«Τι διαβάζεις στην καραντίνα;» -9 πρόσωπα της πόλης μιλούν για τα βιβλία που «σώζουν» τις μέρες τους
Η ερώτηση «Τι διαβάζεις;» θα μπορούσε εύκολα να αντικαθιστά πολλές από τις τυπικές ερωτήσεις μιας πρώτης γνωριμίας. Και η απάντηση θα έκοβε δρόμο, αγγίζοντας κατευθείαν τα ουσιαστικά.
Τώρα που η καθημερινότητα εκτυλίσσεται σαν άλλο δυστοπικό best seller (που έγινε μάλιστα ετεροχρονισμένα διάσημο), το «τι διαβάζεις» μπορεί να σημαίνει απλώς «πώς περνάς τις μέρες σου στην καραντίνα».
Η γενικότερη αίσθηση ότι «ο κόσμος διαβάζει» βρήκε μικρά πατήματα επιβεβαίωσης στις ουρές που δημιουργήθηκαν την παραμονή του lockdown, αλλά και στις παραγγελίες που εξακολουθούν να κρατούν μικρά και μεγάλα βιβλιοπωλεία σε εγρήγορση.
9 άνθρωποι της πόλης (και όχι μόνο) μοιράζονται τα «διαβάσματά» τους, τις σκέψεις που αυτά γεννούν και λεπτομέρειες από την ίδια την ιεροτελεστία της ανάγνωσης στην (πρόσφατη) καθημερινότητά τους.
Βίβιαν Στεργίου, συγγραφέας
Προτιμώ να διαβάζω νωρίς το πρωί όταν ακόμα είναι εντελώς ήσυχα και μπορείς ν' ακούσεις τα πουλάκια ή τους ενοίκους των γύρω πολυκατοικιών να ξυπνάνε. Μ' αρέσει εκείνη την ώρα να κάνω καφέ, να χαζεύω λίγο απ' το παράθυρο πώς ξημερώνει και να βάζω χαμηλά το ραδιόφωνο, για να διαβάσω. Αλλά μ' αρέσει και το διάβασμα το βράδυ, ειδικά αν πρόκειται για κάτι κάπως χαλαρό. Μέσα στο δεύτερο lockdown, για παράδειγμα, πέρασα πολλά βράδια διαβάζοντας την τριλογία της Rachel Cusk Outline, Transit, Kudos (κυκλοφορεί στα ελληνικά απ' τις εκδόσεις Gutenberg). Νομίζω στο συγκεκριμένο βιβλίο πάει η νύχτα, γιατί η αφήγηση ξετυλίγεται μέσα από κάπως ονειρικές εξομολογήσεις διαφόρων ατόμων που συναντά μία γυναίκα συγγραφέας καθώς ζει τη ζωή της. Οι περιγραφές πολύ ντροπιαστικών στιγμών όπως όταν παρακολουθεί έναν καυγά σ' ένα πάρτι ή όταν συναντά στον δρόμο τον πρώην της με το ποδήλατό του και το παιδί του, με κάνουν να ισχυρίζομαι ότι τού πάει η βραδινή ανάγνωση. Είναι κάπως σαν να κρυφοκοιτάς το μυαλό των άλλων ανθρώπων μέσα απ' την ψυχρή και πνευματώδη αποτύπωση μιας κάπως ονειρικής συνάντησης της συγγραφέως του βιβλίου (της Faye) μαζί τους. Η αναπαραγωγή από την Rachel Cusk μέσω της Faye συζητήσεων στο αεροπλάνο, στο δρόμο, σε κάποιο πληκτικό λογοτεχνικό φεστιβάλ αναδεικνύουν και την πολυπλοκότητα και την κοινοτοπία των ανθρώπινων σχέσεων, πράγμα που με κάποιον περίεργο τρόπο με κάνει να νιώθω πιο ισορροπημένη μες στο lockdown. Ακόμη, ξαναδιάβασα το Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι του Steiner (εκδόσεις Αντίποδες). Είναι ένα πανέμορφο βιβλίο, τόσο έξυπνο και τόσο καλά γραμμένο που δύσκολα μπορεί να διαβάσει μετά κανείς άλλες κριτικές μελέτες χωρίς να τις βρει γελοιωδώς κακές. Διαβάζοντάς το σού δημιουργείται η ανάγκη να διαβάσεις για πρώτη φορά ή να ξαναδιαβάσεις τα εντελώς απολαυστικά έργα της ρώσικης λογοτεχνίας στα οποία αναφέρεται, την Άννα Καρένινα, το Έγκλημα και Τιμωρία, τους Δαιμονισμένους κλπ.
