Zα Ζα Γκαμπόρ: Η Ουγγαρέζα καλλονή που έζησε 99 χρόνια γεμάτα λάμψη και glam
Δεν είναι ακριβώς σίγουρο για ποιο πράγμα ήτανγνωστή η Ζα Ζα Γκαμπόρ, η θρυλική Ουγγαρέζα που άφησε το στίγμα της στο Χόλιγουντ και στους υψηλούς κύκλους της Ευρώπης, έτσι απλώς γιατί μπορούσε.
Κανείς δεν κατάφερε ποτέ να προσδιορίσει με ακρίβεια τι δουλειά έκανε: ηθοποιός, μοντέλο, showwoman, celebrity, περσόνα ή κοσμική; Αυτό που έχει σημασία είναι πως, με ό,τι κι αν καταπιανόταν, ξεχώριζε πάντα με τις βιτριολικές ατάκες της και τη λαμπερή της προσωπικότητα. Ίσως γι΄ αυτό σήμερα πολλοί μιλούν για την Κιμ Καρντάσιαν του Παλαιού Χόλιγουντ, αν και το δικό της στιλ ήταν απλώς ασυναγώνιστο.
Γεννήθηκε στην Ουγγαρία μάλλον το 1917. Η ίδια δεν αποκάλυπτε την ηλικία της ποτέ -έλεγε απλώς ότι είχε γενέθλια στις 6 Φεβρουαρίου- και μεγάλωσε σε μια εύπορη οικογένεια αυστηρών αρχών. Ο πατέρας της στρατιωτικός, αλλά εκείνη μαζί με τις αδερφές της, τη Μάγδα και την Εύα, θεωρούνταν από τις πιο όμορφες γυναίκες της Αυστροουγγαρίας. Εκείνη μάλιστα είχε κερδίσει αρκετούς τίτλους σε καλλιστεία, μέχρι που την ανακάλυψε ένας Βιεννέζος τενόρος το 1936 και την παρότρυνε να ασχοληθεί με τη showbiz. Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι τρεις κοπέλες θα φύγουν για την Αμερική για να βρουν την τύχη τους. Η Γκαμπόρ τότε εγκατέλειψε τον πρώτο της άνδρα, έναν Τούρκο διπλωμάτη, τον Μπουρχάν Μπέλγε.
Στις ΗΠΑ, αν και οι κριτικοί ποτέ δεν εξετίμησαν το υποκριτικό της ταλέντο, εμφανίστηκε σε περισσότερες από τριάντα ταινίες, ενώ τη δεκαετία του ’70 άρχισε να απορρίπτει μικρότερους ρόλους. Η αλήθεια είναι πως αν και στη ζωή της η εμβληματική Ζα Ζα είχε χαμαιλεόντιες ικανότητες -ήταν αυτό που λέμε και «του σαλονιού και του λιμανιού»- στη μεγάλη οθόνη δεν κατάφερε, παρά ελάχιστες φορές, να αποκαλύψει το εκρηκτικό της ταμπεραμέντο. Τον αληθινό της εαυτό περισσότερο τον έβγαλε πολύ αργότερα, στις ζωντανές της εμφανίσεις, όπου προκαλούσε έντονη αίσθηση με το show της.
Παρ’ όλα αυτά για την ταινία «Moulin Rouge» του Τζον Χιούστον έλαβε για πρώτη φορά θετικά σχόλια για την ερμηνεία της, ενώ ο μεγάλος Όρσον Γουέλς τη διάλεξε να κάνει μια μικρή εμφάνιση στο «Touch of evil (1958). Χαρακτηριστική όμως παραμένει και η συμμετοχή της, στο τελευταίο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «Μπάτμαν» της δεκαετίας του ‘60, όπου έπαιξε την κακοποιό Μινέρβα, η οποία με ένα σεσουάρ μαλλιών έκλεβε πληροφορίες από τον εγκέφαλο των ανδρών.
Η πολυτάραχη προσωπική της ζωή βέβαια αποτελούσε πάντα θέμα των ταμπλόιντ της εποχής και κυρίως της μεγάλης «κουτσομπόλας» του Χόλιγουντ Λουέλα Πάρσονς, η οποία δεν παρέλειπε να δίνει πλήρη αναφορά των περιπετειών της. Η Γκαμπόρ μάλλον δεν είχε πρόβλημα με αυτή τη δημοσιότητα, ίσως μάλιστα την επεδίωκε. Παντρεύτηκε εννιά φορές, πάντα με εύπορους άνδρες, οι οποίοι τη λάτρευαν. «Είμαι πολύ καλή νοικοκυρά. Κάθε φορά που χωρίζω έναν άνδρα, κρατάω εγώ το σπίτι του», συνήθιζε να λέει. Πέρα όμως από τους νόμιμους συζύγους, είχε και αμέτρητους εραστές, μεταξύ των οποίων ο Σον Κόνερι, ο Φρανκ Σινάτρα, ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, αλλά και ο Κεμάλ Ατατούρκ με τον οποίο είχε ένα σύντομο ειδύλλιο, που αναστάτωσε την Τουρκία.
