Σαχίν Λιτλφέδερ: Η Ινδιάνα που εμφανίστηκε στα Όσκαρ στη θέση του Μάρλον Μπράντο
H Σαχίν Λιτλφέδερ συνέδεσε το όνομά της με μια από τις σημαντικές στιγμές της ιστορίας των Όσκαρ, όταν το 1973 εμφανίστηκε στην τελετή απονομής με την παραδοσιακή φορεσιά των Απάτσι, στη θέση του Μάρλον Μπράντο, που θα βραβευόταν για την ερμηνεία του στην ταινία «Ο Νονός» του Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Στην πραγματικότητα, η Λιτλφέδερ (το «Μικρό Φτερό») αρνήθηκε να παραλάβει το Χρυσό Αγαλματάκι και, όπως της είχε ζητήσει ο ίδιος ο Μπράντο, αντί για ευχαριστήριο λόγο, μίλησε για τα δικαιώματα της φυλής της, καθώς και για τον άδικο τρόπο, με τον οποίο αντιμετωπίζει η κινηματογραφική βιομηχανία τους Ινδιάνους, που εκείνα τα χρόνια παρουσιάζονταν πάντα ως οι «κακοί», που έσπερναν τον τρόμο.
Το κοινό διχάστηκε στα δύο: άλλοι την χειροκροτούσαν όρθιοι και άλλοι την αποδοκίμαζαν, θεωρώντας ότι μια τέτοια στάση δεν είχε θέση σε μια λαμπερή απονομή. Όμως, εκείνη είχε ήδη γράψει Ιστορία.
Σήμερα η Σαχίν, που πάσχει από καρκίνο το μαστού αποφάσισε να δώσει μια συνέντευξη στον «Guardian», που όπως λέει η ίδια, μάλλον είναι η τελευταία της πολυτάραχης ζωής της. «Είμαι πολύ άρρωστη. Έχω καρκίνο του μαστού σε τελικό στάδιο, που έχει κάνει μετάσταση στο δεξιό μου πνεύμονα. Κάνω χημειοθεραπείες εδώ και καιρό. Ως αποτέλεσμα, η μνήμη μου δεν είναι τόσο καλή, όπως ήταν. Είμαι διαρκώς κουρασμένη και είναι λογικό, αν σκεφτείς πως, ο καρκίνος είναι μια δουλειά πλήρους απασχόλησης» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, μίλησε για εκείνη τη θρυλική βραδιά. «Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα. Είχα υποσχεθεί στον Μάρλον πως δεν θα άγγιζα το αγαλματίδιο αν κέρδιζε. Και είχα υποσχεθεί στον παραγωγό της τελετής, τον Κοχ, πως δεν θα ξεπερνούσα τα 60 δευτερόλεπτα. Οπότε, είχα δύο υποσχέσεις να κρατήσω».
Εξηγεί, μάλιστα, πως, παρόλο που η αντιμετώπισή της στα Όσκαρ ήταν ιδιαίτερα άσχημη, αφού στα παρασκήνια ήταν πολλοί εκείνοι που την κορόιδευαν για την καταγωγή της, εκείνη είναι περήφανη για ό,τι έκανε. Όπως περιγράφει, μερικοί έβγαζαν κραυγές και άλλοι μιμούνταν ότι κρατούν τσεκούρια τόμαχοκ για να την προσβάλλουν.
«Δεν χρησιμοποίησα τη γροθιά μου, ούτε ύβρεις. Δεν ύψωσα την φωνή μου. Αλλά προσευχήθηκα να με βοηθήσουν οι πρόγονοί μου. Ανέβηκα εκεί σαν πολεμίστρια, με χάρη, τόλμη, ομορφιά και ταπεινότητα. Όλα προερχόμενα από τον λαό μου. Μίλησα από καρδιάς και αυτό μου αρκεί» δήλωσε.
Βέβαια, πολλοί τότε έσπευσαν να πουν πως η Σαχίν δεν ήταν πραγματική Ινδιάνα, αλλά μια ηθοποιός που απλώς είχε χρησιμοποιηθεί από τον Μπράντο για να προκαλέσει αναστάτωση. Η ίδια στο παρελθόν είχε εξομολογηθεί πως, μετά από εκείνο το βράδυ δεχόταν συχνά απειλές. Μάλιστα, ακριβώς μετά από την τελετή, επισκέφτηκε τον Μπράντο και ενώ οι δυο τους συζητούσαν για τα όσα είχαν συμβεί, έπεσαν πυροβολισμοί στην πόρτα του σπιτιού.
Με ειλικρινέστατη διάθεση, στη νέα της συνέντευξη παραδέχεται πως, παρόλο που είναι περήφανη Ινδιάνα, ο τρόπος που αντιμετώπιζε το Χόλιγουντ τη φυλή της κατάφερε να της δημιουργήσει αμφιβολίες για την ταυτότητά της. Αποκάλυψε δε, πως κάποια περίοδο κατέρρευσε ψυχικά και έφτασε πολύ κοντά στην αυτοκτονία: «Ήμουν σε σύγχυση με την ίδια μου την ταυτότητα. Υπέφερα. Ήθελαν να κάνουν τους Ινδιάνους λευκούς, κάτι άλλο από αυτό που ήμασταν. Κι αυτό μας οδήγησε σε τρομερό πόνο, αυτοκτονίες, αλκοολισμό, φυλακές».