Το «Μπλε Υγρό» της Βίβιαν Στεργίου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις.
Δημήτρης Καραντζάς, σκηνοθέτης
Αυτή την περίοδο διαβάζω με αληθινό ενθουσιασμό το βιβλίο της Μαρίας Στεφανοπουλου «Ήμασταν Τέσσερις» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροδακιό). Πρόκειται για ένα δοκίμιο για την φιλοσοφία του πόνου. Είναι μια πλήρης καταγραφή της συνομιλίας ( συνειδητής και ασυνείδητης) τεσσάρων σπουδαίων Ρώσων ποιητών γύρω από τον πόνο, τη ζωή και την έκρυθμη κοινωνικοπολιτική συνθήκη που ακολούθησε τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα, την Άννα Αχμάτοβα, τον Μπαρις Παστερνάκ και τον Οσιπ Μαντελσταμ. Μέσα από τη συνομιλία, τα ποιήματα τους, τα γραπτά τους και τις σκέψεις των 4 μεγάλων ποιητών περνάει ανάγλυφα και η ταραγμένη ιστορική στιγμή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης, οι τραγικές τους επιπτώσεις αλλά και η ελπίδα για έναν κόσμο άλλον , έναν κόσμο που ελπίζει στην ελευθερία, στην απολυτότητα των συναισθημάτων, στον ανθρωποκεντρισμό. Αισθάνομαι ότι ζούμε μια τέτοια εποχή και έχουμε ανάγκη φωτισμένα μυαλά που αποφάσισαν να ζήσουν με θάρρος και να θυσιαστούν για τις ιδέες τους. Αυτή η στιγμή είναι τρομαγμένη, άχαρη, αντιπνευματική και απείρως ατομικιστική. Χρειάζομαι καύσιμα, χρειάζομαι ιδέες και το πνεύμα κάποιων ανθρώπων που αποφάσισαν να διερευνήσουν μια ζωή με ρίσκο και ελευθερία έναντι μιας αποτελεσματικότητας και μιας τυφλής υπακοής (τα χρώματα που χρωματίζουν την εποχή μας). Σ’ ένα γράμμα της Τσβετάγιεβα στον Παστερνακ γραφει «Η θάλασσα είναι μια δικτατορία, Μπαρίς. Το βουνό είναι μια θεότητα. (…) Το βουνό έχει τα ρυάκια του, τις φωλιες των ζώων, τα παιχνίδια του. Το βουνό είναι , πριν απ' όλα , αυτό στο οποίο στηρίζομαι. Το ακριβές αντίτιμο μου. Το βουνό είναι μια μεγάλη παύλα που θα μπορούσες να την γεμίσεις με έναν βαθύ αναστεναγμό». Διαβάζω το βράδυ. Χωρίς μουσική. Εν πλήρη σιωπή, γιατί χρειάζεται κενό, χρειάζεται χώρος για να απορροφήσεις τις λέξεις. Η επαφή μου με αυτούς τους τέσσερις νοερά με ταξιδεύει σε μια εποχή ζωής- και μου είναι πιο μαλακός ο θάνατος που περνάμε. Μου φέρνει στο νου τη Φαίδρα της Μαρίνας Τσβετάγιεβα που ετοιμάζαμε και δεν πρόλαβε να ανέβει. Με ενεργοποιεί».
Η παράσταση «Οιδίπους» του Δημήτρη Καραντζά θα προβληθεί online το Σάββατο 19/12, στις 21.00 με live streaming, σε σύμπραξη του θεάτρου Προσκήνιο με το θέατρο Πορεία.
