Ελένη Καββάδα: Η couturier που αποδεικνύει πως οι Έλληνες μπορούν να δημιουργήσουν υψηλή μόδα
Η Ελένη Καββάδα έχει γεννηθεί με τη μόδα μέσα της. Αυτό μπορεί να καταλάβει κανείς μόλις μιλήσει μαζί της, από την πρώτη στιγμή που θα αντικρίσει το μικροσκοπικό ατελίε της σε έναν όροφο της καλλιτεχνικής στοάς Παλλάδος, στου Ψυρρή.
Εκεί γεννήθηκε το προσωπικό της brand 240791ek, μέσα σε μια δύσκολη κοινωνική συνθήκη, λίγο πριν συστηθεί η πανδημία στη ζωή της. Το studio της θυμίζει ένα μικρό «εργαστήριο» ρούχων, όπου ετερόκλητα υλικά και edgy γραμμές δουλεύονται από μια νέα δημιουργό, που προτιμά να τα κάνει όλα με τα χέρια της. Τα ρούχα της μένουν κατευθείαν στο μυαλό σου, σαν σουρεαλιστικός πίνακας, ενώ το να φορέσεις ένα κομμάτι από τη συλλογή της είναι μια ολοκληρωμένη εμπειρία, που κρύβει πίσω της αυτήν ακριβώς την ολοκληρωμένη σκέψη ενός καλλιτέχνη.
Μιλήσαμε μαζί της για το brand της που ακροβατεί ανάμεσα στην haute couture και το ready to wear και για την ιστορία που θέλει να πει μέσα από τα ρούχα της.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα, στα Νότια προάστια. Οι γονείς μου είναι νησιώτες, αλλά μεγάλωσαν και οι δύο στην Αθήνα. Δεν μπορώ να θυμηθώ την πρώτη στιγμή που αγάπησα την μόδα ή που ήταν μαζί μου. Ήταν κάτι που το έκανα από μωρό, σκίτσαρα πολύ πριν ξεκινήσω το σχολείο και έπαιζα με τα ρούχα από τις κούκλες μας. Πιο δυνατά και συνειδητοποιημένα είπα πως θέλω να σπουδάσω μόδα στην εφηβεία, ήδη από το γυμνάσιο. Είχαν φυσικά παίξει ρόλο κι όλες εκείνες οι σκέψεις ότι η μόδα δεν είναι ένα επάγγελμα που μπορεί να σε εξασφαλίσει οικονομικά, ενώ έχει και πολλές ανασφάλειες. Αυτό, όμως, είναι και το ωραίο της.
Αλλά όταν κάτι είναι ένα με σένα τελικά δεν το αποφεύγεις και έτσι η πορεία με πήγε προς τα εκεί μόνη της. Και οι δύο μου γονείς είναι δημιουργικοί, αλλά κανείς τους δεν ασχολείται με τη μόδα αυτούσια. Και οι δύο δούλευαν πολύ και ενώ ήξερα πως ο μπαμπάς μου ζωγραφίζει και η μητέρα μου παίζει μουσική, η τέχνη δεν ήταν κάτι που είχαμε ενεργά μέσα στο σπίτι.
Έφυγα για σπουδές στο εξωτερικό αμέσως. Ήταν κάτι που το είχα από νωρίς στο κεφάλι μου. Δεν ήθελα να χάσω καθόλου χρόνο, γιατί η μόδα είναι ένα πρακτικό επάγγελμα. Εάν πήγαινα τον χρόνο πίσω θα έκανα τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Ίσως να μην πήγαινα καν σε σχολή, να πήγαινα απευθείας να κάνω πρακτική, να μάθω καλά τη δουλειά και ίσως μετά έκανα κάποιο course για τα πιο θεωρητικά και δημιουργικά πράγματα».
«Επέλεξα να φύγω για σπουδές στο Μιλάνο. Είχα στο νου μου και την Αγγλία, αλλά η συγκεκριμένη σχολή στην Ιταλία μου έκανε το κλικ. Και επειδή οι δύο λαοί είμαστε κάπως παρόμοιοι, ήμουν και πιο μικρή, το ένιωθα πιο οικεία. Ξεκίνησα στο Μιλάνο και έκανα για ένα χρόνο ένα foundation σε μια αρκετά καλή σχολή, αλλά δεν μου άρεσε καθόλου η πόλη, οι άνθρωποι μου φαίνονταν πολύ κρύοι. Αποφάσισα, λοιπόν, να συνεχίσω στη Φλωρεντία που ήξερα πως μου ταιριάζει πιο πολύ.
