Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού: Η ταινία που άνοιξε τον δρόμο για τους ηθοποιούς ΑμεΑ
Βασισμένη στο βραβευμένο με Tony θεατρικό έργο του Μαρκ Μέντοφ, η ταινία «Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού», που σκηνοθέτησε το 1986 η Ράντα Χέινς, πέρα από το γεγονός ότι θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα love story της δεκαετίας, χάρισε στην Μάρλι Μάτλιν στα 21 της χρόνια το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου και έτσι έγινε η πρώτη κωφή ηθοποιός, η οποία τιμήθηκε με τη συγκεκριμένη διάκριση.
Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από τη σχέση ενός δασκάλου, του Τζον Λιντς, που πιάνει δουλειά σε ένα σχολείο κωφών και μιας κοπέλας, πρώην μαθήτριας του σχολείου και νυν καθαρίστριας, της Σάρα Νόρμαν, η οποία συνειδητά έχει επιλέξει να μη διαβάζει τα χείλη και να ζει απομονωμένη. Εκείνος θα προσπαθήσει να τη βοηθήσει να ξεπεράσει τα τραύματα του παρελθόντος, θεωρώντας την περίπτωσή της ως μια «επαγγελματική πρόκληση», σύντομα όμως ένας έρωτας θα γεννηθεί ανάμεσά τους, που θα δώσει νόημα στη σιωπή.
Το συγκεκριμένο φιλμ στην εποχή του ήταν μια επανάσταση, ο ορισμός της «συμπεριληπτικότητας», αφού ανέτρεψε τα ταμπού που υπήρχαν σχετικά με τους κωφούς. Πολλοί άνθρωποι έως τότε πίστευαν πως τα κωφά άτομα δεν έχουν συναισθηματικές ικανότητες, δεν μπορούν να χορέψουν, να κλάψουν, να γελάσουν, ακόμα και να ερωτευτούν. Όμως η γοητευτική Μάρλι, που πληρούσε τα πρότυπα ομορφιάς του Χόλιγουντ, με την εκπληκτική της ερμηνεία κατάφερε να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν η κώφωση. Ο χαρακτήρας δε της Σάρα, μιας γυναίκας δυναμικής που αντιμετωπίζει την κατάστασή της με θάρρος, απέδειξε στο ευρύ κοινό που οι κωφάλαλοι άνθρωποι δεν αξίζουν τη λύπηση, αλλά τον θαυμασμό.
H Μάτλιν ήταν από τους πρώτους καλλιτέχνες με αναπηρία που κατάφερε να εδραιωθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία και η πρώτη που κατάφερε να πάρει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Έστω και αν η καριέρα της μετά από αυτή την ταινία και τη βράβευσή της δεν απογειώθηκε, όπως θα συνέβαινε σε μια οποιαδήποτε άλλη ηθοποιό, εκείνη με την ερμηνεία της άνοιξε τον δρόμο και σε άλλους καλλιτέχνες με αναπηρία. Η ίδια συνεχίζει μέχρι σήμερα να παίζει τόσο στο θέατρο όσο και σε τηλεοπτικές παραγωγές, για τις οποίες έχει λάβει δυο υποψηφιότητες για τη Χρυσή Σφαίρα και τέσσερις για Emmy. Μια από τις πιο σημαντικές της ερμηνείες είναι και ο ρόλος μιας κωφής ομοφυλόφιλης στη σειρά «The L Word».
Το μήνυμα της ταινίας ήταν απλό: οι άνθρωποι που δεν μπορούν να ακούσουν και να μιλήσουν δεν διαφέρουν σε τίποτα από όλους τους υπόλοιπους, και η επιρροή που άσκησε στην ποπ κουλτούρα της εποχής πρωτοφανής. Οι δυο πρωταγωνιστές, ο Γουίλιαμ Χαρτ και η Μάτλιν, που ήταν και ζευγάρι εκείνη την περίοδο, επικοινωνούσαν μέσω της νοηματικής, συγκεκριμένα της ASL (American Sign Language), μιας γλώσσας που ακόμα δεν ήταν γνωστή -πολλοί μάλιστα δεν τη θεωρούσαν καν γλώσσα. Η εκρηκτική τους χημεία, αλλά και ο ποιητικός τρόπος που χρησιμοποιούσαν οι δυο τους την ASL, αποκάλυψε τους θεατές την ομορφιά της νοηματικής, καθιστώντας την κεντρικό πρωταγωνιστή του φιλμ. Στην πραγματική ζωή όμως, η σχέση του πολύκροτου ζευγαριού δεν είχε καλό τέλος, μιας και ο Χαρτ ασκούσε συχνά βία στην Μάτλιν. Πολλά χρόνια αργότερα, ο ηθοποιός τής ζήτησε δημόσια συγγνώμη για τον πόνο που της προκάλεσε.
Πίσω στην ταινία τώρα, στα σετ της οποίας γεννήθηκε και ο έρωτάς τους, ο Χαρτ εκτός από τις δικές του ατάκες, λέει και τις ατάκες της συμπρωταγωνίστριάς του, ώστε να γίνουν κατανοητές από όσους δεν γνωρίζουν νοηματική, μιας και ελάχιστες από τις κόπιες είχαν υπότιτλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί να αντιδράσουν αρνητικά, υποστηρίζοντας ότι η ταινία μπορεί να μιλάει για μια γυναίκα κωφή, αλλά απευθύνεται κατά βάση στους ομιλούντες. Η αλήθεια είναι ότι από τις 215 αίθουσες που έπαιζαν τότε την ταινία την Αμερική μόνο δέκα διέθεταν την υποτιτλισμένη εκδοχή, η οποία προβαλλόταν αποκλειστικά τα Σαββατοκύριακα. Έτσι ένα μεγάλο μέρος του κωφάλαλου κοινού τελικά δεν είχε πρόσβαση.
Η Paramount, που είχε αναλάβει την παράγωγη, είχε διαπιστώσει από μια προηγούμενη ταινία του 1962 το « The Miracle Worker», που επίσης μιλούσε για τους κωφούς, ότι υπάρχει μια μεγάλη αγορά εκατομμυρίων, που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί. Τελικά όμως δεν διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο την προώθηση, προκαλώντας δυσαρέσκεια. Η εταιρεία προσπάθησε τότε να δικαιολογήσει τη στάση της, υποστηρίζοντας ότι ο υποτιτλισμός είναι μια ακριβή διαδικασία, αλλά ελάχιστοι πείστηκαν από τις εξηγήσεις της. Προβλήματα δημιούργησε και το φινάλε, που προς χάριν της εμπορικότητας διαφοροποιήθηκε από το θεατρικό έργο, γεγογός που στις προβολές έκανε πολλούς κωφούς να γελάσουν αρνητικά.
Η Μάτλιν πάντως, σήμερα παντρεμένη με τέσσερα παιδιά, παραμένει ενεργή επαγγελματικά, διεκδικώντας τα δικαιώματα των αναπήρων ηθοποιών. Συχνά έχει τοποθετηθεί δημόσια, υποστηρίζοντας πως οι ρόλοι των κωφών πρέπει να παίζονται από κωφούς, δηλώνοντας ότι: «Η κώφωση δεν είναι ένα κοστούμι, που απλώς το φοράμε».