Μελέτης Ηλίας: Η οικογένειά μου είναι πιο πολύτιμη από οποιαδήποτε μορφή ανεμελιάς
Ο Μελέτης Ηλίας με το διπλό όνομα (!) σπούδασε λογιστικά αλλά έγινε ηθοποιός. Απόφοιτος της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, μαθήτευσε στην συνέχεια δίπλα σε σημαντικούς σκηνοθέτες. Οικογενειάρχης, στην ζωή και στην μικρή οθόνη, έκλεισε φέτος τα σαράντα.
«Είναι αργά πια να αλλάξω το όνομά μου. Είχε περάσει αυτή η σκέψη από το μυαλό μου. Ο παππούς μου είναι από την Μάνδρα Αττικής και λεγόταν Δεδεηλίας. Για κάποιο λόγο έκοψε το επώνυμό του και το έκανε Ηλίας. Εγώ από την πρώτη δημοτικού περνάω αυτό το μπέρδεμα –το συνήθισα πλέον. Ο γιος μου κι αν θα έχει πρόβλημα που είναι Δημήτρης Ηλίας. Γιατί σε μένα το Μελέτης περνάει και για επίθετο. Ελπίζω να έχει το σθένος να το αντιμετωπίσει.
Την χρονιά που έδινα εξετάσεις, το 1999, είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά στο Μενίδι, όπου και εξακολουθώ να μένω -με ένα μικρό διάλειμμα που έζησα στην Ζήνωνος, για να βρίσκομαι κοντά στο θέατρο του Τερζόπουλου, όταν δούλευα εκεί. Οι γονείς μου δεν είχαν ιδιαίτερη επαφή με το θέατρο ούτε με κάποια άλλη μορφή τέχνης. Τελείως τυχαία, κι ενώ σπούδαζα λογιστικά, είδα κάποιες παραστάσεις και αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου. Τέλειωσα τα λογιστικά αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ -κι είναι αλήθεια ότι τα μαθαίνεις μόνο μέσα από την δουλειά. Εχω ωστόσο μια αγάπη στα νούμερα, στους αριθμούς, στις πράξεις, μια ευκολία, αλλά ούτε τα δικά μου λογιστικά δεν μπορώ να κρατήσω».
«Είχα δει το “Kαημένε μου Μάρικ” που είχε ανεβάσει ο Χρονόπουλος, την “Θηλιά” του Ζούλια, στο Χώρα νομίζω, την Ρούλα Πατεράκη στην “Κυρία με τις Καμέλιες”. Οι γονείς μου ως τότε με είχαν πάει να δω μια επιθεώρηση με τον Μουστάκα και με το σχολείο, μια φορά, μας πήγαν να δούμε αρχαίο δράμα σε κλειστό χώρο. Δεν ήμουν συνηθισμένος, δεν είχα προσλαμβάνουσες. Οταν είδα αυτές τις παραστάσεις άνοιξε ένας ολόκληρος κόσμος μπροστά μου. Κι όχι τόσο με το θέμα της υποκριτικής όσο του στησίματος. Είχα την περιέργεια να μάθω τα πράγματα πίσω από την σκηνή.
Βλέποντας μια από εκείνες τις παραστάσεις, τότε, πήγα και βρήκα την Αλεξία Καλτσίκη η οποία μόλις είχε σχεδόν τελειώσει την σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Την ρώτησα πως δίνει κανείς εξετάσεις και με διαφώτισε πλήρως. Αρχισα να το ψάχνω, προετοιμάστηκα».
«Η οικογένειά μου το πήρε απρόσμενα θετικά. Τους άρεσε η ιδέα, δεν με απέτρεψαν, απλώς μου είπαν να έχω και μια άλλη δουλειά. Ο πατέρας μου δούλευε χρόνια στο Υποθηκοφυλακείο Αχαρνών αλλά είχε περάσει στην Ανωτάτη Εμπορική που λόγω δύσκολων οικονομικών δεν μπόρεσε να τελειώσει. Η μητέρα ήταν βοηθός αναισθησιολόγου.
