχες ατραποί, η έμπνευση και οι νέες δημιουργικές ιδέες, που προκύπτουν από τη συνύπαρξή τους.