Τάκης Ζαχαράτος: «Δεν αισθάνομαι σταρ, εγώ απλά τους μιμούμαι»
Ο Τάκης Ζαχαράτος ακολούθησε μια ανατρεπτική διαδρομή: Από αθλητής της ενόργανης γυμναστικής έγινε κομμωτής και τελικά μίμος. Γεννήθηκε στην Πάτρα, ζει στην Αθήνα. Αγαπάει τις γυναίκες. Και τις μεταμφιέσεις.
«Γεννήθηκα στην Ανθούπολη, μια γειτονιά στην Πάτρα. Θυμάμαι έναν κύριο που περνούσε με το ξύλινο κάρο και πουλούσε γιαουρτάκια και κρέμες. Θυμάμαι το σχολείο μου και πόσο άτακτος ήμουν. Παίζαμε σκοινάκι, κρυφτό. Θυμάμαι την κυρά Μάρω, που είχε το παντοπωλείο πιο κάτω, την αλάνα που παίζαμε ποδόσφαιρο και κάναμε ακροβατικά, προπόνηση, στίβο.
Ο πατέρας μου, μαραθωνοδρόμος -το όνομά του είναι γραμμένο σε μάρμαρο στο Μεσολόγγι. Μας έβαλε από πιτσιρίκια στον αθλητισμό, εμένα και τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου. Στην αρχή έκανα στίβο, μετά λάτρεψα την ενόργανη μέσα από την Νάντια Κομανέτσι, που θαύμαζαν τα αδέλφια μου. Έχω πάντα μια φωτογραφία της… Όταν την συνάντησα μου είπε ότι “δεν έχω γνωρίσει πιο μεγάλο θαυμαστή μου από εσένα”. Ναι, είχα την τύχη να την συναντήσω. Με βοήθησε ο φίλος μου Ιωάννης Μελισσανίδης, που τον είχα τρελάνει. Για μένα η Κομανέτσι είναι η Κάλλας της γυμναστικής… Κάποια στιγμή, λοιπόν, έγινε το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ενόργανης Γυμναστικής στην Πάτρα και ήρθε η Κομανέτσι με τον σύζυγό της (χρυσό ολυμπιονίκη επίσης). Της έδειξα τις φωτογραφίες της που μάζευα, μου τις υπέγραψε πολύ συγκινημένη. Είναι πάντα το πρότυπο μου».
«Ημουν καλός και στο άλμα και στο έδαφος, όπως ο Ιωάννης, τον οποίο εκτιμώ και του έχω μεγάλη αδυναμία, είναι φίλος, αδελφός μου. Εκείνη την εποχή, έτυχε να δω την αδελφή μου να κουρεύεται, σε μια από τις καλύτερες κομμώτριες της Πάτρας. Και αρχίζω να παρατηρώ και να καταλαβαίνω πως κουρεύουν. Η κομμώτρια το πρόσεξε και με ρώτησε αν θέλω να γίνω κομμωτής. Ημουν 12-13 ετών.
Ο φασισμός που υπαγορεύει λεφτά, κοιλιακούς, πούρα, στήθος, πωπό… είναι η γιορτή της ανεπάρκειας κρυμμένη με έναν γιορτινό φιόγκο
Αρχισα να κουρεύω τις συμμαθήτριές μου, μετά τις τις μαμάδες, τις φίλες τους. Απέκτησα πελατεία, μέχρι που πήγα στρατό. Μετά άνοιξα το δικό μου κομμωτήριο. Αυτοδίδακτος. Στην σχολή πήγα μόνο και μόνο για να πάρω την άδεια. Είχε βουήξει η Πάτρα για το παιδάκι που κουρεύει -αν και πολλοί φοβόντουσαν γιατί ήμουν πολύ μικρός….
Το κομμωτήριο για μένα ήταν σαν την δραματική σχολή που δεν έκανα. Όλους τους χαρακτήρες που μετέπειτα μιμήθηκα, τους έβλεπα εκεί. Η Βλαχοπούλου, η Αλίκη, υπάρχουν στην κυρία που θα’ρθει. Εγώ δεν διάβαζα έναν ήρωα και μετά κάποιος μου έλεγε πως να παίξω. Εγώ τον έλουζα, τον χτένιζα, τον αγκάλιαζα, του αφιερωνόμουν και μου αφιερωνόταν.