Νομίζω ότι έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι την χρονιά που έδινα εξετάσεις, το 1999, είχε γίνει ο μεγάλος σεισμός. Το σπίτι μας είχε χαρακτηριστεί κίτρινο και μέναμε σε ένα τροχόσπιτο. Οταν είδαν ότι δεν πέρασα στο Εθνικό, με πήρε πολύ από κάτω. Οι γονείς μου, που δεν ήθελαν να με βλέπουν να υποφέρω, ήταν πολύ υποστηρικτικοί. Πέρασα όμως στο Θέατρο Τέχνης, έπιασα και μια δουλειά για να μπορώ να συντηρώ την σχολή και ξεκίνησα.
Η αλήθεια είναι ότι όταν μπήκα στην σχολή είχα τρομερές δυσκολίες γιατί όλα τα άλλα παιδιά είχαν, κατά κάποιο τρόπο, μια σχέση με τα πράγματα. Εγώ δεν ήξερα που πάν’ τα τέσσερα, που να βάλω τα χέρια μου, πως να μιλήσω. Δυσκολεύτηκα. Στο δεύτερο έτος όμως που ο Μίμης Κουγιουμτζής μου πρότεινε όπως και σε άλλους, να παίξουμε σε παράσταση, και μάλιστα στην Επίδαυρο, στον “Πλούτο” του Αριστοφάνη, άρχισα να το ευχαριστιέμαι. Φοβερός δάσκαλος…».
«Μετά η πορεία πήγε σχετικά ομαλά. Ημουν από τους τυχερούς γιατί στις πτυχιακές ήρθαν διάφοροι σκηνοθέτες –ένας εξ αυτών ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής. Ο Βογιατζής, μετά από μια εξαντλητική οντισιόν τριών μηνών, με πήρε στο “Σε σας που με ακούτε” της Λούλας Αναγνωστάκη. Για μένα αυτές οι πρόβες ήταν το βάπτισμα του πυρός. Αλλά μετά από πέντε μήνες δεν άντεξα άλλο και σταμάτησα. Δεν έπαιξα ποτέ στην παράσταση. Λίγες μέρες μετά μια δασκάλα μου, η Πέπη Οικονομοπούλου που με είδε στον δρόμο, με ρώτησε πως πάνε οι πρόβες με τον Βογιατζή κι όταν της είπα ότι έφυγα, μου είπε ότι ο Θόδωρος Τερζόπουλος ψάχνει για καινούργια άτομα. Σκέφτηκα τότε “Από τον Βογιατζή στον Τερζόπουλο, καταστραφήκαμε…” Με πήρε όμως τηλέφωνο ο ίδιος ο Τερζόπουλος –προφανώς θα επέμεινε η Οικονομοπούλου, και μου είπε ότι θα ήθελε να με δει.
Πάω στο θέατρο Αττις, περνάω κι εκεί μια εξαντλητική οντισιόν, σωματική κυρίως και μένω πέντε χρόνια. Ο Τερζόπουλος μου είχε αναφέρει ένα πρόγραμμα με παραστάσεις στον Μονπελιέ, στην Αγία Πετρούπολη, στην Λατινική Αμερική… Για μένα που δεν είχα πάει πουθενά εκτός Μενιδίου ήταν ένας καινούργιος κόσμος, μια τρομερή εμπειρία αυτή η πενταετία».
Για τον άντρα που κάνει καριέρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα
«Τι είδαν οι σκηνοθέτες σε μένα; Ο Τερζόπουλος νομίζω ότι είδε ένα φιλότιμο και μια επιμονή. Εγώ το πήρα πολύ πατριωτικά. Ελεγα ότι αν δεν τα καταφέρω στον Βογιατζή, αν δεν τα καταφέρω και στον Τερζόπουλο, καλύτερα να τα παρατήσω. Οπότε προσπάθησα πολύ να τον πείσω ότι αξίζω, κι αυτό το είδε και το εκτίμησε. Για μένα, πέρα από μεγάλος δάσκαλος, ο Τερζόπουλος είναι ένας τρομερός χαρακτήρας, μια δεύτερη σχολή, μια μαθητεία από την οποία μόνο όφελος θα μπορούσα να έχω.
Μ΄έδιωξε γιατί έκανα τηλεόραση κρυφά, πήγα στο “10” του Καραγάτση. Το είδε όμως κάπου γραμμένο και με φώναξε να μου πει μετά τον στρατό να ψάξω για δουλειά αλλού. Ηταν αυστηρός και με το δίκιο του. Μετά το στρατιωτικό άκουσα για την οντισιόν που έκανε ο Λιβαθινός για τον “Βασιλιά Λιρ” στο Κρατικό και πήγα. Αλλη μια πενταετία μαζί του, άλλο ένα σχολείο».