Εκεί έκανα interview για την Polimoda και μπήκα στο δεύτερο έτος για σχέδιο μόδας και πατρόν. Η σχολή δεν ήταν τότε ακόμη στο pick της αλλά είχε φοβερά ταλέντα, ειδικά Ασιάτες. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μετανιώνω που πήγα έξω τόσο νωρίς, γιατί είδα πολλά διαφορετικά πράγματα. Η αλληλεπίδραση ήταν το πιο σημαντικό που πήρα εκείνα τα χρόνια».
«Βρέθηκα στον οίκο Salvatore Ferragamo για ένα λεγόμενο sandwich internship, ανάμεσα στις δύο σχολές μου. Ήταν μια τεράστια μονάδα με άπειρο κόσμο, το οποίο, ναι μεν είναι εντυπωσιακό, αλλά σαν δημιουργό σε έκανε να νιώθεις έναν από τους πολλούς, ειδικά τα πολύ νέα παιδιά. Έμαθα πολύ περισσότερα πράγματα αργότερα σε ένα μικρό studio, όπου πέρασα μέσα από όλα τα στάδια της δημιουργικής διαδικασίας.
Μετά την αποφοίτηση μου ήρθα για καλοκαίρι στην Ελλάδα χωρίς να ξέρω τι ακριβώς θα κάνω. Εκείνη την περίοδο με είχε πιάσει η τρέλα να φύγω για Ασία, οπότε έστελνα τα χαρτιά μου παντού. Προτιμούσα Ιαπωνία ή Κορέα, γιατί αγαπώ αυτό τον σχεδιαστικό "μπούσουλα", μιας και ο Yohji Yamamoto ήταν ένας από τους δύο σχεδιαστές που επικύρωσαν το ότι θέλω να κάνω μόδα. Ο άλλος ήταν ο Martin Margiela. Πάντα υπήρχε αυτή η υπόγεια αγάπη για την Ασία. Τους μελετούσα από μικρή και ως προσωπικότητες. Για μένα ο άνθρωπος και ο καλλιτέχνης δεν διαχωρίζονται. Αν είσαι πραγματικός καλλιτέχνης, αυτό που κάνεις είναι η ανάσα σου, ό,τι σου βγαίνει πιο φυσικά, έχει απαραίτητα κάτι από σένα και εσύ έχεις κάτι από αυτό, είναι αλληλένδετα».
«Παράλληλα βέβαια, μέσα σε εκείνο το καλοκαίρι έψαχνα και τους Έλληνες σχεδιαστές, μήπως μπορούσα να κάνω κάτι εδώ. Και κάπως έτσι έρχεται η συνέντευξη με τον Γιώργο Ελευθεριάδη. Κολλήσαμε αμέσως και σαν προσωπικότητες αλλά και δημιουργικά. Ξεκίνησε σαν πρακτική και συνέχισε σαν δουλειά. Έμεινα εκεί ως βοηθός του για έξι χρόνια. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας αιώνιος έφηβος, ζει και αναπνέει για αυτό που κάνει και δεν μπορεί να το αποφύγει, γιατί απλά είναι πάνω του και μέσα του. Εκείνος μου έδειξε πώς να κάνω πράξη αυτό που αγαπάω, ήξερε ότι το είχα μέσα μου και μου έμαθε πώς να το βγάλω προς τα έξω. Το σημαντικότερο που μου έμαθε είναι πως όταν δουλεύεις για σένα είσαι ο κατώτερος και ο ανώτερος υπάλληλος σου ταυτόχρονα.