«Μου άρεσαν οι μεταμφιέσεις, αλλά ως αθλητής ντρεπόμουν να το κάνω μπροστά σε κόσμο. Ήθελα όμως να μαζεύω τους φίλους μου. Θυμάμαι, μια φωτογραφία της Μάρλεν Ντίτριχ, μαυρόασπρη, μάλλον από τον “Γαλάζιο Αγγελο” -ήμουν τεσσάρων. Έλειπαν οι γονείς μου από το σπίτι. Πήρα ένα μολύβι θέλοντας να κάνω ίδια τα φρύδια μου. Δεν τα κατάφερα. Σαν καρμικό ήταν όλο αυτό».
«Πώς βρήκα τον δρόμο μου; Πάντα αισθάνομαι το χέρι του Θεού στην πλάτη μου να μου λέει “από εκεί”. Η ενόργανη μου έδωσε την κίνηση, το κομμωτήριο την δραματική σχολή.
Τις Τετάρτες που ήταν κλειστό το κομμωτήριο, μαζευόμαστε δέκα φίλοι και εγώ έκανα μιμήσεις. Ηταν η ξεκούρασή μας. Εφτιαχνα τα ρούχα τους -ήμουν βέβαια τυχερός γιατί στην Πάτρα, λόγω Καρναβαλιού, οι μοδίστρες είναι εκπαιδευμένες. Σύμπτωση που γεννήθηκα στην Πάτρα;
Κάποια στιγμή γνώρισα τον Μιχάλη Ασλάνη, ένα από τα πιο καλά και αξιαγάπητα πλάσματα. Μου είπε ότι έχω ταλέντο. Και το είπε στην Ρούλα Κορομηλά. Μια μέρα, ενώ κουρεύω στην Πάτρα, μπαίνει η Ρούλα, σούπερ σταρ της εποχής και “πέφτουν κάτω” οι πελάτισσες. Η Ρούλα είναι από τους πιο γενναιόδωρους ανθρώπους. Μου προτείνει λοιπόν να βγω στην εκπομπή. “Θα ρωτήσω τον μπαμπά μου”, της λέω -εκείνος συμφώνησε. Έκανα την Άννα Καλουτά και την Αλίκη. Μετά βγήκα στο “Ραντεβού στα τυφλά” με την Βάσια Τριφύλλη, που πάντα την ευχαριστώ και στον Γιάννη Ζουγανέλη στο “Απίστευτα κι όμως ελληνικά”. Αυτό ήταν».
«Πριν βγω όμως στην τηλεόραση με είχε ανακαλύψει ο Μιχάλης Κακογιάννης: Έπαιξα στην ταινία “Ανω κάτω και πλαγίως”-είχα ήδη κάνει κάποιες διαφημίσεις. Πήρα τον ρόλο μέσα σε είκοσι λεπτά: κορίτσι το βράδυ-αγόρι το πρωί. Ο Κακογιάννης ήταν σπουδαίος δάσκαλος και άνθρωπος, ένα τεράστιο κεφάλαιο για μένα. Από την Πάτρα και το κομμωτήριο έπαιρνα το ΚΤΕΛ για Αθήνα, στο σπίτι του. Διατηρήσαμε την φιλία μας ως το τέλος.
Δεν ρωτάμε ποτέ τον εαυτό μας τι κάνει, ρωτάμε τους άλλους
Μεγάλος μου δάσκαλος ήταν ο Ανδρέας Βουτσινάς. Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα και δούλεψα μαζί του. Κρατάω κάτι πολύ σημαντικό που μου είπε: Εσύ που κάνεις τόσους ανθρώπους, πρέπει να μάθεις να επιστρέφεις σε σένα. Αλλά ξέρεις ποιος είσαι; Και μου εξηγούσε γιατί οι ηθοποιοί του Actor’s Studio έκαναν ψυχανάλυση. Όχι μόνον για να εμβαθύνουν στον ρόλο τους αλλά γιατί μέσα απ΄αυτόν επέστρεφαν στον εαυτό τους πιο σοφοί. Μου έλεγε ότι στο Actor’s studio κάνανε την βαλίτσα του ρόλου κι εγώ έμαθα να σκέφτομαι την βαλίτσα εκείνων που μιμούμαι…»
«Αγαπώ πολύ τις γυναίκες, κι εκείνες με αγαπούν. Μεγάλωσα με πολλή γυναικεία αγάπη –την μαμά μου, την αδελφή μου, τις θείες μου. Ο μπαμπάς τραγουδούσε, χόρευε, μαγείρευε, γλύκας, αυστηρός όταν έπρεπε. Για μένα η γυναίκα συμβολίζει την γέννα, την ζωή. Δεν πρέπει να τους χαλάμε κανένα χατήρι.