«Η αλήθεια είναι ότι απέκτησα κάποιες αρχές που δυστυχώς δεν είναι αυτονόητες. Οπως να εμπιστεύεται ένας ηθοποιός το ένστικτό του, να έχει τρομερή πειθαρχία, να πηγαίνει στην πρόβα ή στο γύρισμα στην ώρα του. Το να μπορείς να ανταπεξέλθεις στους ρυθμούς της δουλειάς είναι κάτι που έμαθα από αυτούς τους ανθρώπους. Πέρα από ταλέντο, μελέτη, παιδεία, νομίζω ότι είναι κάποια πράγματα που μαθαίνεις μόνον όταν συνεργάζεσαι με τέτοιους ανθρώπους.
Γι΄αυτό όταν η αναγνωρισιμότητα και η τηλεόραση έρχονται στην ζωή σου γύρω στα 35, όπως συνέβη με μένα, έχεις νομίζω το μυαλό στο κεφάλι σου να ακολουθήσεις τις αρχές σου, να μην ξεφύγεις. Ξέρεις τους κινδύνους που υπάρχουν σ΄αυτή την δουλειά».
«Ναι, το “Σόι” με άνοιξε στο ευρύ κοινό. Είχα κάνει δοκιμαστικό, τους άρεσα και ξεκινήσαμε. Ηταν κάτι τελείως διαφορετικό για μένα, δεν είχα ιδέα από τους καθημερινούς ρυθμούς γυρίσματος. Στο πρακτικό κομμάτι δυσκολεύτηκα πολύ γιατί ήμουν συνηθισμένος να δείχνω ένα αποτέλεσμα δουλειάς μετά από πολύμηνες πρόβες. Για να ανταπεξέλθω στα γυρίσματα προσπάθησα να επιστρατεύσω ό,τι μπορούσα από τον εαυτό μου και την αλήθεια μου, χωρίς να ξοδέψω την ποιότητα που έχω σαν ηθοποιός. Είναι λίγο επικίνδυνες ισορροπίες αυτές. Μεγάλο σχολείο και το “Σόι μου” γιατί υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι με χρόνια τηλεόραση, όπως η Μίρκα, η Ρένια, ο Ορκόπουλος, παράδειγμα προς μίμηση. Οχι μόνο στο υποκριτικό κομμάτι όσο στο γύρω-γύρω, στο να σου δώσουν συμβουλή, χώρο, ήταν τρομερά απλόχεροι…
Η δημοσιότητα με χαροποίησε γιατί μετά από αρκετά χρόνια στο θέατρο υπήρχε κόσμος που ερχόταν και έβλεπε παραστάσεις εξαιτίας της τηλεόρασης. Είναι πάντα ευπρόσδεκτο να σε χαιρετάνε στον δρόμο. Θυμάμαι σε ένα ταξίδι που έκανα με τον Τερζόπουλο στην Μόσχα έβλεπα μέσα στο μετρό τον κόσμο να κρατά στα χέρια του Ντοστογιέφσκι και Τολστόι. Εδώ θα δεις ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Είναι θέμα κουλτούρας. Οπως και να το κάνουμε, το θεατρικό κοινό είναι λίγο περιορισμένο σε αριθμό, παρά τις πολλές παραστάσεις που έχουμε σαν χώρα».
Αισθάνομαι τυχερός γιατί δουλεύω διαρκώς
«Το δικό μου σόι; Εγώ μεγάλωσα σε μια οικογένεια χωρίς ιδιαίτερες επαφές με παππούδες και γιαγιάδες. Επίσης είμαι μοναχοπαίδι, οπότε ήμασταν πολύ λίγοι στο σπίτι –οι τρεις μας. Δεν έχω μεγάλο σόι, και με τους συγγενείς της μητέρας μου δεν υπήρχε αυτή η επαφή που υπήρχε στη σειρά. Αλλά ένα κοινό στοιχείο με το “Σόι” υπάρχει από τότε που παντρεύτηκα. Οι γονείς μου μεγαλωμένοι στο Μενίδι, τα πεθερικά μου στην Γλυφάδα, υπάρχει μια αντιστοιχία με το Αιγάλεω και την Κηφισιά της σειράς, ανάμεσα στις δύο οικογένειες.