Έφυγα από τον Γιώργο Ελευθεριάδη, γιατί είχα την ανάγκη της ανεξαρτησίας, είχα την ανάγκη να κάνω κάτι 100% από μένα για μένα. Ένιωσα απλώς ότι είχε έρθει η στιγμή να μιλάω πλέον με το όνομά μου. Το πρώτο δίμηνο που ήρθα στο studio μου, έδωσα στον εαυτό μου το χρόνο να βγάλει κάθε δημιουργικό του απωθημένο. Ήθελα ένα μικρό διάστημα να απελευθερωθώ και να φτιάξω ρούχα. Και έτσι ξεκίνησε η πρώτη μου συλλογή με τα τζιν. Εκεί χτίστηκε στην ουσία και ότι ακολούθησε. Δεν είχα κάποιο αρχικό πλάνο.
Επειδή η μόδα είναι μαζί μου από πάντα, μου φάνηκε πολύ φυσικό, όταν έκανα το δικό μου brand να τον ονομάσω με την ημερομηνία τη γέννησης μου. Μικρότερη υπέγραφα με αυτό κάτω από τα σκίτσα μου. Έτσι το πήρα μαζί μου και το χρησιμοποίησα. Έχω μεγάλη αγάπη με τους αριθμούς, μου αρέσουν πολύ οπτικά. Έχει επίσης ένα ενδιαφέρον όλο αυτό, γιατί πολλοί που δεν με γνωρίζουν πιστεύουν πως είμαι άνδρας ή μια γυναίκα σε πολύ μεγαλύτερη σε ηλικία».
«Τα ρούχα μου είναι unisex, όποιος θέλει να βάλει κάτι δικό μου μπορεί να το κάνει. Κατά κύριο λόγο δεν έχουν σεζόν, δεν έχουν ούτε φύλο, ούτε size. Ο άνθρωπος για τον οποίο σχεδιάζω είναι ένας άνθρωπος ελεύθερος και δραστήριος, έχει μια ισχυρή προσωπικότητα, ξέρει που πατάει, θέλει να είναι άνετος, να κινείται. Απλά ξέρει ότι φοράει το κάτι παραπάνω, μια ξεχωριστή ταυτότητα. Τα ρούχα μου δεν είναι για έναν άνθρωπο, είναι για τον άνθρωπο -τελεία. Για αυτόν που τον αφορά η μόδα, όποια και αν είναι η καθημερινότητά του.
Με ενδιαφέρει να κάνω και haute couture και ready to wear συλλογές. Εκεί που τα χέρια μου πάνε αυτόματα είναι στα κομμάτια υψηλής ραπτικής, είναι αυτό που μου βγαίνει και αγαπάω περισσότερο, αλλά με γοητεύει εξίσου και το ready to wear. Κατάλαβα, λοιπόν, πως το brand μου θα είναι ένα "διπολικό" brand και δεν είχα κανένα πρόβλημα με αυτό, γιατί βαθιά μέσα μου έχω και εγώ έναν τέτοιο διαχωρισμό».
«Πλέον δεν σκιτσάρω στο χαρτί. Δημιουργώ τα πάντα σχεδόν με τα χέρια μου. Όλο αυτό ξεκίνησε γιατί πολλά από τα υλικά που ήθελα να χρησιμοποιήσω δεν χωρούσαν στη μηχανή, αλλά είδα πόση περισσότερη ελευθερία μου δίνει αυτό. Όλα τα ρούχα τα κάνω η ίδια στο studio μου. Κανένα τους δεν επαναλαμβάνεται και κάθε κομμάτι είναι διαφορετικό. Μπορεί να έχω για παράδειγμα ένα κλασικό πατρόν για πουκάμισο, αλλά σε κάθε κομμάτι κάτι θα αλλαχθεί, δεν θα είναι ποτέ το ίδιο.
Το πρώτο μου κατάστημα στο Φάληρο ήρθε για να μπορέσει όλο αυτό το project να γίνει βιώσιμο. Το atelier δεν είναι ένας χώρος που θα έρθει κάποιος εύκολα να δοκιμάσει και να αγοράσει κάτι, γιατί θυμίζει "εργοτάξιο". Βρήκα το μαγαζί στην Μαρίνα Φλοίσβου, που είναι και πολύ κοντά στο πατρικό μου και απλά είπα το ναι, δεν το σκέφτηκα πολύ. Πηγαίνω εγώ όλα τα ρούχα στο κατάστημα μόνη μου, με τον ηλεκτρικό. Μου αρέσει αυτή η διαδικασία. Αυτό εννοώ, όταν συχνά γράφω κάτω από τα posts μου "sloth slow fashion". Όλο αυτό το αργό είναι μέρος της νοοτροπίας που θέλω να έχω σαν δημιουργός, και να έχει ιδανικά και το κοινό που με πλησιάζει. Το αντίθετο του fast fashion. Άκουσα μια φράση πρόσφατα που θεωρώ ότι συνοψίζει την ουσία: "Slow is the fastest fast".