Εχω την Πινακοθήκη μου, Μελίνα, Αλίκη, Μαρινέλλα, Βλαχοπούλου, Αντζελα, Μέριλιν. Μικρός έλεγα στην μαμά μου ότι αγαπούσα πιο πολύ την Βαχοπούλου από εκείνη –“μα εγώ παιδάκι μου είμαι κοντά σου όταν είσαι άρρωστος”, μου έλεγε. Τις νοιώθω σαν συγγενείς μου. Με γοητεύει η αυθεντικότητα, που στις μέρες μας έχει χαθεί. Καμία δεν έμοιαζε με την άλλη. Σήμερα όλες θέλουν να είναι ίδιες. Κυνηγούν την τέλεια εικόνα, είναι βάρβαρο. Κι εγώ ασχολούμαι με την εικόνα μου, αλλά τώρα πια είναι επιλογή μου, παλιά ήταν ψυχαναγκαστικό. Ωστόσο αυτός ο φασισμός που υπαγορεύει λεφτά, κοιλιακούς, πούρα, στήθος, πωπό… είναι η γιορτή της ανεπάρκειας κρυμμένη με έναν γιορτινό φιόγκο –και η αγορά μας θέλει ανεπαρκείς για να αγοράζουμε. Είναι τόσο ωραίο να αφαιρείς. Νεώτερος ήθελα την υπερβολή, όχι πια.
Πιστεύω ότι πρέπει να κατεβαίνουμε στο υπόγειο μέσα μας και να τακτοποιούμε παλιές υποθέσεις. Θέλει ένα θάρρος να κατέβεις εκεί κάτω, γιατί δεν έχει φως, κι ούτε το θες, μη και δεις κάποια πράγματα».
«Εχω μια άγνοια κινδύνου. Μέσα στον επαγγελματισμό μου έχω έναν ερασιτεχνισμό και μια παιδικότητα. Ως το 2013 όλο και σκεφτόμουν να σταματήσω. Το ΄90 που ξεκίνησα, είχα την τύχη να με επιλέξει η Πωλίνα, η καλλιτεχνική μου νονά μου, για το “Αχ Μαρία”, τον χώρο όπου ο Γιάννης Ζουγανέλης και οι άλλοι είχαν ιδρώσει την φανέλα. Έτσι πήρα ένα δείγμα για το τι θα μου άρεσε να κάνω, με κείμενα, σάτιρα, τραγούδια.
Ο Γιώργος Μαρίνος και η Μέδουσα είναι ένας μύθος για μένα –τον λατρεύω και υποκλίνομαι. Έσκαψε την πέτρα, όχι τον δρόμο, για να μπορούμε εμείς σήμερα να μιλάμε. Του οφείλουμε πάρα πολλά. Είναι πολύ ωραίο να πετάς βάρη από πάνω σου. Αν συνηθίσεις το σαμάρι, μετά δεν το νιώθεις».
Πάντα μας λείπει μια πληροφορία για να γίνουμε καλύτεροι
«Δεν ήξερα τι είμαι για να ξέρω που να ενταχθώ, ποια ήταν η δική μου βαλίτσα. Σαν περιπλανώμενος ήμουν. Που να με κατατάξουν; Πόσα να με πληρώσουν; Ταλαιπωρήθηκα, περιπλανήθηκα, εκπαιδεύτηκα. Έπρεπε να γίνω ο μάνατζερ του εαυτού μου, να γράφω τα κείμενά μου. Αυτό που κάνω είναι εξαιρετικά απαιτητικό. Θέλει αντοχή, συγκεκριμένα κιλά -για τα τακούνια, φωνή (έκανα φωνητική με την Τζούλι Μασίνο), κοιλιακούς, καλή στάση σώματος. Με την παράσταση “I am what I am” στο Αλίκη βρήκα την ταυτότητά μου. Έβαλα τόση ψυχή και τόσο μεράκι. Ο Θεός μου έδωσε την ευλογία, μαζί με τους συνεργάτες μου, να δίνουμε χαρά στον κόσμο. Αυτή είναι η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση».