Η ζωή μου πήγε παράλληλα με την δουλειά μου. Κι είναι αλήθεια ότι για τον άντρα που κάνει καριέρα είναι πιο εύκολα τα πράγματα γιατί όπως και να το κάνουμε δεν είναι τόσο απαραίτητος μέσα στο σπίτι όσο η μητέρα. Παρ΄όλα αυτά έχω χάσει στιγμές πολύτιμες με τα παιδιά μου και προσπαθώ να επανορθώσω σιγά-σιγά (ιδίως τώρα με τις καραντίνες, που δεν έχω παραστάσεις)».
«Ο γιος μου που είναι στην τρυφερή ηλικία των τεσσεράμιση χρόνων, δεν μπορεί να κοιμηθεί χωρίς εμένα, έτσι όπως συνήθισε. Και προσπαθώ να του εξηγήσω ότι σε λίγο ο μπαμπάς θα φεύγει για την δουλειά για να τον επαναφέρω σε μια κανονικότητα, η οποία όλοι ελπίζουμε να έρθει.
Με την κόρη μου που είναι τώρα δέκα μισό, πάει Πέμπτη δημοτικού, δεν ήταν έτσι όταν ήταν μικρότερη. Αλλά και με εκείνη τα τελευταία χρόνια κάναμε περισσότερα πράγματα, την πήρα μαζί μου σε καλοκαιρινές περιοδείες.
Αν ήμουν ελεύθερος θα ήμουν πολύ πιο ανέμελος. Αλλά από την στιγμή που επέλεξα να κάνω οικογένεια, είναι πολύ πιο πολύτιμο αυτό που έχω στήσει από οποιαδήποτε μορφή ανεμελιάς ή γνωριμιών. Η γυναίκα μου κάνει μια κανονική δουλειά –είναι βοηθός οδοντιάτρου. Από την μεριά της έχει θυσιάσει κάποια πράγματα γιατί δεν έχει πια καθόλου ελεύθερο χρόνο. Νομίζω ότι κατανοεί πλήρως την δουλειά μου. Ηταν άλλωστε θεατρόφιλη -οι γονείς της είχαν δει όλες τις παραστάσεις του Τερζόπουλου, γεγονός που μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση».
«Κρατάω φίλους από τα παιδικά μου χρόνια και χαίρομαι όταν έρχονται και με βλέπουν στο θέατρο -δεν το περίμεναν. Στο σχολείο ήμουν αρκετά ντροπαλός.
Ποια είναι τα καλύτερα χρόνια μου; Η πενταετία από το 2003 ως το 2008 που ήμουν στον Τερζόπουλο και ταξίδεψα σε όλο τον κόσμο νομίζω ότι ήταν η πιο ευχάριστη περίοδος της ζωής μου. Βρέθηκα σε όλα αυτά τα φεστιβάλ του κόσμου, κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Και μετά ο γάμος και τα παιδιά μου.
Φέτος έκλεισα τα σαράντα: Αυτό που σκέφτομαι, ειδικά στην παρούσα φάση, είναι να έχουμε την υγεία μας, γιατί τελικά δεν είναι και τόσο αυτονόητο. Σκέφτομαι πολύ τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μια πιο δύσκολη εποχή από ό,τι εγώ στην ηλικία τους. Το μόνιμο άγχος μου είναι το θέμα της δουλειάς γιατί ξέρω ότι σήμερα είσαι και αύριο δεν είσαι. Πρέπει κάπως να έχω κάνει τα κουμάντα μου, που λένε».
«Αν έχω πετύχει; Αισθάνομαι τυχερός γιατί δουλεύω διαρκώς, κυρίως στο θέατρο, το οποίο είναι αυτό που με συντηρεί. Η τηλεόραση είναι ένα έξτρα μπόνους, καλοδεχούμενο και ευχάριστο, αλλά οι νόμοι της είναι πολύ αυστηροί. Από οικονομικής πλευράς φυσικά και είναι καλά, αλλά δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν. Ωστόσο η τηλεόραση παραμένει ένα μεγάλο βοήθημα.