Μετά από εκείνη την εμβληματική μέρα, η ζωή της Σαχίν, που από το 1969 υπήρξε ενεργό μέλος της κοινότητας των ιθαγενών Αμερικανών, ήταν ιδιαιτέρως ταραχώδης. Στην αρχή, εργάστηκε σε ένα άσυλο, ενώ συνέχισε την ακτιβιστική της δράση. Παράλληλα, υπήρξε παραγωγός σε μια σειρά από ταινίες για τους Ινδιάνους.
Η Λίλφέδερ γεννήθηκε ως Μαρία Κρουζ, μιας και η μητέρα της ήταν Αμερικανή, με γερμανικές, γαλλικές και ολλανδικές καταβολές. Ο πατέρας της ήταν Απάτσι και εξαιτίας της καταγωγής του συχνά η οικογένεια αντιμετώπιζε ρατσιστικές συμπεριφορές. Όταν η μητέρα της ήταν έγκυος, το ζευγάρι μετακόμισε στην Καλιφόρνια, όπου έστησε μια μικρή επιχείρηση. Η Μαρία ανατράφηκε ως Καθολική και πέρασε τα παιδικά της χρόνια με τους παππούδες της, καθώς οι γονείς της, όπως η ίδια έχει πει, ήταν άρρωστοι –ο πατέρας της μάλιστα συχνά κακοποιούσε τη μητέρα της- και δεν μπορούσαν να αναλάβουν τη φροντίδα της.
Ως παιδί, η ίδια θυμάται με φρίκη τις ταμπέλες σε μαγαζιά που απαγόρευαν την είσοδο «σε σκύλους και Ινδιάνους». Έτσι, κατά τη διάρκεια των σπουδών της, άρχισε να μελετάει την Ιστορία τους και υιοθέτησε το όνομα Σαχίν Λιτλφέδερ, τιμώντας του προγόνους της. Το 1969 πήρε μέρος στην Κατάληψη του Αλκατράζ από τους Γηγενείς, που ήθελαν να δημιουργήσουν εκεί ένα ινδιάνικο πολιτιστικό κέντρο.
Επίσης, σπούδασε υποκριτική και κατάφερε να γίνει μέλος του Σωματείου Ηθοποιών, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Εργάστηκε σε ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα, αλλά και σε διαφημίσεις. Με τον Μπράντο γνωρίστηκαν μέσω του Φράνσις Φορντ Κόπολα, που ήταν γείτονάς της. Του έγραψε ένα γράμμα, γνωρίζοντας πως ενδιαφερόταν για το θέμα των Ινδιάνων κι έτσι, εκείνος αποφάσισε να τη στείλει στη θέση του στην καρδιά της κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Μετά από την εμφάνισή της στα Όσκαρ, φωτογραφήθηκε για το Playboy. Πολλοί τότε την επέκριναν, λέγοντας ότι, προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να κάνει καριέρα. Η Σαχίν, όμως, το μόνο που ήθελε πάντα ήταν να δώσει στους Ινδιάνους το δικαίωμα να υπάρχουν σ' έναν κόσμο που μισούσε την ύπαρξή τους, ίσως γιατί του θύμιζαν τα εγκλήματα που είχε διαπράξει εναντίον τους.
Στα 29 της αντιμετωπίζει πνευμονολογικά προβλήματα κι αυτό την οδήγησε να σπουδάσει ολιστική ιατρική, συνδυάζοντας την επιστημονική μέθοδο με τις θεραπείες, που είχε μάθει από τις φυλές των Ινδιάνων.
Αργότερα, ταξίδεψε στην Ευρώπη, έζησε για ένα διάστημα στη Στοκχόλμη και ασχολήθηκε με διατροφικά ζητήματα που αφορούσαν στην κουλτούρα των λαών. Συνεργάστηκε μέχρι και με τη μητέρα Τερέζα για την αντιμετώπιση του AIDS και ίδρυσε το «American Indian AIDS Institute» στο Σαν Φραντσίσκο.
Η ίδια εξηγεί πως, πια δεν την αγγίζουν όσα έγιναν, αφού πήρε μεγάλη δύναμη από τις εμπειρίες της. Της αρκεί που έμεινε αυθεντική και με αξιοπρέπεια είναι έτοιμη να πει το αντίο. «Όταν πάω στον κόσμο των πνευμάτων, θα πάρω όλες αυτές τις ιστορίες μαζί μου. Όμως, όσο είμαι εδώ μπορώ να μοιραστώ μερικές. Θα πάω στον κόσμο των προγόνων μου. Σας λέω αντίο. Κέρδισα το δικαίωμα να είμαι ο εαυτός μου».