Πηνελόπη Τσιλίκα ,ηθοποιός
Αυτές τις μέρες διαβάζω «Το φάντασμα του Αλεξάντερ Βολφ», του Γκαϊτό Γκαζντάνοφ, μου το δάνεισε μια αγαπημένη φίλη και είναι η πρώτη φορά που γράφω για ένα βιβλίο που δεν ξέρω ακόμα πώς τελειώνει. Αυτό που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον στο Φάντασμα, είναι ότι ο ήρωας έζησε τη ζωή του όπως την έζησε μετά από ένα «κορυφαίο γεγονός», και όταν ξεπηδάει η πιθανότητα το γεγονός αυτό να ανατραπεί ως ποτέ γενόμενο, η ζωή του και αυτή η ίδια η πίστη τίθενται υπό αμφισβήτηση, και ξεκινάει το ταξίδι για την αναζήτηση της έτερης οπτικής γωνίας. Στην προηγούμενη καραντίνα διάβασα μεταξύ άλλων τον «Παράμεσο», της Γιόκο Ογκάουα, είναι ένα βιβλίο πολύ ιδιαίτερο, λεπτό και κλειστό, κι έχει κάτι το μυστηριακό. Αμέσως μετά, θα διαβάσω το «Αυθεντικότητα και Αυτονομία / Από τη Δημιουργικότητα στην Ελευθερία», του Νίκου Ερηνάκη.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα πρωταγωνιστεί στην ταινία «Kala Azar» της Τζάνις Ραφαηλίδου.
Θεοδόσης Μίχος, δημοσιογράφος, συγγραφέας
Αυτές τις μέρες τελειώνω τον πρώτο τόμο της ελληνικής έκδοσης των Απάντων του σπουδαίου Μπέρναρντ Μάλαμουντ με τίτλο «Το μαγικό βαρέλι και άλλες ιστορίες» (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου), ένα από τα δύο βιβλία που πιθανολογώ ότι στο μέλλον θα θυμάμαι πιο έντονα ότι διάβασα την Πρώτη Χρονιά της Πανδημίας (το άλλο είναι το «Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο» της Μπερναρντίν Εβαρίστο). Αντί επεξηγήσεων και επιχειρημάτων όσον αφορά στο μεγαλείο της γραφής αυτού του κορυφαίου Αμερικανοεβραίου συναδέλφου, διαβάζω ξανά με δέος και παραθέτω ένα από τα αποσπάσματα που έχω μαρκάρει στις δεκάδες σελίδες με τις τσακισμένες άκρες: «Οι νεαροί εραστές, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα, ήταν και οι δυο τόσο συντετριμμένοι και αναστατωμένοι από τη νεανική φλόγα του ενός για τον άλλον, ώστε να μην μπορούν να διακρίνουν σαφώς ποια θα μπορούσαν να είναι τα προβλήματά τους. Αυτό δεν αληθεύει μόνο για τους εραστές του Σαίξπηρ, αλλά και για όλους τους ανθρώπους ξεχωριστά. Όταν κάποιος είναι νέος, παρασύρεται από τη ζέση και το πάθος του για μια γυναίκα, με το αυτονόητο και προφανές αποτέλεσμα να μη λαμβάνει υπόψη του τα πραγματικά χαρακτηριστικά της συζύγου του, αν, δηλαδή, εκείνη είναι κατάλληλη για να γίνει σύντροφος του τόσο πνευματικά όσο και σωματικά. Το αποτέλεσμα αυτής της ασυμφωνίας είναι πολύ συχνά μια τραγωδία ή, στον καιρό μας, ένα διαζύγιο». Κατά τα λοιπά, προτιμώ να διαβάζω τα βράδια των καθημερινών και τα απογεύματα του Σαββατοκύριακου, πάντα χωρίς μουσική. Το πικάπ ανοίγει όταν κλείνουν τα βιβλία. Και αντιστρόφως. Και πάλι από την αρχή.
Το «Η Αλκμήνη και οι άλλοι» του Θεοδόση Μίχου κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Key Books.