«Αποστασιοποιούμαι από την επιτυχία. Φοβάμαι μην ψωνιστώ, μου το έμαθαν οι γονείς μου αυτό. Όχι, δεν αισθάνομαι σταρ. Μου το λένε. Γελάω. Εγώ μιμούμαι τους σταρ. Η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση είναι να βγαίνει αυτή η λάβα από μέσα μου, να εκφράζομαι, το έχω τρομερή ανάγκη -σαν ερωτικό ραντεβού».
«Οταν έχασα την μητέρα μου, το 2005, συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι θεός. Πριν βιαζόμουν. Είμαι ευγνώμων για όσα μου έχουν συμβεί, καλά και κακά. Με έκαναν αυτό που είμαι τώρα και νοιώθω πολύ καλά με τον εαυτό μου. Η μάνα μου είδε αρκετά από μένα και νομίζω ότι βλέπει από εκεί που είναι και μου στέλνει σήματα. Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον ότι θα κρατήσουμε επαφή.
Οι γονείς μου με στήριξαν. Χωρίς να είναι μορφωμένοι είχαν μια βαθιά παιδεία και έναν πολιτισμό. Είμαι τόσο υπερήφανος για εκείνους. Με άφησαν να κάνω ό,τι θέλω, ήξεραν ότι δεν θα τους εκθέσω, ήξεραν τι πάστα είμαι».
«Δεν έχω την αίσθηση της κτητικότητας. Θεωρώ μεγαλείο την γενναιοδωρία, να μοιράζεσαι τα πράγματα. Κι έχω καλούς φίλους -Μάριος Φραγκούλης, Γιώργος Περρής, φίλους από την Πάτρα και από την πορεία μου, πάντα εκεί για μένα.
Φυσικά και με πρόδωσαν και με κορόιδεψαν –τι είμαι εγώ, ο μάγκας που την γλίτωσε; Νομίζω ότι είναι απαραίτητο για την εξέλιξή σου. Την πρώτη φορά που πήγα για ψυχανάλυση με ρώτησε γιατί πήγα: Ένοιωθα ότι είχα ανάγκη προστασίας. Με βοήθησε πάρα πολύ η ψυχανάλυση, μπήκαν όρια, κατάλαβα ποιος είμαι. Όσο τα κουκουλώνεις τόσο δηλητηριάζεσαι. Χρειάζεται να περιποιείσαι το χωραφάκι σου -να το ποτίζεις, να του βάλεις θειάφι, φράχτη για τα φίδια…»
Η λεύκη είναι κληρονομική, από τον μπαμπά. Όπως λέω, “το καλοκαίρι βγαίνω και σε εμπριμέ”
«Όσο περνάει ο καιρός είμαι πιο συμφιλιωμένος με τον χρόνο, γιατί τον θεωρώ καλό μου φίλο. Θέλεις να κάνεις λίφτινγκ, ΟΚ. Αν είσαι γέρος μέσα σου, τι να το κάνεις; Εγώ φοβάμαι τις ρυτίδες της ψυχής, όχι στο πρόσωπο. Στην ψυχή το μπότοξ δεν κάνει δουλειά. Το θέμα είναι να κινείσαι σωστά, να τρως, να κοιμάσαι, να γυμνάζεσαι κι αν θες να κάνεις κάποιες μικροεπεμβάσεις για να συντηρηθείς, μια χαρά, αρκεί να μην γελοιοποιηθείς.
Ξέρω ότι αργότερα δεν θα έχω τις δυνάμεις που έχω τώρα γι΄αυτό και λέω στον εαυτό μου “ζήστο”… Νοιώθω πολύ νέος, χωρίς ψέμματα. Θέλω να είμαι στην ηλικία μου, στην καλύτερή μου εκδοχή».