Μακάρι να μπορούσα να έχω οικολογικά υλικά. Ακόμη δεν μπορώ, γιατί είναι πάρα πολύ ακριβά. Αυτό που κάνω σαν μικρό παραθυράκι στην οικολογική προσπάθεια είναι ότι μεταποιώ παλιά ρούχα, το οποίο είναι και ένα τεράστιο κομμάτι της δουλειάς μου. Μπορεί να πάω σε ένα second hand μαγαζί, να πάρω τρία oversized σακάκια που μου αρέσουν πάρα πολύ και να τα αλλάξω τελείως με υλικά που έχω από προηγούμενες δουλειές. Έτσι προκύπτει ένα sustainable προϊόν, αφού δεν έχει χρησιμοποιηθεί κανένας καινούργιος πόρος. Δουλεύω με όλα τα υλικά, ακόμη και με παλιές κουρτίνες και τεντόπανα. Πιστεύω ότι όλα τα υλικά μπορούν να δουλευτούν και έχουν την δική τους ομορφιά.
Βλέπω ότι η ελληνική μόδα έχει πολύ μεγάλο gap στον νέο κόσμο. Υπάρχει ένα τεράστιο κενό ανάμεσα στους δημιουργούς των 90s και τη δική μας γενιά, νέων δημιουργών. Ίσως, βέβαια υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν εξωτερικευτεί ακόμα. Πολλοί σχεδιαστές έχουν φύγει βέβαια στο εξωτερικό, όπου κάνουν και πολύ ωραία πράγματα. Δεν πιστεύω ότι η ελληνική μόδα είναι στα καλύτερά της. Βρίσκω πολύ συντηρητική την κοινότητα μας, ακόμα και τους νέους σχεδιαστές. Είναι απολύτως λογικό να θέλει κάποιος να ζει από αυτό που κάνει, αλλά όταν πας απευθείας στο προϊόν με πιο κλασικές γραμμές, χάνεις ένα μεγάλο δημιουργικό φάσμα, σε σύγκριση με το όταν ανοίγεις τη βεντάλια σου. Όταν πας απευθείας στο clean cut προϊόν , το αποτέλεσμα στερείται σε χαρακτήρα. Χάνεται η ταυτότητα του καθενός».
«Στο μέλλον θα ήθελα πολύ να έχω μια ομάδα. Σίγουρα πρέπει να έρθει κι άλλος κόσμος εδώ. Μου αρέσει το interaction, πρέπει να είμαστε σε ομάδες και πιστεύω πως το μέλλον βρίσκεται στις κοινότητες, γιατί οι νέοι σχεδιαστές βάλλονται και οικονομικά και κοινωνικά. Ομάδες όμως κανονικές, οργανικές που να συναντιούνται και δημιουργικά. όχι μόνο επιχειρηματικά.
Στο μέλλον, αυτό που κάνω τώρα δεν θα αλλάξει πολύ στο σκελετό του, ξέρω τι θέλω να κάνω και γίνεται ήδη. Είναι αυτά τα δύο διαφορετικά πράγματα που αλληλοσυμπληρώνονται. Έχω ήδη κάνει επαφές μέσω των social media και με το εξωτερικό, με την Ασία και το Λονδίνο, αλλά θεωρώ πως δεν είμαι ακόμη έτοιμη πρακτικά να κάνω το βήμα».
Στην τελευταία ερώτηση για το πιο είναι το moto της ζωής της απάντησε: «Δεν έχω κάποιο moto, κάθε μέρα για μένα είναι διαφορετική. Αν όμως αποκτήσω κάποια στιγμή, θα σας το στείλω!"».