Χίλντα Παπαδημητρίου, συγγραφέας
Βρίσκομαι μονίμως χωμένη στα βιβλία λόγω δουλειάς και λόγω αγάπης για την ανάγνωση. Αλλά ενώ στην προηγούμενη καραντίνα διάβασα πολύ περισσότερο, στη δεύτερη διάβασα πιο περιορισμένα, γιατί προσπαθώ να τελειώσω το δικό μου βιβλίο. Ωστόσο, όταν έμαθα ότι κυκλοφόρησε το καινούργιο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου, «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», το παράγγειλα στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου και το διάβασα σε μια μέρα και μισή νύχτα. Ξεχωρίζω τον Κόου επειδή μας ενώνουν κοινές εμμονές: η μουσική, ο κινηματογράφος, η πολιτική ως εργαλείο ερμηνείας των κοινωνικών εξελίξεων στη μεταπολεμική Ευρώπη. Το τελευταίο του μυθιστόρημα είναι ένα ισορροπημένο μείγμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας, και ασχολείται μ’ ένα σκηνοθέτη του κλασικού Χόλιγουντ που λατρεύω, τον Μπίλι Γουάιλντερ. Η πλοκή διαδραματίζεται στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με ηρωίδα μια νεαρή Ελληνίδα η οποία, από μια σειρά συμπτώσεων, βρίσκεται στα γυρίσματα της τελευταίας σπουδαίας ταινίας του Γουάιλντερ, της Φεντόρα. Έχοντας κάνει σχολαστική έρευνα στη ζωή του Γουάιλντερ, ο Κόου θίγει οδυνηρά θέματα, όπως η άνοδος του ναζισμού στην προπολεμική Ευρώπη που οδήγησε πολλούς σπουδαίους Ευρωπαίους κινηματογραφιστές στο Χόλιγουντ, ο στυγνός κυνισμός της κινηματογραφικής βιομηχανίας απέναντι σε ό,τι θεωρεί ξεπερασμένο, οι αλλαγές των καιρών και των προτιμήσεων του κινηματογραφικού κοινού.
Το «Η συχνότητα του θανάτου» της Χίλντας Παπαδημητρίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Νικόλας Σεβαστάκης, συγγραφέας, καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας ΑΠΘ
Αυτές οι μέρες στη Θεσσαλονίκη έχουν βαρύνει πολύ. Σε συνδυασμό με τα μαθήματα στο πανεπιστήμιο και τις καθημερινές, σκόρπιες μες στο εικοσιτετράωρο συνδέσεις με το zoom, η ανάγνωση έχει γίνει μια άσκηση μετ’ εμποδίων. Τα βιβλία, παρόλα αυτά, ξέρουν να περιμένουν και διεκδικούν τον δικό τους χώρο και χρόνο. Εκμεταλλεύομαι το πολύ πρωινό ξύπνημα και το απομεσήμερο προς το απόγευμα. Δύο και τρεις ώρες απαραιτήτως· αν δεν τα καταφέρω, με πιάνουν τύψεις σαν να τεμπέλιασα αδικαιολόγητα. Πριν λίγες μέρες τέλειωσα το υπέροχο μυθιστόρημα του Λέσλυ Π. Χάρτλεϊ, ο Μεσάζων (Καστανιώτης) όπου ένας ηλικιωμένος επιστρέφει στο σύμπαν των δεκατριών του χρόνων σε μια ιστορία πάθους στις εξοχές της ανατολικής Αγγλίας. Στο ενδιάμεσο εντυπωσιάστηκα από τη σπιρτάδα και την ευαισθησία μερικών διηγημάτων του πρωτοεμφανιζόμενου στη λογοτεχνία Γιάννη Μπαλαμπανίδη (Largo, Πόλις). Τώρα όμως διαβάζω κάτι τελείως διαφορετικό, τον Νίκο Δαββέτα και το καινούριο του Άντρες χωρίς άντρες (Πατάκη). Ακολουθώ τις φωτοσκιάσεις της ζωής ενός ανθρώπου στην Αθήνα των δεκαετιών από τον Πόλεμο και μετά, σε σκηνικά οικεία και απομακρυσμένα. Οι αφηγηματικές φωνές χτίζουν έναν τύπο που σου εντυπώνεται και η αφήγηση ξέρει να ανταμείβει την προσοχή του αναγνώστη με ωραία τεχνάσματα. Την Άνοιξη, στο πρώτο λοκντάουν, ξαναδιάβασα την Μικρή Κάρυ του Θήοντορ Ντράιζερ και ήταν σαν να τη διάβασα για πρώτη φορά τόσα πολλά μου είχαν διαφύγει. Τότε ήμασταν ακόμα στην αρχή της περιπέτειας και δεν είχαμε υποψιαστεί τη δύσκολη συνέχεια. Από Δευτέρα (Παρασκευή γράφω), περιμένω μια νέα παραγγελία με δοκίμια και μυθιστορήματα. Άμος Οζ, Τζόναθαν Κόου και άλλα. Ελπίζω αυτή η κρίση να τελειώσει για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε τα διαβάσματα και τα γραψίματά μας, δίχως το πλάκωμα στο στήθος μετά τα απογευματινά δελτία.
Το «Ταξίδι στο άγνωστο-Φιλελεύθερη δημοκρατία και κρίση πολιτισμού» του Νικόλα Σεβαστάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Στερέωμα.