«Μετά τα 40 αναρωτήθηκα τι κάνω και πέταξα πράγματα. Είναι σημαντικό να γράψεις σε ένα χαρτί τι θες και τι δεν θες πια. Να αρχίσεις μια ουσιαστική σχέση με το μέσα σου. Δεν ρωτάμε ποτέ τον εαυτό μας τι κάνει, ρωτάμε τους άλλους… Εγώ κάνω καθημερινά μια γρήγορη κουβεντούλα με τον τύπο που κουβαλάω μέσα μου, σαν ένα παιδάκι που πρέπει να το ρωτάμε. Όταν γίνεις ο γονιός του εαυτού σου θα συμπορευτείς ωραία μαζί του…
Λατρεύω τα παιδιά. Σκέφτηκα κάποια στιγμή να κάνω παιδί, αλλά πιστεύω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχεις τον σωστό σύντροφο. Είμαι τόσο ερωτευμένος με την δουλειά μου που δεν βρήκα τον κατάλληλο ή ίσως να μην ήμουν διαθέσιμος. Ερωτεύτηκα πολύ, με ερωτεύτηκαν πολύ –κι είναι πάντα εκεί για μένα. Χτίζω βαθιές σχέσεις. Πιστεύω όμως ότι ένα παιδί πρέπει να καλλιεργηθεί και να ανθίσει μέσα σε πολλή αγάπη. Δεν είναι απλό πράγμα. Κι ίσως την ευθύνη αυτή να την φοβήθηκα. Τώρα δεν την φοβάμαι, αλλά… Έχω όμως τον Γιωργάκη μου, τον γιο της φίλης μου -σαν αδελφή μου την έχω, της Μαρίνας της Βερνίκου, που τον βάφτισα, τα άλλα της παιδιά, την κόρη της ανιψιάς μου, την Δέσποινα, την Ανέζια, την Ντεμίλια, τον εγγονό της Σοφίας Σπυράτου, τον Αλκιβιάδη, και πολλά ακόμα παιδιά…»
«Η λεύκη είναι κληρονομική, από τον μπαμπά. Όπως λέω, “το καλοκαίρι βγαίνω και σε εμπριμέ”… Ήταν πολύ απελευθερωτικό που μίλησα γι΄αυτό και το άφησα να φανεί, γιατί είμαι εγώ -σαν ένα τατουάζ του Θεού πάνω μου».
«Την ξέρω την μοναξιά του καλλιτέχνη. Όταν είσαι πάνω στην σκηνή με 1500 άτομα από κάτω, είσαι συνέχεια στην πρίζα. Απαιτεί στρατιωτική πειθαρχία. Μετά, όταν βγαίνεις από την πρίζα, ο οργανισμός είναι σε σοκ. Από μικρός, μετά την έκθεση, μ΄άρεσε να μπαίνω στο καβούκι μου, σαν να μπαίνω στην κοιλιά της μαμάς μου, και να επαναφορτίζω. Να σκεφτώ τι θέλω να κάνω μετά. Μου είναι απαραίτητο.
Για έναν άνθρωπο που γράφει είναι μεγάλη παγίδα να ερωτευτεί τόσο πολύ αυτό που κάνει και να χάσει την επαφή του με τον έξω κόσμο –το άκουσα από τον Τίτο Πατρίκιο αυτό και τον ευχαριστώ. Η πραγματική μάχη είναι εκεί έξω, με τις αντίθετες γνώμες των άλλων και όχι εντός των τειχών, με τον δικό σου κόσμο».
«Σαφέστατα έχω ζήσει και μπούλινγκ, και ρατσισμό και το βλέμμα των άλλων πάνω μου. Βέβαια πρέπει να πω ότι στην πόλη που μεγάλωσα δεν το αισθάνθηκα ποτέ. Στην Αθήνα αισθάνθηκα ότι κάτι μπορεί να ενοχλεί, αλλά επειδή εγώ ήμουν στον κόσμο μου, στην τέχνη μου, συντονιζόμουν με το θετικό, δεν έδωσα σημασία. Δεν κοίταζα στα σκοτάδια. Ελεγα πάντα ΟΚ, δεν ξέρουν, δεν γνωρίζουν, άστους… Εγώ όφειλα να είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου και να είμαι στο φως. Υπήρχαν τέτοιες φάσεις, στον στρατό ας πούμε, αλλά και πάλι ήταν πολύ λίγο όλα αυτά. Κατανοώ ότι από τον άλλον, που μπορεί να βλέπει τα πράγματα έτσι, λείπει η παιδεία, η πληροφορία, κι η αγάπη. Τους έχω γνωρίσει: Μόλις καθίσω απέναντί τους και τους δώσω πληροφορία, αλλάζουν. Πάντα μας λείπει μια πληροφορία για να γίνουμε καλύτεροι, μια πληροφορία που οφείλουμε και να ψάξουμε και να βρούμε».
Ο Τάκης Ζαχαράτος παρουσιάζει στο Αλσος την παράσταση «Ελα μια βόλτα» από 15 Ιουλίου και ετοιμάζει να εκδώσει το πρώτο του βιβλίο