Ημουν επίσης τυχερός που συνεργάστηκα νωρίς με μεγάλους δασκάλους γιατί αναζητούσα την ουσία της δουλειάς. Οι νεότεροι πρέπει να ξέρουν ότι η ουσία της δουλειάς δεν είναι να γίνεις ούτε αναγνωρίσιμος, ούτε διάσημος, ούτε να βγάζεις λεφτά. Η ουσία της δουλειάς του ηθοποιού είναι μια εσωτερική αναζήτηση.
Οπουδήποτε και να είσαι, αν αγαπάς αυτό που κάνεις κι έχεις την αφοσίωση που χρειάζεται, το αποτέλεσμα θα σε δικαιώσει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Είναι πολύ σημαντικό για μένα ότι η συνεργασία μου με τον Τερζόπουλο συνεχίζεται και έχουμε κανονίσει, αν όλα πάνε καλά, να πάμε στην Ρουμανία για τον “Προμηθέα Δεσμώτη”. Τέτοια εποχή πέρυσι είχαμε πάει στην Σαγκάη με τον “Αίαντα” του Σοφοκλή. Δεν τον επηρεάζει πια το γεγονός ότι κάνω τηλεόραση. Βρήκα πολύ τιμητικό ότι ήρθε να με δει στο “Η ζωή μου όλη”, την παράσταση που έκανα για την ζωή του Στέλιου Καζαντζίδη σε σκηνοθεσία Μιμής Ντενίση. Και ότι του άρεσε -μας συνεχάρη. Ηταν μια πολύ ιδιαίτερη παράσταση για μένα, λόγω του δεσμού του πατέρα μου με τον Καζαντζίδη, στον οποίο έχει αδυναμία. Η σχέση μας πια με τον Τερζόπουλο δεν είναι ηθοποιού – σκηνοθέτη, είναι κάτι πολύ παραπάνω, είναι οικογένεια. Ναι είμαι άνθρωπος της οικογένειας. Μ΄αρέσει να μένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα…»
«Τα καλύτερά μας χρόνια»
«Είχα μόλις τελειώσει τα γυρίσματα για το “Κρατάς μυστικό” στον Alpha, λίγο νωρίτερα από το τέλος της σεζόν. Η καραντίνα δεν είχε έρθει ακόμα στην ζωή μας. Δέχτηκα μια πρόταση από την εταιρεία παραγωγής Tanweer, πάνω που είχα δει την “Ευτυχία” που ήταν δικής της παραγωγής και μου είχε αρέσει πολύ. Οταν λοιπόν μου πρότειναν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια σειρά εποχής είπα το ναι σχεδόν με κλειστά μάτια. Από ένστικτο. Οταν μετά κλείστηκε και το υπόλοιπο καστ, ήρθε και η Ολγα Μαλέα με την σκηνοθετική ματιά της, το αποτέλεσμα ήταν αντάξιο των προσδοκιών μου.
Η δυσκολία έγκειται περισσότερο στο να μπεις στην ψυχολογία ενός ήρωα που είναι μιας άλλης εποχής, και ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και ως προς τον εσωτερικό ρυθμό ενός ανθρώπου που έζησε την δεκαετία του ΄60 και του ΄70. Ναι είναι κάπως σαν να παίζω τον μπαμπά μου αν κι εκείνος ήταν 25 το ΄69 ενώ ο ήρωάς μου είναι 35αρης. Αλλά οι αφηγήσεις και οι εικόνες που έχουν, Πολυτεχνείο, χούντα, είναι κοινές. Κι έχω ακούσει ιστορίες από τον πατέρα μου –θα έμοιαζε περισσότερο στον μεγάλο γιο της οικογένειας τον Στέλιου.
Από πρακτικής άποψης τα γυρίσματα βγαίνουν πολύ πιο εύκολα. Η Ολγα Μαλέα έχει μια ματιά, μια τεχνική, που δεν κουράζει ιδιαίτερα τον ηθοποιό. Ξέρει ακριβώς τι θέλει να κάνει.
Και πάλι παίζω έναν οικογενειάρχη… Σαν ηθοποιός ήθελα να ποντάρω στην εποχή, οπότε προσπάθησα όσο μπορούσα να μην θυμίζει τον Σάββα από το “Σόι” -το περπάτημα, το μουστάκι… Νομίζω ότι ως έναν βαθμό το έχω πετύχει».
«Τα καλύτερά μας χρόνια» κάθε Πέμπτη & Παρασκευή στις 22.00 από την ΕΡΤ1