Ηλιάνα Φωκιανάκη, επιμελήτρια διευθύντρια του οργανισμού τέχνης State of Concept Athens, λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Αρνεμ
Αυτή τη στιγμή διαβάζω το πρόσφατο βιβλίο της Zadie Smith "Feel Free" που δυστυχώς ακόμα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και κυκλοφορεί στην Ελλάδα στην αγγλική του έκδοση από την Penguin. Είναι μια υπέροχη συλλογή μικρότερων κειμένων της που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου συγγραφείς, την οποία ανακάλυψα στα φοιτητικά μου χρόνια στο Λονδίνο στις αρχές του 2000. Αυτά τα μικρότερα κείμενα, περιλαμβάνουν θεματικές κάθε τύπου, μιλάει για τον Jay-Z αλλά και την φιλοσοφία, για τα εικαστικά και την πολιτική. Η Smith είναι ίσως από τους πιο ταλαντούχους συγγραφείς στις περιγραφές προσωπικοτήτων, στην ανάλυση χαρακτήρων, με μια πραγματικά οξυδερκή γλώσσα, ευφυή τρόπο ανάλυσης γεγονότων και με έναν ενθουσιασμό για την ζωή αλλά μια ενσυναίσθηση που εντυπωσιάζει.
Είμαι στο τελευταίο κεφάλαιο και μόλις το τελειώσω θα διαβάσω το μυθιστόρημα του Τζέιμς Μπαλντουιν «Αν η Beale Street μπορούσε να μιλήσει». Λόγω της δουλειάς μου έχω διαβάσει τα θεωρητικά του κείμενα για τις φυλετικές ανισότητες στις ΗΠΑ, και τώρα θέλω να ξεκινήσω να διαβάζω το λογοτεχνικό έργο αυτού του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα. Στην προηγούμενη καραντίνα διάβασα αρκετά μικρότερα βιβλία κυρίως θεωρητικά κείμενα του Νίκου Πουλαντζά και του Κώστα Αξελού αλλά και πολιτικές αναλύσεις του Stuart Hall και φεμινιστριών συγγραφέων όπως The Futures of Feminism της Nancy Fraser ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ. Μου λείπει πως δεν έχουμε πολλά κείμενα για τον φεμινισμό μεταφρασμένα στα ελληνικά. Το τελευταίο βιβλίο που αγόρασα πριν την καραντίνα ως δώρο ήταν οι «Αργοναύτες» της Μάγκι Νέλσον από τις εκδόσεις Αντίποδες, που και εμένα μου το έφεραν δώρο αγαπημένοι φίλοι και το λάτρεψα.
Η Ηλιάνα Φωκιανάκη και το State of Concept μόλις λάνσαραν ένα νέο ερευνητικό project με τίτλο Τhe Bureau of Care.
Νίκος Ερηνάκης, Δρ. Φιλοσοφίας, ποιητής
Αυτή την περίοδο έχω ξεκινήσει, ως συνήθως δυστυχώς, αρκετά βιβλία παράλληλα· αυτό όμως που διαβάζω με μεγαλύτερη συνέπεια τις τελευταίες μέρες είναι ο συλλογικός τόμος κειμένων Ακραία Ομορφιά: Αισθητική, Πολιτική, Θάνατος [Extreme Beauty: Aesthetics, Politics, Death, London: Continuum, 2003]. Μέχρι στιγμής σε αρκετά σημεία διαφωνώ, αλλά ως συνήθως τα βιβλία με τα οποία σε κάποιες πτυχές διαφωνεί κανείς αποδεικνύονται πολύ χρησιμότερα από εκείνα με τα οποία συμφωνεί. Το βιβλίο εισχωρεί ταυτοχρόνως στα πεδία της τέχνης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και της πολιτικής προκειμένου να αναδείξει πώς έχει μετασχηματιστεί η ιδέα και η εμπειρία της ομορφιάς. Οι θεματικοί άξονες των δοκιμίων κυμαίνονται από τον Καντ, τον Χέγκελ και τον Μοντερνισμό έως τον Ντυσάν και τα avant-garde κινήματα, τον ρομαντισμό του Χάιντεγκερ και της Άρεντ, την μεταμοντέρνα ποιητική, την πλήξη και τον Προυστ, τον Ντεριντά και τον Ντελέζ, τη φαντασία και το αμφιλεγόμενο δώρο του θανάτου. Τι εννοούμε όμως όταν μιλάμε για ομορφιά στη συγχρονία μας, σε αυτήν την περίοδο ύστερης νεωτερικότητας; Τι βιώνουμε ακριβώς στις ποικιλόμορφες συναντήσεις μας μαζί της και πώς; Η ομορφιά προφανώς δεν αποτελεί πλέον μια εμπειρία αρμονικής θέασης, δεν είναι προβλέψιμη και δεν προκαλεί μόνο γαλήνη ή ηδονή. Μια αισθητική της διαφορετικότητας έχει ανατρέψει τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζουμε το όμορφο — ζούμε σε μια εποχή ακραίας ομορφιάς. Αυτό τον καιρό λοιπόν με ενδιαφέρει η διερεύνηση της διαρκούς σύνδεσης μεταξύ αισθητικής και πολιτικής, πώς σύγχρονες καλλιτεχνικές πρακτικές δύνανται να λειτουργήσουν ως μια δίοδο προς απελευθερωτικές πρακτικές, πώς μια επαναπροσέγγιση της αισθητικής και της ομορφιάς, σε επίπεδο τόσο προσωπικής όσο και συλλογικής εμπειρίας και συνάντησης, μπορεί να μετασχηματίσει την πραγματικότητά μας.
Tο «Αυθεντικότητα και Αυτονομία / Από τη Δημιουργικότητα στην Ελευθερία», του Νίκου Ερηνάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κείμενα.
Μαριλού Παντάκη, food blogger (a.k.a. Madame Ginger)
Καθώς στην πρώτη καραντίνα έγραφα το πρώτο μου βιβλίο, το ΔΕ ΚΟΥΚΜΠΟΥΚ, ένιωσα ότι χρειάστηκα έμπνευση όχι τόσο για τις συνταγές, αλλά για τη δομή που πρέπει να έχει ένα νέο, μοντέρνο βιβλίο μαγειρικής. Έτσι αποφάσισα να παραγγείλω τα πιο hot βιβλία μαγειρικής από όλον τον κόσμο, από τους vegetarian και vegan τόμους των εκδόσεων PHAEDON και το υπέροχο "Everyday Cooking" της Minimalist Baker, μέχρι το πανέξυπνο "The Green Roasting Tin: Vegan & Vegetarian One Dish Dinner" της Rukmini Iyer και το "Dirty Vegan" του Matt Pritchard. Μέχρι τη δεύτερη καραντίνα λοιπόν τα είχα διαβάσει, είχα γεμίσει τις σελίδες τους με posti-it και σημειώσεις και είχαν ήδη βρει τη θέση τους στη βιβλιοθήκη. Στην δεύτερη καραντίνα, σαν μια μικρή ιεροτελεστία, απέκτησα αρκετά ακόμα βιβλία μαγειρικής όπως τα καλογραμμένα βιβλία της Katy Beskow "Five Ingredient Vegan: 100 simple, fast, modern recipes" & "Easy Vegan Bible: 200 easiest ever plant-based recipes" τα οποία ρούφηξα κυριολεκτικά σε μία Κυριακή. Έπεσε στα χέρια μου όμως και ένα βιβλίο που ξεχώρισα και αγάπησα όσο κανένα, το "Speedy Bosh" των Henry Firth & Ian Theasby. Ένας υπέροχος οδηγός μαγειρικής, πολύχρωμος, φωτογραφίες που θέτουν πολύ ψηλά τον πήχη του food styling (ένα styling χωρίς stlying, αφού οι συγγραφείς αγαπούν την αληθινή απεικόνιση του φαγητού χωρίς περιττά στολίδια και φιοριτούρες) και συνταγές λαχταριστές που απευθύνονται σε δημιουργικούς home cooks που αγαπούν τους πειραματισμούς. As we speak περιμένω να καταφθάσουν το "Vegan JapanEasy" του Tim Anderson με κλασσικές αλλά και μοντέρνες Ιαπωνικές συνταγές στην vegan εκδοχή τους, το καινούριο βιβλίο της Nigella Lawson "Cook, Eat, Repeat", αλλά αυτό για το οποίο ανυπομoνώ είναι το ολοκαίνουριο βιβλίο του πιο αγαπημένου μου Yotam Ottolenghi, to "FLAVOUR". Η απλότητα της μαγειρικής του με συγκλονίζει κάθε φορά.
Το ΔΕ ΚΟΥΚΜΠΟΥΚ της Μαριλούς Παντάκη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μίνωας.