Απέκτησε μονό ένα βιολογικό παιδί, τη Φραντζέσκα Χίλτον, καρπό του γάμου της με τον μεγαλοεπιχειρηματία Κόνραντ Χίλτον, ο οποίος μετά από το διαζύγιό τους, της άφησε μια σημαντική περιουσία. Άλλωστε, με τη δική του βοήθεια και τις διασυνδέσεις του, είχε καταφέρει να μπει στην κινηματογραφική βιομηχανία.
Γενικώς, φρόντιζε να περνάει πάντα καλά και ήξερε να χειρίζεται τους άνδρες της ζωής της. Συνήθιζε με τη χαρακτηριστική της προφορά να αποκαλεί όλους τους συντρόφους της «darling», γιατί, όπως έλεγε «Μου είναι αδύνατον να θυμάμαι τα ονόματα τους». Περιέργως, όλοι της ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι, και μάλιστα ο σύζυγός Νο3, όπως τον αποκαλούσε, ο ηθοποιός Τζορτζ Σάντερς, στη βιογραφία του εξήρε τον χαρακτήρα της και την αθωότητά της. Είχε βέβαια κι αυτή μια δύσκολη στιγμή, όταν ένας από τους συντρόφους της, ο περιβόητος playboy της εποχής Πορφίριο Ρουμπιρόσα την κακοποίησε. Εκείνη όμως δεν το έβαλε κάτω. Μάλιστα, δεν δίστασε να εμφανιστεί δημόσια με το μαυρισμένο της μάτι για να τον εξευτελίσει.
Αν και δήλωνε κατά των γυναικείων κινημάτων, ήταν η απόλυτη εκπρόσωπος της χειραφέτησης, αφού μιλούσε ανοιχτά για τον έρωτα και το δικαίωμα του φύλου της στην επιθυμία. Ακόμα και όταν πλέον είχε περάσει την έβδομη δεκαετία της ζωής της, παρέμενε στο παιχνίδι, αρνούμενη να υποκύψει στον ηλικιακό ρατσισμό και σε στερεοτυπικές αντιλήψεις, που θέλουν τις γυναίκες να αποσύρονται, όταν μεγαλώνουν.
Πέρα από τις υπόλοιπες δραστηριότητές της, έχει γράψει τρία βιβλία -«Πώς να βρείτε έναν άντρα, πώς να τον κρατήσετε, πώς να τον ξεφορτωθείτε», «Ο πλήρης οδηγός της Ζα Ζα για τους άνδρες» και «Μια ζωή δεν αρκεί»- όπου με το κυνικό της χιούμορ συμπυκνώνει το modus vivendi της, ενώ κάποτε μιλώντας για τη στάση της απέναντι στον γάμο, είχε πει: «Το να πάρεις διαζύγιο επειδή δεν αγαπάς έναν άντρα είναι σχεδόν τόσο ανόητο όσο το να τον παντρευτείς επειδή τον αγαπάς».
Τα τελευταία χρόνια είχε σταματήσει τις δημόσιες εμφανίσεις για λόγους υγείας. Συγκεκριμένα μετά από ένα αυτοκινητιστικό είχε τραυματιστεί σοβαρά, είχε πάθει εγκεφαλικό και κάταγμα στο ισχίο. Το μεγαλύτερο τμήμα του δεξιού της ποδιού αφαιρέθηκε το 2011 λόγω μιας μόλυνσης με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζει προβλήματα από τις μετεγχειρητικές δυσκολίες. Γι' αυτό και τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέμενε κατάκοιτη.
Πέθανε σε ηλικία 99 ετών, λίγο πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής. Σύμφωνα με την επιθυμία της, ο τελευταίος και κατά 26 χρόνια νεότερος σύζυγός της, ο πρίγκιπας Φρειδερίκος του Άνχαλντ, φρόντισε να μεταφερθεί η στάχτη της στη γενέτειρά της, όπου βρισκόταν θαμμένος και ο πατέρας της. Όπως ήθελε εκείνη, δεν έγινε κηδεία, αλλά ένα μεγάλο πάρτι, με σαμπάνια, χαβιάρι και μια τσιγγάνικη μπάντα να παίζει μουσική, ενώ ο στολισμός αποτελούνταν από κίτρινα και ροζ τριαντάφυλλα, που ήταν τα αγαπημένα της. Με τον τελευταίο της σύζυγο είχαν υιοθετήσει έναν γιο, τον Όλιβερ, ο οποίος λίγο μετά από τον θάνατό της σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα.